Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

ΕΚΤΕΝΩΣ… ΕΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ… ΕΚ ΒΑΘΟΥΣ ΨΥΧΗΣ…

«Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν... ἐν μετανοίᾳ... κράζοντες ἐκ βάθους ψυχῆς...».

Το τροπάριο είναι από τα γνωστότερα θεοτοκία που ψέλνει η Εκκλησία μας, το οποίο  με λιτό, αλλά ανάγλυφο τρόπο, προβάλλει τη στάση του πιστού ανθρώπου έναντι της Παναγίας Θεοτόκου. Δύο είναι τα στοιχεία που συνιστούν τη στάση αυτή: (1) η Παναγία έχει αφενός την εξουσία να βοηθήσει εμάς που ταλανιζόμαστε από τα θλιβερά του βίου και «χανόμαστε» από το πλήθος των πταισμάτων μας, λόγω της παρρησίας της έναντι του Υιού και Θεού της, αφετέρου την αγάπη για να έχει στραμμένο το ενδιαφέρον της σ’ εμάς και να θέλει να μας βοηθήσει. Τυχόν αμφισβήτηση της δύναμης και της αγάπης της θα ακύρωνε και τη θέση της στην Εκκλησία και την ίδια την ύπαρξη βεβαίως των προσευχών μας σε αυτήν. Η Παναγία όμως είναι «των θλιβομένων η χαρά και των χριστιανών η προστάτις», κι ακόμη «ο γλυκασμός των αγγέλων». Όλη η δημιουργία αναπνέει τον αέρα της αγιασμένης παρουσίας της και τρέφεται με το όνομά της, πλην βεβαίως των αγγέλων του σκότους και των συν αυτοίς, για τους οποίους και μόνη η αναφορά της είναι φωτιά που τους κατακαίει.

(2) Εμείς που την προσεγγίζουμε και την επικαλούμαστε, πρέπει να την προσεγγίζουμε και με τον σωστό τρόπο. Και ο υμνογράφος κυρίως σ’ αυτό επικεντρώνει την προσοχή μας.

Δηλαδή, πρώτον: «προσδράμωμεν ἐκτενῶς». Στην Παναγία πηγαίνουμε με σπουδή, τρέχοντας. Όχι ράθυμα, όχι «σέρνοντας», σαν να κάνουμε μία αγγαρεία. Ένας τέτοιος τρόπος φανερώνει την έλλειψη της αγάπης μας προς αυτήν, άρα και προς τον Χριστό, γεγονός που σημαίνει ότι θέτουμε οι ίδιοι εμπόδιο στην παροχή της χάρης που είναι έτοιμη να μας δώσει. Με άλλα λόγια, όπως το μικρό παιδί τρέχει στην αγκαλιά της μάνας του, για να βρει ασφάλεια και καταφύγιο, έτσι και ο πιστός: η προσφυγή στην Παναγία είναι κάτι το φυσικό και ό,τι πιο αγαπητό μπορεί να υπάρξει σ’ αυτόν. Κι «ἐκτενῶς»: όχι μία λέξη και να φύγουμε, αλλά να μείνουμε στην αγκαλιά της, να της πούμε τον πόνο μας, τις ταλαιπωρίες μας. Γιατί το νιώθουμε ως ανάγκη και εκείνη χαίρεται για τα παιδιά της που την αγαπούν.

Και δεύτερον: «ἐν μετανοίᾳ» και «ἐκ βάθους ψυχῆς». Δεν είναι δυνατόν να τρέχω με σπουδή σ’  Εκείνην που δείχνει αδιάκοπα τον Χριστό και να είμαι αμετανόητος. Όπως η μόνη στάση έναντι του Χριστού είναι η μετάνοια, το ίδιο και έναντι της Παναγίας. Διότι η μετάνοια φανερώνει την αληθινή διάθεση του πιστού να συντονιστεί με τη ζωή του Χριστού. Χωρίς μετάνοια είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος ζει μόνο τον εγωισμό του και αποτελεί ενεργούμενο των πονηρών δυνάμεων. Παναγία λοιπόν και αμετανοησία από πλευράς μας είναι μείγμα ανύπαρκτο και αδιανόητο. Πώς φαίνεται η γνησιότητα της μετανοίας μας; Από το γεγονός ότι θέλουμε να αλλάξουμε ριζικά: «ἐκ βάθους ψυχῆς». Η επιφανειακότητα στη σχέση μας με την Παναγία κατανοείται ως ένα είδος παιχνιδιού του εγωισμού μας. Αλλά «ο Θεός – όπως και οι άγιοι – οὐ μυκτηρίζεται». Δεν κοροϊδεύουμε τον Θεό και τους αγίους. Μία στροφή μας στην Παναγία, δηλαδή τελικώς στον Χριστό και Θεό μας, όπως έχουμε ξαναπεί, απλώς και μόνο σε κάποια δύσκολη στιγμή μας, για να «γλιτώσουμε», ώστε να επανέλθουμε στον ίδιο αμαρτωλό ρυθμό μας, μάλλον θα μας έκανε να πέσουμε στην «οργή» του Θεού. Και «φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος».

Να παρακαλούμε την Παναγία, ναι. Αλλά με τον τρόπο  που πρέπει. Διότι «αἰτεῖτε, καί οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε» (άγιος Ιάκωβος).

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2025

ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ!

Ο κ. Σπύρος που με πλησίασε, γνωστός ενορίτης και φίλος από παλιά, Κερκυραίος την καταγωγή με ξεχωριστή καύχηση για τον άγιο του νησιού του, του οποίου έφερε και το όνομα, ήταν ελαφρώς αναστατωμένος. Μου έθεσε το θέμα κοφτά από την αρχή: «Πάτερ, ήλθε η κόρη μου με τα παιδιά της να μας δει, εμένα και τη μάνα της, κι έφερε και τα δύο εγγονάκια μας μαζί. Ο μεγαλύτερος, ο Σπυράκος, εννέα χρονών τώρα, με έφερε όμως σε δύσκολη θέση, όταν με ρώτησε αν θα πάνε στην κόλαση οι περισσότεροι άνθρωποι. “Πώς κι έτσι, βρε Σπύρο;” του είπα παραξενεμένος. “Ποιος σου είπε τέτοια πράγματα;” “Ο παπάς της ενορίας μας, παππού. Την προηγουμένη Κυριακή που βγήκε να μιλήσει στη Λειτουργία, μας είπε ότι αν δεν είμαστε άνθρωποι του Θεού, αν συνεχώς δεν προσευχόμαστε και δεν ερχόμαστε στην Εκκλησία, ο Θεός θα μας τιμωρήσει και θα μας πάει στην κόλαση!”»

Κοντοστάθηκα. «Κατάλαβε καλά το παιδί τι είπε ο παπάς;» ρώτησα τον φίλο Σπυρίδωνα. «Είναι σε μία ηλικία που μπορεί να ακούσει κάτι και να μην το κατανοήσει όπως πρέπει. Μήπως λοιπόν παρενόησε;» «Τι να σου πω, παπά μου;» είπε ο κυρ-Σπύρος. «Ό,τι μου είπε το μεταφέρω κι εγώ. Αλλά δεν φαίνεται να μην κατάλαβε το παιδί, γιατί το επανέλαβε, λέει, πολλές φορές ο παπάς στο κήρυγμά του». «Κι εσύ τι του απάντησες; Δεν του εξήγησες πώς έχουν τα πράγματα; Τόσα χρόνια στην Εκκλησία νομίζω πως έχεις τη δυνατότητα να δώσεις στο εγγονάκι σου το ορθό πλαίσιο των λόγων του ιεροκήρυκα. Αν και, το ξαναλέω, βάζω πολλά ερωτηματικά στο αν τελικώς το παιδί άκουσε όλο τον ειρμό των σκέψεων του ιερέα. Γιατί μπορεί να είπε  κάτι τέτοιο, αλλά να το έθεσε μέσα σε ευρύτερο πλαίσιο και να τόνισε τις παραμέτρους που πρέπει. Ή μπορεί, γιατί δεν δέχομαι εύκολα ότι ακριβώς έτσι είπε τα πράγματα ο ιεροκήρυκας, να σημείωσε ότι υπάρχουν εκείνοι που λένε ότι ο Θεός είναι τιμωρός και «χαίρεται» να στέλνει τους ανθρώπους στην κόλαση, ακριβώς για να ακυρώσει μία τέτοια τοποθέτηση». «Δεν ξέρω, πάτερ», κούνησε το κεφάλι του ο Σπυρίδων. «Μπορεί να είναι έτσι. Παρ’ όλα αυτά όμως εγώ προσπάθησα να του εξηγήσω. Είπα στο εγγόνι μου ότι ο Θεός δεν είναι τιμωρός που χαίρεται να στέλνει τους ανθρώπους που δεν προσεύχονται συνέχεια στην κόλαση. Κι αυτό γιατί, όπως όλοι οι χριστιανοί πια γνωρίζουν, ο Θεός είναι Πατέρας γεμάτος αγάπη προς τους ανθρώπους και όλα τα πλάσματά Του. Μα το παιδί συνέχισε να είναι προβληματισμένο, γιατί ακριβώς το είπε ο παπάς. Και θέλω γι’ αυτό τη βοήθειά σου».

«Πολύ καλά είπες στο παιδί, Σπύρο μου. Γιατί εδώ δεν έχουμε κάποια ίσως απόκλιση από τον λόγο του Θεού, αλλά την κατεξοχήν απόκλιση, αυτό που διαγράφει την ίδια την αποκάλυψη του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τι μας έφερε ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός μας; Ακριβώς ότι ο Θεός είναι ο Πατέρας μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας, Αυτός που η χαρά Του είναι να βρίσκεται πάντοτε μαζί μας, που η απομάκρυνσή μας από Εκείνον Τον κάνει να «πονάει», που θα πει ότι αντιμετωπίζει και τους αρνητές Του όχι ως αντιπάλους και εχθρούς – άπαγε της βλασφημίας! – αλλ’ ως τα παιδιά Του που τα βλέπει να πληγώνονται με τις επιλογές τους, οπότε η δική τους θλίψη και στενοχώρια από τα τραύματα των αμαρτιών τους γίνεται και δική Του – συμπάσχει μ’ αυτά. Θυμάσαι, Σπύρο μου, τον λόγο του αποστόλου Παύλου ακριβώς πάνω στο θέμα; «Όντων ημών αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Μας αγάπησε δηλαδή ο Θεός όχι γιατί ήμασταν αξιαγάπητοι – κάτι που κάνει και ένας άνθρωπος της αμαρτίας – αλλά όταν βρισκόμασταν μέσα στον όλεθρο και τον Άδη της αμαρτίας. Μέσα στον βούρκο ευρισκόμενοι δεχτήκαμε την απειρία αγάπης του Θεού μας, που Τον έκανε να σηκώσει τον βούρκο αυτόν και να τον καθαρίσει.  Κι αυτή η αγάπη Του βεβαίως δεν είχε σταματήσει ποτέ – δεν λειτουργεί με διαλείμματα ο Θεός. Απαρχής και πάντοτε μας αγαπούσε, απλώς έκρινε πότε είναι η κατάλληλη εποχή για να έλθει και να αποκαλύψει την αγάπη Του αυτή, που την είχαμε ξεχάσει λόγω των παθών και των αμαρτιών μας, ώστε να μπορέσουμε να τη νιώσουμε και, όσοι θέλουν, να ανταποκριθούν προς αυτήν. «Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, η κατάλληλη εποχή», σημειώνει και πάλι ο απόστολος Παύλος, «απέστειλε ο Θεός τον Υιό Του να γεννηθεί από μία γυναίκα, να γεννηθεί ως Ιουδαίος κάτω από τον Μωσαϊκό Νόμο, ώστε να εξαγοράσει αυτούς που ήταν κάτω από τον Νόμο αυτόν και να γίνουμε και πάλι παιδιά Του αληθινά».

«Ναι, πάτερ», είπε ο κυρ-Σπύρος. «Τα γνωρίζω αυτά, τα έχω πιστέψει και αποδεχτεί, χωρίς την πίστη μου αυτή δεν ξέρω πια στην ηλικία μου αν μπορούσα και να ζήσω. Θα βρισκόμουν πάντα σ’ ένα κενό, χωρίς νόημα θα κυλούσε η ζωή μου. Και σ’ ευγνωμονώ που συχνά πυκνά μας τα υπενθυμίζεις δείχνοντάς μας αδιάκοπα τον προσανατολισμό μας. Αλλά ενώ τα πιστεύω, τα γνωρίζω, θέλω να τα ζω όσο γίνεται, δεν βρίσκω εκείνα τα λόγια που χρειάζονται τη δεδομένη στιγμή για να τα εκφράσω. Καλή ώρα, όπως τώρα με τον εγγονό μου. Μπλόκαρα, θα έλεγα, δεν έβρισκα τις λέξεις για να του πω αυτό που είναι η αλήθεια της πίστης μας. Και με τον τρόπο που μου έθεσε τα ερωτήματα ο μικρός Σπυράκος, απογοητευμένος καθώς φάνηκε ότι ήταν, μπλόκαρα ακόμη περισσότερο. Ήρθα κατά κάποιον τρόπο σε σύγχυση».

«Λοιπόν, Σπύρο μου, φίλε μου», είπα στον ταλαίπωρο παππού, που από ό,τι φάνηκε μάλλον με εκείνον μπορούσε κυρίως να μιλήσει το εγγόνι του, όχι γιατί οι γονείς του ήταν απόμακροι και άσχετοι, αλλά μπλεγμένοι με την καθημερινότητα και τις δουλειές τους δεν «άδειαζαν» για να ασχοληθούν με τις «μεταφυσικές» ανησυχίες του παιδιού τους. «Λοιπόν, Σπύρο μου, να θεωρείς ευτυχή τον εαυτό σου που έχεις ένα εγγόνι που πηγαίνει με τους γονείς του στην Εκκλησία, που έχει ερωτηματικά, που ανοίγεται προπαντός για να τα εκφράσει και δεν τα αφήνει μέσα του να αιωρούνται αναπάντητα. Ίσως μπορείς σε δεδομένη στιγμή, εφόσον το παιδί θελήσει να του μιλήσεις – μην πας να του γίνεις «φόρτωμα» και δυσανασχετήσει -, να του πεις ότι μίλησες και με άλλον παππούλη, ο οποίος σε βεβαίωσε ότι ο Χριστός και Θεός μας είναι ο Πατέρας μας, όπως πολύ καλά ήδη του είπες, κι ότι κόλαση μάλιστα για τον Θεό δεν υπάρχει. Ο Θεός μόνον μας αγαπάει και πονάει μάλιστα περισσότερο με τους ανθρώπους που δεν Τον θέλουν στη ζωή τους. Και κόλαση είναι ακριβώς αυτό: ό,τι ζουν οι άνθρωποι της απιστίας που αδυνατούν, γιατί δεν θέλουν, να δουν την αγάπη του Θεού απέναντι σε όλους και σε όλα. Να σε αγαπάει ο Θεός, να σου προσφέρει τα πάντα και εσύ να τα αρνείσαι – αυτό είναι η κόλαση, η τιμωρία του ανθρώπου.

»Και γι’ αυτό ξεκινάει η κόλαση αυτή από τη ζωή αυτή και επεκτείνεται έπειτα και μετά τον θάνατο στην αιωνιότητα που λέμε. Και όλα τα άσχημα που συμβαίνουν στη ζωή αυτή, όλες οι δυστυχίες και οι θεωρούμενες αναποδιές, όλοι οι πόλεμοι, η πείνα και η φτώχεια πολλών ανθρώπων, δεν οφείλονται στον Θεό που απαρχής επιθυμούσε και επιθυμεί την ευτυχία και τη χαρά του ανθρώπου, αλλά σε εμάς τους ανθρώπους, όταν βγάζουμε τον Θεό από τη ζωή μας. Γιατί όταν βγάλεις τον Θεό από τη ζωή σου τι μένει; Τα πάθη σου, οι αμαρτίες σου, ο εγωισμός σου που κάνει κόλαση τη ζωή και τη δική σου και των άλλων, και πάνω στον εγωισμό αυτόν δουλεύει έπειτα και ο Πονηρός διάβολος. Λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε Σπύρο, βρες έναν τρόπο αυτά τα πράγματα να τα πεις στον Σπυράκο, με απλότητα και όσο αντέχει. Γιατί τις περισσότερες φορές τα παιδιά όταν δουν έναν μεγαλύτερό τους που τον εμπιστεύονται και τον αγαπούν να τους δίνει απαντήσεις που τις πιστεύει, συνήθως πείθονται – η καρδούλα τους αναπαύεται. Αργότερα βέβαια στην εφηβεία και στη νεανική τους ηλικία θα θέσουν άλλα ερωτήματα ή ίσως επανέλθουν στα ίδια, αλλά με μεγαλύτερη πια κριτική διάθεση, οπότε από κει και πέρα ο Θεός θα ενεργήσει για να πάρουν τις απαντήσεις που πρέπει ανάλογα με την ειλικρίνειά τους και τη δίψα τους για την αλήθεια».

«Πάτερ», είπε ο Σπύρος συγκινημένος. «Ευχαριστώ πολύ για όσα μου είπες και χόρτασε και η δική μου πάλι η ψυχή. Θα φέρω πολύ σύντομα, μόλις μου δοθεί η ευκαιρία, και τον μικρό Σπυράκο να σε γνωρίσει κι ίσως και να… τα πείτε. Την ευχή σου!»

«Στο καλό, Σπύρο μου» είπα αγκαλιάζοντάς τον. «Ο Θεός να ευλογεί και εσένα και όλη την οικογένειά σου».

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΣΕ ΟΛΑ, ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΣΟΥ ΦΩΝΑΖΩ!

«Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον θερμὴ προστασία, καὶ σὴν βοήθειαν, δός μοι τῷ δούλῳ σου, τῷ ταπεινῷ καὶ ἀθλίῳ, τῷ τὴν σὴν ἀντίληψιν ἐπιζητοῦντι θερμῶς» (γ΄ ωδή Μεγ. Παρακλ. Κανόνος).

Σε όλα βρήκα αδιέξοδο, γι’  αυτό με οδύνη σου φωνάζω: πρόφθασε, (Παναγία), Συ που είσαι η θερμή προστασία, και δώσε τη βοήθειά σου σ’ εμένα το δούλο σου, που είμαι ταπεινός και άθλιος και που επιζητώ με ζήλο τη δική σου ενίσχυση. 

Στους παραπάνω στίχους του βασιλιά ποιητή – και όχι μόνο σ’  αυτούς - ο τόνος  είναι δραματικός, γιατί ο ποιητής, εκπροσωπώντας σύνολο τον πιστό λαό, αποτυπώνει μία μεγάλη αλήθεια: ο άνθρωπος όπου κι αν στραφεί στον κόσμο τούτο, για να βρει τη χαρά και το νόημα της ζωής, χωρίς Χριστό, προσκρούει σε αδιέξοδο. Είτε άνθρωποι είτε χρήματα είτε διασκεδάσεις είτε οτιδήποτε άλλο, στο τέλος όλα αυτά αφήνουν τη στυφή γεύση του ανικανοποίητου της καρδιάς. Ο υμνογράφος λοιπόν γίνεται εκφραστής αυτής της αλγούσας και οδυνωμένης καρδιάς του ανθρώπου, που παντού συναντά το αδιέξοδο. «Απορήσας εκ πάντων οδυνηρώς κράζω σοι…».

Θα τολμούσαμε να παρομοιάσουμε την κατάσταση αυτή με εκείνη που βίωσε ο πρωτόπλαστος Αδάμ, όταν έχασε, λόγω εμμονής στην αμαρτία, τη σχέση με την πηγή της ζωής, τον Θεό. Στράφηκε τότε, μέσα στην εναγώνια αναζήτησή του να βρει τη ζωή, στη γυναίκα του. Και νομίζοντας ότι βρήκε αυτήν τη ζωή στο πρόσωπό της, της δίνει το όνομα: Ζωή, «Εύα». Αντί του Θεού, ο άνθρωπος. Κι αυτό βεβαίως ήταν η απαρχή των αδιεξόδων του.

Ο υμνογράφος όμως είναι πιστός και ζει τη σωτηρία που έφερε ο Χριστός. Ξέρει ότι μόνον Εκείνος γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου, γιατί είναι ο Πατέρας και ο Δημιουργός Του. Σαν τον απόστολο Πέτρο κι εκείνος ομολογεί: «Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; Συ ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» - Κύριε, σε ποιον να στραφούμε; Εσύ έχεις τα λόγια της αιώνιας ζωής.  Γι’ αυτό και η τραγικότητα της φωνής του μεταβάλλεται σε κραυγή ανακούφισης, δηλαδή όταν στο αδιέξοδο έχει βρει τη διέξοδο και τη λύση: Επικαλείται Εκείνον που είναι η σωτηρία, αλλά μέσω της Παναγίας Μητέρας Του. Οι αμαρτίες του, που τον κάνουν να νιώθει ταπεινός και άθλιος, του θέτουν εμπόδιο, ώστε να ριχτεί άμεσα στην αγκαλιά του Χριστού. Η λύση γι’  αυτόν είναι η μεσιτεία της Παναγίας. Υπερβολή ίσως και πιθανόν μία έμμεση «υποβάθμιση» της αγάπης του Χριστού στον άνθρωπο - ο Χριστός είναι «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» από απειρία αγάπης προς αυτόν. Αλλά είπαμε: ο Κύριος χαίρεται πάντοτε να βλέπει αυτό που «αντανακλά» τον δικό Του τρόπο ζωής και το δικό Του ήθος: την ταπείνωση. Κι αυτό φανερώνει ο υμνογράφος, όταν «διστάζει» να στραφεί άμεσα στον Κύριο και Θεό του, πραγματοποιώντας το όμως με άλλον τρόπο: μέσω της Θεοτόκου!

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

ΔΕΝ ΘΑ Σ’ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ!

«Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σοῦ» (θεοτοκίον)

(Δεν θα απομακρυνθούμε, Δέσποινα, από σένα)

 Είναι η ευχή και η υπόσχεση του πιστού χριστιανού που νιώθει ότι χωρίς την Παναγία Μητέρα δεν μπορεί να ζήσει – μαζί Της θέλει να είναι πάντοτε, προσκολλημένος στην παρουσία Της, γιατί έχει ευεργετηθεί από τη δύναμη και την αγάπη Της. Το ομολογεί και το κραυγάζει κατανοώντας ταυτόχρονα και την αναξιότητά του προφανώς λόγω του πλήθους των ανομιών και των αμαρτιών του: δεν μπορώ να σιωπήσω και να μην διαλαλώ τη δύναμη της ευεργεσίας Σου απέναντί μου. Διότι αν δεν ήσουν Εσύ η Πρώτη που μεσίτευες για μένα στον Υιό και Θεό Σου, ποιος θα με είχε σώσει από τόσους μεγάλους κινδύνους; Ποιος μάλιστα θα με είχε διαφυλάξει μέχρι τώρα ελεύθερο από τη δαιμονική τυραννία; Λοιπόν, πράγματι δεν θα σ’ αφήσω ποτέ, γιατί σώζεις εμένα και τους άλλους πιστούς από ένα σωρό δεινά.

Τι υπόκειται ως βάση στην κραυγή αυτή του πιστού απέναντι στη Μάνα Παναγία; Πρώτον, το γεγονός ότι η ικεσία στην Παναγία είναι ικεσία στην πραγματικότητα στον ίδιο τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό. Και δικαιολογημένα: Χριστός και Παναγία, όπως κηρύσσει πάντοτε η Εκκλησία μας, συν-ορώνται, χωρίς να μπορεί κανείς να διασπάσει τον μεταξύ τους άρρηκτο δεσμό. Γιατί Εκείνος είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, του ζωντανού σώματός Του, ως ο Υιός του Θεού κι Εκείνη είναι το πρώτο και πιο τιμημένο και εξαίρετο μέλος του σώματος Αυτού. Αν ο οποιοσδήποτε χριστιανός κατανοείται ως ένα με Εκείνον από τη στιγμή που βαπτίστηκε, όταν μάλιστα ενεργοποιεί διά της τηρήσεως των αγίων εντολών Του τη χαρισματική αυτή ταυτότητά του – «ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῶ» - πόσο απείρως περισσότερο ισχύει τούτο για την υπεραγία Θεοτόκο, η οποία εκλέχτηκε μεταξύ όλων των γυναικών απαρχής του κόσμου και μετέπειτα για να γίνει η Μητέρα του Θεού ως ανθρώπου; Κανείς δεν μπορεί να σταθεί ισοστάσια προς την Παναγία – Εκείνη κατέχει «τα δευτερεία της θεότητος», Εκείνη συνιστά την «μετά Θεόν» καταφυγή των ανθρώπων.

Και δεύτερον, ακριβώς λόγω της ταυτοτικής αυτής σχέσεως της Παναγίας προς τον Υιό και Θεό Της ζει και λειτουργεί κι η Ίδια στον ίδιο ρυθμό αγάπης και προσφοράς με Εκείνον. Η Παναγία είναι Παναγία όχι πρώτιστα γιατί κυοφόρησε και μεγάλωσε ως άνθρωπο τον Ιησού Χριστό, αλλά γιατί ταυτόχρονα ήταν η Πρώτη που υπήκουε απολύτως και μέχρι τέλους έως θανάτου στο άγιο θέλημά Του - την εκλογή Της ως Μητέρα του Θεού την επιβεβαίωνε καθημερινώς και αδιαλείπτως. Το «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου» ήταν η καθημερινή επωδός της επί γης πορείας Της, γι’ αυτό και η αγάπη Εκείνου εξακτινωνόταν μέσα από όλη την ύπαρξή Της, το σώμα και την ψυχή Της. Αγάπη ο Θεός και Χριστός, αγάπη και η Παναγία Μητέρα Του. Πώς λοιπόν να μην βρίσκεται εσαεί με βλέμμα ευμενές απέναντι στα τέκνα του Θεού Της και τέκνα κατ’ επέκταση και δικά Της; Η ευεργεσία Της προς αυτά ήταν και είναι η συνέχεια της ευεργεσίας του Θεού απέναντί τους, κάτι που δεν μπορεί ο πιστός, όπως το λέει ο υμνογράφος, να μη το διαλαλήσει.

Ποιος συνεπώς λογικός άνθρωπος θα απομακρυνόταν από την πηγή της αγάπης και της θεραπείας του; Ό,τι απάντηση έδωσε ο απόστολος Πέτρος στον Ιησού Χριστό, όταν προκάλεσε Εκείνος τους μαθητές Του αν θέλουν να φύγουν από κοντά Του: «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Σύ ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις», την ίδια τοποθέτηση έχει και ο εν επιγνώσει πιστός απέναντι στην Παναγία και τον Κύριο: «Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ Σοῦ». Μπορεί να αμαρτάνουμε λόγω της αδυναμίας μας, αλλά δεν έχουμε Άλλον, Άλλη να μας σώζει από όλα τα δεινά του βίου μας. Και βεβαίως, σιγά σιγά έτσι μπορούμε να φτάσουμε και στο ανώτερο σημείο της πίστεώς μας: να μένουμε προσκολλημένοι στον Κύριο και την Παναγία μας όχι γιατί είναι οι σωτήρες από τις δυσκολίες μας και οι δότες των διαφόρων αγαθών μας, αλλά γιατί τους έχουμε αγαπήσει αληθινά και βαθιά, γι’ Αυτούς τους Ίδιους, έστω κι αν οι οδύνες ενός σταυρωμένου βίου μάς κατατρύχουν. Τότε, ναι, θα έχουμε φτάσει στο μεγάλο ζητούμενο και αδιάκοπα προσδοκώμενο: την κατάσταση του υιού, την πέραν του μισθωτού και του δούλου.  

ΣΤΗΝ ΚΥΡΑ Τ' ΑΥΤΟΥΣΤΟΥ

 


Άνθη του Αιγαίου μυροβολούν δοξαστικά

στου ξωμονάστηρου τη θύρα, λες

και αντιφωνούν ροδόπνοα λιβανωτά

που καίνε αντικρύ στης Παναγιάς το βλέμμα.

 

Είναι τα μύρα της καρδιάς από τον θρήνο

- μπορεί και τη χαρά - των Παρακλήσεων

τ’ Αυγούστου που μάσει η Μάνα η Κυρά

προς ευφροσύνη Της τις έρημες τις μέρες.

(Στέφανος Δορμπαράκης, 13-8-2022)

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΙ, Ο ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΥΤΩΝ ΕΛΕΑΖΑΡΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΗΡ ΑΥΤΩΝ ΣΟΛΟΜΟΝΗ

«Αυτοί, όταν ο Αντίοχος, ο υιός του Σελεύκου, υπέταξε και αιχμαλώτισε το έθνος των Εβραίων και τους ανάγκαζε να αρνηθούν την παράδοσή τους και να τρώνε απαγορευμένες από τη θρησκεία τους τροφές, απείθησαν στον τύραννο, κρατώντας τους πατρογονικούς νόμους τους, και ο πρεσβύτης Ελεάζαρ, που ήταν διδάσκαλος και εξηγητής του Μωσαϊκού νόμου, και οι επτά παίδες, οι οποίοι μαθήτευαν σε αυτόν. Και ο μεν πρεσβύτης, αφού με δεμένα τα χέρια τον βασάνισαν με πολλούς τρόπους και τον έριξαν στη φωτιά, στο τέλος, μετά από προσευχή που έκανε, ώστε το αίμα του και ο θάνατός του να θεωρηθούν από τον Θεό αντίλυτρο για το έθνος του, εξέπνευσε. Οι δε γενναιότατοι παίδες, αφού κι αυτοί πέρασαν πολλά βασανιστήρια, με τροχούς, με καταπέλτες, με φωτιά, χωρίς να αρνηθούν την πίστη τους ούτε να προδώσουν τον νομοθέτη Θεό για την πρόσκαιρη ζωή, έλαβαν ως αυτοκράτορες των παθών τους, τα στεφάνια της υπομονής. Μαζί τους και η μητέρα τους Σολομονή, όταν ειδε το τέλος των παιδιών της, χωρίς να περιμένει ανθρώπινο χέρι να τη σύρει, ρίχτηκε στην αναμμένη πυρκαϊά, κι έτσι παρέθεσε το πνεύμα της στον Θεό».

Δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός ότι οι άγιοι που εορτάζουμε σήμερα ανήκουν στο χώρο της Παλαιάς Διαθήκης. Εντάσσονται σ’ αυτούς που χαρακτηρίζονται δίκαιοι και που θεωρούνται ότι αναστήθηκαν μαζί με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, κατά την ένδοξη Εκείνου Ανάσταση, οπότε απολαμβάνουν κι αυτοί «συν πάσι τοις αγίοις» τον παράδεισο, ευρισκόμενοι μέσα στους κόλπους του προπάτορά τους Αβραάμ. Η ίδια η ακολουθία τους μάλιστα, με το δεδομένο ότι έδωσαν τη ζωή τους για να μείνουν σταθεροί στον Νόμο του Θεού - λόγω του Αντιόχου, που θέλησε, όπως σημειώνει και παραπάνω το συναξάρι, να μεταστρέψει δια της βίας τους υποταγμένους σ’ αυτόν Ιουδαίους - τους τοποθετεί στην ίδια χορεία με τους μάρτυρες του Χριστού και μάλιστα δοξολογουμένους μαζί τους με χαρμόσυνο τρόπο από όλη την Χριστού Εκκλησία: «συνεορτάσατε τοις μάρτυσι Χριστού, ως προ εκείνων αθλήσαντες υπέρ νόμου και μετ’ εκείνων ευφημούμενοι εννόμως, πάση τη Χριστού Εκκλησία φαιδρώς».

Η επιλογή του Νόμου του Θεού ως προτεραιότητας της ζωής τους αποκαλύπτει το μέγεθος της αγιότητάς τους. Διότι άγιος είναι εκείνος ο οποίος, ως γνωστόν, θέτει υπεράνω όλων το θέλημα του Θεού, άρα φανερώνει την αγάπη την οποία τρέφει προς Εκείνον. Η εντολή του Θεού άλλωστε είναι σαφής και ισχύει και για την Παλαιά και για την Καινή Διαθήκη: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Οι άγιοι λοιπόν σήμερα έδειξαν ότι πράγματι αγαπούν με απόλυτο τρόπο τον Θεό, έχοντας μεταθέσει όλο το νου τους σ’ Εκείνον και αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι αληθινή πατρίδα τους είναι η άνω Ιερουσαλήμ, η άφθαρτη και ανώλεθρη, κάτι που αποτελούσε τη μαρτυρία τους και προς τον ίδιο τον Αντίοχο, κατά το δοξαστικό μάλιστα των στιχηρών του εσπερινού: «Ημίν, ω Αντίοχε, εις Βασιλεύς, ο Θεός, παρ’ ου γεγόναμεν, και προς ον επισρέφομεν. Κόσμος μένει άλλος ημίν, του ορωμένου υψηλότερος και μονιμώτερος. Πατρίς δε ημών Ιερουσαλήμ, η κραταιά και ανώλεθρος, πανήγυρις δε, η μετά Αγγέλων διαγωγή».

Μία τέτοια μετάθεση του κέντρου βάρους της ύπαρξής τους στον ίδιο τον Θεό, η οποία τους έδινε και τη δύναμη να υπερβαίνουν τις οδύνες και των μαρτυρίων τους, ήταν βεβαίως χαρισματική κατάσταση, αλλά απαιτούσε και την ανθρώπινη συνέργεια. Εννοούμε ότι συνήργησε για τον αγιασμό και το μαρτύριό τους και ο ανθρώπινος παράγοντας, εκδηλούμενος με το αλειπτικό στοιχείο. Αλείπτες, ως γνωστόν, είναι εκείνοι που προετοιμάζουν και ενισχύουν κάποιον για το μαρτύριο, παίζοντας κατά κάποιο τρόπο το ρόλο του προπονητή τους. Τέτοιους αλείπτες λοιπόν στους αγίους σήμερα έχουμε τριών ειδών: πρώτα, την ίδια τη μάνα των επτά παίδων: από μικρούς τους ανέτρεφε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και την ώρα του μαρτυρίου τους τους ενίσχυε και με τα λόγια της και με την παρουσία της. Έπειτα, τον ιερέα διδάσκαλό τους άγιο Ελεάζαρο: διαρκώς τους νουθετούσε να παραμένουν σταθεροί στον Νόμο του Θεού, έστω και με θυσία της ζωής τους, κάτι που το δίδαξε και με το άγιο παράδειγμά του. Τέλος δε, και το σημαντικότερο ίσως, αλείπτες για τους Μακκαβαίους παίδες υπήρξαν οι ίδιοι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής και του μαρτυρίου τους: ο καθένας παρότρυνε τον άλλον να παραμείνει σταθερός και να μη λυγίσει την ώρα την κρίσιμη. Θα έλεγε κανείς ότι το στοιχείο αυτό κυριαρχεί κυριολεκτικά στα τροπάρια του κανόνα της εορτής: «Αλλήλους οτρύνοντες, ούτως εβόων: Νομίμως αθλήσωμεν και προθύμως θάνωμεν υπέρ πατρώων εθών». «Μη τις υστερείτω σήμερον του καλού αγώνος, μη τις θηρευθήτω, υπό του μανιώδους. Σοφός εστιν ο δράκων, αλλήλους παρώτρυναν της Σολομονής οι υιοί, μη τις υμών γένηται βρώμα αυτού». 

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ

«Αυτός ο μακάριος έζησε επί της βασιλείας του Θεόφιλου του μισόχριστου (9ος αι.). Οι γονείς του ήταν πατρίκιοι, καταγόταν δηλαδή ο άγιος από αρχοντική οικογένεια,  κι ήταν γνωστοί ορθόδοξοι, Βασίλειος και Ευδοκία στο όνομα και Καππαδόκες στο γένος. Γι’  αυτό και ο Ευδόκιμος ανατράφηκε με πολύ ενάρετο τρόπο, παίρνοντας το τιμητικό αξίωμα του κανδιδάτου, (τιτλούχου της αυτοκρατορικης φρουράς), από τον Θεόφιλο, γενόμενος στρατοπεδάρχης πρώτα της γης των Καππαδοκών, κι έπειτα ολόκληρης της γης των Ρωμαίων. Ήταν εξαιρετικά δίκαιος, διαφυλάττοντας την ισότητα απέναντι σε όλους και  κάνοντας πολλές ελεημοσύνες καθημερινά. Ζούσε  έντονα την εκκλησιαστική ζωή, φροντίζοντας τις χήρες και τα ορφανά και ενεργοποιώντας κάθε είδος αρετής. Μ’  αυτόν τον τρόπο ο μακάριος πολιτεύτηκε κατά Θεόν, μέχρις ότου αρρώστησε βαριά και παρέθεσε έτσι το πνεύμα του σ’  Εκείνον. Μετά την τελευτή του, κατόπιν εντολής που είχε δώσει όσο ζούσε, έθαψαν το τίμιο σώμα του με τα ενδύματα και τα υποδήματά του, το οποίο σώμα του δοξάσθηκε από τον Θεό με θαύματα πολλά, τα οποία τώρα αδυνατούμε να τα διηγηθούμε λεπτομερώς. Η μετακομιδή του λειψάνου του προς το Βυζάντιο έγινε στις 6  Ιουνίου, η δε αγία κοίμησή του, στις 31 Ιουλίου».

Το τέλος του μηνός Ιουλίου καταυγάζεται από τη φωτεινή μνήμη, όπως λάμπει ο ήλιος που ανατέλλει, του αγίου και δικαίου Ευδοκίμου. «Ως όρθρος, ως ήλιος ανέτειλε η μνήμη σου», διατρανώνει ο υμνογράφος της εορτής του. Ο ίδιος διαρκώς τονίζει το πόσο ο άγιος ευδοκίμησε πνευματικά στη ζωή του, τόσο που τον θεωρεί ως τύπο του ορθοδόξου πιστού. Στο πρόσωπο και τη ζωή δηλαδή του αγίου Ευδοκίμου κατανοούμε το τι σημαίνει να είναι κανείς αληθινά ορθόδοξος, κάτι που μας δίνει το δικαίωμα να κρίνουμε με ορθά κριτήρια τις διάφορες «εκδόσεις» ορθοδοξίας που προβάλλονται σήμερα, με την απαίτηση μάλιστα από ορισμένες  να θεωρούνται και οι μοναδικά αυθεντικές. Τι τονίζει λοιπόν εν προκειμένω ο υμνογράφος; «Τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα, ορθόδοξον φρόνημα συ εκ νεότητος έσχηκας, βίον ακηλίδωτον και ευσυμπάθητον γνώμην, αξιάγαστε». Δηλαδή: Φύλαξες τα δόγματα (την πίστη) των Πατέρων καθαρά και ανόθευτα, αξιοθαύμαστε Ευδόκιμε, γι’ αυτό και απέκτησες από τη νεότητά σου ορθόδοξο φρόνημα, βίο αγνό και ακηλίδωτο και διάθεση γεμάτη αγάπη στους συνανθρώπους σου.

Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν από τη νεότητά του είχε ορθόδοξο φρόνημα. Σπεύδει αμέσως όμως ο ποιητής να μας πει ότι η ορθοδοξία του δεν ήταν ένα είδος ιδεολογίας: μία αποδοχή προτάσεων πίστεως, έστω και αληθινών, αλλά εμψυχωνόταν από την ίδια τη ζωή του, την οποία ζούσε καθημερινώς με αγνότητα και αγάπη. Με άλλα λόγια, η ορθοδοξία του αγίου ναι μεν είχε όλα τα στοιχεία της ορθής στον Χριστό πίστεως – ό,τι τελικώς ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως – αλλά την πίστη αυτή τη ζούσε στο εκάστοτε παρόν με έλεγχο των επιθυμιών του, ώστε η εγκράτεια και η σωφροσύνη να τον καθοδηγούν, και με πλήρωση της καρδιάς του από αγάπη. Διότι μία πίστη που δεν ζωντανεύει με την αγάπη, μέσα στο πλαίσιο της εγκρατείας, σταματάει να είναι χριστιανική και μπορεί μάλιστα να θεωρείται και δαιμονική: Διότι «και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι».

Ο υμνογράφος όμως με τον λιτό κι επιγραμματικό του τρόπο, μας λέει το πώς ο άνθρωπος, όπως το βλέπουμε στον άγιο Ευδόκιμο, μπορεί να λειτουργεί έτσι ορθόδοξα: «τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα». Μόνον εκείνος που βρίσκεται στον ίδιο δρόμο με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, δηλαδή κρατάει καθαρή τη δική τους παράδοση, συνεπώς και τη δική τους αγιασμένη ζωή, μπορεί τελικώς να είναι ορθόδοξος. Εκείνος που θα πιστέψει ότι είναι ορθόδοξος, διαγράφοντας την Πατερική παράδοση και στήνοντας μία δική του κατανόηση της χριστιανικής πίστεως, πλανάται πλάνην οικτράν. Και τούτο γιατί η ακολουθία των Πατέρων συνιστά ακολουθία του ίδιου του Χριστού, δεδομένου ότι αυτοί έζησαν με τον πιο δυνατό και αυθεντικό τρόπο, και μάλιστα τις περισσότερες φορές δίνοντας και την ίδια τη ζωή τους, τη ζωή Εκείνου. Γι’  αυτό και τονίζεται ποικιλοτρόπως ότι η Εκκλησία μας είναι μεταξύ των άλλων Πατερική, άρα και ορθά αποστολική. Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν αναδείχθηκε άγιος και δίκαιος, γιατί έζησε σωστά ως ορθόδοξος: πατερικά και εκκλησιαστικά. Κι αυτό μας προτρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν επιθυμούμε τον αγιασμό μας.

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΤΑ ΛΕΤΕ!

Θυμίζει η φράση αυτό που συχνά έχουν δεχτεί ως «έπαινο» αρκετοί κήρυκες του λόγου του Θεού. Μετά τη Θεία Λειτουργία να σπεύδουν κάποιοι χριστιανοί να επικροτούν το κήρυγμα με την παραπάνω φράση: «Τι ωραία που τα λέτε!»ˑ ή ακόμη πιο «επαινετικά»: «τι καλά που  τ ο υ ς  τα είπατε!!!» Κι είναι βεβαίως το στοιχείο που κάνει τον κήρυκα του λόγου του Θεού να κατανοεί αυτό που ο Κύριος και οι απόστολοι έχουν πει: εσύ να σπέρνεις τον λόγο του Θεού αλλά να μη προσβλέπεις στα αποτελέσματα. Το αποτέλεσμα είναι θέμα της χάρης του Θεού – Εκείνος που βλέπει τις καρδιές των ανθρώπων γνωρίζει πώς και πότε θα ενεργοποιηθεί ο σπόρος του Ευαγγελίου. Διότι τέτοιες αντιδράσεις, όπως οι παραπάνω, των αποδεκτών του κηρύγματος φανερώνουν ότι πολλοί «χαμπάρι» δεν παίρνουν με ό,τι άκουσαν  παραμένοντας «αδιάβροχοι» από τη δωρεά της χάρης του λόγου.

Όμως με την παραπάνω φράση έχουμε υπ’ όψιν κάτι διαφορετικό ή κάτι τέλος πάντων παρεμφερές, όπως μας το εκμυστηρεύτηκε προ καιρού αδελφός κληρικός εν Χριστώ. Δέχτηκε την εξομολόγηση μίας κυρίας από άλλην ενορία, παντρεμένης και με παιδιά καθώς πληροφορήθηκε, η οποία κατά καιρούς εκκλησιαζόταν και στη δική του ενορία. Έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον και προσήλωση ιδίως στο κήρυγμά του, ώσπου κάποια φορά ήρθε η ώρα να ζητήσει και την εξομολόγηση, κάτι που όπως είπαμε δέχτηκε ο ιερέας. Η κυρία φαινόταν πολύ συνεσταλμένη, κόμπιαζε υπερβολικά, αργούσε να μιλήσει. Ο ιερέας με σεμνό και συνετό τρόπο της μίλησε για το μυστήριο, για την αγάπη του Χριστού, ο Οποίος ήρε την αμαρτία σύμπαντος του κόσμου, ότι δεν υπάρχει γι’ αυτό αμαρτία ασυγχώρητη, ότι το μεγαλείο του ανθρώπου είναι ότι παίρνει την απόφαση να φανερώσει τα τραύματα της ψυχής του όχι σ’ εκείνον, έναν άνθρωπο, αλλά στον ίδιο τον Χριστό που παρευρίσκεται αοράτως και προσδοκά ακριβώς τη μετάνοια του ανθρώπου.

Η κυρία έδειχνε να τον ακούει με συναίσθηση, ώσπου βρήκε το θάρρος και ψέλλισε αυτό που την «μπλόκαρε» όλη την ώρα. «Πάτερ, είμαι ερωτευμένη με σας». Δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται ο ιερέας – δεν θέλησε να φανεί ότι προσβάλλει την κυρία με κάποια αποτομία. Κούνησε λίγο το κεφάλι συγκαταβατικά και μετά από λίγο με πολύ ήρεμο τρόπο σχολίασε. «Καταλαβαίνω, κ. Ηλέκτρα» – είχε μάθει το όνομά της. «Και δεν πρέπει να σας ανησυχεί ιδιαιτέρως αυτό, γιατί συμβαίνει κάποιες φορές με εμάς τους κληρικούς. Είναι η θέση μας, που μας θέτουν πολλοί πιστοί, κυρίως γυναίκες, σαν σε κάδρο στη συνείδησή τους, είναι η πνευματική ίσως εξουσία που μας έχει δώσει ο Χριστός και η Εκκλησία και που τις κάνουν να μπερδεύουν τα συναισθήματά τους και να νομίζουν πως είναι ακόμη και «ερωτευμένες» με τον παπά. Δεν ισχύει αυτό, κ. Ηλέκτρα. Απλώς χρειάζεστε μία μικρή βοήθεια για να το ξεδιαλύνετε».

Η κυρία άκουγε με κατεβασμένο το κεφάλι και φαινόταν να στοχάζεται τα λόγια του ιερέα. «Όμως σας σκέφτομαι συνέχεια» συνέχισε μετά από λίγο. «Σας αγαπώ». «Ακούστε, κ. Ηλέκτρα» - κι ο ιερέας προσανατόλισε με πόνο το βλέμμα του στην εικόνα του Χριστού που είχε ενώπιόν Του. «Όλα είναι θέμα λογισμών. Το μυστικό της πνευματικής ζωής είναι να μπορούμε με τη χάρη του Θεού να ελέγχουμε τους λογισμούς μας, τις σκέψεις μας και τα ενεργήματα της καρδιάς μας. Μην αφεθείτε σε ό,τι απλώς έρχεται στον νου σας. Στραφείτε σ’ αυτό που είναι το θέλημα του Θεού, που θα πει για την περίπτωσή σας, περίπτωση δηλαδή κάθε γυναίκας ιδίως παντρεμένης, στραφείτε προς τον άνδρα σας και τα παιδιά σας. Ο άνδρας σας είναι κατά τον λόγο του Κυρίου ένα μαζί σας. “Δεν είναι δύο αλλά ένας άνθρωπος”, σημείωσε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός για το παντρεμένο ζευγάρι, οπότε για σας τα πράγματα είναι μονόδρομος: τον άνδρα σας να έχετε πάντοτε κατενώπιόν σας, κ. Ηλέκτρα, κι αυτό είναι εκείνο που ευλογεί ο Θεός. Αν δεν κάνετε διαρκώς και καθημερινώς τούτο φεύγετε από τη χάρη του Θεού».

Ο ιερέας προσευχόταν να φωτίσει ο Κύριος την Ηλέκτρα, να μη γίνει η δική του «εικόνα» - «εικόνα» πλασματική - πρόσκομμα και εμπόδιο για τη σχέση της με τον Θεό και την Εκκλησία. Η γυναίκα φαινόταν ωστόσο πολύ κουμπωμένη και πιεσμένη. Ο Πονηρός μάλλον είχε βρει πατήματα στην καρδιά της και της έπαιζε φοβερό και τρομερό παιχνίδι – την αποπροσανατόλιζε με κίνδυνο όχι μόνο η ίδια να μην αισθάνεται καλά αλλά και να δημιουργεί ταραχή σε όλη την οικογένειά της. «Κυρία Ηλέκτρα», θέλησε να συνεχίσει ο ιερέας βλέποντας τη δύσκολη κατάσταση, «θα πρέπει να μην ξανάρθετε σε μένα. Το καλύτερο θα ήταν να βρείτε έναν άλλον ιερέα, από την ενορία σας ή οπουδήποτε αλλού, όχι πάντως εδώ, γιατί φαίνεται ότι αυτό δεν σας βοηθάει. Κι ίσως αν δεν βρείτε άκρη, να απευθυνθείτε και σε κάποιον ψυχολόγο ή σύμβουλο γάμου, γιατί έτσι θα γίνει αφορμή αυτό το μπλεγμένο συναίσθημά σας να σας οδηγήσει στη φανέρωση αθέατων πλευρών της ψυχής σας. Πάντως καταλαβαίνετε ότι τα πράγματα δεν λειτουργούν με τον ορθό τρόπο, δηλαδή με τον τρόπο του Θεού. Και το ζητούμενο πάντοτε είναι πώς καθημερινά και αδιάλειπτα να βρισκόμαστε εκεί που είμαστε συντονισμένοι με τον Κύριο, εκεί δηλαδή που αρχίζουμε και νιώθουμε αυτό που μας έδωσε ο Κύριος ως τη μεγαλύτερη δωρεά: να είμαστε μέλη Του, κομμάτι δικό Του, μία δική Του φανέρωση μέσα στον κόσμο».

Ακολούθησε σιωπή κάποιων στιγμών ή λεπτών. Ο παπάς προσευχόταν, η κυρία δεν μιλούσε κοιτώντας πάντοτε προς τα κάτω, το έδαφος. Ξαφνικά, σήκωσε και πάλι το κεφάλι της και στρεφόμενη προς τον παπά είπε: «Εγώ πάντως είμαι ερωτευμένη μαζί σας!» Ο παπάς σκέφτηκε πως ίσως πρέπει να γίνει ακόμη πιο «καθαρός» απέναντι στην ταλαίπωρη γυναίκα. Με τρόπο κοφτό, χωρίς περιστροφές, απάντησε: «κ. Ηλέκτρα! Αυτό που σας συμβαίνει είναι εκ του Πονηρού! Καταλαβαίνετε; Είναι δαιμονικό αυτό που λέτε και επαναλαμβάνετε! Δεν το θέλει ο Θεός! Μη γίνεστε παιχνίδι στα χέρια του Διαβόλου! Ζητείστε από τον Θεό τη βοήθειά Του. Μη χάσετε την ψυχή σας!»

Η απάντηση της κυρίας μετά από λίγο ήταν απρόσμενη για τον ιερέα και σήμανε τη λήξη της εξομολόγησης. Χωρίς από ό,τι φάνηκε επίγνωση, με χαριτωμένο τρόπο αυτήν τη φορά και στρεφόμενη πάλι προς αυτόν είπε: «Τι ωραία που τα λέτε!»

Ο ιερέας σηκώθηκε, έβγαλε το πετραχήλι του, χαιρέτισε την κυρία. «Στο καλό να πάτε, κ. Ηλέκτρα. Νομίζω δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε. Κάντε παρακαλώ αυτό που σας πρότεινα κι εύχομαι ο Κύριος να σας ευλογεί. Και σας και την οικογένειά σας!»

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2025

Η ΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ

Ο προσανατολισμός και η παραμονή του πιστού χριστιανού στις εντολές του Χριστού κάνουν τον πιστό να αποκτά ένα είδος παντοδυναμίας. Όπως το απεκάλυψε ο Κύριος πρώτα: «εάν μείνητε εν εμοί και τα ρήματά μου εν υμίν μείνη, ο εάν θέλητε αιτήσασθε και γενήσεται υμίν», και το βεβαίωσαν έπειτα οι άγιοι Απόστολοι σαν τον απόστολο Παύλο: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ», έτσι και ο πιστός: ζώντας τον Χριστό μέσω των εντολών Του γεύεται αισθητά, στην ψυχή και στο σώμα, τη δύναμη Εκείνου. Κι αυτή είναι η απάντηση της Εκκλησίας και σε όλα αυτά που συνιστούν τα λεγόμενα ψυχολογικά προβλήματα. Πέραν των περιπτώσεων εκείνων, που ο άνθρωπος πράγματι χρήζει ανθρώπινης ψυχολογικής και ψυχιατρικής παρακολούθησης, λόγω υπερβολικά ευαίσθητου ψυχισμού, τα περισσότερα ψυχικού τύπου προβλήματα είναι απόρροια χαλαρής πνευματικής ζωής. Κι αυτό σημαίνει ότι, όταν ο άνθρωπος θωρακιστεί κι οχυρωθεί με τις εντολές του Χριστού, δηλαδή όταν οι σκέψεις και οι επιθυμίες και τα συναισθήματά του βρίσκονται εν τω Θεώ, τότε πράγματι θα δει να απεμπλέκεται από ό,τι αρνητικό έρχεται να του αμαυρώσει τη ζωή.

Την πνευματική αυτή πραγματικότητα μάς την προβάλλει και η υμνολογία του αγίου Ακύλα σήμερα, που μεταξύ των άλλων, στο υπόψιν θέμα, σημειώνει: «Νόμοις Χριστού οχυρωθείς την διάνοιαν, το των ανόμων φρύαγμα όλον κατέβαλες…». Οχυρώθηκες κατά τη διάνοια με τους νόμους του Χριστού, και νίκησες όλους τους επαναστατημένους ανόμους… Οι νόμοι δηλαδή του Χριστού, οι εντολές Του οι άγιες, αποτελούν το μεγαλύτερο όπλο του χριστιανού, το φρούριο και το αρραγές θεμέλιο της ζωής του, τη θωράκιση και την πανοπλία του. Εκεί πάνω εν χάριτι πατώντας και περπατώντας, εκεί έχοντας τις βάσεις της καρδιάς του, πορεύεται ως άλλος Θεός στον κόσμο, πράγματι ο ίδιος ο Χριστός εν ετέρα μορφή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι άγιοι χαρακτηρίζονται ως η ορατή φανέρωση στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού. Διότι θέτοντας τον εαυτό τους εκεί που παραπέμπουν οι λόγοι του Κυρίου γίνονται η προέκταση της αγκαλιάς του Χριστού, ο Οποίος περιέχει τους πάντες και τα πάντα ως «χθες και σήμερον ο Αυτός και εις τους αιώνας».

ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΕΒΑΛΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΗΣΥΧΑΣΩ;

«ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΕΒΑΛΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΗΣΥΧΑΣΩ;» (όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης)

Πρόκειται περί των νεωτέρων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας, του οποίου η αξία δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί όπως πρέπει, κατά την εκτίμηση του μεγάλου συγχρόνου Πατρολόγου μακαριστού Στυλιανού (μοναχού Γερασίμου) Παπαδοπούλου. Μιλάμε για τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, που «γεννήθηκε στη Νάξο το έτος 1749 από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, τον Αντώνιο και Αναστασία Καλλιβούρση (η οποία εμόνασε στην Ιερά Μονή Χρυσοστόμου Νάξου, με το όνομα Αγάθη). Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Νικόλαος και από μικρός έδειχνε ότι ήταν άνθρωπος μεγάλης αρετής και φοβερής ευφυΐας. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στη Νάξο και έπειτα στη σχολή της ίδιας πόλης επέκτεινε τις γνώσεις του, με δάσκαλο τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Κατόπιν 16 χρόνων πήγε στην Ελληνική σχολή της Σμύρνης, όπου κοντά σε φημισμένους διδασκάλους έλαβε ανώτερη παιδεία και αρετή. Μετά από ορισμένες περιπέτειες, το 1775 πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί, στη Μονή του Άγιου Διονυσίου εκάρη μοναχός με το όνομα Νικόδημος. Οι Πατέρες της Μονής, που διέκριναν τα μεγάλα φυσικά και επίκτητα χαρίσματα του Νικόδημου, τον διόρισαν αναγνώστη και γραμματέα της Μονής. Στη Μονή αυτή ο Νικόδημος, υπήρξε υπόδειγμα διακονίας και πράξεων αρετής. Έπειτα αποσύρθηκε σε κάποιο κελί, όπου με ασκητικό τρόπο, επιδόθηκε στη μελέτη και συγγραφή πολλών οικοδομητικών, θεολογικών και αγιολογικών βιβλίων. Μεταξύ αυτών είναι ο «Συναξαριστής», το «Εορτοδρόμιον», η «Νέα Κλίμακα», ο «Αόρατος Πόλεμος» και άλλα πολλά.

Τελικά μετά από διάφορες περιπέτειες, που υπέστη στη βραχύχρονη ζωή του, απεβίωσε από ημιπληγία, σε ηλικία 60 χρονών, τις πρώτες ορθρινές ώρες της 14ης Ιουλίου του έτους 1809 στο κελί των Σκουρταίων, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Τα τελευταία του λόγια ήταν η απάντηση που έδωσε στους μαθητές του όταν τον ρώτησαν αν ησυχάζει: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πώς να μη ησυχάσω;». Ενταφιάστηκε στο Λαυριωτικό Κελί των Σκουρταίων στις Καρυές του Άγιου Όρους, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο πνευματικό συγγραφικό έργο, που σήμερα αποτελεί κεφάλαιο για τον λαό της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Εκκλησία μας επάξια από το έτος 1955 τον κατέταξε στο Αγιολόγιο της».

Λοιπόν, μπορεί οι Πατρολόγοι της Εκκλησίας να μην έχουν φτάσει στο ζητούμενο: την τελική αποτίμηση της θεολογικής εμβρίθειας του μεγάλου οσίου, όμως η Εκκλησία ως το σώμα του ζώντος Χριστού έδωσε το «στίγμα» τουˑ ο Αγιορείτης Νικόδημος είναι όσιος με διακηρυγμένη την αγιότητά του και επιβεβαιωμένη την τεράστια συμβολή του στον εν Χριστώ καταρτισμό των χριστιανών, όχι μόνο αυτών που έζησαν στην εποχή του αλλά και στις μετέπειτα εποχές, όπως και τη σημερινή και όλες όσες θα ακολουθήσουν. Για έναν απλούστατο λόγο: τα κείμενα του οσίου δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας ενός θεολόγου, έστω και πολύ καλού, αλλά καρπός του φωτισμένου από το Πνεύμα του Θεού νου του λόγω της αγίας και απολύτως σύμφωνης προς τις εντολές του Κυρίου βιοτής του. Ο λόγος του λοιπόν, για να θυμηθούμε τον εξίσου μεγάλο όσιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη, μένει εις τον αιώνα, που θα πει ότι εμβαπτιζόμενος κανείς σε αυτόν εμβαπτίζεται στους λόγους της χάριτος, περιπολεί κυριολεκτικά στους λειμώνες του νοητού Παραδείσου. Και να, μία σπουδαία επιβεβαίωση της παραπάνω πραγματικότητας διά στόματος του μεγάλου και αυτού Παϊσίου του Αγιορείτου. Είπε ο όσιος Πασιος: «Και μόνον για την ακολουθία των Αγιορειτών Πατέρων που έγραψε, άξιζε να γίνει Άγιος, ο Άγιος Νικόδημος. Με τι ευλάβεια είναι γραμμένη! Αισθάνεσαι ότι ανήκει και αυτός σε αυτούς που εξυμνεί» - ποιος μπορεί να διακρίνει καλύτερα το ύψος ενός αγίου από έναν επίσης άγιο;

Από το συναξάρι του τα τελευταία λόγια του, απάντηση στους μαθητές του, αποκαλύπτουν τον πυρήνα όλης της ζωής του: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πώς να μην ησυχάσω;» Η ζωντανή σχέση του με τον Κύριο, η αίσθηση της παρουσίας Του στην ψυχοσωματική ύπαρξή του ήταν εκείνο που σφράγιζε την πορεία του στον κόσμο τούτο. Και ναι μεν η συγκεκριμένη απάντησή του δόθηκε όταν μόλις είχε κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων, κάτι που έκανε διαρκώς ιδίως στα τελευταία του, οπότε πραγματοποιείτο και σ’ αυτόν ό,τι ο ίδιος ο Κύριος είχε βεβαιώσει: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ», όμως την ίδια ακριβώς απάντηση θα έδινε, και πράγματι έδινε, και για κάθε στιγμή της ζωής του. Και δεν είναι σχήμα υπερβολής τούτο, γιατί ο Κύριος που μίλησε γι’ αυτήν την περιχώρησή Του με κάθε πιστό που Τον κοινωνεί μυστηριακά, μίλησε εξίσου και για την περιχώρησή Του με τους πιστούς Του όταν εκείνοι αγωνίζονται τον αγώνα τηρήσεως των αγίων Του εντολών. «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς εκείνος εστίν ο αγαπών μου» είπε, «ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». Κι ο άγιος Ιωάννης ο ευαγγελιστής θα σημειώσει επ’ αυτού: «Ο τηρών τας εντολάς του Θεού, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ», όπως και «ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Με άλλα λόγια η θεία κοινωνία, η μέθεξη στον Κύριο και δι’ Αυτού σε όλην την Αγία Τριάδα δεν επιτυγχάνεται μόνον μυστηριακά, με τη συμμετοχή στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου, αλλά, όπως λέει συγκεκριμένα και ο όσιος Νικόδημος, και πνευματικά, κάθε φορά που ο πιστός θέτει τον εαυτό του, την ψυχή και το σώμα του, εκεί που υποδεικνύουν οι εντολές του Θεού. Για παράδειγμα: ενώ ο εγωισμός ενός χριστιανού που αδικήθηκε τον σπρώχνει να εκδικηθεί, εκείνος εν πίστει αφήνει την όποια εκδίκηση στον Κύριο συγχωρώντας τον άνθρωπο που τον αδίκησεˑ ή, επίσης, η «σιωπή χειλέων», πολύ περισσότερο η «σιωπή λογισμών» σε ύβρεις συνανθρώπων του, επειδή ακριβώς θέλει να μένει στη βασική εντολή της αγάπης, συνιστούν μία υπέρβαση των παθών, που  αποτελεί πολύ δραστική μετοχή στον Κύριο, μία θεία κοινωνία που τον καθιστά ενεργό μέλος Εκείνου: «εν Αυτώ μένει και Αυτός εν αυτώ» - σαν να ανυψώνεται ο πιστός και να εισέρχεται στο ποτάμι της θείας αγάπης. Στην πραγματικότητα ο αγώνας αυτός που κινεί τον πιστό να μη μένει στον εγωισμό του αλλά  στην αναζήτηση του θελήματος του Θεού αποτελεί την κατεξοχήν ενεργοποίηση της μεγαλύτερης δωρεάς που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο, να είναι μέλος του αγίου Του σώματος. Μέλος Χριστού δεν είναι κάθε πιστός που έχει βαπτιστεί και έχει χριστεί στο όνομα του Χριστού; Λοιπόν, ο μοναδικός δρόμος που κρατάει ανοιχτή και ζωντανή τη σχέση του μέλους προς την κεφαλή είναι πέραν της συμμετοχής όπως είπαμε στο σώμα και το αίμα του Χριστού, η τήρηση του αγίου Του θελήματος. Γι’ αυτό και δεν μας παραξενεύει το γεγονός που σημειώνουν όλοι οι άγιοι Πατέρες μας στοιχώντας στον λόγο της Γραφής, ότι ο κάθε εν επιγνώσει χριστιανός είναι ένας άλλος Χριστός στον κόσμο, μία δική Του προέκταση, κατά την αποκάλυψή Του: «εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα».

Το συγκεκριμένο εν συνεχεία απόσπασμα από το έργο του οσίου Νικοδήμου «Αόρατος Πόλεμος» που αναφέρεται στην παραπάνω αλήθεια δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης: «Αν και μυστηριακά δεν μπορούμε να δεχτούμε τον Κύριό μας περισσότερο από μία φορά την ημέρα, ωστόσο πνευματικά και νοερά μπορούμε να τον δεχόμαστε κάθε ώρα και στιγμή μέσω της εργασίας όλων των αρετών και των εντολών, ειδικά όμως μέσω της θείας προσευχής και μάλιστα της νοερής. Ο Κύριος βρίσκεται κρυμμένος στις άγιες εντολές Του κι όποιος πράττει μια αρετή ή εντολή, δέχεται ταυτόχρονα στην ψυχή του και τον κρυμμένο μέσα σ’ αυτές Κύριο, ο οποίος υποσχέθηκε να κατοικήσει μαζί με τον Πατέρα Του, σε κείνον που θα τηρήσει τις εντολές Του, λέγοντας, «Εάν κάποιος με αγαπά, θα τηρήσει τα λόγια μου κι ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει και θα έλθουμε σ’ αυτόν και θα κατοικήσουμε σ’ αυτόν μαζί» (Ιωάν. 14,23). Αυτή η κοινωνία και ένωση με το Θεό δεν μπορεί να μας αφαιρεθεί από κανένα άλλο δημιούργημα, παρά μόνο από δικιά μας αμέλεια ή από κανένα άλλο δικό μας σφάλμα. Και μερικές φορές αυτή η κοινωνία είναι τόσο καρποφόρα και ευάρεστη στο Θεό, όσο ίσως δεν είναι πολλές άλλες μυστηριακές κοινωνίες, εξαιτίας της έλλειψης προϋποθέσεων εκείνων που τις δέχονται. Λοιπόν, όσες φορές έχεις ανάλογη διάθεση και προετοιμαστείς για μία τέτοια νοερή κοινωνία, θα βρεις πρόθυμο και έτοιμο τον Υιό του Θεού, ο οποίος από μόνος Του σε τρέφει πνευματικά με τα ίδια Του τα χέρια».

Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΑ, ΑΚΟΜΗ ΣΗΜΕΙΩΝΕΤΕ;

«Είπε ο π. Ν. ο αγιορείτης: Βρέθηκα σε πανηγύρι αγιορείτικο κι ήταν κι εκεί ο μεγάλος σύγχρονος λόγιος Γέροντας π. Βασίλειος (Γοντικάκης). Δεν λειτουργούσε βέβαια – έχει σταματήσει από καιρού να λειτουργεί, λόγω ηλικίας, αρκούμενος να έχει το πετραχήλι του για να κοινωνεί – και προσευχόταν με απόλυτη προσήλωση, έχοντας στα χέρια του τα εκκλησιαστικά βιβλία που χρησιμοποιούνται στις ακολουθίες. Μου έκανε όμως εντύπωση ότι διαρκώς μ’ ένα μολύβι σημείωνε διαρκώς κάτι πάνω στα βιβλία, σαν να υπογράμμιζε και να σχολίαζε τους ύμνους που ψέλνονταν και διαβάζονταν. Πήρα θάρρος, τον πλησίασα και τον ρώτησα: “Γέροντα, ακόμη σημειώνετε μετά τόσα χρόνια;” Σήκωσε το βλέμμα του, με κοίταξε προσεκτικά και μου απάντησε λιτά: “Αυτά δεν τελειώνουν ποτέ!”»

Η εικόνα που μας μεταφέρει ο π. Ν. από την εμπειρία του είναι πολύ συγκινητική αλλά και διδακτική. Διότι μαρτυρεί το γνήσιο ήθος του αγιορείτη μοναχού, ο οποίος ζει και αναπνέει Χριστό ευρισκόμενος μέσα στο κατεξοχήν πλαίσιο που μπορεί κανείς να Τον συναντήσει και να Τον ζήσει: τις εκκλησιαστικές ακολουθίες, τη λατρεία της Εκκλησίας. Τι άλλο είναι η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, με κέντρο και αποκορύφωση τη Θεία Λειτουργία, παρά η ζωή του ίδιου του Κυρίου που δίνει ώθηση στον μετέχοντα σ’ αυτήν να εντείνει όλες τις ψυχοσωματικές δυνάμεις του ώστε να ορά τον Χριστό εν καθαρά καρδία, με άλλα λόγια να ζει με τον μόνο τρόπο που φανερώνεται Εκείνος στα όρια του ανθρώπου, τη μετάνοια! «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» δίδαξε απαρχής ο Κύριος. Και: «τούτο ποιείτε, (την τέλεση της Θείας Λειτουργίας), εις την εμήν ανάμνησιν». Μετέχεις δηλαδή με επίγνωση και μετάνοια στις εκκλησιαστικές προσευχές; Ζεις αληθινά τότε ως μέλος του σώματος του Χριστού, που θα πει ενεργοποιείς όσο είναι δυνατόν το άγιο βάπτισμά σου, να είσαι Εκείνος «εν ετέρα μορφή».

Κι η πραγματικότητα αυτή έχει για την εποχή μας μεγαλύτερη αξία όταν την βλέπεις ενσαρκωμένη σε άνθρωπο, ο οποίος «κατέκτησε» πολλά πεδία της ανθρώπινης γνώσεως και επιστήμης, τον Γέροντα Βασίλειο εννοούμε, χωρίς όμως να «θαμπωθεί» από αυτά, χωρίς να αλαζονευτεί, αλλά μάλλον δι’ αυτών να οδηγηθεί σε πληρέστερη επίγνωση του ύψους και του πλάτους και του βάθους της κατά Χριστόν πίστεως και ζωής. Είναι τυχαίο ότι μετά τόσα χρόνια σπουδών, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, στο Άγιον Όρος βρήκε τον τόπο καταπαύσεώς του, «μαγνητίστηκε» από τον ένθεο άνθρωπο άγιο Παḯσιο, αυτού τη βοήθεια ζήτησε προκειμένου να κάνει υπακοή στο αίτημα των αγιορειτών να «ζωντανέψει» εκ νέου τη Μονή Σταυρονικήτα; Θυμίζει η περίπτωσή του – που δεν είναι βεβαίως μοναδική – το περιστατικό του Γεροντικού με τον άγιο Αρσένιο τον μεγάλο, ο οποίος άφησε θέσεις και αξιώματα στη Βασιλεύουσα προκειμένου να ασκητέψει μαζί με απλούς και αγράμματους Αιγύπτιους καλογέρους. Και στο ερώτημα κάποιων πώς το αντέχει αυτό, εκείνος έδωσε την απάντηση: Αληθινά σας λέω, πολλά γράμματα έμαθα, αλλά το αλφάβητο αυτών των απλών καλογέρων δεν το έχω μάθει ακόμη!

Λοιπόν, στην εποχή μας τέτοια παραδείγματα αποτελούν σημεία ορθού προσανατολισμού, με την έννοια ότι μας υπενθυμίζουν πως το ζητούμενο καθημερινά για τον άνθρωπο, αν είναι χριστιανός, είναι να βρίσκεται στην απόλυτη πνευματική ένταση, ώστε να βρίσκεται στο σημείο συντονισμού του με τον Δημιουργό του Ιησού Χριστό, γεγονός που τον καταξιώνει στη ζωή αυτή και τον κάνει να νιώθει ότι έχει νόημα η ζωή του, αναπνέοντας τον αέρα της ελευθερίας των τέκνων του Θεού. «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα (όλα τα ανθρώπινα) προστεθήσεται υμίν» (ο Κύριος).

 Οπότε, επανερχόμενοι στην εικόνα που μας δίνει ο π. Ν. για τον Γέροντα Βασίλειο, ο Γέροντας αγωνιζόταν να ζει την παρουσία του Χριστού μέσα στο κλίμα της χάρης που περικλείουν τα τροπάρια της Εκκλησίας. Ήταν και είναι η προσωπική του εμπειρία, αλλά και η εμπειρία του εξίσου με τον αγαπημένο του άγιο Πορφύριο,  ο οποίος διαλαλούσε διαρκώς ότι αν θέλει κανείς να αγιάσει, θα πρέπει να εγκύψει με προσοχή, με ταπείνωση και με προσευχητική διάθεση στα υμνογραφικά κείμενα της Εκκλησίας. Ο άγιος Πορφύριος ήταν εκείνος μάλιστα που τόνιζε ότι από τους ύμνους αυτούς έμαθε και όλα τα μυστικά της πνευματικής ζωής, ενώ απεκάλυπτε ότι οι άγιοι υμνογράφοι της Εκκλησίας είναι το ίδιο, μπορεί και περισσότερο, άγιοι και από τους υμνογραφομένους από αυτούς αγίους. Ο Γέρων Βασίλειος ήταν συνεπαρμένος από τη φοβερά μεγάλη αγιασμένη μορφή του οσίου Πορφυρίου, γι’ αυτό και δεν δίσταζε να ομολογήσει ότι ειδικά το βιβλίο «Ο άγιος Πορφύριος, Βίος και λόγοι» των εκδόσεων της Ι. Μονής Χρυσοπηγής Χανίων, δεν είναι απλώς βιβλίο, αλλά κυριολεκτικά «μυροδοχείο»!

Τον βλέπουμε τον Γέροντα Βασίλειο σκυμμένο πάνω στα εκκλησιαστικά βιβλία, με τα μάτια του π. Ν., να σημειώνει και να προσεύχεται και να στοχάζεταιˑ και διδασκόμαστε και παραδειγματιζόμαστε και παρακαλούμε τον Κύριο να δίνει λίγο και σ’ εμάς από τη χάρη Του να αγαπήσουμε τα ιερά γράμματα, την Αγία Γραφή, τα Πατερικά έργα, τα υμνολογήματα των ακολουθιών, ώστε να καθαριστεί και η δική μας η καρδιά για να μπορούμε έστω και επ’ ελάχιστον να ψηλαφούμε την παρουσία Του, δηλαδή να λειτουργούμε λίγο ως αληθινοί χριστιανοί.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

ΚΑΝΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

«Κάνε τη καρδιά σου μοναστήρι. Χτύπα εκεί το σήμαντρο, κάλεσε εκεί για αγρυπνία, θυμίασε και ψιθύρισε ακατάπαυτα προσευχές. Ο Θεός είναι δίπλα σου» (Απόσπασμα από επιστολή του Αγίου Λουκά Κριμαίας προς πνευματικό του παιδί).

Συγκινεί και εκπλήσσει πάντοτε ο λόγος του αγίων της Εκκλησίας μας, παλαιοτέρων και νεωτέρων, γιατί ό,τι λένε και διδάσκουν αφενός έχει ακραιφνώς ευαγγελικό χαρακτήρα, αφετέρου το προσφέρουν μ’ έναν απλό και ιδιαίτερα εποπτικό τρόπο, δείγμα ότι δεν ήσαν απλοί μεταπράτες, αλλά άνθρωποι που βίωναν όσο είναι δυνατόν στα ανθρώπινα τον λόγο του Κυρίου και των αποστόλων Του, ώστε να μη μας αφήνουν κενά στην κατανόησή του. Δεν είναι τυχαίο ότι η φράση που χαρακτηρίζει τους αγίους μας είναι ότι αποτελούν αυτοί ακριβώς «τα βιωμένα Ευαγγέλια», οπότε και ο δικός τους λόγος γίνεται αντιστοίχως προς τον θεϊκό λόγο διεισδυτικός στις ανθρώπινες καρδιές, «τομώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν» κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου.

Αυτό βλέπουμε και στο μικρό απόσπασμα από επιστολή του μεγάλου νεωτέρου αγίου της οικουμενικής ορθοδοξίας, Λουκά του ιατρού, επισκόπου Συμφερουπόλεως της Κριμαίας. Δεν αναλώνεται σε θεωρίες και υψιπετείς θεολογίες για να μιλήσει περί προσευχής – το έχει κάνει κι αυτό εκεί που χρειάστηκε: όταν έπρεπε να δώσει το πλαίσιο της αληθινής προσευχής, η οποία κατά τον άλλον μεγάλο άγιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη έχει ως περιεχόμενο όντως τη θεολογία που απεκάλυψε ο Κύριος και οι Απόστολοί Του, όπως και η Πατερική Παράδοση μέσα στην Εκκλησία. Τον ενδιαφέρει, καθώς απευθύνεται σε πνευματικό του παιδί που αναζητά να ζήσει την αλήθεια του Χριστού, πώς πρακτικά θα μάθει αυτός, το τέκνο του, να προσεύχεται με τον τρόπο που δίδαξε ο Κύριος, ο Οποίος εν Πνεύματι είναι και ο μόνος που μπορεί να δώσει το πνεύμα της προσευχής στον άνθρωπο. «Ο Θεός δίνει προσευχή στον προσευχόμενο». Και «το Πνεύμα του Θεού μέσα στην καρδιά του ανθρώπου τον κάνει να κραυγάζει: Πατέρα, αββά ο Πατήρ» (απ. Παύλος).

Και τι του λέει; Το πρώτο και πιο σημαντικό: για να είναι αληθινή και ορθή η προσευχή του ανθρώπου, του χριστιανού, πρέπει να έχει «έδαφος» την καρδιά του, τον «έσω» άνθρωπο. Προσευχή δηλαδή που εξαντλείται μόνο στα λόγια του στόματος, όσο πολλά κι αν είναι, χωρίς να πηγάζει από το βάθος της καρδιάς δεν μπορεί να είναι προσευχή που γίνεται αποδεκτή από τον Κύριο. Διότι ο Κύριος «εις καρδίαν βλέπει» - η καρδιά είναι ο τόπος συνάντησής μας με Εκείνον. Ο Κύριος, οι Απόστολοι, όλοι οι άγιοι αδιάκοπα έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου στις προσευχές που ακύρωναν την ενέργειά τους γιατί έκρουαν απλώς τον αέρα χωρίς κανέναν τελικώς αποδέκτη! «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών». Και μπορεί βεβαίως η προσευχή και ενός μη χριστιανού να εισακούεται, όταν συνοδευόμενη από καλές και ενάρετες πράξεις εκφράζει τη δίψα του ανθρώπου για τον Θεό, έστω και άγνωστο ακόμη – ας θυμηθούμε την περίπτωση του αγίου Κορνηλίου του εκατοντάρχου: «οι ελεημοσύνες και οι προσευχές του ανέβαιναν ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού» - αλλά πρόκειται για αποδοχή προσευχής που κινητοποιεί τον Κύριο να ελεήσει δραστικά τον εν νυκτί ευρισκόμενο άνθρωπο ώστε να βρει τον δρόμο της ένταξής του στην Εκκλησία, συνεπώς και της δυνατότητάς του να προσευχηθεί βαθιά και αληθινά, κυριολεκτικά εν καρδία.

Κι αυτό τι σημαίνει; Ότι η καρδιακή προσευχή είναι η προσευχή όπου το ίδιο το Πνεύμα του Θεού, καθώς είπαμε, προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, ο άνθρωπος γίνεται ενεργούμενο της Τριαδικής ενέργειας, ο πιστός δηλαδή δεν λέει απλώς προσευχές, αλλά έχει γίνει και γίνεται αδιάκοπα ο ίδιος προσευχή. «Κάνε την καρδιά σου μοναστήρι». Μοναστήρι, κατοικητήριο δηλαδή, τίνος; Του ίδιου του Τριαδικού Θεού, ο Οποίος στον βαπτισμένο πιστό άνθρωπο και ενσωματωμένο με επίγνωση, (τουτέστι με πραγματική μετάνοια και διάθεση για τήρηση των αγίων εντολών του Θεού), στο σώμα του Χριστού, έχει βρει «τόπον καταπαύσεως» Αυτού. Εκεί δεν οδηγεί το άγιο βάπτισμα; Εξορίζει τον Πονηρό από το βάθος της καρδιάς του ανθρώπου και του εγκαθιστά εν Πνεύματι τον Χριστό. «Δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος που ζει μέσα σας και δεν ανήκετε στον εαυτό σας;» (Απ. Παύλος). Οπότε, ναι, ο πιστός γίνεται, ως συνεργός Θεού, «καταγώγιον Πνεύματος», πράγματι «μοναστήρι του Θεού»! Το υποσχέθηκε ο Κύριος: «Εάν τις τον λόγον μου τηρήση, ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν»! Οι χριστιανοί είμαστε μοναστήρια του Θεού, ο Θεός δρα μέσω ημών, αρκεί βεβαίως να υπάρχει η προϋπόθεση που έθεσε ο Ίδιος: να τηρούμε με τη χάρη Του τις άγιες εντολές Του, γιατί έχουμε πια αυτήν τη δυνατότητα.

Και προχωρεί τη σκέψη του ο άγιος Λουκάς: Κάνε τον εαυτό σου αυτό που σου δόθηκε. Έγινες μοναστήρι του Θεού, ενεργοποίησε τη δωρεά. «Χτύπα εκεί το σήμαντρο, κάλεσε εκεί για αγρυπνία, θυμίασε και ψιθύρισε ακατάπαυτα προσευχές. Ο Θεός είναι δίπλα σου». Και χρειάζεται να το υπενθυμίζουμε: Ό,τι έγινε ο χριστιανός με το άγιο βάπτισμα, να είναι δηλαδή ναός του Θεού, λειτούργησε και ως πρότυπο για την ύπαρξη των ναών και των αγίων μονών της Εκκλησίας. Από τα μέσα προς τα έξω υπήρξε η κίνηση, η οποία έκτοτε λειτούργησε και λειτουργεί χαρισματικά και αντίστροφα: ως διαρκής πρόκληση και υπενθύμιση για το τι είμαστε οι πιστοί στον Χριστό και πώς πρέπει εν παντί καιρώ και τόπω να διάγουμε. Τι γίνεται με άλλα λόγια σ’ ένα μοναστήρι; Δοξολογείται αδιάκοπα και αέναα ο Κύριος και ασκείται μέχρι θανάτου η υπακοή στο άγιο θέλημά Του. Αυτό πια έρχεται ως πρό(σ)κληση και για τον χριστιανό: να ζει με τον ίδιο τρόπο, γιατί γι’ αυτό ήλθε ο Κύριος και αυτήν τη δωρεά μας χάρισε! Ο Κύριος κυριολεκτικά εν μέσω ημών, κατά μόνας και εν Εκκλησία.

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΝΕΟΣ, Ο ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΚΡΙΜΑΙΑΣ, Ο ΡΩΣΟΣ

«Ο άγιος Πατήρ ημών Λουκάς ο νέος ήταν από την πόλη Κερτς της Χερσονήσου της Κριμαίας της Ρωσίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Φέλικας Στανισλάβοβιτς κι ήταν Ρωμαιοκαθολικός στην πίστη, κι η μητέρα του Μαρία Δημητρίεβνα κι ήταν πιστή ορθόδοξη. Γεννήθηκε το 1877. Πολλές φορές βρέθηκε κοντά στα άγια λείψανα των οσίων της Λαύρας του Κιέβου, όπου και έλαβε τα σπέρματα της θείας χάρης, τα οποία και αύξησε πολύ στην καρδιά του. Όταν μεγάλωσε σπούδασε την επιστήμη των ιατρών στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου, στην οποία και αρίστευσε με τις επιδόσεις του. Έπειτα νυμφεύτηκε την Άννα Βασιλίγιεβνα, με την οποία απέκτησε τέσσερα τέκνα. Όταν πέθανε πρόωρα η γυναίκα του, χειροτονήθηκε ιερέας και μετά από λίγο επίσκοπος, αφού κάρηκε προηγουμένως μοναχός και έλαβε το όνομα Λουκάς, αφήνοντας το προηγούμενο Βαλεντίνος. Ως ιατρός και ιεράρχης ενισχύθηκε από τη θεία χάρη και ομολόγησε με θάρρος το όνομα του Χριστού ενώπιον δικαστικών βημάτων και αθέων ανδρών. Πέρασε αρκετό χρόνο από τη ζωή του στις φυλακές και υπέστη για την πίστη του διωγμούς και μαρτύρια, χωρίς να δειλιάσει καθόλου μπροστά στις απειλές και τα μηχανήματα του αρχεκάκου εχθρού. Ζώντας ο μακάριος πότε στη μία και πότε στην άλλη πόλη, λόγω της κατ᾽ αυτού μανίας των διωκτών αθέων, ως επίσκοπος στήριξε θεοφιλώς το πλήρωμα του λαού στις επισκοπές Τασκένδης, Ταμπώφ και Συμφερουπόλεως της Κριμαίας και αλλού, ενώ ως ιατρός διέσωσε από τον θάνατο σε πάρα πολλούς τόπους της Ρωσίας πολλούς αρρώστους. Του χάρισε ο Θεός και στην επίγεια ζωή, αλλά και μετά τον θάνατό του να ενεργεί υπερφυσικές δυνάμεις. Κοιμήθηκε εν ειρήνη στη Συμφερούπολη το 1961, αφήνοντας φήμη αγίου Ιεράρχου, σοφού ιατρού και ανυποχώρητου ομολογητή της ορθόδοξης πίστεώς μας».

Ο άγιος Λουκάς ο νέος δεν είναι μόνον ότι έζησε πολύ κοντά στην εποχή μας, φανερώνοντας κι αυτός, όπως και πλήθος άλλων βεβαίως, ότι το Πνεύμα του Θεού ενεργεί σε κάθε εποχή εξίσου με τις παλαιές αρκεί να βρει το κατάλληλο έδαφος της καρδιάς, αλλά και ότι υπήρξε μέγας επιστήμονας, διεθνούς φήμης και ακτινοβολίας, τόσο που οι μελέτες και τα συγγράμματά του πάνω σε θέμα ιατρικής θεωρούνται ορόσημα και πρωτοποριακά ακόμη και στις ημέρες μας, όπου η ιατρική και οι άλλες επιστήμες έχουν προχωρήσει πάρα πολύ λόγω των αλμάτων που έχει γίνει στην τεχνογνωσία. Κι όμως! Για την Εκκλησία μας, εκείνο που προέχει δεν είναι φυσικά η επιστημοσύνη του και το λαμπρό μυαλό του – αξιοσημείωτα πράγματι ως τάλαντα του Θεού -  αλλά η αγιότητά του, με την οποία βοήθησε παρηγορητικά πάρα πολύ τους ανθρώπους που συναναστράφηκε, όπως και τους ανθρώπους της κάθε εποχής, αφού ανήκοντας πια στη θριαμβεύουσα Εκκλησία, έχει την παρρησία εκείνη ενώπιον του Θεού, ώστε να μεσιτεύει για κάθε άνθρωπο, που προσέρχεται εν πίστει σ᾽ εκείνον και τα άγια λείψανά του. Κι αυτήν την προτεραιότητα της αγιωσύνης του επισημαίνουμε και στην ελληνική ακολουθία του αγίου, ποίημα του εξαιρέτου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αρχιμανδρίτου τότε που την εποίησε, Μητροπολίτου τώρα Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κ. Ιωήλ Φραγκάκου. Ο υμνογράφος δεν υποβαθμίζει ασφαλώς τη μεγαλοφυΐα του αγίου στον τομέα τον ιατρικό. Χωρίς να παραλείπει κάποιες αναφορές σ᾽ αυτήν, επιμένει όμως στις κατά Θεόν αρετές του, στην μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του, στο χάρισμα της θαυματουργίας του. Και δικαίως: ο υμνογράφος κινείται θεολογικά, έχοντας ως κριτήριο το στοιχείο της αγιότητας που μένει εις τον αιώνα, και όχι τα επίγεια και φυσικά προσόντα, τα οποία και παρέρχονται αλλά και μπορεί να καταστρέψουν τον άνθρωπο, αν δεν τα διαχειριστεί κατά το θέλημα του Θεού.

Έτσι π.χ. διαβάζουμε και ακούμε: «Γνωρίζοντας καλά την επίγεια, θύραθεν, σοφία, άγιε, θέλησες να γνωρίσεις την ιερή αλήθεια του Χριστού» (κάθισμα όρθρου). «Ξεχύθηκε, θεόφρον, η ιατρική σου χάρη σε όλη τη Ρωσία και έγινες ιατρός των νοσούντων, συγχρόνως όμως και χρημάτισες αρχιερέας αγιότατος, Συμφερουπόλεως και Κριμαίας και άλλων πόλεων, και φάνηκες άριστος ποιμενάρχης των λογικών προβάτων της Εκκλησίας του Χριστού» (ιδιόμελο αντιφώνου όρθρου). Ο π. Ιωήλ εξαίρει τον πνευματικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε ο άγιος Λουκάς ο νέος τις όποιες τιμές του απονέμονταν λόγω των ιατρικών γνώσεών του και της προσφοράς του στην πατρίδα του, όπως για παράδειγμα το βραβείο Στάλιν το 1946. Δέχτηκε μεν το βραβείο, αλλά δεν υπερηφανεύτηκε καθόλου, γιατί είχε τη  συναίσθηση πως ό,τι έκανε, το έκανε,  ευρισκόμενος απλώς πάνω στο καθήκον του ως χριστιανός. Γιατί; Διότι δεν έμενε στα πρόσκαιρα, όπως είπαμε, αλλά στα αιώνια του Θεού. «Σε εξύψωσαν στη γη οι άνθρωποι, αλλά έμεινες ταπεινός, Λουκά, γιατί ζήλεψες τα αιώνια και ανέφερες στον Θεό τα αξιοτίμητα δικά σου χαρίσματα, άγιε Πατέρα» (ωδή γ´).

Ο υμνογράφος επιμένει πολύ σε δύο ιδιαίτερα γνωρίσματα της αγιότητας του αγίου Λουκά: στο ανάργυρο των ιατρικών του υπηρεσιών και στη μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του. Ο άγιος ανήκει στους αναργύρους ιατρούς. Ό,τι παλαιότερα ήταν οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Κύρος και Ιωάννης, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλλαιος και Ερμόλαος, το ίδιο είναι στην εποχή μας ο άγιος Λουκάς ο νέος (εξαποστειλάριο). Και μολονότι ανάργυρος, ως έχοντας σύζυγο την πτωχεία, έτρεφε όμως τους πάντες, και με τον λόγο του από πλευράς πνευματικής, και με την προσφορά διαφόρων τροφών. «Αν και είχες λάβει την πτωχεία ως σύζυγο στη ζωή σου, έθρεψες πράγματι τα πλήθη του λαού σου με τα θεία σου λόγια και με τις τροφές, ως μέγας σιτοδότης του σώματος και του Πνεύματος, σε όλη τη Ρωσία, Λουκά θαυμάσιε» (κάθισμα όρθρου). Ο άγιος Λουκάς όμως αποτελεί και τον νέο ομολογητή της πίστεως. Υπερασπίστηκε με θυσία της ζωής του – με φυλακές, εξορίες, διωγμούς -  τη χριστιανική πίστη όχι μόνο απέναντι στην ανοησία των αθέων, αλλά και απέναντι στους σχισματικούς που έπαιζαν το παιχνίδι της άθεης εξουσίας, κι ακόμη απέναντι και σε θεωρούμενους ῾δικούς᾽ του ανθρώπους. «Η σταθερή σου πίστη και ένσταση κλόνισε τις ανοησίες των τυράννων, ξήρανε τον χείμαρρο των σχισματικών κι έδωσε θάρρος στα πλήθη της Εκκλησίας» (λιτή). «Δέχτηκες ολομέτωπο πράγματι πόλεμο και την εχθρότητα από τους άθεους άνδρες, τους ψευδάδελφους ιερείς και τους θεωρούμενους δικούς σου, αλλά συ προχώρησες περιχαρής στα σκάμματα της καλής ομολογίας» (ωδή ζ´).

Στους αγώνες του υπέρ της πίστεως, όπου «περπατούσε την οδό του Χριστού την επίπονη, στενή και θλιμμένη» (ωδή στ´), είχε ως άμεση βοήθεια εκτός από τον ίδιο τον Κύριο και την αγαπημένη του Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Η Παναγία ήταν αυτή που επικαλείτο πάντοτε και έβλεπε την άμεση αρωγή της και στις διάφορες πάντοτε ιατρικές εγχειρίσεις του, αλλά και σε όλη τη ζωή του. «Έβαλες τη θεία εικόνα της μητέρας του Κυρίου μπροστά στα μάτια σου, πανεύφημε, παίρνοντας δύναμη και θάρρος από αυτήν στις εγχειρίσεις σου, Λουκά» (στιχηρό εσπερινού). «Η εικόνα της Θεοτόκου κρεμόταν στο χειρουργείο σαν πηγή αγιάσματος, θάρρους και ελπίδας, από την οποία λάμβανες θεία δύναμη, Πάτερ, και θεράπευες τα τραύματα των ασθενών» (ωδή δ´). Έτσι λειτουργεί πάντα ένας άγιος: χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του, αξιοποιεί όλα τα χαρίσματα που του έχει δώσει ο Θεός, αλλά γνωρίζει ότι τελικώς τα πάντα εξαρτώνται από τη χάρη του Θεού και τη δύναμη των αγίων Του.

Ο άγιος Εδέσσης υμνολογώντας την κατά Χριστό πολιτεία του αγίου Λουκά δίνει πάρα πολλές αφορμές για πολλά θέματα της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Παραλείποντας πολλά και σημαντικά άλλα, αναφέρουμε ακόμη ένα: ο άγιος, πριν γίνει ιερέας και έπειτα μοναχός και επίσκοπος, υπήρξε έγγαμος. Η αρχική επιλογή της κατά Χριστόν ζωής του ήταν ο έγγαμος βίος, στον οποίο στάθηκε ως πρότυπο. Τι μας επισημαίνει ο π. Ιωήλ; Κινούμενος ο άγιος Λουκάς από αγάπη του Χριστού επέλεξε αυτό που έβλεπε ως χάρισμα του Θεού στον ίδιο: τον έγγαμο βίο. Κι είναι βεβαίως γνωστό ότι η Εκκλησία μας δύο δρόμους προτείνει, πλην εκτάκτων περιπτώσεων, για τον χριστιανό: τον έγγαμο βίο ή τον μοναχικό βίο. Διότι και στους δύο μπορεί να πραγματοποιηθεί το θέλημα του Θεού, δηλαδή η πνευματική του προαγωγή προς ένωση με τον Χριστό. Ποτέ η μονομέρεια του ενός ή του άλλου δρόμου δεν ήταν η πρόταση της Εκκλησίας. Ο πιστός καλείται να κοιτάξει μέσα του, να δει πού κλίνει η καρδιά του και να επιλέξει ό,τι του ταιριάζει. Προσπάθειες από ορισμένους να εκβιάσουν καταστάσεις, να σπρώξουν χωρίς τη θέληση του ανθρώπου σε έναν από τους δύο δρόμους, είναι εκτός της χάρης του Θεού και του αγίου θελήματός Του. Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν μεταξύ άλλων επί του θέματος σημειώνει: «Αγάπησες από παιδί τον Χριστό και προτίμησες την έγγαμη ζωή, Λουκά σεβασμιώτατε, και έγινες το άριστο πρότυπο του γάμου, πάτερ, με τον καθαρό τρόπο ζωής σου» (ωδή γ´).

Δεν θέλουμε να μακρηγορήσουμε. Θα ήταν όμως ώρα χάρης πράγματι για τον καθένα να μάθει περισσότερα για τον άγιο Λουκά τον νέο. Η ιερά Μονή Σαγματά της Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας θεωρείται στην Ελλάδα το κέντρο αναφοράς στον άγιο. Ο ηγούμενός της π. Νεκτάριος Αντωνόπουλος (νυν μητροπολίτης Αργολίδος, ο οποίος κατέστησε τη Μητρόπολή του νέο κέντρο τιμής του αγίου) έχει γράψει εξαιρετικό βιβλίο γι᾽ αυτόν, η ιερά Μονή έχει τεμάχια των λειψάνων του, πάμπολλα θαύματα έγιναν και γίνονται με την προσκυνηματική επίσκεψη πιστών εκεί. Ο υμνογράφος δεν μπορεί να μην κάνει συγκεκριμένη αναφορά. «Η Μονή του Σαγματά χαίρει, Λουκά επίσκοπε. Διότι έχοντας σαν πάντιμο δώρο μέρος των λειψάνων σου πανηγυρίζει σήμερα τη θεία μνήμη σου και υμνεί τα πολυάριθμα ιάματα στη Ρωσία και εδώ» (ωδή θ´ κ.α.).