Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

ΕΓΩ ΔΕΝ ΜΙΛΑΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ, ΑΝ ΔΕΝ ΜΟΥ ΖΗΤΗΣΟΥΝ!

Είπε ο μακαριστός Γέρων Ανανίας (Κουστένης): «Είχε κόσμο πολύ. Και περιμέναμε. Ήτανε πασχάλιος περίοδος, Πεντηκοσταρίου. Και περιμέναμε να βγει ο Γέροντας (Πορφύριος). Είχε προβλήματα, δεν μπορούσε. Σε κάποια στιγμή βγαίνει. (Ήταν στο παλιό καλυβάκι, δεν είχε φτιάξει ακόμη το μοναστήρι).  Δεν φορούσε ούτε ράσο. Είχε μια πατατούκα, την είχε ρίξει επάνω του. Βγαίνει και περιμέναμε όλοι, χριστιανοί και μη, περιμέναμε να πει ο Γέροντας «Χριστός Ανέστη»! Δεν είπε «Χριστός Ανέστη». Είπε: «Καλημέρα σας!» Τι ωραία! Γιατί αργότερα μας έλεγε: «Εγώ, βρε, δεν μιλάω για τον Χριστό, αν δεν μου ζητήσουν. Δεν πάω γυρεύοντας, βρε. Ο Χριστός είπε: “Όστις θέλει”. Δεν είναι πίεση, είναι αρχοντιά, είναι αγκαλιά, είναι μεγαλείο, είναι δημοκρατία».

Είναι η εμπειρία του συγχρόνου μακαριστού αγίου Γέροντα Ανανία Κουστένη. Βρέθηκε και ο ίδιος, νεαρός κληρικός τότε, να περιμένει στην «ουρά» μαζί με πολλούς άλλους για να δει τον όσιο μεγάλο Πορφύριο, τον Γέροντα των Αθηνών, τον άνθρωπο του Θεού στον οποίο κατέφευγε πλήθος ανθρώπων για να πάρουν την ευχή του, να βρουν διέξοδο στα πολλά προβλήματά τους, να «ξεθολώσει» το οπτικό τους πεδίο. Κι εκείνος λοιπόν, ο μακαριστός Ανανίας,  ταλαιπωρημένος την εποχή εκείνη από διαφόρους πειρασμούς, που «τον είχαν κυκλώσει σαν τις μέλισσες και του προκαλούσαν ζαλάδα», θεώρησε ως ιδανική λύση την καταφυγή του στον άγιο – είχε ακούσει γι’  αυτόν, του είπαν και κάποιοι εν Χριστώ αδελφοί, τα βήματά του έτσι τα έσυρε προς το ταπεινό κελί του Γέροντα. Θύμιζε η κατάσταση μ’ αυτό που συνέβαινε και με τον άγιο Αντώνιο, όταν πλήθη συνέρρεαν στη σπηλιά του προσμένοντας τη χαρισματική στιγμή: τη στιγμή που θα έβγαινε για να απλωθεί το ιλαρό βλέμμα του πάνω στις κουρασμένες ψυχές τους και να λειτουργήσει το βλέμμα αυτό ως αχτίδα ηλιακή που ρίχνει φως και διώχνει την όποια σκοτεινιά.

Και πράγματι, βγήκε και ο όσιος Γέροντας Πορφύριος μέσα σε όλα τα προβλήματα υγείας που είχε – δεν άντεχε η πυρωμένη από αγάπη καρδιά του να έχει σε αναμονή τον κόσμο που τον πρόσμενε. Κι ήταν τριπλή η έκπληξη του μακαριστού Ανανία τότε, όπως ο ίδιος συχνά το ομολογούσε και το κήρυττε:  Πρώτον, ότι κάλεσε μόνον εκείνον για να τον δει και να τον ακούσει στο κελάκι του. «Ο κληρικός να έλθει» είπε, διακρίνοντας εν Πνεύματι ότι εκείνος κατεξοχήν είχε τη μεγαλύτερη ανάγκη. Και στην πραγματικότητα δεν μίλησε ο Γέρων Ανανίας˙ ήταν ο άγιος Πορφύριος που άνοιξε ευθύς το στόμα του για να του πει την κατάστασή του, να τον παρηγορήσει, να του εξηγήσει πως ό,τι του συνέβαινε ήταν μέσα στο σχέδιο του Θεού για τη δική του μεγάλη προκοπή. Κι «έλιωσε» τότε η καρδιά του Ανανία και βρήκε την πηγή που θα ξεδιψούσε έκτοτε, που θα πει ότι βρήκε το μέσον για να ριχτεί με τη μεγαλύτερη ένταση στην Πρώτη και Μοναδική Πηγή που άρδευε και την καρδιά του οσίου του Πορφυρίου, τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό.

Δεύτερον, ότι βγήκε ο άγιος όχι με ράσο, όπως θα έκανε ένας κληρικός που «σέβεται» τον εαυτό του και το σχήμα του, αλλά με μία πατατούκα! Αλλά αυτό το έκανε ο όσιος γιατί ήταν άρρωστος. Γιατί η πατατούκα ήταν εκείνη που θέρμαινε λίγο περισσότερο το κουρασμένο του κορμί. Γιατί σηκώθηκε από το κρεβατάκι του με πολλή δυσκολία για να βρεθεί μπροστά στους αγαπημένους του. Ήταν μία «κένωση» του οσίου, όπως άλλωστε ήταν και ολόκληρη η ζωή του ακολουθώντας τον εν κενώσει απολύτω σαρκωθέντα Θεό του. Κι ήταν τούτο η απόδειξη ότι ο άγιος Πορφύριος δεν λειτουργούσε με κριτήρια ευσεβισμού και ξερής ανθρώπινης ηθικής. Ήξερε, με τη δύναμη της πληροφορίας που του έδινε η αγιασμένη βιοτή του, ότι κανείς δεν θα τον παρεξηγούσε. Παρεξηγούν μόνον εκείνοι που έχουν χαλασμένη και διεστραμμένη καρδιά και που οι λογισμοί τους γι’ αυτό δουλεύουν αδιάκοπα μέσα στη σαπίλα. Όπως το έλεγε ο άλλος μεγάλος όσιος της εποχής μας Παΐσιος: «Όταν έχεις χαλασμένη καρδιά και χρυσάφι να σου δίνουν εσύ θα το μεταποιείς σε χρυσές σφαίρες για να πυροβολείς». Λοιπόν, η έκπληξη του νεαρού τότε Γέροντα Ανανία ήταν και η «αποκάλυψη» για το μεγαλείο του οσίου Πορφυρίου, ότι ο άνθρωπος αυτός κινείτο με κριτήριο το θέλημα του Θεού και όχι με το τι θα πει ο κόσμος!

Τρίτον, η μεγαλύτερη έκπληξη! Αντί του «ορθού» χαιρετισμού: «Χριστός Ανέστη» - περίοδος Πεντηκοσταρίου ήταν, και μάλιστα Διακαινήσιμος εβδομάδα, ο άγιος είπε «Καλημέρα σας!» Όχι ότι η Καλημέρα δεν συνιστά ευχή και μάλιστα χαρισματική, όταν βγαίνει από καρδιά ανθρώπου και μάλιστα αγαπώντος – η όποια καρδιακή ευχή συνιστά τη μεγαλύτερη ευλογία που μπορεί να οδηγήσει σε μετάνοια έναν συνάνθρωπο! – αλλά περιμένεις από κληρικό και μάλιστα μοναχό να σου πει τον κατάλληλο για την εποχή χαιρετισμό. Αλλά αυτό για εμάς τους απλούς και αρχάριους στα πνευματικά ανθρώπους. Εδώ μιλάμε για τον μέγα όσιο, τον διορατικό και προορατικό που οι «κεραίες» της ψυχής του συνελάμβαναν ό,τι οι υπόλοιποι ούτε καν μπορούμε να φανταστούμε και να διανοηθούμε. Προφανώς, ο όσιος «έβλεπε» ότι όλοι οι μαζεμένοι έξω από το κελί του τότε δεν βρίσκονταν συντονισμένοι με το πνεύμα του Χριστού και της Εκκλησίας – πάντοτε υπήρχαν μέσα στους προσκυνητές και οι διάφοροι περίεργοι που προσήγγιζαν τον όσιο σαν να ήτανε ένας μάγος και φακίρης. Αλλά μπορεί από την άλλη ο όσιος πράγματι να βρισκόταν ενώπιον «ξένων» αδελφών, των οποίων αγνοεί την καρδιά – το διορατικό και προορατικό χάρισμα δεν λειτουργεί διαρκώς σε έναν άγιο! Οπότε, θα ομολογήσει έπειτα στον μακαριστό Γέροντα Ανανία όπως και σε άλλους: «Εγώ, βρε, δεν μιλάω για τον Χριστό, αν δεν μου ζητήσουν». Κι ακόμη: «Δεν πάω γυρεύοντας, βρε. Ο Χριστός είπε: “Όστις θέλει”. Δεν είναι πίεση, είναι αρχοντιά, είναι αγκαλιά, είναι μεγαλείο, είναι δημοκρατία».

Υποκλινόμαστε για μία ακόμη φορά μπροστά στο μεγαλείο της αγιότητας του οσίου Πορφυρίου. Γιατί βρισκόμαστε ενώπιον του ήθους του ίδιου του Θεού μας, ο Οποίος μας δώρισε την ελευθερία ως το μεγαλύτερο αγαθό μας και το σέβεται απεριόριστα. Και βλέπουμε ανάγλυφα το θεμέλιο της στάσεως αυτής του οσίου Γέροντα: είναι η στάση ακριβώς του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Οποίος ενώ αποκαλύπτει ότι «χωρίς Αυτόν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε», όμως προτρέπει: «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν». Κι είναι τούτο, κατά τον λόγο του οσίου, «η αρχοντιά και η αγκαλιά και το μεγαλείο, κι ακόμη και η δημοκρατία» του Κυρίου, αλλά ταυτοχρόνως και η αρχοντιά και η αγκαλιά και το μεγαλείο όλων των αγίων, όπως και του ίδιου του αγίου Πορφυρίου. Και δεν γίνεται αλλιώς, αφού οι άγιοι ως μέλη Χριστού αποτελούν τη χαρισματική προέκταση Εκείνου – ό,τι συνιστά και την προοπτική του κάθε ασφαλώς πιστού. Πόσο ελεγχόμαστε οι κληρικοί, οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, όλοι από τη «λεπτή»  αυτή στάση Θεού και αγίων, όταν θεωρούμε ως δεδομένο ότι πρέπει να ασκούμε πιέσεις για το «καλό» των άλλων, για να «σωθούν» έστω και με το ζόρι. Απλώς τότε πιστοποιούμε το μεγάλο έλλειμμα αγάπης που υφίσταται τελικώς μέσα μας!   

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

ΠΟΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ ΜΑΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ;

«Τίς ἀμοιβή; Τίς ἀνταπόδοσις πρέπουσα τοῖς ἡμετέροις, ἄνθρωποι, προσενεχθήσεται παρ’ ἡμῶν εὐεργέταις; Δι’ ὧν πρός τό εὖ εἶναι χειραγωγούμεθα» (ωδή α΄ τριών ιεραρχών).

(Άνθρωποι, ποια αμοιβή ή ποια ανταπόδοση που τους πρέπει θα προσφερθεῖ από εμάς στους ευεργέτες μας (τρεις ιεράρχες); Διότι αυτοί κρατώντας μας το χέρι μάς οδηγούν στη μακάρια και ευλογημένη ζωή).


Ο άγιος μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας Ιωάννης επίσκοπος Ευχαΐτων, μπροστά στα γιγαντιαία αναστήματα των τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (των οποίων το πνευματικό ύψος και την κοινή χάρη και δόξα που απολαμβάνουν ευλογήθηκε χαρισματικά να γνωρίσει – είναι αυτός που του φανερώθηκε, όταν είχαν διχαστεί οι χριστιανοί του 11ου αι. για το ποιος από τους τρεις είναι μεγαλύτερος και σπουδαιότερος, ότι και οι τρεις είναι το ίδιο και χαρά του καθενός είναι να τιμώνται οι άλλοι),  νιώθει την ανάγκη να απευθυνθεῖ σε κάθε άνθρωπο όπου γης και χρόνου, προκειμένου να μας παρακινήσει στην αρμόζουσα ευχαριστία απέναντί τους. Κι αυτό διότι οι τρεις αυτοί μεγάλοι Πατέρες και Οικουμενικοί Διδάσκαλοι είναι ευεργέτες μας, καθώς σημειώνει, αφού μας διδάσκουν και μας καθοδηγούν σε μία ζωή που ο μόνος χαρακτηρισμός είναι ευλογημένη και μακαρία ζωή. Μας πιάνουν από το χέρι εμάς τους αρχάριους και σκοτισμένους για να μας πάνε προς το ευ είναι.

Το ευ είναι προϋποθέτει το είναι, αλλά και το αντίθετό του, το φευ είναι – μία ορολογία που χρησιμοποίησαν προγενέστεροι από τον άγιο υμνογράφο Πατέρες της Εκκλησίας, σαν τον άγιο Μάξιμο τον ομολογητή για παράδειγμα και όχι μόνο. Και τι σημαίνουν οι όροι; Όπως ο καθένας μπορεί να κατανοήσει: το είναι αποτελεί τη ζωή που μας έδωσε ως δωρεά ο Δημιουργός Θεός μας, ο Οποίος είναι η πηγή της, η πηγή του είναι και κάθε είναι. «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν» ακούγεται ήδη από την Παλαιά Διαθήκη ο αποκαλυπτικός λόγος του Κυρίου, κάτι που συνεχίζεται και αποκορυφώνεται με τον ερχομό του σαρκωθέντος Θεού μας εν προσώπω Ιησού Χριστού. «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσιν (οἱ ἄνθρωποι) καί περισσόν ἔχωσιν» - μας φέρνει ο Κύριος την περίσσια της ζωής. Τίποτε δεν υφίσταται, ορατό και αόρατο, μεγάλο ή μικρό και εντελώς μηδαμινό, έξω από την πανσθενή ενέργεια Εκείνου. «Πάντα δι’ Αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε». Ο Τριαδικός Θεός μας είναι η υπόθεση του κόσμου και κάθε κόσμου – το πρόσωπο του Θεού Πατέρα βλέπει ο πιστός που έχει έστω και λίγο ανοικτούς τους πνευματικούς οφθαλμούς του σε όλη τη δημιουργία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο απόστολος Παύλος το πρώτο που θέλησε να πει στους Αθηναίους ακροατές του, όταν βρέθηκε στη γη τους, με τις έντονες φιλοσοφικές αναζητήσεις τους ήταν ακριβώς αυτό: «Αὐτός (ὁ Θεός ἐστιν) ὁ διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα». «Ἐν Αὐτῷ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν».

Το είναι λοιπόν συνιστά τη δωρεά του Θεού για κάθε ον που υπάρχει στον κόσμο, κατεξοχήν όμως για τον άνθρωπο τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργημένο. Και για τον άνθρωπο αυτόν υπάρχει η διπλή δυνατότητα: ή να ακολουθήσει την προτροπή του Δημιουργού του να ζει μαζί με Εκείνον που είναι ο Πατέρας του και τον αγαπά, τηρώντας τις άγιες εντολές Του, ώστε να φθάσει στο απώγειο της ύπαρξής του: να γίνει ένα με τον Δημιουργό, ή να Τον διαγράψει μέσα στο πλαίσιο της ελευθερίας που του χάρισε, γευόμενος όμως ό,τι του είχε επισημάνει: την έκπτωσή του στη φθορά και τον θάνατο, την εξορία του στην κατάσταση της θλίψης, των οδυρμών και της κόλασης. Η πρώτη επιλογή είναι η φυσιολογική πορεία του και χαρακτηρίζεται ως ευ είναι∙ η δεύτερη είναι η παρά φύσιν πορεία που χαρακτηρίζεται ως φευ είναι.

 Κι έκτοτε αυτή πράγματι είναι η πορεία του κάθε ανθρώπου: ανάλογα με το πού θα κλίνει η θέλησή του, ανάλογα δηλαδή με τον «έρωτα» που θα κυριαρχήσει στη ζωή του, είτε προς το θέλημα του Θεού είτε προς το αμαρτωλό θέλημα το δικό του, η ζωή του θα είναι είτε ευλογημένη είτε δυστυχισμένη. Είτε ευ είναι είτε φευ είναι. Κι έρχεται ο άγιος Ιωάννης ο υμνογράφος για να μας θυμίσει σήμερα: οι τρεις μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Οικουμένης είναι οι ευεργέτες μας, διότι με τη ζωή τους πρώτα και με τον λόγο τους έπειτα μάς καθοδηγούν και μας φωτίζουν τη ζωή, ώστε να μην πλανηθούμε και βρεθούμε στη δυστυχία και την κόλαση του φευ! Μας χειραγωγούν δηλαδή δραστικά ώστε μπροστά μας να βλέπουμε έντονα ζωγραφισμένο το πρόσωπο του Χριστού, χωρίς αλλοιώσεις και σκιάσεις – μας φέρνουν πάνω στα χνάρια του Ίδιου για να νιώθουμε την ευεργετική δική Του παρουσία και χάρη. Διότι αυτό ήταν το έργο τους και το κήρυγμα και η βαθιά επιθυμία τους: πώς να προβάλουν «Ἰησοῦν Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον καί ἀναστάντα». Οπότε είναι ευεργέτες μας, γιατί μας συνδέουν με τον Πρώτο και Μοναδικό και Απόλυτο Ευεργέτη του ανθρωπίνου γένους, τον Δημιουργό Θεό μας Ιησού Χριστό. Δέχτηκαν με άλλα λόγια την ευεργεσία Εκείνου οι τρεις αυτοί μεγάλοι Πατέρες μας, γι’ αυτό και ευεργετημένοι θέλουν να μοιράζονται την αγία εμπειρία τους και με κάθε άλλον συνάνθρωπό τους – κανείς δεν μπορεί να κρατήσει μόνο για τον εαυτό του τη δωρεά του Θεού ή αλλιώς, όπως έχει ειπωθεί, το δώρο του Θεού μόνον ως αντίδωρο μπορεί να διακρατηθεί και να κατανοηθεί. Η ευγνωμοσύνη μας απέναντί τους έτσι είναι δεδομένη και αιώνια.   

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ: ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΣΩΣΜΕΝΟΙ!

«Σήμερον τῷ οἴκῳ τούτῳ περιφανής σωτηρία˙ δύο γάρ καί τρεῖς συνηγμένους, Χριστός εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ τιμῶν, μέσος πάρεσι τούτων» (ωδή ς΄ α΄ κανόνα τριών Ιεραρχών).

(Σήμερα στον οίκο αυτό, στην κοινή δηλαδή εορτή των τριών ιεραρχών, κηρύσσεται ένδοξα η σωτηρία. Διότι ο Χριστός τιμώντας δύο και τρεις που είναι μαζεμένοι στο όνομά Του, βρίσκεται ανάμεσά τους).

Ο άγιος Ιωάννης των Ευχαΐτων, ο άγιος που ευλογήθηκε από τον Κύριο να δεχτεί την επέμβαση (11ος αι.), από κοινού και μεμονωμένα, των τριών ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, προκειμένου να διαλυθεί η δαιμονική ενέργεια της διαιρέσεως και της διασπάσεως των πιστών της εποχής του – διότι ο Πονηρός στο όνομα τάχα των τριών αυτών αγίων κατάφερε να τους χωρίσει σε τρεις ομάδες, τους Βασιλίτες, τους Γρηγορίτες και τους Ιωαννίτες: η κάθε ομάδα απολυτοποιούσε ως τάχα μεγαλύτερο τον «δικό» της άγιο – ο άγιος Ιωάννης ο υμνογράφος λοιπόν δεν παύει να τονίζει στους ύμνους του και για τους τρεις Πατέρες αφενός το σπουδαίο θεολογικό έργο τους με το οποίο οχυρώθηκε η Εκκλησία απέναντι στους διαφόρους αιρετικούς, αφετέρου τη μεγάλη αγιότητά τους, η οποία κατεξοχήν φάνηκε και στην εποχή που ζούσαν αλλά και στην εποχή του ίδιου του αγίου υμνογράφου.

Και τι βεβαίωσε την αγιότητά τους αυτή κυρίως κατά τον ενδέκατο αιώνα, τον αιώνα που ζούσε όπως είπαμε ο άγιος Ευχαΐτων; Η ενότητά τους, όπως φανέρωσαν οι άγιοι με το όραμα στον άγιο Ιωάννη. Διότι τι του είπαν μέσα στο περιβάλλον το διχαστικό που ζούσε; Ότι και οι τρεις τους είναι ένα και η τιμή του καθενός αντανακλά στον άλλον – «Δεν υπάρχει δεύτερη θέση μεταξύ των τριών. Διότι ο καθένας  φέρει τα πρεσβεία» (ωδή θ΄). Κι αυτό γιατί αποτελούν μέλη του ίδιου Σώματος, του Σώματος του Χριστού. Μέσα στον Χριστό ευρισκόμενοι, και όσο ζούσαν, πολύ περισσότερο μετά την έξοδό τους από τη ζωή αυτή, πώς ήταν δυνατόν να θεωρούνται ξεχωριστά; Ο ίδιος ο Κύριος δεν είπε, και μάλιστα εκφράζοντας τον βαθύ πόθο Του και το σπουδαιότερο όραμά Του για την τραυματισμένη και διχασμένη ανθρωπότητα, ότι θέλει όλοι να είναι ένα; Κατά το πρότυπο μάλιστα της αγίας Τριάδος που η κάθε υπόστασή Της φέρει όλο το κοινό της μίας θεϊκής φύσεως και ουσίας, «μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν μονάδι». «Ίνα πάντες εν ώσιν, καθώ συ Πάτερ εν εμοί καγώ εν Σοι».

Κι είναι πολύ θλιβερή η αυτονόητη αναγωγή: απαρχής του χριστιανισμού παρουσιάζονταν τέτοια διχαστικά και διασπαστικά φαινόμενα, κι απ’ ό,τι φαίνεται θα συνεχίζουν να υφίστανται άχρι του τέλους των αιώνων μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου – το σχίσμα του Δυτικού χριστιανισμού και οι σημερινές σχισματικές τάσεις και μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία επιβεβαιώνουν την πρόβλεψη αυτή. Το μυαλό όλων μας πηγαίνει στον μερισμό που έζησε η Κόρινθος την εποχή των αγίων αποστόλων. Μας το λέει ο απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του: Χωρισμένοι οι Κορίνθιοι σε ομάδες, που η καθεμία απολυτοποιούσε είτε τον Παύλο είτε τον Πέτρο είτε τον Απολλώ. Κι ο απόστολος λειτούργησε ως «καταπέλτης»: Ο Χριστός κομματιάστηκε; Μήπως ο Παύλος ή ο Πέτρος σταυρώθηκαν για σας; Μήπως στο όνομα του Παύλου ή κάποιου άλλου βαπτιστήκατε; Για τον άγιο Παύλο δηλαδή ο μερισμός και διχασμός αυτός ήταν σχέδιο του Πονηρού που καλυμμένος κάτω από τον μανδύα του ονόματος κάποιου αποστόλου ήθελε να απομακρύνει τους πιστούς από τη ζωντανή σχέση τους με τον αρχηγό της πίστεως τον Ιησού Χριστό.

 Κι είναι μία πνευματική πραγματικότητα που πρέπει να γνωρίζουμε οι χριστιανοί: ο διάβολος δεν μας πολεμά τόσο με την ίδια την απροκάλυπτη κακία, όσο με την καμουφλαρισμένη μορφή της – τα λεγόμενα εκ δεξιών όπλα του Πονηρού. Οπότε ο αρχάριος χριστιανός, ο μη δοκιμασμένος και άπειρος εύκολα πέφτει στην παγίδα: νομίζει ότι αγωνίζεται για θέματα πίστεως λατρεύοντας τον Πονηρό! Η αξιωματική πνευματική αρχή είναι δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη: όπου υπάρχει διχασμός και διαίρεση εκεί υπάρχει το βασίλειο του Πονηρού˙ όπου υπάρχει η εν ταπεινώσει και αγάπη ενότητα εκεί υπάρχει το βασίλειο του Πνεύματος του Θεού. Η μόνη πολεμική και ο μόνος διχασμός που επιτρέπεται για τον χριστιανό είναι προς την αμαρτία. Διότι «η σαρξ επιθυμεί κατά του Πνεύματος και το Πνεύμα κατά της σαρκός». Εκεί όντως ο διχασμός είναι απαραίτητος που υπηρετεί την αληθινή ενότητα.

Οπότε, ο άγιος Ιωάννης ο Ευχαΐτων, και με τον παραπάνω ύμνο του μεταξύ πολλών άλλων, αυτό ακριβώς διατρανώνει: στους αγίους τρεις Ιεράρχες ο μόνος που κυριαρχούσε ήταν ο ίδιος ο Κύριος. Κάθε σκέψη και λογισμός του καθενός, κάθε επιθυμία του, κάθε αίσθημά του ήταν προσανατολισμένα στον Κύριο. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί για να εκφράσει την αλήθεια αυτή δύο Καινοδιαθηκικά στοιχεία: πρώτον, τον λόγο του ίδιου του Κυρίου που αποκαλύπτει ότι «όπου είναι δύο ή τρεις μαζεμένοι στο όνομά μου εκεί είμαι ανάμεσά τους»˙ δεύτερον, τον λόγο πάλι του Ίδιου που αξιολογεί την πίστη του Ζακχαίου απέναντί Του όταν βρέθηκε στο σπίτι του και δέχτηκε τη μετάνοιά του: «σήμερα σωτηρία έγινε στο σπίτι αυτό».

Λοιπόν, η κοινή εορτή των τριών Ιεραρχών με τη θέληση του Κυρίου και των αγίων «παιανίζει» με τον πιο δυνατό τρόπο, πέραν άλλων, τα δύο αυτά: την εν πίστει και αγάπη ενότητα των πιστών και το τι σημαίνει τελικώς σωτηρία του ανθρώπου. Όπου δηλαδή δεν υπάρχει ενότητα εκεί δεν υφίσταται σχέση με τον Σωτήρα Χριστό, έστω κι αν υπάρχει η εν αμαρτίαις πρόφαση της επίκλησης σ’ Εκείνον ή στους αγίους Του!  

ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ: ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

«Η αιτία της σημερινής εορτής είναι αυτή: Επί της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού, ο οποίος πήρε τα σκήπτρα της βασιλείας μετά τον Βοτανειάτη, υπήρξε διαφωνία στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των λογίων και εναρέτων ανδρών:  Άλλοι εκθείαζαν τον μέγα Βασίλειο, λέγοντας ότι είναι μεγαλοπρεπής στον λόγο, αφού ερεύνησε με αυτόν  τη φύση των όντων και συναγωνιζόταν ως προς τις αρετές σχεδόν και τους αγγέλους, κι επίσης ότι δεν συγχωρούσε τις αμαρτίες των ανθρώπων με πρόχειρο τρόπο, κι ήταν σπουδαίος στο ήθος του, χωρίς να έχει κάτι το γήινο, από την άλλη δε υποβίβαζαν τον θείο Χρυσόστομο, διότι τάχα ήταν αντίθετος προς τον Βασίλειο λόγω της προχειρότητάς του να συγχωρεί εύκολα και να γίνεται ευχάριστος στους ανθρώπους. Άλλοι πάλι υπερύψωναν τον θεϊκό Χρυσόστομο και έλεγαν ότι προηγείται του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Θεολόγου, διότι στεκόταν πιο κοντά στον άνθρωπο με τις διδασκαλίες του, καθοδηγώντας και προσκαλώντας όλους με την πιο απλή γλώσσα του στη μετάνοια, όπως και με το πλήθος των γλυκών σαν μέλι λόγων του και την ερμηνευτική του δεινότητα. Άλλοι τέλος έπαιρναν το μέρος του Θεολόγου Γρηγορίου, λόγω της κομψότητας και της φροντισμένης φράσης του, της διεισδυτικότητας των λόγων του και της ζωντάνιας των λέξεων, ο οποίος υπερέβαινε όλους τους φημισμένους για την ελληνική παιδεία τους, αλλά και τους δικούς μας της Εκκλησίας, και έδιναν σ’ αυτόν την ψήφο της νίκης και βεβαίως τον έθεταν υπεράνω των άλλων. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να διαιρεθούν τα πλήθη και άλλοι να ονομάζονται Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και οι υπόλοιποι Γρηγορίτες.

Επειδή λοιπόν διαφωνούσαν έντονα και ήταν χωρισμένοι οι λόγιοι, λίγα χρόνια αργότερα φανερώνονται σε όραμα οι μέγιστοι αυτοί Πατέρες, ο καθένας χωριστά κι έπειτα όλοι μαζί, όχι σε όνειρο αλλά όταν ήταν ξύπνιος,  στον Επίσκοπο Ιωάννη τον μεγάλο, τον δάσκαλο των ιερών γραμμάτων της πόλεως των Ευχαΐτων, άνδρα λόγιο μεν κατά τα άλλα, με παιδεία ελληνική όχι ευκαταφρόνητη (όπως δείχνουν τα κείμενά του), ενάρετο δε σε μέγιστο βαθμό. Και με μια γλώσσα λένε προς αυτόν: Εμείς είμαστε ένα, όπως βλέπεις, ενώπιον του Θεού, και δεν υπάρχει τίποτε ενάντιο και εχθρικό μεταξύ μας, αλλά ο καθένας μας στον δικό του καιρό, με φωτισμό του θείου Πνεύματος, συγγράψαμε τις διδασκαλίες που οδηγούν στη σωτηρία των ανθρώπων, και τους δώσαμε όσα είχαμε μυηθεί από τον Θεό. Πρώτος μεταξύ μας δεν υπάρχει, γι’ αυτό βεβαίως και ούτε δεύτερος. Αλλά αν θα πεις για τον ένα, είναι σαν να λες και για τους άλλους. Γι’ αυτό σήκω και διάταξε αυτούς που μαλώνουν να μη χωρίζονται εξ αιτίας μας. Διότι η έγνοια και η φροντίδα μας, και όσο ζούσαμε και τώρα στη μετάστασή μας στους ουρανούς, ήταν και είναι  να ειρηνεύουν οι πάντες και να είναι μονοιασμένοι μεταξύ τους. Κι ακόμη: σε μία ημέρα βάλε τη μνήμη μας και, όπως εσύ ξέρεις, φτιάξε τα σχετικά με την εορτή μας και κάνε το τούτο παράδοση για τους μεταγενεστέρους, διότι εμείς είμαστε ένα στον Θεό. Οπωσδήποτε δε και εμείς θα βοηθήσουμε στη σωτηρία αυτών  που θα εκτελούν τη μνήμη μας, αφού νομίζουμε ότι έχουμε κάποια δύναμη μπροστά στον Θεό. Αυτά είπαν και φάνηκαν πάλι να ανεβαίνουν προς τον ουρανό, μέσα σε άπειρο φως λάμψης, προσφωνώντας ο ένας τον άλλον με τα ονόματά τους.

Ο δε θεϊκός εκείνος άνδρας σηκώθηκε, ο Ιωάννης Ευχαΐτων δηλαδή, και έκανε όπως τον προέτρεψαν οι άγιοι: και το πλήθος και τους διαφωνούντες ησύχασε (διότι ο άνδρας θεωρείτο φημισμένος για την αρετή του), και την εορτή αυτή παρέδωσε στην Εκκλησία, ώστε να την εορτάζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Και πρόσεξε το φρόνημα του άνδρα: Επειδή βρήκε τον μήνα Ιανουάριο να έχει και τους τρεις αυτούς, δηλαδή κατά την πρώτη του μηνός, τον μέγα Βασίλειο, κατά την εικοστή Πέμπτη, τον θείο Γρηγόριο, και κατά την εικοστή έβδομη, τον θείο Χρυσόστομο, τους μάζεψε πάλι κατά την τριακοστή, στέφοντάς τους με κανόνες και τροπάρια και εγκώμια, όπως τους αρμόζει. Κι όλα αυτά -  που έγιναν, όπως νομίζω, και με τη σύμφωνη γνώμη τους - δεν υπολείπονται διόλου από τίποτε που  είναι άξιο επαίνου, ώστε να ξεπερνούν και όλα όσα από εκείνον και έγιναν και θα γίνουν».


Ο άγιος Ιωάννης ο Ευχαῒτων είναι όχι μόνον αυτός που δέχτηκε την κατά χάρη Θεού εμφάνιση των αγίων τριών Ιεραρχών, ώστε να επιλυθεί η διαφωνία των λογίων της Κωνσταντινουπόλεως περί του ποιος είναι ο μεγαλύτερος από τους τρεις, αλλά και αυτός που εμπνεύστηκε να γράψει «κανόνες και τροπάρια και εγκώμια» κατά το συναξάρι. Και πράγματι, η σημερινή υμνολογία αποτελεί εν πρώτοις έναν εγκωμιασμό από τον άγιο Ευχαΐτων του πνευματικού ύψους και των τριών Ιεραρχών, οι οποίοι υπήρξαν μεταξύ άλλων «άλλοι άγγελοι μετά σαρκός», «κατά μέθεξιν θεοί, διότι είχαν μέσα τους ζωντανό και λαλούντα τον από τη φύση Του μόνο αληθινό Θεό», «οι διορθωτές των ηθών και οι φροντιστές των ψυχών, οι κοινοί σωτήρες όλων, αυτοί που έδειξαν σε εμάς τα παραδείγματα των πράξεων και των λόγων, οι εκπαιδευτές του βίου μας, όπως και «οι μεγάλοι φωστήρες, οι αρραγείς πύργοι της Εκκλησίας», «οι λαβόντες σοφίαν παρά Θεού, ως άλλοι τρεις απόστολοι του Χριστού». Δεν υπάρχει εγκώμιο που δεν χρησιμοποιεί ο άγιος υμνογράφος, για να αποδώσει πρώτον, αυτό που οραματικά και θεοπτικά έζησε: την παρουσία των αγίων στη ζωή του, δεύτερον, την τεράστια θεολογική συμβολή τους στη ζωή της Εκκλησίας.

Κι ως προς το πρώτο. Η υπέρ φύσιν εμπειρία του να δει οραματικά τους αγίους προβάλλεται δεόντως από τον άγιο. Προκειμένου μάλιστα να προβάλει την ισότητά τους, όπως ήταν και ο κύριος σκοπός του οράματος, χρησιμοποιεί φράσεις που αναφέρονται στη συζυγία του άνδρα με τη γυναίκα. «Ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω», λέει ο λόγος του Θεού, «αυτούς που ο Θεός συνένωσε σε ομότιμη ένωση, άνθρωπος εγκωμιαστής ας μη τους χωρίζει», λέει ο υμνογράφος. Για να συνεχίσει: «θεωρώντας τους ίσους στα χαρίσματά τους,  ας τους καθιστά με τους ύμνους του άξιους και ίσων ύμνων».   Μπορεί να φαίνεται υπερβολική η σύγκριση, αλλά ο υμνογράφος στηρίζεται στην προσωπική του εμπειρία και κάνει υπακοή: εξαγγέλλει ό,τι οι άγιοι, συνεπώς και ο Κύριος, του είπαν. Και προχωρεί και σε άλλη εικόνα για να αποδώσει και πάλι την ίδια αλήθεια: «Από τον Ουρανό δύο μεγάλα λυχνάρια φωτίζουν όλον τον κόσμο με διαδοχή του ενός προς το άλλο: ο ήλιος και η σελήνη. Από τη γη με πολύ φανερό τρόπο φωτίζουν όλη την οικουμένη τρεις ίδιοι υπερμεγέθεις ήλιοι, που λάμπουν μαζί: ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος».

Και ως προς το δεύτερο: η τεράστια θεολογική συμβολή τους στην Εκκλησία. Ο υμνογράφος βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τον αγώνα των αγίων υπέρ της αληθούς πίστεως: τη διακράτηση της αλήθειας για την αγία Τριάδα. Και οι τρεις αγωνίστηκαν να φανερώσουν ανόθευτη την αποκάλυψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων περί του Θεού. Για παράδειγμα: «Διδαχθήκαμε να θεολογούμε την Μοναδική Τριάδα και παραλάβαμε να υμνούμε την Τριαδική Μονάδα. Μάθαμε να προσκυνούμε από τους Πατέρες μία τρισυπόστατη Φύση». «Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν από την αρχή συνάναρχος με τον Πατέρα. Συνυπήρχε το άγιον Πνεύμα με τον Λόγο του Θεού, αλλά προερχόμενο από τον Γεννήτορα Πατέρα. Απλή, ομοούσια, συμφυής Θεότητα, όπως κηρύσσουν οι θείοι Κήρυκες, οι τρεις Ιεράρχες».

Ο άγιος υμνογράφος όμως εν προκειμένω προβαίνει σε μία σημαντική επισήμανση: Βεβαίως οι άγιοι Πατέρες αυτοί εξήγγελλαν  ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε και οι Απόστολοι κήρυσσαν, αλλά με τη σοφία που τους δόθηκε από τον Θεό και τη βοήθεια βεβαίως των ανθρωπίνων γνώσεών τους, αυτό που οι απόστολοι κήρυσσαν με απλό τρόπο, εκείνοι το στερέωσαν και το περιχαράκωσαν, ώστε να είναι απρόσβλητο από τις φιλοσοφικές ενστάσεις της εποχή τους. Με άλλα λόγια την αλήθεια που αποκαλύφθηκε εν Χριστώ, οι άγιοι Πατέρες προσπάθησαν να  την διατυπώσουν με τέτοιον ισχυρό ανθρώπινο λόγο, ώστε να μην μπορούν οι διάφοροι αιρετικοί να την αλλοιώσουν με τα φληναφήματά τους – κάτι που έγινε δεκτό από την Εκκλησία μας, διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου, και της συνειδήσεως της Εκκλησίας, του φρονήματος των πιστών.  Κι είναι αυτοί συνεπώς που προέβησαν στη σύνθεση αυτού που λέμε «ελληνορθοδοξία». Ελληνορθοδοξία δηλαδή είναι η αποκαλυμμένη από τον Χριστό πίστη, δοσμένη όμως με κατηγορίες ελληνικές και με όρους φιλοσοφικούς. Περιεχόμενο ο χριστιανισμός, ένδυμα ο ελληνισμός. Κι αυτό το έκαναν, διότι αυτή τότε ήταν η πρόκληση της εποχής: να δοθεί η πίστη μέσω του ελληνισμού. Δεν ήταν σκοπός τους η διάσωση του ελληνισμού. Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν η προβολή της αληθινής πίστεως, της ίδιας της αλήθειας, δηλαδή ο Χριστός. Στην εποχή τους όμως το ένδυμα για να διατυπωθεί αυτή η αλήθεια ήταν ο ελληνισμός. Κι από την άποψη αυτή ο ελληνισμός αναβαπτίστηκε και εσαεί παραμένει λαμπρυσμένος, λόγω ακριβώς της σύνδεσής του με τη χριστιανική πίστη. Σ’ ένα από τα καθίσματα του όρθρου λοιπόν λέει ο υμνογράφος: «Λάβατε τη σοφία από τον Θεό, σαν άλλοι τρεις Απόστολοι του Χριστού, και με τον λόγο της γνώσεως στερεώνετε τα δόγματα με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος, τα οποία προηγουμένως με απλά λόγια αλλά και με γνώση έδωσαν οι αλιείς απόστολοι του Χριστού. Διότι έπρεπε και με αυτόν τον τρόπο ο απλός σεβασμός μας να γίνει στέρεος και να αποκτήσει σύσταση, μέσα από σας, πανσεβάσμιοι Πατέρες».

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ

 



Η ΕΓΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΞΑΓΡΥΠΝΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ

«Ἐντολαῖς τοῦ Δεσπότου ἐπαγρυπνῶν, ἐφ’ ὁμοίοις τε τρόποις παῖδας τούς σούς ρυθμίζων, μακάριε Ξενοφῶν, καί τήν σύζυγον, σύν αὐτοῖς τά ἄνω κληροῦσαι βασίλεια, πειρασμῶν παντοίων λιπών τό κλυδώνιον˙ ὅθεν εὐφημοῦμεν εὐσεβῶς ὑμᾶς πάντας καί πόθῳ γεραίρομεν καί πιστῶς ἀνακράζομεν˙ Θεοφόροι πανόλβιοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τήν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν» (κάθισμα όρθρου).

(Ξαγρυπνώντας στις εντολές του Δεσπότου Χριστού και ρυθμίζοντας τα παιδιά σου και τη σύζυγό σου στον ίδιο τρόπο ζωής, μακάριε Ξενοφών, μαζί μ’ αυτούς απέκτησες κλήρο στη Βασιλεία του Θεού, αφού άφησες πίσω σου τα κύματα των διαφόρων πειρασμών. Γι’ αυτό και σας υμνολογούμε ευσεβώς όλους σας και σας δοξολογούμε με πόθο και με πίστη φωνάζουμε δυνατά: Θεοφόροι μακάριοι, πρεσβεύσατε στον Χριστό τον Θεό μας, να δωρίσει σ’ εμάς που εορτάζουμε με πόθο την αγία μνήμη σας την άφεση των αμαρτιών μας).

Πλούσιος με μεγάλη περιουσία ο όσιος Ξενοφών ζούσε με πίστη στον Θεό μαζί με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη. Κι είναι από τους ανθρώπους που έδειξαν ότι ναι μεν είναι πολύ δύσκολη η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού όταν κανείς έχει μεγάλη περιουσία, κατά τον λόγο του Κυρίου: «πόσο δύσκολα οι πλούσιοι θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού. Πιο εύκολο είναι ένα καραβόσχοινο να περάσει από την τρύπα μιας βελόνας, παρά ένας πλούσιος να μπει στη Βασιλεία του Θεού», δεν είναι όμως τούτο τελικώς ακατόρθωτο. Διότι το θέμα δεν είναι το έχειν και το βιος του ανθρώπου, αλλά ο τρόπος που διαχειρίζεται αυτό. Κι ο όσιός μας διαχειρίστηκε την περιουσία του κατά τρόπο όντως θεάρεστο: κάλυπτε βεβαίως τις ανάγκες της οικογενείας του, αλλά παράλληλα με πόθο καρδιάς κάλυπτε και τις ανάγκες των φτωχών συνανθρώπων του, όπως και εκείνων που έβλεπε πλούσια τη χάρη του Θεού σ’ αυτούς: των πτωχών καλογέρων που έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο κάθε καλόγερος έβρισκε κατάλυμα στη φιλόξενη κατοικία του, όπως και ο οποιοσδήποτε αναγκεμένος, δείχνοντας έτσι ο Ξενοφών ότι βρίσκεται στον κόσμο ως ένας δεύτερος Αβραάμ.

Κι ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης μάς επισημαίνει με τον πιο καθαρό τρόπο τι συνιστούσε αγία βιοτή του Ξενοφώντα και κατ’ επέκταση και όλης της οικογενείας του: ο αγώνας του να βρίσκεται πάνω στις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι είναι σημαντική η παρατήρηση του υμνογράφου: όχι απλώς είχε την έγνοια να πορεύεται κατά τις εντολές, αλλά ξαγρυπνούσε πάνω σ’ αυτές, που σημαίνει ότι αυτή ήταν η προτεραιότητά του νυχθημερόν. Ξεκινώντας η ημέρα του αλλά και κλείνοντας το βράδυ του ο νους του ήταν προσκολλημένος στον λόγο του Κυρίου, ώστε να τον κάνει πράξη. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος το εξαγγέλλει: «η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία», δηλαδή στην κίνηση του ανθρώπου να εφαρμόζει τον λόγο του Θεού ανοίγονται τα μάτια του για να θεάται, να βλέπει την παρουσία Εκείνου στη ζωή του.

Κι ο υμνογράφος προσθέτει: στον τρόπο της ζωής αυτής προσπαθούσε να συντονίσει, να ρυθμίσει και τη σύζυγό του και τα παιδιά του. Όχι ασφαλώς με τρόπο «στανικό», με το ζόρι. Γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτόματα ότι ξεφεύγει και ο ίδιος από τις εντολές του Κυρίου που επιτάσσουν την ταπείνωση και την αγάπη – η ταπείνωση και η αγάπη τοποθετούν τον άνθρωπο με απόλυτο σεβασμό έναντι του όποιου συνανθρώπου του, ιδίως δε των οικείων και συγγενών του. Αλλά με το παράδειγμά του, χωρίς πολλά ή περιττά λόγια. Φανταζόμαστε τον δίκαιο Ξενοφώντα να ομιλεί με τη σύζυγό του γεμάτος ευγένεια, να παίζει με τα παιδιά του και να τα διαπαιδαγωγεί γεμάτος υπομονή και χιούμορ, να υπηρετεί μαζί τους τους φτωχούς και τους δυσκολεμένους αδελφούς. Γι’ αυτό και γνωρίζουμε ότι λειτουργούσε για την οικογένεια ως μαγνήτης – ήταν το «κεφάλι» που όλοι ήταν στραμμένοι προς αυτό. Γιατί; Διότι έβλεπαν ό,τι πιο καλό και ευχάριστο, όπως όταν βλέπει κανείς τον ίδιο Χριστό παρόντα στη ζωή του. Έτσι δεν γίνεται «αρχηγός» ο πατέρας στην οικογένεια; Αυτή δεν είναι και η ερμηνεία της «κεφαλής» για τη γυναίκα του άνδρα, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου; Όπως κεφαλή για το σώμα Του την Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Κύριος: με τη θυσιαστική αγάπη Του απέναντι σ’ αυτήν!

Ο όσιος Ξενοφών είναι το άμεσο παράδειγμα για το πώς λειτουργεί η χριστιανική οικογένεια και τι σημαίνει «κατ’ οίκον Εκκλησία». Μας δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τι ήθελε να πει και στις ημέρες μας ο άγιος μέγας Πορφύριος, όταν διαρκώς επεσήμαινε ότι τα προβλήματα των παιδιών στην οικογένεια και στην κοινωνία μας είναι κυρίως προβλήματα των γονέων. Γονιός, έλεγε, που έχει ως προτεραιότητα τον αγιασμό του είναι αυτός που θα έχει και μία ευλογημένη οικογένεια, που τα παιδιά του – ακόμη κι αν αποκλίνουν κάποια στιγμή – θα μεγαλώσουν χωρίς ψυχολογικά προβλήματα και πάντα θα έχουν μπροστά στα μάτια τους ως πολικό αστέρι τον Κύριο!

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ




 

Ο ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΣ ΑΥΛΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

Η σημερινή εορτή δίνει την ευκαιρία να σχολιάσουμε δι’ ολίγων τη θεολογική προσφορά του μεγάλου Πατέρα και οικουμενικού Διδασκάλου της Εκκλησίας, αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος με τη ζωή και τη διδασκαλία του βοήθησε στη συνειδητοποίηση του ποιο είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το Άγιον Πνεύμα. Ιδιαιτέρως μας καθοδηγεί το απολυτίκιο του αγίου. «Ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας σου τας των ρητόρων ενίκησε σάλπιγγας. Ως γαρ τα βάθη του Πνεύματος εκζητήσαντι, και τα κάλλη του φθέγματος προσετέθη σοι. Αλλά  πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, πάτερ Γρηγόριε, σωθήναι τας ψυχάς ημών» (Ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας σου νίκησε τις σάλπιγγες των ρητόρων. Διότι καθώς εκζήτησες τα βάθη του αγίου Πνεύματος, σου προστέθηκε από τον Θεό και η ομορφιά του λόγου. Αλλά πρέσβευε στον Χριστό τον Θεό, πάτερ Γρηγόριε, να σωθούν οι ψυχές μας).

 1. (α) «Ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας σου τας των ρητόρων ενίκησε σάλπιγγας». Ποιοι ήταν αυτοί οι ρήτορες που σάλπιζαν κατά της πίστεως της Εκκλησίας την εποχή του αγίου Γρηγορίου; Ήταν οι λεγόμενοι Πνευματομάχοι, εκείνοι δηλαδή που αρνούνταν τη θεότητα του αγίου Πνεύματος, μετά μάλιστα τη διατράνωση της πίστεως της Εκκλησίας περί του Ιησού Χριστού ως ομοουσίου του Πατρός. Και οι αιρετικοί αυτοί διαβαθμίζονταν ανάλογα με την ένταση της αμφισβήτησής τους. «Δεν είναι το άγιον Πνεύμα Θεός, έλεγαν, αλλά μία δύναμη του Θεού».

(β) Και μιλάει για σάλπιγγες των ρητόρων και για ρήτορες, γιατί φώναζαν  και δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στην πίστη, ενώ χρησιμοποιούσαν ως επιχειρήματα τα λόγια όχι του Ευαγγελίου, μα των κοσμικών ρητόρων με τα τεχνάσματα της ανθρώπινης λογικής.

2. Αλλά ο Θεός διάλεξε την εποχή εκείνη τον άγιο Γρηγόριο προκειμένου να αντιπαρατάξει στη τεχνολογία των αιρετικών Πνευματομάχων τη θεολογία της Εκκλησίας Του. Διότι ο μέγας Πατήρ θεολογούσε και δεν τεχνολογούσε, που σημαίνει πως αφενός ό,τι έλεγε ήταν ο λόγος του Θεού και όχι ο σκοτεινιασμένος τεχνικός ανθρώπινος λόγος, αφετέρου, ακριβώς γι’ αυτό, μιλούσε στην καρδιά του λογικού ποιμνίου του, δημιουργώντας συνθήκες ηρεμίας και μετανοίας, όπως και ο βοσκός με τον αυλό του γλυκαίνει τις ακοές των προβάτων του, τα οποία γνωρίζουν ποιος είναι ο ποιμένας τους. Και τι είπε ο άγιος Πατέρας; Εκφράζοντας τη ζωή της Εκκλησίας μαρτύρησε την αλήθεια ότι το Άγιον Πνεύμα δεν είναι μία δύναμη απλώς του Θεού, αλλά το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το Ίδιο Θεός με τα άλλα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού, το Οποίο εκπορεύεται, κατά την αποκάλυψη του Κυρίου, από τον Θεό Πατέρα και στέλλεται στον κόσμο από τον Υιό φανερώνοντας Αυτόν στις καρδιές των ανθρώπων.

 Το επιχείρημα του ιερού Πατρός ήταν ατράνταχτο: αν το Άγιον Πνεύμα δεν είναι Θεός, τότε πώς μπορεί να μας φανερώνει τον Θεό και να μας κάνει κι εμάς Θεούς κατά χάριν; Κανείς δεν μπορεί να προσφέρει αυτό που δεν έχει. Το Άγιον Πνεύμα μάς αποκαλύπτει τον Θεό, γιατί ακριβώς είναι το Ίδιο Θεός. Λοιπόν κατέληγε λίγο προκλητικά ο άγιος με τον φωτισμό του Θεού: αν δεν είναι Θεός το Πνεύμα, ας πάει πρώτα να θεωθεί κι έπειτα ας θεώσει κι εμάς! Δεν πρέπει να λησμονούμε άλλωστε ότι τα πάντα στην Εκκλησία: η πίστη, η αγάπη, τα μυστήρια, η πνευματική ζωή, υφίστανται και υπάρχουν με την ενέργεια του Αγίου αυτού Πνεύματος. Αν ο Χριστός έτσι αποτελεί την κεφαλή της Εκκλησίας, το Άγιον Πνεύμα συνιστά την ψυχή της. Και πράγματι η Εκκλησία μας διά της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (381) επικύρωσε τη θεολογία αυτή του αγίου Γρηγορίου, με αποτέλεσμα να συμπληρώσει το Σύμβολο της Πίστεως της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας (325).

3. Το απολυτίκιο όμως μας εξηγεί το πώς ο άγιος Γρηγόριος έγινε «σκεύος εκλογής» του Θεού και μάλιστα χαρακτηρίσθηκε ως ο δεύτερος θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον πρώτο, τον άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή. «Ως γαρ τα βάθη του Πνεύματος εκζητήσαντι, και τα κάλλη του φθέγματος προσετέθη σοι». Ζήτησες τα βάθη του Πνεύματος και σου προστέθηκαν και τα κάλλη του λόγου.

(α) Εκζήτησε λοιπόν τα βάθη του Αγίου Πνεύματος ο άγιος. Σκοπός του δηλαδή ήταν η γνώση του Θεού, με την έννοια της σχέσεως και της εμπειρίας του Θεού. Και η εμπειρία αυτή αποκτάται με το ίδιο το Άγιον Πνεύμα. Ζήτησε να αποκτήσει το Πνεύμα του Θεού, γι’ αυτό αφιερώθηκε στον Θεό, («δει σχολάσαι και γνώναι Θεόν»: πρέπει να αφιερωθεί κανείς στον Θεό για να γνωρίσει τον Θεό, είναι μία δική του φράση), καθαρίζοντας τον εαυτό του από κάθε τι αμαρτωλό. Κι αυτό γιατί ο καθαρός και άγιος Θεός μόνο στον καθαρό και άγιο άνθρωπο μπορεί να αποκαλύπτεται. Όπως διαρκώς το επισημαίνουν οι προσευχές της Θ. Λειτουργίας: Ο Θεός είναι ο άγιος που επαναπαύεται στις καρδιές των αγίων («ο εν αγίοις αναπαυόμενος»).

(β) Και την εμπειρία του Πνεύματος του Θεού που απέκτησε μπόρεσε να την κάνει λόγο και να τη διατυπώσει, γιατί του χαρίστηκε το κάλλος του λόγου, επειδή προφανώς ο νους του είχε την ανάλογη δεκτικότητα. Και το λέμε αυτό, γιατί πολλοί άγιοι απέκτησαν εμπειρία του Θεού, αλλά δεν είχαν όλοι το χάρισμα της σοφίας ως δυνατότητας εκφράσεως της εμπειρίας τους από τη γνώση του Θεού.

 Είμαστε ευγνώμονες στον άγιο Γρηγόριο, ο οποίος μάς βοήθησε στη σχέση μας με τον Θεό. Αλλά ασφαλώς απείρως περισσότερο είμαστε ευγνώμονες στον Κύριο Ιησού Χριστό, ο Οποίος χαρίτωσε κι αυτόν τον άγιό Του για την προσφορά του αυτή. Κι είναι σαν να μας φωνάζει και σήμερα ο άγιος: σκοπός της ζωής δεν είναι απλώς να είμαστε καλοί άνθρωποι ή να περάσουμε ανώδυνα τα όποια χρόνια της εδώ ζωής μας. Σκοπός μας είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή η ορθή εκκλησιοποίησή μας, με την έννοια ασφαλώς της ενεργοποίησης στην καθημερινότητά μας της ήδη δοσμένης σε εμάς διά του αγίου βαπτίσματος χάρης του Θεού. Ό,τι με άλλα λόγια μάς έχει δοθεί εν σπέρματι: το Πνεύμα του Θεού, αυτό και να το καλλιεργήσουμε και να το αυξήσουμε, «άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν».

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΛΗΜΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΓΚΥΡΑΣ

«Ο μακάριος αυτός και θεσπέσιος Κλήμης σε όλη σχεδόν την ανθρώπινη ζωή του πέρασε μαρτυρικά. Διότι επί είκοσι οκτώ χρόνια παρατάθηκε ο αγώνας του προς τους τυράννους, χωρίς να διακόπτεται από κάποια εκεχειρία ούτε από κάποια ανακωχή και ειρήνη, όπως γίνεται στους πολέμους, ώστε ανανεωμένοι οι αντίπαλοι να ξαναρχίσουν και πάλι τον πόλεμο. Αντιθέτως, οι τύραννοι δυνατοί και σκληροί τον πολεμούσαν διαρκώς, ο ίδιος δε υπέμενε σαν να έπασχε κάποιος άλλος, παρά το πλήθος και τη συνεχή φορά των κακών. Πέρασε λοιπόν από κάθε είδος βασανιστηρίων και αφού έλεγξε τους κυρίαρχους τότε τυράννους και βασιλείς και έγινε θέατρο σε όλη σχεδόν την οικουμένη, κατέπληξε ακόμη και τους αγγέλους με την καρτερικότητά του και έτσι έλαβε το στεφάνι της δόξας. Καταγόταν από την πόλη Άγκυρα της Γαλατίας και ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης, η δε μητέρα του ευσεβής και πιστή χριστιανή, ονόματι Σοφία. Ακολούθησε ο άγιος τον μοναχικό βίο από δώδεκα ετών. Στα είκοσι χρόνια του η Εκκλησία τον έκανε αρχιερέα. Άθλησε επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Τα είδη των βασάνων που πέρασε ήταν τα παρακάτω: Τον ανάρτησαν σε ξύλο και τον μάτωσαν με ξυσμούς. Τον κτύπησαν με πέτρες, όπως επίσης του κτύπησαν το στόμα με σκληρά αντικείμενα. Τον έβαλαν στη φυλακή. Τον έδεσαν σε τροχό και τον κτύπησαν με ρόπαλα. Τον κατέκοψαν με μαχαίρια. Του ξανακτύπησαν το στόμα με ξυλόκαρφα. Του σύντριψαν τις σιαγόνες και του έσπασαν όλα τα δόντια. Τον έδεσαν με σίδερα και τον ξανάριξαν στη φυλακή. Του πέρασαν στα αυτιά σιδερένιες πυρωμένες βελόνες. Τον έριξαν σε λαμπάδες φωτιάς. Τον έδεσαν σε μεγάλη πέτρα και τον κτύπησαν με σκληρά αντικείμενα στο πρόσωπο και το κεφάλι. Και παρόλο ότι καθημερινά λάμβανε πενήντα πληγές, αυτός υπέμενε. Τελευταίο δε, έκοψαν τα κεφάλια αυτού και του μαθητή του αγίου Αγαθαγγέλου στην Άγκυρα της Γαλατίας. Τελείται η σύναξή τους στον αγιότατο ναό τους, εκεί που έγινε το μαρτύριο, που βρίσκεται πέρα από την περιοχή του Ευδοξίου, πιο πέρα από το Ανάπλι, και στην αγιότατη Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης της παλαιάς και της νέας».

Η επισήμανση του συναξαρίου του αγίου Κλήμεντα, ότι όλη η ζωή του ήταν μία μαρτυρική πορεία, αποτελεί και το κεντρικό σημείο που προβάλλει ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του αγίου. «Διάνυσες εκτεταμένους αγώνες πάνω στη γη, όσιε, και αξιώθηκες να λάβεις έτσι το στεφάνι της βασιλείας των ουρανών». «Υπέμεινες, πάνσοφε, τις πληγές των βασάνων, τις πολυχρόνιες και μακρότατες, γι’ αυτό και αποδείχτηκες πολύαθλος». Πράγματι, είναι να απορεί κανείς για το πλήθος και τη διάρκεια των βασανιστηρίων που υπέμεινε ο άγιος, με σταθερό λογισμό, προσβλέποντας πάντοτε στον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεν κατέπεσε με τα πρώτα κτυπήματα. Οι δήμιοι υπήρξαν απέναντί του μεθοδικοί και σκληροί: ήξεραν πώς να τον βασανίζουν, χωρίς να επιφέρουν όμως το αποφασιστικό κτύπημα. Αλλά βεβαίως έμεναν στην επιφάνεια των βασανιστηρίων τους. Αγνοούσαν και δεν μπορούσαν να δουν βεβαίως ότι τα κτυπήματα αυτά, μεταποιούμενα από την πίστη του αγίου και τη χάρη του Θεού, γίνονταν γι’ αυτόν, αλλά και για όλη την οικουμένη,  «κατορθώματα και πανηγύρι». «Το ιερότατο πανηγύρι των κατορθωμάτων σου, που φωτιζόταν από το ουράνιο φως, φωτίζει αυτούς που κραυγάζουν: Είσαι ευλογημένος Κύριε, Θεέ των Πατέρων μας». Αυτή είναι η μυστική διάσταση των δοκιμασιών και των βασάνων που υφίσταται ένας χριστιανός: έχοντας λόγο για τα βάσανα που περνά – την πίστη και την αγάπη του για τον Χριστό – αυτά γίνονται η τρυφή και η διασκέδασή του. Δεν χαίρεται δηλαδή για τα βάσανα καθεαυτά – αυτό συνιστά ψυχική αρρώστια - αλλά για το τι προκαλούν αυτά και στον ίδιο και σε όλη την οικουμένη: την αύξηση της χάρης του Θεού, τη φανέρωση της Βασιλείας του Θεού. 

Δεν πρέπει να θεωρούμε παράδοξο τον λόγο περί της παγκοσμιότητας του μαρτυρίου ενός μάρτυρα. Διότι είπαμε ότι και ο ίδιος πανηγυρίζει, αλλά και όλη η οικουμένη, δηλαδή όλη η Εκκλησία, η επίγεια και η ουράνια. Όταν πάσχει ένας πιστός για την πίστη του στον Χριστό, σημαίνει ότι κατεξοχήν τότε ενεργοποιεί τη θέση του ως μέλος Χριστού, ως μέλος δηλαδή Εκείνου που έπαθε υπέρ ημών. Και συνδεδεμένος έτσι με τον Χριστό, άρα και με όλον τον κόσμο τον οποίο προσέλαβε ο Χριστός, απλώνει τη χάρη που εισπράττει διά του μαρτυρίου του και σε όλα τα υπόλοιπα μέλη, ακόμη και σε εκείνα που ακόμη δεν έχουν γίνει ενεργά διά του αγίου βαπτίσματος,  όπως και σε όλη τη δημιουργία. Πρόκειται για τη συμμετοχή των αγίων στην καθολικότητα της σωτηρίας που έφερε ο ίδιος ο Χριστός. Την αλήθεια αυτή δεν τονίζει ο άγιος Θεοφάνης μόνον με το παραπάνω αναφερθέν τροπάριο, αλλά και με άλλα, όπως αυτό της εβδόμης ωδής του κανόνα: «Με το φως του μαρτυρίου σου, χαροποίησες την οικουμένη, καθώς έψελνες στον Χριστό με την καθαρότητα της διάνοιας και της ψυχής σου: Είσαι ευλογημένος Κύριε, Θεέ των Πατέρων μας».

Ο άγιος Θεοφάνης αξιοποιεί αυτό που κάνουν όλοι οι υμνογράφοι σε ανάλογες περιπτώσεις: το όνομα του αγίου∙ «Κλήμης», αλλά και τον τόπο της επισκοπής του∙ «Άγκυρα». Αφενός το όνομά του τον παραπέμπει στη σύνδεση που έχουμε οι χριστιανοί με τον Κύριο, σύμφωνα με Εκείνου τη διαβεβαίωση: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα», σύνδεση ουσιαστική και άμεση: «Έγινες τίμιο κλήμα της αμπέλου του Χριστού, πανεύφημε Κλήμη», «Έφερες ωραίους καρπούς, επειδή υπήρξες κλήμα της ζωηφόρου αμπέλου του Χριστού»∙ αφετέρου η Άγκυρα, της οποίας ήταν ο ποιμένας, του θυμίζει την άγκυρα της πίστεως στον Χριστό (μη ξεχνάμε ότι η άγκυρα ήταν ένα από τα γνωστότερα πρωτοχριστιανικά σύμβολα που δήλωνε τη στέρεα πίστη), οπότε την συνδέει με τις άλλες σχετικές αρετές, την αγάπη και την ελπίδα. «Έβαλες θεμέλιο την πίστη σαν ασφαλή άγκυρα, όπως και την ελπίδα και την αγάπη, και ανέθεσες τον εαυτό σου σαν αγιασμένο ναό, Πάτερ παμμακάριε, στην αγία ιερή Τριάδα».

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΤΙΜΟΘΕΟΥ

 



Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ, ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ


«Ο άγιος Τιμόθεος ήταν από την πόλη Λύστρα, από πατέρα ειδωλολάτρη και  μητέρα Ιουδαία, που λεγόταν Ευνίκη. Μαθήτευσε στον απόστολο Παύλο και έγινε συνεργός του και κήρυκας του θείου Ευαγγελίου, οπότε πήγε με τον άγιο Ιωάννη τον ιδιαιτέρως αγαπημένο μαθητή του Κυρίου και κατέστη από τον ίδιο τον απόστολο Παύλο επίσκοπος Εφέσου. Όταν λοιπόν εκβράστηκε ο άγιος Ιωάννης από τη θάλασσα (όπως ιστορεί και στα συγγράμματά του ο Ειρηναίος ο επίσκοπος Λουγδούνων) και πήγε πίσω στην Έφεσο, κι ύστερα οδηγήθηκε στη νήσο Πάτμο από τον βασιλιά Δομετιανό ως εξόριστος, αυτός ο μακάριος Τιμόθεος πήρε τη θέση του στην επισκοπή των Εφεσίων. Κάποτε λοιπόν που οι ειδωλολάτρες, σε κάποια πατροπαράδοτη εορτή τους που ονομαζόταν «Καταγώγιο», στην πόλη των Εφεσίων, κρατούσαν είδωλα στα χέρια τους και έβαζαν κάποια από αυτά σαν προσωπεία πάνω τους και τραγουδούσαν με αυτά και επετίθεντο σε άνδρες και γυναίκες με ληστρικό τρόπο και έκαναν φονικά, ο μακάριος Τιμόθεος δεν άντεξε να βλέπει το άτοπο των ενεργειών τους, αλλά αντιθέτως έλεγχε τη μάταια αυτή πλάνη τους, προτρέποντάς τους να αφήσουν τις αισχρές  πράξεις, οπότε φονεύτηκε από αυτούς, καθώς του επετέθησαν με ρόπαλα. Ύστερα δε το άγιο λείψανό του μετακομίστηκε στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων, όπου τελείται και η Σύναξή του».

Ο άγιος απόστολος Τιμόθεος θεωρείται ο αγαπημένος μαθητής του αποστόλου Παύλου, τον οποίον ακολουθούσε συχνά στις ιεραποστολικές περιοδείες του και από τον οποίο δέχτηκε και τις δύο γνωστές ομώνυμές του επιστολές της Καινής Διαθήκης, την Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον. Και ως μαθητής του Παύλου, η αναφορά του ήταν προς τον Χριστό - αυτό είναι το γνώρισμα της ορθής μαθητείας στους αποστόλους: να ακολουθούν τα ίχνη του Κυρίου. Διότι οι απόστολοι, ως γνωστόν, δεν είχαν γύρω τους μαθητές-οπαδούς, δεν δημιουργούσαν ένα είδος πνευματικού «γκέτο», αλλά αυτούς που τους ακολουθούσαν τους προσανατόλιζαν αμέσως στον μόνον Σωτήρα των ανθρώπων, τον Ιησού Χριστό. Εκείνον φανέρωναν οι ίδιοι, Εκείνον λοιπόν και «έβλεπαν» οι μαθητές τους. Η υμνολογία της εορτής του αγίου Τιμοθέου  απαρχής, ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού, το ξεκαθαρίζει: «Θεόφρον Τιμόθεε, ήπιες τον χείμαρρο της ομορφιάς του Θεού και φρονώντας σαν Εκείνον πότισες αυτούς που ποθούν θερμά τη γνώση Του, μιμούμενος τον Χριστό». Ενώ ήταν μαθητής του Παύλου, τον Θεό «έπινε», Εκείνον δίδασκε, τον Χριστό εμιμείτο. Ο απόστολος Παύλος υπήρξε «καταπέλτης» σ’ εκείνους που θέλησαν να αλλοιώσουν την αλήθεια αυτή στην Κόρινθο. Όταν κάποιοι αποπειράθηκαν να ομαδοποιηθούν με κέντρο κάποιους αποστόλους και όχι τον Χριστό, εκείνος αμέσως αντέδρασε με οξύτητα: «Τι είναι ο Πέτρος ή ο Παύλος ή ο Απολλώς; Μήπως αυτοί σταυρώθηκαν για χάρη σας; Του Χριστού είμαστε όλοι και σε Εκείνον ανήκουμε».

Η κλήση του να γίνει χριστιανός και η συγκατάλεξή του μάλιστα στη χορεία των αποστόλων δεν ήταν του Παύλου ή κάποιου άλλου αποστόλου. Μπορεί ο απόστολος Παύλος να ήταν το μέσο της κλήσεώς του, όμως Εκείνος που γοήτευσε την καρδιά του και την έλκυσε προς Αυτόν ήταν ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος «βλέποντας ως προγνώστης και παντογνώστης  την ομορφιά της διανοίας του τον αξίωσε να συλλειτουργεί με τους θείους αποστόλους, Αυτός που με τη σοφή Του πρόνοια φροντίζει για εμάς». Η θέση αυτή του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους για τον άγιο Τιμόθεο  συνιστά αποκάλυψη στην ουσία του ίδιου του Χριστού για όλους τους ανθρώπους. «Ουδείς δύναται ελθείν προς με – είπε ο Κύριος – εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν», κανείς δεν έρχεται προς τον Χριστό, χωρίς να ελκυστεί από τον Θεό Πατέρα. Κανείς με άλλα λόγια δεν γίνεται χριστιανός από μόνος του, άρα κανείς άνθρωπος, όσο σπουδαίο ευαγγελικό έργο και αν επιτελεί, δεν μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτό: ούτε για τη δύναμη του κηρύγματός του ούτε για τη μεθοδικότητα και την οργανωτικότητά του. Αυτά είναι απλά μέσα, συνιστούν ίσως το πλαίσιο, δεν είναι όμως ο πυρήνας. Η χάρη του Θεού είναι η ουσία, γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος σε άλλο σημείο των λόγων του φτάνει στο σημείο να λέει, εξαφορμής κάποιων που κήρυσσαν το όνομα του Χριστού από αντιπαλότητα προς τον ίδιο: είτε από καλή διάθεση το κάνουν είτε αντιδραστικά, αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι «Χριστός καταγγέλλεται».

Η αλήθεια ότι ο Θεός κινεί τα νήματα της κλήσεως τελικώς του ανθρώπου με τη συνέργεια απλώς των ανθρώπων, δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε μία υποβάθμιση όμως του ανθρώπινου παράγοντα. Η ισορροπία είναι λεπτή. Αν ο ίδιος ο Κύριος επανέλαβε τον Γραφικό λόγο ότι «δι’ υμάς βλασφημείται το όνομά μου εν τοις έθνεσι», δηλαδή ότι το όνομα του Θεού βλασφημείται από τους απίστους εξαιτίας των θεωρουμένων κακών εκπροσώπων Του, αυτό σημαίνει ότι και ο ανθρώπινος παράγων δεν είναι αμελητέος ως προς το να κερδηθεί ή να χαθεί ο συνάνθρωπος. Γι’ αυτό και έχει τεράστια σημασία να εκφράζεται η ορθή πίστη στον άνθρωπο ως ορθή πράξη. Ο άγιος υμνογράφος στην τρίτη ωδή του κανόνα του για τον άγιο Τιμόθεο επισημαίνει και τη διάσταση αυτή. «Με τη νέκρωση των μελών της σαρκός σου, δηλαδή του αμαρτωλού σου φρονήματος, μακάριε Τιμόθεε,  υπέταξες το χειρότερο στον φωτισμένο από τον Θεό λόγο, δίνοντας την ηγεμονία στο ανώτερο. Και έτσι κυριάρχησες στα πάθη σου και έκανες φαιδρά και λαμπρή  την ψυχή σου, καθώς ρυθμιζόσουν από τα διδάγματα του Παύλου».

Ο απόστολος Παύλος ήταν ο Γέροντας, για να χρησιμοποιήσουμε μεταγενέστερο εκκλησιαστικό όρο, του Τιμοθέου. Εκείνος τον ρύθμιζε, τον καθοδηγούσε για να υπερβεί ο Τιμόθεος τα πάθη του, να καθαρίσει την καρδιά του, να φωτιστεί από τον Θεό, να βρει τον Θεό. Κι αυτό το έκανε μ’ έναν διπλό τρόπο: πρώτα με την αγιασμένη του ζωή: «Ο σταθερός μαθητής του θείου Παύλου, ακολουθεί τα ίχνη του διδασκάλου»∙ έπειτα με τη διδασκαλία του, είτε την προφορική είτε τη γραπτή μέσω των επιστολών του. Οι επιστολές μάλιστα που του έστελνε δεν είχαν χαρακτήρα  τυπικό ή απλώς συναισθηματικό, αλλά ήταν κατά κυριολεξία «ιερουργία του ευαγγελίου». Ο απόστολος παντού και πάντοτε βρισκόταν «κατ’ ενώπιον του Θεού», «πάντα ενεργών εις δόξαν Θεού». «Ιερουργούσε το ευαγγέλιο του Χριστού από το ύψος των αρετών ο θειότατος Παύλος και με χαρά σού έστειλε ως μαθητή του, Τιμόθεε, θεόγραφες επιστολές».  Θα ήταν μεγάλη ευλογία να μελετούσαμε ή να ξαναμελετούσαμε τις επιστολές αυτές του αποστόλου Παύλου. Θα ήταν και πάλι ένας ευαγγελισμός των ψυχών μας.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

 

«Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπή φανερά ᾖ ἐν πᾶσι» (Α´ Τιμ. 4, 15).

Στον αγαπημένο του μαθητή και γνήσιο κατά την πίστη τέκνο του Τιμόθεο, (τον οποίο εορτάζουμε σήμερα), γράφει ο απόστολος Παύλος, προκειμένου να τον ενισχύσει στο διακονικό του έργο της διαποίμανσης των πιστών και να τον κατευθύνει σε θέματα γύρω από τους αιρετικούς και τις λατρευτικές εκδηλώσεις. Και σαν πατέρας που θέλει το παιδί του να στέκεται σωστά στη θέση που βρίσκεται αλλά και να προκόβει όλο και περισσότερο, τον προτρέπει: «αυτά που σου λέω να τα έχεις στον νου σου, μ’ αυτά να ασχολείσαι, ώστε η πρόοδός σου να είναι φανερή σε όλα».

1. Μολονότι ο απόστολος Παύλος φαίνεται να υποδεικνύει στον μαθητή του Τιμόθεο μία δραστηριότητα που στοχεύει στην αναγνώρισή της αποκλειστικά από τους άλλους ανθρώπους και μάλιστα τους πιστούς, όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι ακριβές. Κι αυτό γιατί μία τέτοια κατανόηση της υπόδειξής του θα οδηγούσε στην αποδοχή ότι  το έργο ενός πιστού και μάλιστα ιερωμένου – επίσκοπος ήταν ο Τιμόθεος – αποσκοπεί στο να το δουν και να το «θαυμάσουν» οι πιστοί, σαν να είναι η αναγνώρισή τους η τελική αναφορά. Αλλά αυτό καταλαβαίνουμε ότι αποτελεί ένα είδος ειδωλολατρίας, γιατί το μόνο που υπηρετείται έτσι είναι η ανθρώπινη δόξα. Για τον Κύριο, αλλά βεβαίως και για τους αγίους Του αποστόλους, τούτο όχι μόνο δεν είναι σωστό, αλλά συνιστά και μεγάλη διαστροφή, αφού διαγράφει τη δυνατότητα να μπορεί ο άνθρωπος να πιστέψει στον αληθινό Θεό και στην αποκάλυψή Του. Ο λόγος Του είναι απόλυτος, καθώς απευθυνόταν στους Ιουδαίους που είχαν πέσει στη συγκεκριμένη παγίδα: «Πώς μπορείτε να έχετε πίστη στον Θεό, όταν αποδέχεστε την ανθρώπινη δόξα και δεν ζητείτε τη δόξα του Θεού;» Η ανθρώπινη δόξα και η πίστη στον Θεό αλληλοαποκλείονται.

Η αναφορά του ανθρώπου σε ό,τι κι αν κάνει, ακόμη και το παραμικρό στη δραστηριότητά του, είναι ο Τριαδικός Θεός και όχι ο άνθρωπος ή οτιδήποτε επίγειο. Αν ο απόστολος Παύλος μάς υπενθυμίζει ότι «είτε τρώμε είτε πίνουμε είτε οτιδήποτε άλλο κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε προς δόξαν Θεού», πόσο περισσότερο τούτο ισχύει για το έργο διακονίας μέσα στην Εκκλησία, και μάλιστα από πλευράς των λειτουργών αυτής; Το «δος δόξαν τω Θεώ» είναι η προτροπή κάθε αγίου, το «δόξα τω Θεώ» είναι η επωδός αυτού και κάθε ασφαλώς πιστού. Κι ο λόγος είναι γνωστός και σαφής: Δόξα στον Θεό σημαίνει αναγνώριση όχι μόνο της ύπαρξής Του – αυτό το κάνει και ο διάβολος – αλλά κυρίως βιωματική αποδοχή ότι Εκείνος είναι η πηγή της Ζωής, ότι τίποτε δεν υφίσταται χωρίς Εκείνον, ότι Εκείνος είναι ό,τι ευεργετικό και αγαθό στη ζωή του ανθρώπου, συνεπώς ο δοξάζων τον Θεό είναι ο άνθρωπος που και ορθά πιστεύει αλλά και που έχει πλήρη επίγνωση της θέσης του και της μηδαμινότητας της κτιστότητάς του – είναι ο ταπεινός άνθρωπος που αφήνει χώρο μέσα του για να υπάρχει η χάρη του Θεού. «Ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν».

2. Με ποια έννοια λοιπόν προτρέπει ο απόστολος Παύλος τον Τιμόθεο «να γίνεται φανερή η πρόοδός του σε όλα»; Μα να ζει με τέτοιο δοξολογικό τρόπο ο Τιμόθεος, ασφαλώς και κάθε πιστός, ώστε να έχει αδιάκοπη τη ζωντανή παρουσία του Θεού στην ύπαρξή του∙ να φανερώνεται ο Θεός μέσα από αυτόν, ώστε οι άλλοι άνθρωποι Εκείνον να βλέπουν στη ζωή του. Πρόκειται για την ίδια αλήθεια που ο Κύριος απεκάλυψε στους μαθητές Του. «Εσείς είστε τό φως του κόσμου», είπε, με την έννοια ότι ακολουθούν τον Ίδιο που κατ’ ουσίαν είναι το φως του κόσμου ως ο Δημιουργός αυτού, συνεπώς οι μαθητές Του είναι κατ’ αντανάκλαση φώτα, δεύτερα φώτα λόγω Εκείνου. Και τι λέει στη συνέχεια; «Δεν μπορεί μία πόλη να κρυφτεί, όταν βρίσκεται κτισμένη πάνω σ’ ένα βουνό... Έτσι να λάμψει και το φως το δικό σας μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξολογήσουν τον ουράνιο Πατέρα σας». Η δόξα του Θεού λοιπόν είναι το τελικώς ζητούμενο, αυτό περνάει μέσα από την καλή και άγια ζωή του πιστού, αυτό λέει και ο απόστολος στον αγαπημένο του μαθητή.

Αλλά η λέξη «προκοπή» του αποστόλου μάς οδηγεί και σε μία άλλη διάσταση: να φανερώνεται πράγματι ο Θεός μέσα από τον Τιμόθεο, αλλά αυτή η φανέρωσή Του να βαίνει διαρκώς αυξανόμενη! Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό της χριστιανικής ζωής: να μη μένεις ποτέ στάσιμος, αλλά αδιάκοπα να επεκτείνεσαι προς τον Θεό, να προοδεύεις, να προκόβεις – πρόοδος και προκοπή σημαίνει διαρκή ανάβαση προς Εκείνον, που θα πει από πλευράς πνευματικής διαρκή κάθοδο μέσα στην καρδιά σου: εκεί που αναπαύεται ο Θεός, όταν υπάρχει διάθεση μετανοίας και ορμή και φορά αγάπης προς Αυτόν. Και δεν γίνεται να μην προοδεύεις και να μην προκόβεις, δηλαδή δεν γίνεται να παραμένεις στάσιμος, γιατί στη ζωή που έφερε ο Χριστός ή προχωράς ή οπισθοχωρείς και πέφτεις! «Ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει». Ο απόστολος Παύλος και πάλι σε άλλο σημείο θα διευκρινίσει για να πει το φοβερό, ότι η πρόοδος αυτή του χριστιανού κατανοείται ως τρέξιμο προς τα εμπρός και όχι ως περπάτημα «χελώνας». «Δι’ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν». Και πώς εξηγεί το τρέξιμο; Από τη μόνη κινητήρια δύναμη που σε σπρώχνει, την αγάπη προς τον Χριστό – Αυτός είναι ο αρχηγός και ο τελειωτής. Που θα πει: Με τον Χριστό δεν μπορείς να είσαι ψυχρός κι ούτε καν χλιαρός. Θερμαίνεσαι και γίνεσαι φωτιά σαν την αγάπη Εκείνου. «Αυτό που ζω ως άνθρωπος με το σώμα μου τώρα είναι να πιστεύω στον Χριστό, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου». Οπότε: «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;»

3. Ο απόστολος Παύλος όμως θέτει και κάποιες προϋποθέσεις στον Τιμόθεο, για να μπορεί αυτός να βρίσκεται σ’ αυτό το υψηλό σημείο σχέσεως με τον Χριστό. Τον Χριστό και τη διδασκαλία Του, (αυτό είναι το «ταῦτα» του αποστόλου - το επισημαίνει παραπάνω στην επιστολή (στ. 10), όταν λέει για τη μόνη ελπίδα μας που είναι ο Χριστός και για τον Οποίο πάσχουμε), να τά έχει αέναα στον νου του, ο Χριστός να είναι η διαρκής μελέτη του, με τον Χριστό και τα λόγια Του να ασχολείται, να μένει δηλαδή προσκολημμένος σ’ Αυτόν, οπότε έτσι πράγματι θα προκόβει εν Χριστώ, θα αυξάνει μέσα σ’ Εκείνον και με τη χάρη Εκείνου.

 Και πρέπει να σημειώσουμε ότι οι προϋποθέσεις αυτές του αποστόλου είναι με άλλη διατύπωση τα λόγια του ίδιου του Χριστού, όπως τα καταγράφει ιδίως ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Γιατί τι μας παρακαλεί ο Χριστός; «Μείνετε μέσα στην αγάπη μου. Αν τηρήσετε τις εντολές μου, τότε θα μείνετε μέσα στην αγάπη μου». Η τήρηση των εντολών του Χριστού σημαίνει προσκόλληση στον Χριστό, αδιάκοπη ενατένισή Του μέσα από τα λόγια Του, παραμονή στην Οδό Του.

4. Κι αυτό τι φέρνει; Το ρεύμα της ζωής Εκείνου στην ύπαρξη του ανθρώπου: ο πιστός εκτείνεται στο «άπειρο» της ζωής του Δημιουργού του, γίνεται ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο, με μία τάση συνεχούς πλατύνσεώς του, που ξεπερνάει τα όρια και της πιο «ευφάνταστης φαντασίας»! Η ζωή των Αγίων μας, Αποστόλων, Μαρτύρων, αγίων Ιεραρχών, οσίων μεγάλων Γερόντων, ακόμη και της εποχής μας, τι άλλο δείχνουν παρά αυτήν τη μέχρι απειρίας διάταση του ανθρώπου, κατά τον βαθμό της ομοίωσής τους με τον Κύριο! Προκόβουν και προοδεύουν οι άγιοι, και στον κόσμο τούτο, πολύ περισσότερο αργότερα στην πρόσωπο προς πρόσωπο κοινωνία τους με τον Τριαδικό Θεό. Κι αυτήν τη γεύση προκοπής, λέει ο άγιος Παύλος στον άγιο Τιμόθεο, θα την νιώσουν σίγουρα και οι πιστοί της Εκκλησίας που βρίσκεται ο Τιμόθεος, γιατί δεν γίνεται, αν έχουν κάποια αισθητήρια, να την παρίδουν.

 Όταν ο Χριστός και οι άγιοι απόστολοι μάς ανοίγουν τα μάτια για τις προοπτικές ζωής που ανοίγονται στον πιστό, προοπτικές και προκοπές απειρίας, τότε η πιθανή ένσταση: μα διαρκώς με τον Χριστό και τα λόγια Του θα ασχολούμαστε; δεν έχει νόημα. Ανάλογα με το «όραμα» είναι και οι προϋποθέσεις. Κι ο Κύριος το έχει ξεκαθαρίσει: «ὁ ζυγός μου  χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι». Δηλαδή, λίγες οι απαιτήσεις για τόσο μεγάλες προσφορές. Όταν μάλιστα ξέρουμε ότι οι απαιτήσεις αυτές, η τήρηση των λόγων του Χριστού, «δουλεύουν» ακριβώς προς την κατεύθυνση της δικής μας εξυπηρέτησης: να αποκτήσουμε χώρο μέσα μας για να χωρέσουμε ολόκληρο τον Θεό και τα άπειρα αγαθά Του!