Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

"ΖΕΙ ΚΥΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ"!

 

Μνήμη του αγαπημένου οσίου Γέροντος Ιακώβου του εν Ευβοίᾳ σήμερα, η επομένη ημερολογιακά μετά την εις Κύριον οσιακή εκδημία του, την 21η Νοεμβρίου 1991. Έχουν γραφεί και γράφονται πολλά για τον όσιο αυτόν της εποχής μας, δεδομένου ότι πάμπολλοι ήταν εκείνοι που ήλθαν σ’ επαφή μαζί του, τον άκουσαν, τον είδαν, τον παρατήρησαν καλά, τον ψηλάφησαν, αλλά λιγότεροι εκείνοι που είχαν ανοικτές τις πνευματικές τους αισθήσεις για να οσφρανθούν και να γευτούν την αγιότητα που εξέπεμπε, ώστε να παρακινηθούν ακόμη περισσότερο στον αγώνα της μετανοίας και της πνευματικής τους προκοπής. Διότι ως γνωστόν η συναναστροφή με έναν άγιο δεν φέρνει αυτονόητα την επί τα βελτίω διάθεση ενός ανθρώπου. Η συναναστροφή μπορεί να είναι επιφανειακή, σαν ένα θέαμα ενός «παράδοξου» γεγονότος, αλλά μπορεί επίσης να είναι μία ώρα χάρης Θεού – εκεί που υπάρχει στον άνθρωπο ετοιμότητα συνάντησης με Εκείνον.  

Αυτό που θα θέλαμε να σημειώσουμε είναι ένα περιστατικό μαζί του, όπου είπε σε μία μικρή ομάδα που τον είχαμε επισκεφτεί το 1989, το πώς προκλήθηκε από μία (μακαριστή πια) συγγραφέα (που κι εκείνη είχε έλθει μαζί με κάποιους επιστήμονες λίγο καιρό πρωτύτερα από εμάς) για την ύπαρξη ή μη του Θεού στην εποχή μας.

 «”Υπάρχει Θεός, Γέροντα;” με ρώτησε», είπε ο όσιος, «κι εγώ της απάντησα: «Ζει Κύριος ο Θεός, κ. ..., ζει Κύριος ο Θεός!»

Προφανώς η μακαριστή συγγραφέας, γνωστή για την ορθόδοξη πίστη της και την ομολογιακή διάθεσή της, δεν αμφισβητούσε τον Θεό. Ευρισκόμενη μαζί με άλλους, που ίσως δεν είχαν την ίδια πίστη μ’ εκείνην, θέλησε να εκμεταλλευτεί τον όσιο Γέροντα για να αποσπάσει μία απάντηση, η οποία θα ήταν έκφραση της αγίας βιοτής του, μία μαρτυρία κυριολεκτικά ενός ανθρώπου που είχε γεύση και αίσθηση Θεού. Πόσες φορές άλλωστε δεν έχουμε διαβάσει ή ακούσει για παρόμοιες καταστάσεις, ακόμη και στο Γεροντικό, όπου άνθρωποι της Εκκλησίας επισκεπτόμενοι οσίους ασκητές τούς πείραζαν κατά κάποιον τρόπο, προκειμένου ακριβώς να αποσπάσουν μία ομολογία, η οποία θα τους οδηγούσε σε αποκάλυψη του θησαυρού της καρδιάς τους; Όλοι για παράδειγμα έχουμε διαβάσει για το «πείραγμα» που έκαναν συνασκητές του μεγάλου οσίου Μωυσέως του Αιθίοπος, οι οποίοι τον «κέντριζαν» λέγοντάς του «εσύ δεν είσαι ο Μωυσής, ο εγωιστής, ο πόρνος, ο μοιχός, ο φιλήδονος;». Για να εισπράξουν την απάντηση: «Ναι, πράγματι εγώ είμαι. Εύχεσθε ο Θεός να μου δώσει μετάνοια». Η πρόκλησή τους δηλαδή γινόταν με καλοπροαίρετη διάθεση, για να αποκαλυφθεί το πνευματικό ύψος του αββά Μωυσή.

Κάτι παρόμοιο λοιπόν πρέπει να έγινε και με τη συγγραφέα σε σχέση με τον όσιο Ιάκωβο. Η ερώτησή της δεν προϋπέθετε απιστία, αλλ' ήταν πρόκληση να «κλέψει» η πιστή αυτή γυναίκα κάτι από τον κρυμμένο θησαυρό του αγίου, κι ίσως – το πιθανότερο όπως είπαμε - να του δώσει την αφορμή να μιλήσει για την εμπειρία που είχε του Θεού, ώστε να ακούσουν και να ωφεληθούν οι γνωστοί και φίλοι της. Και πράγματι, αυτό και έγινε. Ενώ φάνηκε ότι «πειράχτηκε» ο όσιος – αυτή ήταν η αίσθηση που απεκόμισα εκείνην τη στιγμή – όμως με τη βροντώδη φωνή του της απάντησε με τον παραπάνω τρόπο: «Ζει Κύριος ο Θεός, κ. ..., ζει Κύριος ο Θεός!».

Κι αυτό ήταν ακριβώς το διαρκές βίωμα του αγίου Ιακώβου. Όσοι τον πλησίαζαν και τον συναναστρέφονταν αυτό πρωτίστως εισέπρατταν – ο άγιος μετάγγιζε μ’ έναν τρόπο μυστικό τη ζωντανή παρουσία Χριστού του  Θεού, τον Οποίον ανέπνεε την κάθε στιγμή της ζωής του. Κι είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για το ίδιο βίωμα που είχαν όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας, παλαιότεροι και νεώτεροι: ο Χριστός ήταν το κέντρο της ζωής τους, κατά τον τρόπο που το μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Είναι συγκλονιστικό να διαβάζει κανείς την παρεμφερή ομολογία που έκανε ο μεγάλος επίσης λόγιος όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, όταν ρωτήθηκε προς το τέλος της ζωής του από κάποιον προσκυνητή για να πει κάτι για τη ζωή του. «Το μόνο που βλέπω», απάντησε εκείνος, «στρέφοντας το βλέμμα μου στον εαυτό μου, είναι μόνον ο Χριστός».

Και πρόκειται για ομολογία των αγίων, η οποία ναι μεν αποκαλύπτει την κοινωνία που είχαν με τον ζωντανό Θεό, αλλά ταυτοχρόνως συνιστά και την... κατάργηση κάθε απορίας. Θέλουμε να πούμε ότι όταν ένας κοινός άνθρωπος, πιστός έστω, βρεθεί μέσα στην «ακτίνα» δράσεως ενός αγίου ανθρώπου, εκεί αναβιβάζεται σε άλλο επίπεδο, πέρα  από τα κοινά επίγεια μέτρα – εκεί που υπερβαίνεται η λογική και «απασφαλίζονται» και άλλες διαστάσεις της ύπαρξης του ανθρώπου.  Όπως το σημειώνει σπουδαίος σύγχρονος θεολόγος, (συγγενής μάλιστα του οσίου Σωφρονίου), ο οποίος ασχολήθηκε επισταμένως και με τη θεολογία του οσίου, ο π. Νικόλαος Σαχάρωφ. «Ο γέροντας Σωφρόνιος», γράφει, «επικαλείται το αγιογραφικό “ἐν ἐκείνῃ τῆ ἡμέρᾳ ἐμέ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν” (Ιωάν. 16,23): κατά την ώρα της θείας αποκάλυψης και της ζώσας κοινωνίας με τον Θεό, καμιάς μορφής διανοητική αναζήτηση ή έρευνα δεν έχει θέση». Για να συμπληρώσει: «Το χωρίο επιβεβαιώνει ότι η νοητική πτυχή του ανθρώπου δεν είναι ο μόνος (ούτε καν ο βασικός) αποδέκτης του ευαγγελικού λόγου... “πᾶσα προβληματική καταπίπτει, εὐθύς ὡς ὁ ἄνθρωπος φθάση εἰς ἄμεσον θεωρίαν τοῦ Θεοῦ” (Ιωάν. 16, 23)».

Για τον άγιο Ιάκωβο, είπαμε και παραπάνω, γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται πολλά: είναι ένας από τους μάρτυρες του ζωντανού Θεού μας που χάρισε ο Χριστός στην Εκκλησία Του. Μπροστά σε μία τέτοια δωρεά, (τόσο μεγάλη μάλιστα που κι αυτός ο σύγχρονος άγιος μεγάλος Πορφύριος έλεγε ότι «ο Ιάκωβος έχει τα πολλά χαρίσματα, αλλά τα κρύβει» - τόσο ταπεινός ήταν!) το μόνο που πρέπει να κάνουμε οι απλοί πιστοί είναι να δοξολογήσουμε τον Θεό, να νιώσουμε τη μικρότητά μας, να μετανοήσουμε. Και βεβαίως να καταλάβουμε ότι πίσω από τα χαρίσματα του οσίου Ιακώβου, πίσω από τον πλούτο της χάρης του Θεού που είχε, με την οποία καθαιρούσε κάθε ύψωμα και υπερηφάνεια ανθρώπινη, κρυβόταν ένας ανελέητος κατά του (παλαιού) εαυτού του αγώνας μέχρις εσχάτων. Ο όσιος Ιάκωβος «έδωσε αίμα και έλαβε Πνεύμα», κατά το κοινώς πατερικό λεγόμενο, γι’ αυτό και η όποια αναφορά μας σ’ αυτόν γίνεται με διάθεση που σέβεται απείρως και τη ματωμένη οδύνη του πνευματικού αγώνα του και τη δοξολογική του πια αναστημένη κατάσταση. Ο άγιος πια ζει κι αυτός «ἐν χώρᾳ ζώντων».

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ "ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ" - ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΗΜΕΡΕΣ...

 

«Φῶς ὡς ἱμάτιον», φῶς τό ἔνδυμά Του. Ὁ τίτλος, παρμένος ἀπό τόν 103ο ψαλμό, τόν Προοιμιακό ὀνομαζόμενο πού διαβάζεται καθημερινά στήν ἔναρξη τοῦ ἑσπερινοῦ, ἀναφέρεται  στό Φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, τόν Ὁποῖο προανήγγειλε ἡ Παλαιά Διαθήκη καί ἀπεκάλυψε ὁλοκάθαρα ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου». Τό Φῶς αὐτό τῆς χάριτός Του πιστεύουμε ὅτι διαχέεται καθαρά στά κείμενα τοῦ παρόντος βιβλίου, πού ἐπιχειροῦν κάποιες Τομές στή Θεωρία καί τήν Πράξη τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀποκαλύπτοντας ὅτι ὅπου δρᾶ Ἐκεῖνος, εἴτε σέ γεγονότα εἴστε σέ ἅγια πρόσωπα, σκότος δέν ὑφίσταται. Γιατί τό σκότος διαπιστώνεται μόνον ἐκεῖ πού ὁ Δημιουργός ἔχει διαγραφεῖ ἀπό τήν ἐλεύθερη βούληση τῶν κτισμάτων Του, στούς ξεπεσμένους ἀγγέλους, τούς δαίμονες, καί στούς ἀνθρώπους ὅταν αὐτοί Τόν ἀρνοῦνται καί ζοῦν «ὡς ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ». 

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

ΕΤΟΙΜΑΣΟΥ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΤΟΙΚΗΤΗΡΙΟ!

Από τους ωραιότερους στίχους της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου), της προσφοράς και αφιέρωσης της τριετούς Μαριάμ δηλαδή από τους γονείς της Ιωακείμ και Άννα στον Κύριο μέσα στον Ναό, είναι εκείνοι  που αναφέρονται στην αγία Άννα, όταν κατευοδώνει τη μικρή κόρη της με τα λόγια που δείχνουν το νόημα της εκεί πια ζωής και παρουσίας της. «Άπιθι, τέκνον – λέει η μάνα στην κόρη – τω Δοτήρι γενήθητι και ανάθημα και ευώδες θυμίαμα. Είσελθε εις τα άδυτα και γνώθι μυστήρια, και ετοιμάζου γενέσθαι του Ιησού οικητήριον τερπνόν και ωραίον, του παρέχοντος τω κόσμω το μέγα έλεος» (απόστιχο εσπερινού). Δηλαδή: Πήγαινε, παιδί μου, γίνε για τον Δοτήρα Θεό και προσφορά και αφιέρωμα, αλλά και ευωδιαστό θυμίαμα. Μπες μέσα στ’ άδυτα των Αγίων του Ναού και γνώρισε τα μυστήρια του Θεού, κι ετοιμάσου να γίνεις κατοικητήριο του Ιησού, τερπνό και ωραίο, του Ιησού που παρέχει ως Θεός στον κόσμο το μέγα έλεος.

Γιατί στεκόμαστε ιδιαιτέρως στους συγκεκριμένους στίχους; Διότι:

1. Τονίζουν τον σκοπό των Εισοδίων της Θεοτόκου στον Ναό. Εισέρχεται όχι απλώς γιατί έπρεπε να εκπληρωθεί κάποιο τάμα των γονιών της ή για να προφυλαχτεί από την κακότητα του κόσμου λόγω της αδυναμίας των γονιών αυτών από τα γηρατειά τους, αλλά για να περάσει το προβλεπόμενο διάστημα της ζωής της μέσα στον οίκο Κυρίου, προκειμένου να ετοιμαστεί για το συγκλονιστικότερο και πέραν κάθε ανθρωπίνης αντίληψης και σύλληψης μυστήριο: να γίνει η μητέρα του Θεού ως ανθρώπου – ο Ευαγγελισμός της έχει ακριβώς την αρχή της (πέραν βεβαίως της Γεννήσεώς της) στο συγκεκριμένο γεγονός. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ που θα ευαγγελιστεί αργότερα τη σάρκωση του Θεού, ο ίδιος την τρέφει μέσα στα άγια των αγίων.

Και 2. Καθορίζεται από τα λόγια της αγίας Άννας η μέθοδος και ο τρόπος της ετοιμασίας της Μαριάμ: θα γίνεις η Παναγία η μητέρα του Θεού, όταν θα γίνεις όχι μόνο το αφιέρωμα και η προσφορά για Εκείνον, αλλά και το ευωδιαστό λιβάνι. Κι έχουν ιδιαίτερη σημασία τα λόγια αυτά της μητέρας Άννας, γιατί και στην Παλαιά Διαθήκη βεβαίως, αλλά και μετέπειτα σε όλη τη χριστιανική ιστορία, μπορεί κάποιος να προσφέρει πράγματα ή και τον ίδιο τον εαυτό του στον Θεό, αλλ’  όχι με τον σωστό τρόπο. Πόσες φορές δεν ακούμε τον αυστηρό λόγο των Προφητών, οι οποίοι στηλίτευαν τις προσφορές και τα αφιερώματα των Ιουδαίων, γιατί προσφέρονταν όχι με καθαρή καρδιά; «Αποστρέφω το πρόσωπό μου από τις προσφορές σας – λέει αίφνης Κύριος ο Θεός στους Ιουδαίους διά του προφήτου Ησαῒου – γιατί τα χέρια σας στάζουν από το αίμα των αδικιών σας κατά των συνανθρώπων σας». Και πιο πίσω βεβαίως θυμάται κανείς το τραγικό λόγω της συνέχειάς του περιστατικό των προσφορών και αναθημάτων στον Θεό των αδελφών Κάιν και Άβελ: πρόσφεραν και οι δύο στον Κύριο, μα ευλογήθηκε από Εκείνον μόνον ο Άβελ. Γιατί του Κάιν οι προσφορές ήταν τα περισσεύματα των καρπών του και όχι οι απαρχές. Κι από τη μετέπειτα χριστιανική ιστορία είναι αρκετή η μνημόνευση των λόγων του ίδιου του Κυρίου, όταν επισημαίνει ότι το δίλεπτο της χήρας συνιστά τη μεγαλύτερη προσφορά, γιατί προέρχεται από το υστέρημα της αγάπης και όχι από ένα τυχόν περίσσευμα. Ή ακόμη τραγικότερα το «παράδοξο» όπως ακούγεται λόγιο του αποστόλου Παύλου, ο οποίος στον ύμνο της αγάπης του αποκαλύπτει: «και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι». Μαρτύριο(!) χωρίς αντίκρυσμα κι ωφέλεια!

Λοιπόν η κάθε προσφορά στον Θεό είναι όντως προσφορά αποδεκτή από Αυτόν, όταν γίνεται με τον σωστό τρόπο, δηλαδή προσφέρεται από καρδιά που αγαπά τον Θεό, κάτι που συνιστά όντως λιβάνι ευωδιαστό για τον Κύριο. Κι είναι ακριβώς αυτό που αποτελεί και το νόημα της συγκεκριμένης εορτής των Εισοδίων για εμάς τους πιστούς. Με το δεδομένο ότι σκοπό έχουμε ως χριστιανοί να σαρκώνουμε τον Κύριο στην ύπαρξή μας, να γινόμαστε δηλαδή Παναγίες, απαιτείται όχι μόνο η προσφορά του εαυτού μας διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών «αγωνισμάτων» και ασκήσεών μας, αλλά και η σωστή και ορθή προσφορά αυτή. Είμαστε δηλαδή χριστιανοί όχι γιατί απλώς βρεθήκαμε βαπτισμένοι στην Εκκλησία κι ούτε γιατί επιτελούμε ορισμένα τυπικά καθήκοντα, όπως του εκκλησιασμού μας, της νηστείας μας, κάποιων ελεημοσυνών μας – το στοιχείο του «αναθήματός» μας – αλλά γιατί η όλη βιοτή μας είναι τέτοια που ο Κύριος την αισθάνεται ως ευωδιαστό λιβάνι ενώπιόν Του. Κι αυτό σημαίνει, όπως αναφέραμε, καθαρή καρδιά και αδιάκοπη επαγρύπνηση να βρισκόμαστε πάνω στις άγιες εντολές Του. Τότε το χαρμόσυνο στοιχείο που περικλείει η εορτή, γίνεται χαρμοσύνη κι ευφροσύνη και για εμάς.

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ…ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΙ!

«Μία πέτρα με πολλές αιχμές και ανωμαλίες, όταν συγκρούεται και κτυπάται με άλλες πέτρες, συντρίβει όλα τα απότομα και σκληρά σημεία της και γίνεται στρογγυλή» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. η΄ 12).

Μιλάει για μένα και για σένα. Ο καθένας μας σ’ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία έχει τα καλά, αλλά και τα κακά του σημεία. «Ουδείς αναμάρτητος». Μπορεί με το άγιο βάπτισμα να πήραμε τη δύναμη για σχετική αναμαρτησία, αλλά τούτο δυστυχώς δεν υφίσταται για κανέναν. Οπότε μην κοιτάς τις αιχμές και τις ανωμαλίες των άλλων – πράγματι υπάρχουν και θα τις δεις, αλλά δεν σε συμφέρει. Βρες όμως τις δικές σου. Κοίτα μέσα σου: θα επισημάνεις πολλές. Και πρόσεξε: αν μπορείς και βλέπεις τις αιχμές και τις ανωμαλίες των άλλων, είναι γιατί τις έχεις και συ ο ίδιος – βλέπουμε στους άλλους ό, τι υπάρχει μέσα μας.

Ποιες οι αιχμές και ποιες οι κακίες σου; Μα τις ξέρεις, όπως πρέπει να τις ξέρει και κάθε άνθρωπος, πολύ περισσότερο ο χριστιανός: οι φιλήδονες τάσεις σου, οι κενοδοξίες και υπερήφανες σκέψεις σου, οι φιλαργυρίες και οι πλεονεξίες σου. Κάποια αιχμή μπορεί να είναι πιο… αιχμηρή σε έναν, κάποια άλλη μπορεί να εξογκώνεται περισσότερο σε άλλον.  Όλοι όμως «βράζουμε στο ίδιο καζάνι».

Δες λοιπόν το μεγαλείο της… συνύπαρξης! Αν μείνεις μόνος με τις αιχμές και τις ανωμαλίες σου, αυτές δεν πρόκειται να εξαλειφτούν ποτέ. Κι αν κάποια στιγμή συναντηθείς με τον συνάνθρωπό σου, αλλά και με κάθε κτίσμα του Θεού, θα τους… πληγώσεις. Αυτή θα είναι η «φυσιολογία» σου: και το καλημέρα σου θα αποτελεί τραύμα για τον άλλον. Αν όμως κατανοήσεις την ανάγκη της κοινωνίας και της επικοινωνίας, με το δεδομένο των «ανωμαλιών» όλων, τότε υπάρχει ελπίδα: θα γίνεις κι εσύ και οι άλλοι «στρογγυλοί». Θα δεις δηλαδή ότι μαζί με τους άλλους μπορείς να ζήσεις με αγάπη, κάνοντας υποχωρήσεις, κάνοντας υπομονή, αποκτώντας το ήθος της ταπείνωσης.

Θα έχεις ακούσει την αρχαία χριστιανική ρήση: «ένας χριστιανός, κανένας χριστιανός». Για να υπάρχει χριστιανοσύνη σε κάποιον δηλαδή πρέπει οπωσδήποτε να συνυπάρξει με τους άλλους. Και πώς αλλιώς; Είναι μέλος Χριστού, μα και  «αλλήλων μέλος». Όσο ανοίγεσαι λοιπόν στον συνάνθρωπο, τόσο βρίσκεις και Χριστό. Η σωτηρία σου είναι «συν πάσι τοις αγίοις». Γι’ αυτό και οι πνευματικοί δρόμοι της Εκκλησίας είναι ή ο έγγαμος βίος ή ο μοναχισμός. Ο κοινοβιακός υποχρεωτικά στην αρχή, κι έπειτα αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ο αναχωρητικός για κάποιους. Κοινός παρανομαστής και των δύο δρόμων όμως: η κοινωνία, η ενότητα, η συνύπαρξη.

Πανηγύρισε λοιπόν που είσαι έγγαμος! Το πρόσωπο με το οποίο δέθηκες, θα σε πάει στον παράδεισο: οι αιχμές του χαρακτήρα του - κι αν είναι πολλές, ακόμη... καλύτερα! -  με την υπομονή θα σε λειάνουν.  Πανηγύρισε που έγινες καλόγερος! Στο μοναστήρι ο άλλος αδελφός σου εξίσου θα σε βοηθήσει για τη λείανσή σου. Το βότσαλο γιατί μας αρέσει; Γιατί έχει… χτυπηθεί πολλές φορές κι έχασε τα κοφτερά του σημεία.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΒΑΡΛΑΑΜ

«Ο μάρτυς Βαρλαάμ ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Γέροντας στην ηλικία, λόγω της ομολογίας της πίστεώς του στον Χριστό, οδηγήθηκε στον άρχοντα. Και επειδή δεν πείστηκε να θυσιάσει στα είδωλα, τον κτύπησαν με βούρδουλα και του ξερίζωσαν τα νύχια. Έπειτα τον οδήγησαν στον βωμό και του άπλωσαν με βία το χέρι, βάζοντας πάνω του φωτιά και λιβάνι. Διότι νόμισε ο άρχοντας ότι αν ρίψει τους άνθρακες μαζί με το λιβάνι στον βωμό, θα φανεί ότι προσφέρει θυσία στους θεούς. Αυτός όμως στεκόταν ανυποχώρητος και ακίνητος -  δείχνοντας έτσι ότι το δεξί του χέρι έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον χαλκό και το σίδερο – έως ότου η φωτιά έφαγε τη σάρκα του και έπεσε στη γη, τρυπώντας το χέρι του. Έτσι προτίμησε να καεί το χέρι του, παρά, έστω και ελάχιστα σαλευμένο, να φανεί ότι έριξε λιβάνι στον βωμό. Μετά από αυτά η ψυχή του παρατίθεται στα χέρια του Θεού με γενναίο και στέρεο φρόνημα. Τον μάρτυρα αυτόν και ο θείος Χρυσόστομος και ο μέγας Βασίλειος τον τίμησαν με εγκώμια».

Αν οι νεώτεροι χριστιανοί δεν γνωρίζουμε ιδιαιτέρως τον άγιο μάρτυρα Βαρλαάμ, τον γνωρίζει όμως πολύ καλά η αγία χορεία των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Δεν είναι  τυχαίο ότι αφιέρωσαν γι’ αυτόν λόγους και εγκώμια όχι απλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς και συναξαριστές, αλλά οικουμενικοί Πατέρες και Διδάσκαλοι του διαμετρήματος του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. Τι σημαίνει αυτό; Ότι εκείνοι με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος που είχαν και τη βαθύτητα της σκέψης τους, διέκριναν ότι τέτοιες προσωπικότητες σαν του αγίου Βαρλαάμ δεν πρέπει να περνούν απαρατήρητες. Πρέπει να προβάλλονται, ώστε να συνιστούν παραδείγματα και καθοδηγητικά φωτεινά σημάδια στο στερέωμα της Εκκλησίας. Και δικαίως: ο άγιος Βαρλαάμ αποδείχτηκε, κατά τον άγιο υμνογράφο, «πιο στέρεος και από ανδριάντα και πιο δυνατός από χαλκό και πιο ισχυρός από σίδερο». Κι αυτό γιατί το φρόνημα της ψυχής και της διανοίας του υπήρξε «στέρεο και δυνατό και ανυποχώρητο» - ό,τι τονίζαμε και για τον άγιο Πλάτωνα: μπορεί το σώμα να διαλύεται, αν η ψυχή όμως διατηρείται δυνατή, νικητής τότε παραμένει ο άνθρωπος. «Ό,τι συνέδεε τη σάρκα και η αρμονία των μελών διαλυόταν. Αλλά η δύναμη της ψυχής σου διατηρείτο σταθερή».

Θα πίστευε κανείς ότι η δύναμη της ψυχής του αγίου βρισκόταν σε σώμα νεανικό. Τέτοιο ακατάβλητο φρόνημα συνήθως έχουν οι νέοι. Τι έκπληξη όμως, να βλέπει κανείς αυτό το φρόνημα σε ένα γέροντα άνθρωπο! Ο άγιος Βαρλαάμ, κατά το συναξάρι, «γέρων ων την ηλικίαν δια την εις Χριστόν ομολογίαν προσήχθη τω άρχοντι». Ό,τι υπέστη το υπέστη σε ηλικία που άλλοι τρέμουν και να βαδίσουν. Κι αυτός στεκόταν αγέρωχος, «ανένδοτος, άτρεπτος», με φωτιά στο χέρι του που του έκαιγε τη σάρκα. Ο ηρωισμός του έτσι φαίνεται να πολλαπλασιάζεται. Πώς μας θυμίζει τον αγαπημένο άγιο, αποστολικό Πατέρα και επίσκοπο Σμύρνης, Πολύκαρπο, που σε ηλικία ογδόντα έξι χρόνων συλλαμβάνεται και αυτός και ρίχνεται στη φωτιά. Και εκείνον μεν η φωτιά τον σεβάστηκε και έκανε καμάρα γύρω του, ενώ τον Βαρλαάμ  η φωτιά τον έκανε ίδιο λιβανωτό στον Κύριο. «Κρατώντας τη φωτιά μαζί με το λιβάνι, Βαρλαάμ, φάνηκες ευωδιαστό λιβάνι για τον Κύριο». Πιστεύουμε ότι και οι δύο τότε γέροντες, την ώρα δηλαδή του μαρτυρίου τους, τώρα δε νέοι στη Βασιλεία του Θεού, παρίστανται μαζί δίπλα στον Κύριο, «παραστάται δεξιοί», «φορούντες πορφύραν, βεβαμμένην αίματι μαρτυρικώ».

Δύο σημεία από τους ύμνους της ακολουθίας του αγίου Βαρλαάμ αξίζουν επίσης ιδιαιτέρως να επισημανθούν: πρώτον, το απλωμένο και τρυπημένο από τη φωτιά χέρι του αγίου. Ο υμνογράφος το θεωρεί ως μέσον δυνάμεως του Θεού, με το οποίο αφενός ραπίζονται τα πρόσωπα των δαιμόνων, αφετέρου προκαλούνται οι καρδιές των πιστών και οι χορείες των αγγέλων να σκιρτήσουν από χαρά και ευφροσύνη.  «Ραπιζέσθω, λέει, δεξιά πυρουμένη τα πρόσωπα των δαιμόνων, των πιστών δε καρδίαι σκιρτάτωσαν, και των Ασωμάτων αι χορείαι φαιδρώς ευφραινέσθωσαν». Δεύτερον, η προτροπή του υμνογράφου στους ζωγράφους της Εκκλησίας. Καλούνται οι καλοί ζωγράφοι, οι αγιογράφοι, να λαμπρύνουν τον άγιο με την τέχνη της εικόνας, πιστεύοντας βαθιά ότι ο εγχαρασσόμενος τελικώς είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο αγωνοθέτης! «Σηκωθείτε τώρα  οι καλοί ζωγράφοι του μάρτυρα, κάντε λαμπρή την εικόνα του με την τέχνη σας, γιατί προφανώς εγχαράζετε σ’ αυτόν τον αγωνοθέτη Κύριο». Στο πρόσωπο του κάθε μάρτυρα όπως και του κάθε αγίου η Εκκλησία μας τελικώς δεν βλέπει τον ίδιο τον Κύριο; Ο άγιος δεν είναι Εκείνος «εν ετέρα μορφή»; Μακάρι η πίστη και η αγάπη προς τον Χριστό του αγίου Βαρλαάμ να χαραχτεί και στις δικές μας τις καρδιές. Θα είναι ο  πιο «ευπρεπής ωραϊσμός» που θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε.

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

ΗΜΕΡΕΣ ΑΔΗΜΟΝΙΑΣ


Πνιχτή η φωνή σου πίσω από τη μαύρη

της απομόνωσης κουρτίνα προσδοκούσες

τη λεύτερη μέρα που τα πνευμόνια σου

φως και αέρα θα γεμίσουν και πάλι.

Με μάτια καινούργια όταν ήρθε η ώρα

τους τοίχους μέριασες κι όρμησες

ν’ αγκαλιάσεις τον κόσμο – ανθρώπους, ζώα, το χώμα!

Κι ο κόσμος ήταν απαράλλαχτα ίδιος.

Κανείς την απουσία σου δεν είχε σημειώσει.

Κανείς δεν σκίρτησε που ’δε το φωτεινό σου πρόσωπο 

 – σκυμμένοι όλοι στον δικό τους μικρόκοσμο.

Επέστρεψες πίσω με τα φτερά κομμένα.

Το ημίφως και η κουρτίνα φανήκαν

να σου χαμογελούν με κάποια ειρωνεία.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ

 

«Ἔχεις ἀθλητὴν Χριστὲ Λογγῖνον μέγαν.

Ἔχεις δὲ καὶ Λογγῖνον ἀσκητὴν μέγαν» (οίκος συναξαρίου)

(Χριστέ, έχεις τον αθλητή Λογγίνο (τον επί του Σταυρού) που είναι μεγάλος, έχεις όμως και τον ασκητή Λογγίνο που είναι μεγάλος).

«Ο όσιος Λογγίνος ήταν ένας από τους λόγιους και σοφούς της ερήμου ασκητές. Κάποια σοφά αποφθέγματα του περιλαμβάνονται στον Ευεργετινό, όπου ο Λογγίνος ρωτά τον Αββά Λούκια για διάφορα ζητήματα. Ο Όσιος Λογγίνος απεβίωσε ειρηνικά» (Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του (με μεταγραφή στη νεοελληνική).

«Ο όσιος αυτός Λογγίνος μας άφησε το απόφθεγμα αυτό∙ “Όπως ακριβώς ο νεκρός δεν αισθάνεται τίποτε ούτε κρίνει κανένα, έτσι και ο ταπεινόφρων δεν μπορεί να κρίνει άνθρωπο, ακόμη κι αν τον δει να προσκυνά τα είδωλα”. Ο ίδιος όσιος ρώτησε τον αββά Λούκιο ως εξής: “Θέλω να ξενιτευτώ”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Αν δεν κυριαρχήσεις στη γλώσσα σου, δεν είσαι ξένος όπου κι αν πας. Λοιπόν, κυριάρχησε στη γλώσσα σου κι εδώ που είσαι, οπότε είσαι ξένος”. Ρώτησε και δεύτερη φορά∙ “Θέλω να νηστέψω”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Είπε ο προφήτης Ησαῒας. Αν κάμψεις σαν κρίκο τον τράχηλό σου, ούτε κι έτσι θα ονομαστεί δεκτή η νηστεία σου. Αλλά μάλλον κυριάρχησε στους πονηρούς λογισμούς”. Ρώτησε και τρίτη φορά∙ “Θέλω να αποφύγω τους ανθρώπους”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Αν προηγουμένως δεν κατορθώσεις την αρετή μαζί με τους ανθρώπους, ούτε και μόνος σου μπορείς να την κατορθώσεις”.

Αυτός ο όσιος ρωτήθηκε μια φορά ποια αρετή είναι μεγαλύτερη από όλες, και είπε. Όπως η υπερηφάνεια είναι μεγαλύτερη από όλες τις κακίες και τα πάθη, τόσο που μπόρεσε να ρίξει και τους αγγέλους από τον ουρανό, έτσι εκ του αντιθέτου η ταπεινοφροσύνη είναι μεγαλύτερη από όλες τις αρετές. Διότι αυτή μπορεί να ανεβάσει από τις αβύσσους τον άνθρωπο, ακόμη κι αν είναι αυτός αμαρτωλός σαν τον δαίμονα. Γι’  αυτό και ο Κύριος πρώτα από όλους μακαρίζει τους πτωχούς τω πνεύματι, δηλαδή τους ταπεινούς. Γράφεται δε και περί του Λογγίνου και στο χειρόγραφο Παράδεισος των Πατέρων ότι είπε αυτά τα ψυχοσωτήρια λόγια. “Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα, η αγρυπνία καθαρίζει τον νου. Η ησυχία φέρνει το πένθος. Το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και τον κάνει αναμάρτητο”. Είχε δε ο αββάς Λογγίνος πολλή κατάνυξη στην προσευχή και στην ψαλμωδία του. Λέγει λοιπόν μία ημέρα ο μαθητής του: Αββά, αυτός είναι ο πνευματικός κανόνας, το να κλαίει ο μοναχός κατά την προσευχή του; Κι αποκρίθηκε ο Γέρων. Ναι τέκνον, αυτός είναι ο κανόνας, τον οποίο ζητάει ο Θεός. Διότι ο Θεός δεν έκανε τον άνθρωπο να κλαίει, αλλά για να χαίρεται και να ευφραίνεται, προκειμένου να δοξάζει Αυτόν με καθαρό και αναμάρτητο τρόπο όπως οι άγγελοι. Αφότου όμως ο άνθρωπος έπεσε στην αμαρτία, χρειάστηκε να κλαίει. Διότι όπου δεν υπάρχει αμαρτία, εκεί δεν υπάρχει ανάγκη ούτε για κλαυθμό”» (Α΄εξάμηνο, σελ. 229, χ.έ. Αθήνησι).

(Στο γνωστό Γεροντικό της Εκκλησίας έχουν διασωθεί πέντε μικρά κεφάλαια (περιστατικά και λόγια) από τον μεγάλο αυτό όσιο αββά, που κάποια εξ αυτών αναφέρονται από τον όσιο Νικόδημο τον αγιορείτη παραπάνω).

Ένα από αυτά μας δίνει την αφορμή για έναν σύντομο σχολιασμό.

«Ο όσιος Λογγίνος μας άφησε το απόφθεγμα αυτό∙ “Όπως ακριβώς ο νεκρός δεν αισθάνεται τίποτε ούτε κρίνει κανένα, έτσι και ο ταπεινόφρων δεν μπορεί να κρίνει άνθρωπο, ακόμη κι αν τον δει να προσκυνά τα είδωλα”».

Το παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο μέγας Λογγίνος είναι απόλυτο και δεν επιδέχεται παρερμηνείας: ο νεκρός κείται άπνους, χωρίς να αισθάνεται τίποτε, χωρίς να έχει οποιαδήποτε μετοχή σε αυτό που ονομάζουμε ανθρωπίνως ζωή, χωρίς να μπορεί να σχετιστεί με οποιονδήποτε και να κρίνει γι’  αυτό κανέναν, είτε τον επαινεί είτε τον κατακρίνει - «χώμα που στο χώμα θα καταλήξει». Κι έτσι, μας λέει, είναι και ο ταπεινός άνθρωπος: ένας νεκρός για τον κόσμο και τις επιθυμίες του κόσμου, ιδίως μάλιστα τις αμαρτωλές. Ο ταπεινός άνθρωπος δηλαδή υπάρχει και ζει μόνον για τον Θεό και το άγιο θέλημά Του, κι αυτό γιατί «έδωσε αίμα και έλαβε Πνεύμα», όπως σημειώνει σε άλλο σημείο ο ίδιος ο όσιος Λογγίνος, που θα πει ότι με τη χάρη του Θεού που έλαβε (από την υπέρβαση των ψεκτών παθών του που σαν αίμα ρέουν στην ύπαρξή του), τα πράγματα του κόσμου, τον εαυτό του δηλαδή και τους συνανθρώπους του αλλά και όλη τη φυσική δημιουργία, τα βλέπει όλα εν Πνεύματι. «Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως», που λέει και ο ψαλμικός στίχος, δηλαδή έχοντας το φως και τη χάρη του Θεού βλέπει με μετασκευασμένα πνευματικά μάτια τα πάντα: προσανατολίζεται και επικεντρώνεται αδιάκοπα εκεί που υπάρχει το φως του Θεού, χωρίς να αποκλίνει διόλου από οτιδήποτε άλλο.

Στην πραγματικότητα μιλώντας για τον ταπεινό άνθρωπο – κι εννοούμε αυτόν που διακρίνεται για την αληθινή  α γ ί α  ταπείνωση και όχι μια οποιαδήποτε καρικατούρα της – μιλάμε για τον εν Χριστώ άνθρωπο, εκείνον που λόγω του αγίου βαπτίσματός του και της πάνω στο θέλημα του Θεού πορείας του ταυτίστηκε με τον ενανθρωπήσαντα Θεό και Τον άφησε Εκείνος να ενεργεί μέσω αυτού. Ο ταπεινός άνθρωπος: ένας άλλος Χριστός δηλαδή επί της γης. Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε δεν το απεκάλυψε; «Μάθετε», είπε, «απ’ εμού ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία». Όπου ταπείνωση δηλαδή εκεί και Χριστός, γιατί αυτό είναι το χαρακτηριστικό του Χριστού: εκτός από την αγάπη Του να είναι ταπεινός.  Και την πνευματική αυτή πραγματικότητα την επισημαίνουμε σε όλους τους αγίους, όπως στον απόστολο Παύλο, ο οποίος ομολογούσε: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Και: «πάντοτε την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού περιφέροντες».

Ο χριστιανός λοιπόν λόγω της ταπείνωσής του είναι ένας νεκρός για τον κόσμο. Νεκρός για τις αμαρτίες του κόσμου – τις σαρκολατρείες του και τις υπερηφάνειες του -  γι’  αυτό και απόλυτα ζωντανός για τη χάρη και την παρουσία του Θεού. «Ο Θεός κάθε ημέρα ευλογεί τον κόσμο, αλλ’ όταν δει ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί και με τα δυο Του χέρια» (όσιος Τύχων, πνευματικός του οσίου Παϊσίου αγιορείτου). Πρόκειται για την ίδια αλήθεια που εκφράζει και το ασκητικό λόγιο που λέει ότι «άμα πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις». Άμα πεθάνεις δηλαδή για την αμαρτία του κόσμου πριν έλθει ο βιολογικός σου θάνατος, τότε όταν αυτός έλθει, δεν πρόκειται να πεθάνεις πνευματικά, αλλά θα αναστηθείς  εν Χριστώ μέσα στη Βασιλεία του Θεού -  ό,τι υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος: «Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται». Διότι «Αυτός εστιν η ανάστασις και η ζωή».  

Είναι ευνόητο έτσι ότι το κύριο γνώρισμα αυτού του ταπεινού χαρισματικού εν Χριστώ ανθρώπου είναι η ακατακρισία. Όπως το λέει και ο αββάς Λογγίνος: «Ο ταπεινόφρων δεν μπορεί να κρίνει άνθρωπο, ακόμη  κι αν τον δει να προσκυνά τα είδωλα».  Γιατί; Μα για τον απλούστατο λόγο ότι αγαπά τους πάντες και τα πάντα, κατά το πρότυπο του Χριστού. Όπως Εκείνος «βρέχει επί πονηρούς και αγαθούς και ανατέλλει τον ήλιον Αυτού επί δικαίους και αδίκους» κατά τον ίδιο τρόπο και η εικόνα Του που είναι ο ταπεινόφρων: Αγαπά τους πάντες και τα πάντα, γι’  αυτό και σαν τη μάνα που θυσιάζεται πάντα για τα παιδιά της δεν κατακρίνει κανέναν. Γιατί όχι μόνο βλέπει τον Χριστό στο πρόσωπό τους, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτή δεν είναι άλλωστε η εντολή του Θεού; «Ό,τι κάνετε στον άλλον, σ’ Εμένα το κάνετε». Και: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Και η απάντηση στην ένσταση «μα πώς να αγαπήσουμε αυτόν που κάνει αμαρτίες και αδικεί τον κόσμο;» είναι αυτό που αναφέραμε παραπάνω για τη ζωή του ταπεινού αγίου: δεν αγαπά ο ταπεινός που έχει την αγάπη του Χριστού την αμαρτία και την αδικία του άλλου, μα το φως του Χριστού που δεν παύει να υπάρχει κρυμμένο μέσα του, το διαμάντι της εικόνας του Θεού που είναι ως άνθρωπος.

Με άλλα λόγια ο ταπεινός άνθρωπος του Θεού μπορεί και διακρίνει τα πράγματα, όπως μας το λέει ιδίως ο απόστολος Παύλος: «Συ τις ει ο κρίνων αλλότριον ικέτην; Τω ιδίω Κυρίω στήκει ή πίπτει. Σταθήσεται εδώ. Δυνατός δε ο Θεός στήσαι αυτόν». Ο άλλος είναι δούλος κι αυτός του Θεού, εικόνα του Θεού, που η όποια πτώση του στην αμαρτία αναφέρεται όχι σε άνθρωπο, μα στον ίδιο τον Θεό. Ο Θεός είναι Εκείνος που παλεύει με καθέναν από εμάς για να μας συνεφέρει, προσβλέποντας πάντοτε στην ανάστασή μας και όχι αποκλειστικά στις αμαρτίες μας. Τι έπρεπε για παράδειγμα να κάνει ο Θεός μας, βλέποντας τον απόστολο Παύλο ως Σαύλο που δίωκε την Εκκλησία; Να τον εξολοθρεύσει; Αυτό είναι η αντίδραση του εγωισμού του μικρού ανθρώπου. Μα Εκείνος προσέβλεπε στη μετάνοιά του και στη μεγαλωσύνη της μεταστροφής του. Κάτι που έγινε: ο διώκτης Σαύλος έγινε ο μέγας οικουμενικός απόστολος Παύλος. Το ίδιο λοιπόν και στα δικά μας: αν έχουμε την παραμικρή αίσθηση της αληθινής ταπείνωσης, συνεπώς και της αγάπης που τη συνοδεύει, θα αφήνουμε την όποια αμαρτία του άλλου στα χέρια του Θεού – οι αμαρτίες είναι «περιοχή» δράσης του Θεού. Σ’ εμάς, στη «δική μας περιοχή», εναπόκειται το πιο σημαντικό και καθοριστικό: να βλέπουμε τον καθένα και το κάθετι ως έργο του Θεού, ως απαύγασμα του φωτός Εκείνου, συνεπώς πρέπει και να το αγαπούμε.

Δύσκολα πράγματα; Τρομακτικά δύσκολα. Μα και μοναδικά σωτήρια, όταν ξεκινά μάλιστα κανείς με το δεδομένο ότι δεν αγωνιζόμαστε μόνοι μας. Μαζί με τον Χριστό γίνεται η όποια προσπάθειά μας, μάλλον στον βαθμό που έχουμε κάποια ταπείνωση αφήνουμε, όπως είπαμε, Εκείνον να λειτουργεί μέσα μας. Συνεπώς το τρομακτικά δύσκολο, γίνεται σιγά σιγά εύκολο και για εμάς. Πρόκειται, όπως καταλαβαίνουμε, για τον καθημερινό αγώνα μας, από τον οποίο κρίνεται η όποια υπάρχουσα χριστιανοσύνη μας.