Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (Με αφορμή την τηλεοπτική σειρά «Από τα Φάρασα στον Ουρανό)

(Κύρια σημεία ομιλίας σε πνευματική σύναξη του Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, την 21η Οκτωβρίου 2025) 

Ο άγιος Παΐσιος έγινε ο γνωστότερος, ο πιο «διάσημος» εξ όλων των συγχρόνων αγίων – κι υπάρχουν τόσοι πολλοί: Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Ιάκωβος ο εν Ευβοία, Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, Δανιήλ ο Κατουνακιώτης, Ευμένιος (Σαριδάκης), Αμφιλόχιος ο εν Πάτμω, Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης κ.ά. -  λόγω της γνωστής τηλεοπτικής σειράς «Από τα Φάρασα στον Ουρανό». Όμως η διασημότητα, πρέπει να πούμε, δεν αποτελεί απόδειξη και του μεγαλύτερου ύψους του – αυτό το ξέρει μόνον ο Θεός. Συνήθως οι μεγαλύτεροι άγιοι, κατά πώς το λένε οι ίδιοι, είναι οι αφανείς άγιοι. Όποιους δεν γνωρίζουμε από κάθε εποχή αυτοί ίσως είναι και οι μεγαλύτεροι ενώπιον του Θεού. Απλώς ο Θεός, για λόγους δικούς Του, θέλει να αποκαλύπτει κάποιους σε κάθε εποχή, προκειμένου αυτοί να αποτελούν τους πρεσβευτές μας ενώπιόν Του.

Τα κύρια σημεία της ζωής, αλλά και της κατά Χριστόν βιοτής του οσίου Παϊσίου τα γνωρίζουμε οι περισσότεροι, αλλά θα επιχειρήσουμε να πούμε κι εμείς ορισμένα με βάση και καθοδηγητική αρχή τον τίτλο της σειράς: «Από τα Φάρασα στον Ουρανό». Από τη γη δηλαδή στον Ουρανό.

 

1. Από τα Φάρασα της Καππαδοκίας λοιπόν ξεκίνησε. Εκεί γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1924, οπότε και σαράντα ημερών τον βάφτισε ο μεγάλος άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, δίνοντάς του και το δικό του όνομα,  μαζί και με όλα τα άλλα παιδάκια της περιοχής, γιατί έπρεπε να φύγουν για την Ελλάδα λόγω των γνωστών γεγονότων που ακολούθησαν την καταστροφή του 1922. Κατέφυγαν οι γονείς του, Πρόδρομος και Ευλαμπία (λεγόταν και Ευλογία) στην Κόνιτσα κι εκεί ρίζωσαν. Στην Κόνιτσα πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια ο νεαρός Αρσένιος, φανερώνοντας ήδη «από τα γεννοφάσκια» του, κατά την πρόβλεψη και του αγίου Αρσενίου, την ιδιαίτερη στροφή του προς τον Θεό και την Εκκλησία. Καλόγερος ήθελε να γίνει, μα έπρεπε πρώτα να δώσει στην οικογένεια και την πατρίδα τα οφειλόμενα, κάτι που έγινε. Στα 32 του πήγε στο Άγιον Όρος, όπου με κάποια αρχική περιπλάνηση βρέθηκε στη Μονή Εσφιγμένου, για να πάρει το όνομα του μεγάλου ιεράρχη και ισαποστόλου Αβερκίου. Αναζητώντας κάτι βαθύτερο πήγε στη Μονή Φιλοθέου, όπου εκεί πήρε το μικρό μοναχικό σχήμα, το 1956, μετονομαζόμενος σε Παΐσιο, προς τιμήν του συμπατριώτη του Παϊσίου του Β΄ Μητροπολίτου Καισαρείας.

Το 1958 δέχτηκε κλήση από την Υπεραγία Θεοτόκο να επιστρέψει στην πατρίδα του Κόνιτσα, προκειμένου να βοηθήσει τους συμπατριώτες του που κινδύνευαν πνευματικά από τη δράση των αιρετικών Προτεσταντών, αλλά και να αναστηλώσει το κατεστραμμένο μοναστήρι της Ίδιας στην εκεί περιοχή του Στομίου. Λόγοι πνευματικοί, αφού η εκεί δράση του στέφτηκε με επιτυχία, τον έκαναν να σκεφτεί την αναχώρησή του, οπότε θεώρησε εκ Θεού κλήση την πρόταση από νεαρό διάκονο το 1962, τον νυν προηγούμενο αρχιεπίσκοπο Σινά κ. Δαμιανό, να πάει στη Μονή της αγίας Αικατερίνης για να ασκηθεί και να βοηθήσει την εκεί κατάσταση. Πράγματι, για δύο έτη (1962-1964) βρέθηκε στο εξαρτηματικό της Μονής κελί των αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, όπου η άσκησή του έφτασε σε μεγάλα ύψη με παράλληλη προσφορά προς τους Βεδουΐνους της περιοχής. Δεν άντεξε όμως! Οι συνθήκες του τόπου δυσκόλευαν την αναπνοή του, λόγω παθήσεως των πνευμόνων του, γι’ αυτό και επανέκαμψε στο Άγιον Όρος, αφού προηγουμένως στο Νοσοκομείο Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης έκανε επέμβαση για θεραπεία των πνευμόνων του, ερχόμενος έτσι σ’ επαφή και με τις γυναίκες εκείνες που θα σύστηναν λίγο αργότερα υπό την καθοδήγησή του το γνωστό ανά τον κόσμο Ησυχαστήριο του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.   

Η ψυχή του αναζητούσε την ησυχία και τη μόνωση, γι’ αυτό και με την επανάκαμψη στο Όρος ψάχνοντας διάφορα κελιά κατέληξε το 1979 στη γνωστή «Παναγούδα» της Μονής Κουτλουμουσίου, όπου και έμεινε σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκεί τον γνώρισε ο πολύς κόσμος, εκεί σχηματίζονταν οι διάφορες «ουρές» αναμονής του, εκεί υπήρξε το υπαίθριο αρχονταρίκι του, εκεί έγραψε και πολλές από τις επιστολές του. Το βάρος όμως από τα μοναχικά καθήκοντά του και από τη διαρκή «πίεση» του κόσμου τον κατέβαλαν. Το 1993 βγαίνοντας από το Όρος για να πάει στο Μοναστήρι της Σουρωτής προς τιμήν του εορτάζοντος Αγίου Αρσενίου «κατέπεσε»! Εκδηλώθηκε ο καρκίνος που τον ταλαιπωρούσε, οπότε στο Θεαγένειο Νοσοκομείο ευρισκόμενος και ζώντας μέσα σε οδύνες αλλά και με μεγάλες επισκέψεις της χάριτος του Θεού άφησε την τελευταία πνοή, έχοντας κοινωνήσει των αχράντων Μυστηρίων, την 11η Ιουλίου του 1994. Ήταν 70 ετών όταν ο Κύριος της δόξης δέχτηκε την πάλλευκη ψυχή του στα σκηνώματα της Βασιλείας Του. Το σώμα του ετάφη στο Μοναστήρι του αγίου Ιωάννου κι εκεί παραμένει εσαεί προς αγιασμό και ενίσχυση και παρηγοριά σύμπαντος του ορθοδόξου λαού.

2. «Από τα Φάρασα λοιπόν στον Ουρανό!» Η όλη επί γης πορεία του, οι διάφορες μετακινήσεις του δεν οφείλονται βεβαίως σε μία «ακηδία» - άπαγε της βλασφημίας! Κινητήρια δύναμη του αγίου ήταν πάντοτε το θέλημα του Θεού προς αγιασμό του. «Τι το θέλημα του Θεού» καθοδηγούσε τα βήματά του, για να βρίσκεται κάθε ώρα και στιγμή σε κοινωνία με τον Κύριο. Γι’ αυτό και δεν τον βρίσκουμε ιδεολογικά «κολλημένο» σ’ έναν τόπο – θα το έκανε κι αυτό αν όντως ήταν αυτό που ζητούσε γι’ αυτόν ο Κύριος. Οι μετακινήσεις του, όπως είπαμε, συνιστούσαν το «κυνηγητό» των αγίων εντολών Του, γι’ αυτό και ο τίτλος της τηλεοπτικής εμπνευσμένης σειράς δεν είναι μία εκτίμηση μόνον γενική μετά το τέλος της ζωής του και της εντάξεώς του στις δέλτους των αγίων, αλλά αυτό που καθόριζε και «σφράγιζε» την καθημερινότητά του και την όποια ανάσα του – η αιωνιότητα φώτιζε την επί γης πορεία του: από τα Φάρασα, από την Κόνιτσα, από το Άγιον Όρος, από το Σινά κ.ο.κ.  στον Ουρανό, «τόπος» μόνιμος δηλαδή ήταν ο Ουρανός που φώτιζε τον εκάστοτε επίγειο τόπο του.

Πρόκειται βεβαίως για υπακοή στα λόγια του Κυρίου: «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν». Και στη συνέχεια οι Απόστολοι: «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν»˙ «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου»˙ «ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού». Με άλλα λόγια, ο αληθινός χριστιανός, ο άγιος, όπως εν προκειμένω ο άγιος Παΐσιος, δεν ζει όπως οι περισσότεροι δυστυχώς των ανθρώπων – προσανατολισμένοι και κολλημένοι μόνον στα πράγματα του κόσμου αυτού – δεν ζει δηλαδή ως άθεος. Διότι ποιο το στοιχείο της αθεΐας; «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Ο άγιος, ο χριστιανός ως μαθητής του Κυρίου, ζει με απόλυτη επίγνωση της κοσμικής πραγματικότητας, δεν αιθεροβατεί δηλαδή, αλλά φωτίζει όπως είπαμε το κάθε βήμα του από την όραση του Κυρίου του, η οποία του δίνει νόημα σε ό,τι κάνει, σκέπτεται, λέει και ενεργεί. Το βλέπουμε στον απόστολο Παύλο, που έλεγε: «δι’ υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν». Η ζωή αυτή δηλαδή δεν είναι εύκολη – υπάρχουν προβλήματα, δοκιμασίες, πειρασμοί από δω κι από κει, όμως δεν χάνουμε την όραση του Κυρίου. «Οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον». «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός». Και δεν γίνεται αλλιώς, αφού η εντολή του Κυρίου, αν θέλει κανείς να είναι μαθητής Του σε κοινωνία μαζί Του, είναι να Τον ακολουθεί: «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω στον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Και «Εν Αυτώ περιπατείτε».

3. Τι προϋποτίθεται στη χαρισματική αυτή πορεία που αποτελεί παραδοξότητα για τον κόσμο κάθε εποχής, πολύ περισσότερο τη σημερινή;

(1) Η ορθή ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία: να είναι βαπτισμένος και χρισμένος στο όνομα του Χριστού, που θα πει να του έχει δοθεί η χάρη να ανήκει στο σώμα Εκείνου και να αποτελεί έτσι μία υπέρ φύσιν προέκτασή Του. Όπως το καθόρισε ο ίδιος ο Κύριος: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα».  Οπότε και ο άγιος Παΐσιος, όπως όλοι οι εν επιγνώσει χριστιανοί, αποτελούσε «μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» (Ιωάννης Κλίμακος). Αποδέχτηκε με τη χάρη του Θεού εκ νεότητός του ότι ως άνθρωπος δεν είναι αυτό που επισημαίνουν μόνον οι φυσικές αισθήσεις του, αλλά αυτό που βλέπουν οι πνευματικές αισθήσεις: ο Χριστός μέσω αυτού, οπότε και αποδύθηκε με όλες τις δυνάμεις της ψυχής και του σώματός του να ενεργοποιεί την πραγματικότητα αυτή. 

(2) Γι’ αυτό και πολύ σύντομα κατάλαβε ότι η πίστη είναι αληθινή όταν είναι βιωματική. Πίστη θεωρητική ως αποδοχή κάποιων σωστών προτάσεων χωρίς αλλοίωση της ζωής του ανθρώπου δηλαδή δεν υφίσταται. Μάλλον υφίσταται, αλλά είναι δαιμονική (άγιος Ιάκωβος). Και τι σημαίνει βίωμα; Τρόπος ζωής σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου,  σύμφωνα με την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους». Πιστός χωρίς να ενεργοποιεί διά της αγάπης την πίστη δεν είναι χριστιανός, όπως το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος: «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» - το παρόν της πίστεως είναι η αγάπη. Και ποια η βάση της πίστεως και της αγάπης; Αποκλειστικά και μόνον η ταπείνωση, η πιο ισχυρή απόδειξη ότι υφίσταται η πίστη, υφίσταται και η αγάπη.

Με έξοχο τρόπο ο απόστολος Παύλος το σημειώνει στην προς Φιλιππησίους επιστολή του: «αυτό το φρόνημα να έχετε που βλέπετε στον Ιησού Χριστό. Ο οποίος Θεός ων δεν θεώρησε τη θεότητά Του καρπό αρπαγής, αλλά άδειασε τον εαυτό του κι έγινε άνθρωπος. Κι αφού βρέθηκε άνθρωπος ταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπάκουος στον Πατέρα Του μέχρι σταυρικού θανάτου». Η ταπείνωση, της οποίας τη γνησιότητα βλέπει κανείς στο θέμα της υπακοής,  του πιο σπουδαίου παράγοντα αλλά και του μεγάλου μυστηρίου για έναν μοναχό, αλλά και για κάθε χριστιανό έγγαμο μέσα στον κόσμο. Το «να ’ναι ευλογημένο» και το «ευλόγησον» φανερώνει αν υφίσταται η χριστιανική ορθόδοξη πίστη, συνεπώς αν υπάρχει χάρη Θεού, που είναι και το αδιάκοπα  ζητούμενο. Ας θυμηθούμε το γνωστό περιστατικό μάλιστα με τον άγιο, όταν ως αρχάριος μοναχός τοποθετήθηκε στο ξυλουργείο ως ξυλουργός που ήταν και «δεινοπάθησε» ο εκεί Γέροντας να του δείξει ότι πέραν της όποιας λογικής η απάντηση του μοναχού είναι πάντοτε το «να είναι ευλογημένο». Ας ακούσουμε εν προκειμένω και τον «θεολόγο» θα έλεγε κανείς της υπακοής, το κατεξοχήν «τέκνον» της, τον εξίσου μεγάλο όσιο Εφραίμ Κατουνακιώτη: «Έκανες υπακοή; Θα πας στον παράδεισο. Δεν έκανες υπακοή; Δεν πάει να κάνεις νοερά προσευχή, δεν πάει να μεταλαμβάνεις, δεν πάει να λειτουργάς, προορίζεσαι για την κόλαση… Ο Θεός αναπαύεται στην υπακοή παρά στις άλλες αρετές, να πούμε. Και οι άλλες αρετές συνδράμουν. Αλλά οι άλλες αρετές δεν ενεργούν όπως ενεργεί η υπακοή. Γι’ αυτό περισσότερο επιμεληθείτε την υπακοή». Κι αλλού: «Κι όχι μόνο στον Γέροντα, αλλά και μεταξύ μας να έχουμε υπακοή. Περισσότερο μισθό, περισσότερη κατάσταση λαμβάνει εκείνος ο οποίος υπακούει, παρά εκείνος ο οποίος διατάζει… Διότι είναι μίμησις Χριστού».

(3) Κι είναι ευνόητο ότι μιλάμε έτσι για έναν αγώνα όλης της ζωής χωρίς  διαλείμματα, γι’ αυτό και απαιτείται διαρκής υπομονή. Δεν είναι τυχαίο ότι ερωτώμενος ο μεγάλος αγιορείτης όσιος Παΐσιος για το πώς σώζεται ο άνθρωπος έδωσε αυτήν την απάντηση: «Για να σωθείς χρειάζονται τρία πράγματα: πρώτον υπομονή, δεύτερον υπομονή, τρίτον υπομονή». Εμείς μερικές ή περισσότερες φορές ζητάμε, και το θεωρούμαι απολύτως λογικό και δίκαιο, να κάνουμε κι ένα διάλειμμα. Για να… ξεκουραστούμε. Αλλά αυτό δεν συνάδει με την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Διάλειμμα σημαίνει αυτομάτως υποχώρηση και πτώση. Τα συγκλονιστικά λόγια του Κυρίου μεταξύ των άλλων το επιβεβαιώνουν: «Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει».

(4) Τι είναι εκείνο που κάνει τον χριστιανό, όπως τον άγιο Παΐσιο, να βρίσκεται διαρκώς σε νήψη και εγρήγορση; Η επίγνωση ότι ο χρόνος με την κάθε στιγμή του αποτελεί την ώρα του Κυρίου για τον ερχομό Του. Δεν υπάρχει άγιος που άγιασε χωρίς την αίσθηση αυτή. «Καθ’ ημέραν αποθνήσκω» έλεγε ο απ. Παύλος. «Αν δεν λάβει υπ’ όψιν του ο άνθρωπος ότι η σημερινή ημέρα που ζει μπορεί να είναι η τελευταία του, δεν πρόκειται ποτέ να αγιάσει», τόνιζε ο όσιος  πατήρ πατέρων Αντώνιος. Κι είναι λόγος του Κυρίου, γι’ αυτό και το διαρκές κήρυγμα και η ζωή της Εκκλησίας. «Γρηγορείτε. Γίνεσθε έτοιμοι, ότι η ώρα ου δοκείτε ο Υιός του ανθρώπου έρχεται». «Η ώρα ου δοκείτε: Την ώρα που δεν την περιμένετε και δεν τη φαντάζεστε», άρα δυνητικά η κάθε ώρα και η κάθε στιγμή – η ανάδειξη της στιγμής ως του σημαντικότερου γεγονότος για έναν άνθρωπο. Και τι σημειώνει η Εκκλησία; Ότι τελικώς η κάθε ημέρα και ώρα μας είναι η παράταση που μας δίνει ο Κύριος πριν έλθει για δεύτερη φορά. Ο απ. Παύλος στην Β΄ Κορ. σημειώνει: «Ου βραδύνει την έλευσίν Του ο Κύριος της δόξης, αλλά μακροθυμεί εις ημάς, μη βουλόμενος τινάς απολέσθαι, αλλά πάντας εις μετάνοιαν χωρήσαι». Και το Πνεύμα του Θεού στην Αποκάλυψη αντιστοίχως θα πει: «Έδωκα χρόνον ίνα μετανοήση» ο άνθρωπος. Που θα πει: είμαστε στην παράταση. Διότι το τέλος, τα «έσχατα» έχουν έλθει αφότου ο Θεός ενανθρώπησε - Εκείνος είναι το τέλος! Παρατείνει απλώς τον χρόνο του και πάλι ερχομού Του ως έκφραση της αγάπης Του για να μετανοήσουν όλοι οι άνθρωποι. Θυμάται κανείς εδώ και τον μεγάλο σύγχρονο επίσης λόγιο άγιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη (του Έσσεξ), που είχε γράψει στην πόρτα του κελιού του: «Αίθουσα αναμονής». “Waiting room”. Ζούσε τον χρόνο του αναμένοντας τον Κύριο˙ είτε με τη Δευτέρα Παρουσία Του είτε με την κλήση του να απέλθει από τη ζωή αυτή.

(5) Διαρκής λοιπόν πορεία προς τα πρόσω, δηλαδή προς τον Χριστό για να είναι ο χριστιανός ένας άλλος Χριστός, ως κλήμα στο αμπέλι που είναι Εκείνος. Και ποιο το σημάδι ότι προχωρά ορθά και καθαρά στην ακολουθία Του; Ο ερχομός των πειρασμών. Αυτό που είναι το πιο απευκταίο για εμάς, είναι το καίριο σημάδι της αγάπης του Θεού απέναντί μας για να ανεβαίνουμε κοντά Του  (όσιος Ισαάκ ο Σύρος). Κι ήταν μία πραγματικότητα που έλεγε και ζούσε βεβαίως ο άγιος Παΐσιος, ο οποίος μετά πάθους μελετούσε τον γλυκύτατό του αββά Ισαάκ, ενστερνιζόμενος τη θεολογία του, θεολογία στην ουσία της Αγίας Γραφής και των προγενεστέρων από αυτόν Πατέρων. Δεν είναι ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος που σημειώνει τα θεωρούμενα παράδοξα; «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, ειδότες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν, η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι εν μηδενί λειπόμενοι».

(6) Οπότε συμβαίνει το παράδοξο: μέσα στους πειρασμούς και τις δοκιμασίες και τις θλίψεις δέχεται κανείς την παράκληση του Θεού. Η μεγαλύτερη και πιο γνωστή περίπτωση είναι ο απόστολος Παύλος: «Τρις τον Κύριον παρεκάλεσα υπέρ τούτου (για μία αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε) και είρηκέ μοι: αρκεί σοι η χάρις μου. Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται. Ήδιστα ουν καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμοί η χάρις του Θεού». Γι’ αυτό και η χαρά των αγίων, δεν είναι η συνηθισμένη του κόσμου χαρά. «Και την χαράν την εμήν ουδείς αίρει αφ’ υμών» είπε ο Κύριος. Και: «Χαίρετε». Κι η χαρά αυτή  είναι το θέλημα του Θεού: «πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε. Τούτο γαρ θέλημα Θεού εις υμάς» (απ. Παύλος). Γιατί είναι χαρά εσωτερική που γαληνεύει τον άνθρωπο και τον κάνει να «πετάει» μέσα στις οδύνες του. (Ο Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης όταν επισκέφτηκε τον άγιο Παΐσιο στο τέλος της ζωής του, στο Νοσοκομείο, λίγο πριν φύγει από τον καρκίνο που τον θέριζε ρώτησε: «Πώς νιώθεις, Γέροντα;» Κι ο άγιος: «Μου έρχεται να σηκωθώ πάνω και ν’ αρχίσω να χορεύω λέγοντας “έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή”»).

Λοιπόν, οι άγιοι, ο άγιος Παΐσιος, αποτελούν φανέρωση της Βασιλείας του Θεού. Ο Χριστός μέσω αυτών. Ο Χριστός «εν ετέρα μορφή». Η υπέρβαση του κόσμου και της αμαρτίας του. Συσταυρωμένοι με τον Χριστό ζούνε την ανάστασή Του, ήδη από τη ζωή αυτή. Γι’ αυτό και υπερβαίνουν και τις θεωρούμενες όπως είπαμε, αδικίες. Αδικημένοι στη ζωή αυτή, αλλά πλήρως δικαιωμένοι από τον Θεό. Γι’ αυτό και παρηγορημένοι, που την παρηγοριά τους τη σκορπίζουν εν Χριστώ και σε όλους μας. Γιατί είναι συνεχώς μαζί μας, αφού ζουν μέσα στην παρουσία του Χριστού που είναι  ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Ας έχουμε την ευχή τους και ιδίως του αγίου Παϊσίου.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΧΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΑΝΑΠΛΑΣΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ

 «Οι γυναίκες μπορούν να αγαπήσουν περισσότερο τον Θεό από τους άνδρες και αυτή η αγάπη τους για τον Θεό είναι ικανή να βοηθήσει και τους άνδρες. Απόδειξη είναι η ίδια η Παναγία, που αγάπησε τον Χριστό περισσότερο από όλους τους ανθρώπους. Η διαφορά μεταξύ της αγάπης της Παναγίας και του Τιμίου Προδρόμου προς τον Χριστό είναι ασύγκριτη. Η γυναίκα, όταν δοθεί στον Χριστό, αγγελοποιείται και σαν «μαγιά» έχει καλύτερη αναπλαστική ικανότητα από τους άνδρες. Αυτή είναι η εμπειρία της Εκκλησίας μας» (Γέρων Εφραίμ Σεραγιώτης).

Δεν πρόκειται ασφαλώς περί «ρατσιστικής» τοποθετήσεως του αγιασμένου, κατά τη δήλωση οσίων Γερόντων του Αγίου Όρους, αγιορείτη Γέροντα Εφραίμ Σεραγιώτη, (σπουδαίου πνευματικού τέκνου και αναστήματος του οσίου Εφραίμ του Αριζονίτη,) - που έφυγε από τον κόσμο τούτο με μαρτυρικό τρόπο, προσβεβλημένος από καρκίνο, το 2023 – διότι η Εκκλησία μας υπερβαίνει τις όποιες διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Άνδρας και γυναίκα, ως γνωστόν, θεωρούνται ένα ενώπιον του Ιησού Χριστού κατά την πίστη μας, γι’ αυτό τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες την ίδια κλήση για αγιότητα δέχονται από τη χάρη του Θεού. «Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας μας» σημειώνει ο αγιασμένος Γέρων, η ίδια η πραγματικότητά της. Μπορεί δηλαδή και τα δύο φύλα να μετέχουν εξίσου στο γεγονός της πίστεως, αλλά η χριστιανική ιστορία έχει αποδείξει ότι η γυναίκα είναι πιο «εύκολη και γρήγορη» σε απάντηση προς τη φωνή του Θεού. Γι’ αυτό και «ο Χριστός επιτρέπει οι γυναίκες να μάθουν πρώτες την Ανάσταση και όχι οι άνδρες». Όπως και το γεγονός «ότι πάνω στον Γολγοθά οι Μαθητές του Χριστού από φόβο εγκαταλείπουν τον Χριστό, όμως οι Μαθήτριες του Χριστού είναι εκεί και δεν Τον εγκαταλείπουν». Για να προχωρήσει περισσότερο την Πατερική σκέψη του ο Γέρων Εφραίμ: Οι γυναίκες μπορούν να φτάσουν σε μεγαλύτερη ύψη αγιότητας από ό,τι οι άνδρες, όπως αποδεικνύεται και από τη σύγκριση της Παναγίας με τον ίδιο τον τρισμέγιστο Ιωάννη Πρόδρομο!  Με τα ίδια τα λόγια του: «η διαφορά μεταξύ της αγάπης της Παναγίας και του Τιμίου Προδρόμου προς τον Χριστό είναι ασύγκριτη

Πού οφείλεται το θεωρούμενο τούτο παράδοξο; Ακριβώς στη διαβάθμιση της αγάπης. Η γυναίκα εκ της φύσεώς της λειτουργεί περισσότερο με την καρδιά, γι’ αυτό και μπορεί να αγαπήσει περισσότερο και βαθύτερα από ό,τι ο άνδρας – δίνει κυριολεκτικά ολόκληρο τον εαυτό της στο αγαπώμενο και ερώμενο από αυτήν πρόσωπο, ιδίως τον Θεό προς τον Οποίο «απογειώνει» εντελώς την αγάπη της. Ενώ ο άνδρας λειτουργεί εκ φύσεως περισσότερο με τη λογική, που τον κάνει να κινείται περισσότερο ίσως «ρεαλιστικά» και να αντιμετωπίζει πιο αποτελεσματικά τα προβλήματα της εδώ ζωής, μα του «στερεί» σ’ ένα βαθμό τη δυνατότητα του βάθους και της αίσθησης της ουσίας της ζωής αυτής. Διότι η ίδια η πίστη προς τον Θεό εν Χριστώ είναι γεγονός πρώτιστα της καρδιάς και έπειτα της λογικής που φωτίζεται από την καθαρή καρδιά. «Εάν με αγαπάτε» ήταν ο όρος που έθετε αδιάκοπα ο Κύριος προς τους μαθητές Του προκειμένου να Τον ακολουθήσουν, και όχι «εάν με καταλαβαίνετε»! «Της συγχωρούνται οι πολλές αμαρτίες της» είπε ο Ίδιος για την αμαρτωλή γυναίκα,  (την καταδικασμένη ήδη «αιωνίως» από τους «ηθικούς» Φαρισαίους), «γιατί αγάπησε πολύ». Η βαθιά αγάπη προς τον Κύριο φέρνει και την πλούσια συγχώρησή Του, κάτι που καθιστά τη γυναίκα με τη μεγάλη καρδιά προνομιούχα τελικώς μπροστά στον Θεό.

Αλλά η διαφοροποίηση αυτή άνδρα και γυναίκας δεν είναι ασφαλώς εις βάρος κανενός, γιατί ο Δημιουργός τα έθεσε έτσι τα πράγματα, ώστε το επιπλέον του καθενός να καλύπτει το υστέρημα του άλλου. Μη ξεχνάμε ότι η σχέση των δύο φύλων δεν είναι αντιθετική και ανταγωνιστική – έτσι έγινε δυστυχώς μετά την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία – αλλά ενωτική και συμπληρωματική. «Ουκέτι εισί δύο αλλά μία σαρξ» απεκάλυψε ο Κύριος. Γι’ αυτό και τι σημειώνει επιπλέον ο άγιος Γέρων; «Η αγάπη των γυναικών για τον Θεό είναι ικανή να βοηθήσει και τους άνδρες». Και παρακάτω: «Αν η γυναίκα δοθεί στον Θεό, μπορεί να βοηθήσει όλους τους άνδρες και όλον τον κόσμο». Ποιος μπορεί να μιλήσει τόσο υπερθετικά για τη γυναίκα πέραν αυτού που ζει τη χαρισματική κατά Χριστόν ζωή;  Και ο Γέρων που ζούσε τη ζωή αυτή φέρνει το ισχυρότερο επιχείρημα: «Όπως έκανε και κάνει η Παναγία μας! Στο πρόσωπο μιας γυναίκας βρήκαμε σωτηρία όλοι μας

Μπροστά στην Παναγία, την υπερτέρα όλων των ανθρώπων και όλων των αγγέλων και των αρχαγγέλων από πλευράς αγιότητας, κατανοείται και το ασφαλές συμπέρασμα που βγάζει ο μακαριστός Γέρων και που αποτελεί το προνόμιο ναι, αλλά και την τεράστια ευθύνη της χριστιανής γυναίκας. Η χριστιανή γυναίκα, όταν είναι εν επιγνώσει χριστιανή, γίνεται ένας επίγειος άγγελος, που αφενός ως «μαγιά» μπορεί να ζυμώσει όχι μόνο την οικογένειά της αλλά και τον κόσμο όλο – έχει τη μεγαλύτερη από όλους αναπλαστική δύναμη -  αφετέρου η ίδια προχωράει όχι με απλά βήματα, αλλά με τεράστια άλματα προς τον τελικό σκοπό της που δεν είναι άλλος από τη θέωσή της.  

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΤΜΩ

«Μέγας μὲν Ἀντώνιος ἀρχὴ Πατέρων. Θεῖος δἐ Χριστόδουλος, ἕνθεον τἐλος» (Είναι μέγας μεν ο Αντώνιος, η αρχή των Πατέρων. Θείος δε ο Χριστόδουλος, το ένθεο τέλος).

«Ο Όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε σε μία κωμόπολη κοντά στη Νίκαια της Βιθυνίας γύρω στο 1020 (και εκοιμήθη το 1093). Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Από πολύ νέος επιθύμησε να εγκαταλείψει τον κόσμο και ν΄ αφοσιωθεί στην μοναχική ζωή. Ξεκίνησε από κάποια Μονή στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου μετά από λίγο καιρό εκάρη Μοναχός. Από εκεί μετέβη στους Αγίους Τόπους και για μικρό διάστημα μόνασε εκεί σε κάποιο ερημικό μέρος. Οι επιδρομές όμως των Σαρακηνών ανάγκασαν τους Μοναχούς να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να επανέλθουν στην Μικρά Ασία, οπότε και εγκαταστάθηκαν  στο Όρος Λάτρος της Μυσίας. Εκεί διέπρεψε σ΄ όλες τις αρετές και οι Μοναχοί τον εξέλεξαν πρώτον επιστάτη με το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη, γεγονός που του έδωσε και το προσωνύμιο του Λατρηνού. Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων τον ανάγκασαν σε φυγή και από το Λάτρος.

Αναζητώντας τόπο ασκήσεως ο Όσιος έφτασε στη Στρόβιλο, μια θαλάσσια περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου κι έμεινε για λίγο καιρό, γιατί μια νέα επιδρομή τον εξανάγκασε να διαφύγει τη φορά αυτή στη Λέρο και στη συνέχεια στην Κω, όπου ίδρυσε και Μονύδρια. Οι διαφορές όμως με τους εκεί κατοίκους τον κατέστησαν ανέστιο για άλλη μία φορά. Ύστερα από περιπλανήσεις στα γύρω νησιά έφτασε στην Πάτμο, από την οποία γοητεύεται λόγω της ησυχίας και της ηρεμίας της. Αμέσως έφυγε για την Κωνσταντινούπολη και ζήτησε από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κομνηνό την άδεια «ίνα φροντιστήριον των ψυχών καταστήση ταύτην». Ο Αυτοκράτορας με Χρυσόβουλλο του παραχωρεί την Πάτμο και τα γύρω νησιά μαζί με εργάτες και χρήματα. Με την εγκατάσταση του στην Πάτμο ο Όσιος ξεκινά το χτίσιμο Μοναστηριού τιμώμενο επ΄ ονόματι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων δεν θα τον αφήσουν ήσυχο ούτε αυτή τη φορά. Ο Όσιος αφήνει την Πάτμο και καταφεύγει στην Εύβοια κατά το έτος 1092. Η διαμονή του Οσίου Χριστοδούλου στην Εύβοια ήταν, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, μικρής διάρκειας. Υπάρχει η πληροφορία ότι ένας ευσεβής και πλούσιος κάτοικος του Ευρίπου προσέφερε την πολυτελή οικία του στον Όσιο, ο οποίος την ανέδειξε σε μοναστήρι, αν και οι φροντίδες του Οσίου, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας του μοναστηριού στην Πάτμο, απαιτούσαν την παραμονή του όχι στην έρημο αλλά κοντά στον κόσμο. Εξάλλου, στην Εύβοια ανέκαθεν υπήρχε παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Όσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ασκητεύοντας στο σπήλαιο στο δυτικό άκρο της κωμόπολης Λίμνη (Ελύμνιον). Ο Όσιος κατά την διαμονή του στον Εύριπο συνέταξε την «Διαθήκη» και τον «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093 λίγο πριν φύγει από τη ζωή). Τη Διαθήκη αυτή, για να έχει ισχύ, την υπέγραψαν επτά αξιωματούχοι της επισκοπικής αρχής και της πόλεως Ευρίπου (Χαλκίδος), ήτοι Λέων πρεσβύτερος και σακελλάριος της πόλεως Ευρίπου, Ιωάννης πρεσβύτερος και νοτάριος της καθέδρας Ευρίπου, Μιχαήλ.... της καθέδρας Ευρίπου, Βασίλειος ο ευτελής διάκονος.... και νοτάριος Ευρίπου κ.α. Το λείψανο του Οσίου φυλάσσεται ως σήμερα στο μικρό φερώνυμο Παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου, στη Νοτιοδυτική πλευρά του Καθολικού της Μονής Πάτμου» (Από το ιστολόγιο, «Ορθόδοξος Συναξαριστής»).

Ο σοφός υμνογράφος της ακολουθίας του οσίου Χριστοδούλου διδάσκαλος Ιάκωβος Αναστάσιος Πάτμιος διακρίνεται για τη βαθειά γνώση της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί με άνεση να διακρίνει τα σημάδια της αγιότητας του οσίου και να μας τα προσφέρει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ισχύει γι’ αυτόν ο λόγος του αποστόλου Παύλου που λέει ότι «ο πνευματικός άνθρωπος που έχει το Πνεύμα του Θεού μπορεί να εξετάσει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί από οιονδήποτε που δεν έχει το Πνεύμα αυτό». Παρ’ όλα αυτά όμως, αισθανόμενος τη μικρότητά του, επικαλείται απαρχής, όπως γίνεται συνήθως με τους υμνογράφους, τον φωτισμό και τη χάρη του Θεού προκειμένου να υμνολογήσει σωστά τον άγιο και να μη διαστρεβλώσει την εικόνα του (ωδή α΄).

Όντως λοιπόν ο εκκλησιαστικός ποιητής παρουσιάζει τον άγιο σε όλη θα λέγαμε την έκταση της ζωής του, και της επίγειας και της επουράνιας. Και τι μας λέει σε γενικές γραμμές; Ότι ο άγιος, όπου κι αν πήγε, σε όποιον τόπο κι αν ασκήθηκε, στην Όλυμπο, στη Λάτρο, στην Πάτμο, στην Εύβοια, ένα πράγμα είχε κατά προτεραιότητα ενώπιόν του: πώς να ευαρεστήσει τον Κύριο, πώς να διακρατήσει ζωντανή τη σχέση του με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό του. Και αγωνιζόμενος βεβαίως γι’ αυτό αφενός απεμπλεκόταν από οτιδήποτε εμπαθές τον έδενε με τον κόσμο (στιχ. εσπ.), αφετέρου ένιωθε τη μεγάλη επιθυμία να καθοδηγήσει και τους άλλους συνανθρώπους του, όταν μάλιστα τους έβλεπε να βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας του Θεού. Διαπιστώνει μάλιστα ο ποιητής ότι ο όσιος μπορεί να παραβληθεί με τα μεγάλα αναστήματα των αγίων προφητών και πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης, διότι η ζωή του οσίου Χριστοδούλου αντιστοιχεί με γνωρίσματα της δικής τους ζωής. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζει τον όσιο ως άλλον Σαμουήλ, ως νέο Μωυσή, ως δεύτερο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ως επίσης προφήτη Ηλία, ως Δανιήλ κ.ο.κ. Για παράδειγμα: Είναι ένας άλλος Σαμουήλ ο όσιος, διότι κι αυτός «ἀπό βρέφους Θεῶ ἀνατέθη ὡς Σαμουήλ» (στιχ. εσπ.)˙ είναι δεύτερος Μωυσής, διότι «ἐκ σκοτασμοῦ ἀγνωσίας λαούς ὑπεξήγαγε καί Θεῷ προσενήνοχε» (στιχ. εσπ.)˙ είναι άλλος Πρόδρομος, διότι «ὑπεδείκνυε λαοῖς ὡς Ἰωάννης τό πρίν τήν ὁδόν Κυρίου τήν σωτήριον» (στ. εσπ.).

Κι εκείνο βεβαίως που αδιάκοπα τονίζει ο υμνογράφος ως κινητήρια δύναμη του αγίου και ερμηνευτικό κλειδί των όλων θαυμασίων της ζωής του είναι η αγάπη του προς τον Θεό, ο σφοδρός σαν φωτιά πόθος του γι’ Αυτόν, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για τον Χριστό που πλήγωσε την καρδιά του με αποτέλεσμα να γίνει ο όσιος κατοικητήριο δικό Του – «ἐν ἑαυτῷ γάρ εἶχε τόν Κύριον» και «Χριστόν ἔχων ἐν ἑαυτῷ οἰκοῦντα» (λιτή) θα πει για παράδειγμα μεταξύ άλλων. Κι ένα μικρό δείγμα αυτής της θερμότητας που τον διακατείχε είναι και ο παρακάτω ύμνος από την πρώτη ωδή του κανόνα του: «Σοφίας τῷ ἔρωτι τρωθείς τῆς ὄντως τῷ φόβῳ τῷ κρείττονι νουνεχῶς ἐρρύθμισας νοός κινήματα˙ ὅθεν καί ἔτυχες σοφέ τῆς σῆς ἐφέσεως» (Επειδή πληγώθηκες από τον έρωτα της αληθινής σοφίας, δηλαδή του Χριστού, με τον ανώτερο και καλύτερο φόβο που υπάρχει ρύθμισες με σύνεση τα κινήματα του νου σου. Γι’ αυτό και πέτυχες, σοφέ, ό,τι ήταν η έφεση της καρδιάς σου).  

Ποιο είναι το εξόχως σημαντικό στον συγκεκριμένο ύμνο; Η ρύθμιση των κινημάτων του νου με τρόπο συνετό. Διότι είναι γνωστό ότι ο νους έχει «τρεπτότητα» τέτοια, δηλαδή κινητικότητα και εναλλαγή διαρκή, που είναι πολύ δύσκολο να τιθασευτεί. Κι αυτό συνιστά το κεντρικότερο πρόβλημα στην πνευματική ζωή ενός πιστού χριστιανού. Αγόμαστε και φερόμαστε με άλλα λόγια από τους λογισμούς του νου μας, που προέρχονται άλλοτε από τα πάθη μας κι άλλοτε από τον πονηρό διάβολο, με αποτέλεσμα ο νους να χαρακτηρίζεται ως «αλήτης» - αδιάκοπα περιπλανάται. Τι είναι εκείνο που μπορεί να τον θέσει υπό έλεγχο; Ο φόβος του Θεού, λέει ο υμνογράφος βλέποντας τη ζωή του οσίου Χριστοδούλου, φόβος που αποτελεί καρπό της πληγωμένης από αγάπη προς τον Χριστό καρδιάς του ανθρώπου. Και ο φόβος αυτός φανερώνεται στη χαρισματική της διάσταση, όταν βρίσκεται στον δρόμο τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού. Αγαπά δηλαδή κανείς τον Χριστό, στέκεται με απόλυτο δέος και σεβασμό (φόβο) απέναντί Του – η αγάπη προς τον Θεό δεν εκτρέπεται σε «παιδιαρίσματα» και ελευθεριότητες – τηρεί τις εντολές Του, ρυθμίζει τα κινήματα του νου του ελέγχοντας τους λογισμούς του. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην ακολουθία της μεταλήψεως αναφέρεται μεταξύ των άλλων η πολύ σοβαρή παράκληση του πιστού ο Κύριος με τη Θεία Κοινωνία να ρυθμίσει τη ζωή του. «Ἅγνιζε καί κάθαρε καί ρύθμιζέ με». Ο όσιος Χριστόδουλος ήταν έμπειρος στον πνευματικό αγώνα, ο νους του ήταν ρυθμισμένος με βάση τις εντολές του Χριστού, γι’ αυτό όχι με απλό βηματισμό αλλά με τεράστια άλματα έφτασε στο άκρως εφετό της ζωής του: τη θέα του Χριστού του!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο όσιος Ιλαρίων έζησε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του μεγάλου. Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην πόλη της Γάζας από γονείς ειδωλολάτρες. Από μεγάλη αγάπη προς τα γράμματα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου μορφώθηκε, αλλά και δέχθηκε την πίστη του Χριστού. Έγινε ζηλωτής του Μεγάλου Αντωνίου, τον οποίο ακολούθησε, και έζησε μαζί του επ’  αρκετόν. Επέστρεψε κάποια στιγμή πίσω στην πατρίδα του, και όταν πέθαναν οι γονείς του, μοίρασε όλη την περιουσία που του άφησαν στους φτωχούς. Έπειτα απεσύρθη στην έρημο και αποδύθηκε στους πιο μεγάλους ασκητικούς αγώνες, με αποτέλεσμα ο Κύριος να τον χαριτώσει με το χάρισμα της θαυματουργίας, με το οποίο θεράπευσε πολλούς πάσχοντες από σωματικά και ψυχικά νοσήματα. Αργότερα, ανοίχτηκε προς τον κόσμο και αφού πέρασε από πολλές πόλεις και τόπους και χώρες, σε ηλικία ογδόντα ετών ετελεύτησε τον βίο του».

Ο εκκλησιαστικός ποιητής, μπροστά στο φαινόμενο «Ιλαρίων»  προσπαθεί να βρει λέξεις και εικόνες, προκειμένου να παραστήσει σωστά τη θέση του στην Εκκλησία, και όσο ζούσε στον κόσμο τούτο, αλλά και στη δόξα του ουρανού. Στον κόσμο τούτο τον βλέπει αφενός ως πρότυπο και στερέωμα των μοναστών, αφού υπήρξε εις άκρον ησυχαστής: «μοναζόντων εδραίωμα» τον χαρακτηρίζει μεταξύ άλλων, αφετέρου ως «ποδηγέτην των σωζομένων Θείω εν Πνεύματι», δηλαδή με το Πνεύμα του Θεού οδηγό και των εν κόσμω χριστιανών που επιθυμούν τη σωτηρία τους.  Από την άποψη αυτή ο όσιος Ιλαρίων υπήρξε για όλους τους χριστιανούς, μοναχούς και κοσμικούς, «θησαυρός ιαμάτων» και «Προφήτης Θεού», «στύλος ακράδαντος ουρανομήκης» και «πύργος ασάλευτος», κυριολεκτικά «άρμα πύρινον, το όνομα βαστάζων το του Κυρίου», ένας κυριολεκτικά «ήλιος…διασπείρων πάσι τας ακτίνας των θαυμάτων».  Στη δόξα του Θεού από την άλλη, ο υμνογράφος τον «βλέπει» «ως κέδρον υψίκομον, δι’ αρετής υψούμενον εν αυλαίς Θεού πεφυτευμένον∙ και ως κεκλεισμένον κήπον, ως ευθαλή Παράδεισον, ως πηγήν ιαμάτων». Δηλαδή όχι μόνον αποτελεί «κόσμημα» του Παραδείσου, ένας υψηλόκορμος κέδρος, φυτευμένος στις αυλές του Θεού, αλλά και ο ίδιος συνιστά ένα παράδεισο μόνος του, ένα κλεισμένο κήπο.

Ποια η αιτία των «υπερβολικών» θα λέγαμε αυτών χαρακτηρισμών; Πρώτον, ότι ο όσιος Ιλαρίων «Πνεύματος αγίου πλήρης εγένετο», διότι «ο ένθεος έρως κατέτρωσε (πλήγωσε) αυτόν» με αποτέλεσμα  «να καθυποτάξει με την εγκράτεια τα πάθη του σώματος στο νοερό της ψυχής» και «με τις ιερές αναβάσεις να ξεφύγει από τους κοσμικούς θορύβους». Με άλλη όμορφη εικόνα του υμνογράφου: «απέξεσε τω ξίφει της εγκρατείας  τους δερματίνους χιτώνας της νεκρώσεως και ύφανε ιμάτιον σωτηρίου». (Με το ξίφος της εγκράτειας έβγαλε από πάνω του τα αποτελέσματα της θανατηφόρας αμαρτίας και ντύθηκε τον Χριστό), συνεπώς «ιδών ο Χριστός το πράον και ησύχιον, μονήν πεποίηται εν αυτώ, και γέγονε οικητήριον θείον» (Επειδή είδε ο Χριστός την πραότητα και το ήσυχο της ψυχής του, κατοίκησε σ’  αυτόν και έγινε έτσι θείο κατοικητήριο).

 Δεύτερον, ότι ο όσιος υπήρξε μαθητής του μεγάλου οσίου Αντωνίου, ένα από τους μεγαλύτερους αγίους της Εκκλησίας μας, του οποίου την ένθεη ζωή μιμήθηκε στο έπακρο και αφομοίωσε τις αρετές του. «Τον βίον ζηλώσας του θείου Αντωνίου, τοις ίσοις μέτροις της αρετής αφομοιούμενος». «Αντωνίου του θείου εζηλωκώς τον ενάρετον βίον πνευματικώς». Ο νοερός «φακός» του υμνογράφου επικεντρώνει ακόμη περισσότερο στο θέμα αυτό: Πλησίασες τον Θεό, θεοφόρε, γιατί σε έφεραν σ’  αυτόν οι παλάμες του θεόφρονος Αντωνίου. «Θεώ προσαγόμενος, θεοφόρε, παλάμαις του θεόφρονος Αντωνίου». Με ποιον άλλον τρόπο θα μπορούσε ο ποιητής να δείξει τη στενότατη σχέση του Ιλαρίωνα με τον Γέροντά του Αντώνιο; Και επιμένουμε στη σχέση αυτή, διότι δεν είναι δυνατόν να θυμηθεί κάποιος τον άγιο Αντώνιο και να μη συγκινηθεί, να μη κατανυχθεί καλύτερα, αφού με τον τρισμέγιστο αυτόν άγιο βρίσκεται στα «άγια των αγίων» του Παραδείσου. Έτσι με τον όσιο Ιλαρίωνα, μαθητή του Αντωνίου, αναπνέουμε την ατμόσφαιρα του Διδασκάλου του, συναναστρεφόμαστε επίσης τον άλλο μεγάλο μαθητή του άγιο Αθανάσιο, μας αγγίζει πράγματι η ενέργεια του ίδιου του Θεού. Σε τι αγία ατμόσφαιρα πράγματι μάς μεταφέρουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας! Γίνονται κυριολεκτικά τα παράθυρα, για να «δούμε» λίγο το άγιο βάθος του ουρανού!

Παρ’  όλη τη στενή, στενότατη σχέση των οσίων Αντωνίου και Ιλαρίωνα, διαπιστώνει κανείς και τη διαφορά των χαρακτήρων τους. Ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι κινούνται ως χαρακτήρες στο ίδιο μήκος κύματος, όμως διαφέρουν.  Πώς φαίνεται αυτό; Ο όσιος Αντώνιος υπήρξε μέγας ησυχαστής: Αν και κατά καιρούς, όταν έκρινε ότι τον χρειάζεται το πλήρωμα της Εκκλησίας, άφηνε την ησυχία και κατέβαινε στον κόσμο, όμως η διαρκής επιλογή του ήταν η πλήρης αφιέρωση στον Θεό, «μόνος μόνω Θεώ»,  ζώντας στην έρημο και επιδιώκοντας πάντοτε την ησυχία της μονώσεως.  Ο όσιος Ιλαρίων, ο μαθητής και ακόλουθος, υπήρξε και αυτός ησυχαστής, αλλά και με ιεραποστολική φλόγα ταυτόχρονα. Και απομονώθηκε, αλλά και προσέγγισε αισθητά τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι άφησε κάποια στιγμή, όπως είπαμε, τον Αντώνιο και επέστρεψε στην πατρίδα του. Κι αργότερα: μετά την έξοδό του στην έρημο, γύρισε στον κόσμο, δρώντας σε διάφορες πόλεις και χώρες ιεραποστολικά και ιώμενος τους ανθρώπους. Το επισημαίνει έξοχα ο υμνογράφος: «Ρημάτων ο φθόγγος σου και των θαυμάτων η χάρις η ένθεος εις πάσαν εξελήλυθε την γην, πάτερ όσιε». (Ο λόγος σου και η ένθεη χάρη των θαυμάτων σου φάνηκαν σε όλη τη γη, πάτερ όσιε).

Η παραπάνω επισήμανση αξίζει ιδιαίτερης προσοχής. Διότι μας δείχνει ότι αφενός ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, αλλά η διαφορετικότητα δεν εμποδίζει, αλλά αντιθέτως πολλαπλασιάζει τη δυνατότητα αγιασμού, αφετέρου ο Θεός ενισχύει και θέτει σε λειτουργία αυτό που βλέπει ως χάρισμα του κάθε ανθρώπου. Με άλλα λόγια η αγιότητα δεν «καλουπάρει», όπως λέμε, τον άνθρωπο, δεν τον θέτει σε ένα συγκεκριμένο εξωτερικό πλαίσιο, σε μία ομοιομορφία, αλλά αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα, θέτοντάς την απλώς στην υπηρεσία του θελήματος του Θεού. Ο Θεός μ’  έναν λόγο δεν αλλοιώνει αυτό που είναι ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Αλλοιώνει αυτό που αποτελεί διαστρέβλωση του χαρακτήρα, την αμαρτία, ώστε μέσα από τον καθένα να εκχύνεται η λαμπηδόνα της παρουσίας Του. Τι ελευθερία! Τι ομορφιά της πίστεώς μας! Τι αγάπη του ίδιου του Θεού μας!

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΜΙΑΝ ΑΝΑΣΑ Ο ΑΡΡΩΣΤΟΣ…

«Είπε ο όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης: “Όταν υπέφερα απ’ το πρώτο εγκεφαλικό, ήρθε ένας γιατρός από το Σωτηρία. Μου είπε:

- Γέροντα, και τα μάτια σου και το χέρι σου θα επανέλθουν.

Μεγάλη παρηγοριά μου έδωσε. Η αγάπη δεν εκδηλώνεται μόνο με το να δώσεις χρήματα. Πες στον άρρωστο έναν λόγο παρηγορητικό, να πάρει μιαν ανάσα…”» (Από το βιβλίο του Μητρ. Αργολίδος Νεκταρίου, «Θα ’μαστε μαζί», Συντροφιά με τον άγιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη).

Ο μεγάλος σύγχρονος όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης, που και μόνο η μορφή και τα μάτια του προκαλούσαν ελέγχους συνειδήσεως και διάθεση μετανοίας, θίγει με τον προσωπικό και βιωματικό αυτόν λόγο του ένα πολύ κρίσιμο θέμα, που άπτεται της σχέσεως ιατρού και ασθενούς. Κι αξίζει ιδιαιτέρως να προσεχτούν τα λόγια του, διότι επρόκειτο περί ανθρώπου με ασυνήθιστη ευαισθησία στον πόνο και τη θλίψη, αφού όλη τη ζωή του σχεδόν την πέρασε μέσα στις δοκιμασίες, τον πόνο και τα βάσανα, με κατά καιρούς διαστήματα μεγάλης επισκέψεως του Θεού διά παρηγορίας και παρακλήσεως, ή καλύτερα: ζούσε την παρηγορία και την παράκληση της Χάρης του Θεού μέσα από τις θλίψεις αυτές. Γράφει εν προκειμένω ο γνωστός σοφός και άγιος Γέροντας, Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος, που ευλογήθηκε από τον Κύριο να γνωρίσει και να συναναστραφεί επί πολλά χρόνια τον όσιο Κατουνακιώτη: «Πέρασε ο Γέροντας πολλές αρρώστιες και ταλαιπωρίες, ήταν συνεχώς στο κρεβάτι. Ήταν το 1976, που τον γνώρισα. Αλλά συνήθως ήτανε στο κρεβάτι, έτσι τον θυμάμαι. Μια φορά, μάλιστα, τον έπιασε απελπισία. Μου είπε: - Τόσα χρόνια στο κρεβάτι… Άμα σηκωθώ να κάνω ένα βήμα, ανοίγουν συνέχεια πληγές. Όταν με πλησίασε το πνεύμα της απογνώσεως, άκουσα τη φωνή της Παναγίας να μου λέει: “- Έτσι σε θέλεις ο Θεός”. Αυτό ήταν!» Κι ακόμη άλλος επί χρόνια υποτακτικός του (π. Γ. Αθανασάκης) σημειώνει: «Όλη του η ζωή ήταν μαρτυρική. Περισσότερο ήταν το μαρτύριο, παρά οι παρακλήσεις από τον Θεό. Είχε μεγάλες καταστάσεις Χάριτος, αλλά περνούσε και πνευματικές δυσκολίες».

Λοιπόν, η γνώμη ενός τέτοιου έμπειρου στον πόνο και τις δοκιμασίες ανθρώπου αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Και τι λέει; Ότι γενικώς οι άνθρωποι, εξαιρέτως όμως ο γιατρός, λόγω και επαγγέλματος/λειτουργήματος, πρέπει να στέκει στο πλευρό του ασθενούς με τέτοια λεπτότητα και σεβασμό, που ο λόγος και η όλη στάση του να δημιουργεί κλίμα παρηγοριάς σ’ αυτόν, πράγματι στάση που όπως αφήνει να εννοήσουμε αποτελεί για τον άρρωστο το «φιλί της ζωής». Και δεν είναι υπερβολή: «Να πάρει μια ανάσα» σημειώνει. Γιατί; Διότι ένας αναγκεμένος άνθρωπος, είτε σωματικά είτε ψυχικά – αυτά τα δύο πάνε πάντοτε «παρέα» - βρίσκεται μπροστά στο φάσμα του θανάτου, χαρακτηρίζει ως «πνιγμό» σχεδόν την κατάστασή του. Ακόμη και για πιο ήπιες περιπτώσεις ασθένειας ο λογισμός της απώλειας της ζωής έρχεται υπόγεια στον νου του αρρώστου. Οπότε στην περίπτωση αυτή που βιώνεται μία υπαρξιακή στην ουσία κρίση, εκεί που ο άνθρωπος νιώθει να ταλαντεύεται στο μεταίχμιο των δύο κόσμων ή στην αίσθηση απώλειας της μέχρι τώρα πορείας του, εκεί χρειάζεται η υποστήριξη και η παρηγοριά. Κάποιος να του τονώσει το ηθικό, να του πει ότι δεν είναι μόνος, να του προσφέρει ένα αίσθημα ασφάλειας, μία όντως αγκαλιά. Κι αυτός – κι εδώ αναδεικνύεται το μεγαλείο του ως του πιο εγγύτερου προς τον ανθρώπινο πόνο – είναι ακριβώς ο γιατρός.

Ποιος δεν έχει ζήσει παρόμοιες καταστάσεις, όπως ο όσιος Γέροντας; Να κείτεσαι στο κρεβάτι του πόνου ή να αντιμετωπίζεις έστω μία απρόσμενη αρρώστια και ο γιατρός να έρχεται να σου δίνει ελπίδα. Ο λόγος του να γίνεται βάλσαμο στην καρδιά σου κι ίσως λιγότερο στο σώμα σου. Διότι διαρκώς επιβεβαιώνεται ότι ο ψυχολογικός παράγοντας είναι ό,τι ανώτερο και ισχυρότερο στη θεραπεία ενός ασθενούς. Ακόμη και στις περιπτώσεις των πασχόντων από καρκίνο, οι γιατροί το πρώτο που τονίζουν είναι η σημασία του ψυχολογικού παράγοντα. Διακεκριμένη πανεπιστημιακή ιατρός έλεγε προ ολίγο μόλις καιρού ότι ο ψυχολογικός παράγοντας υπερβαίνει κατά πολύ το πενήντα τοις εκατό για την ίαση των παθήσεων. Ποιος λοιπόν μπορεί να «συναγωνιστεί» έναν γιατρό, που εκ των πραγμάτων είναι ο ειδικός και έχεις εμπιστοσύνη στην εκτίμησή του;

Αλλά και αντιστρόφως δυστυχώς. Αρκετοί ασθενείς έχουν «εισπράξει» απόρριψη από τον γιατρό, ακόμη και στο… ιατρείο τους, λόγω της αποτομίας του χαρακτήρα του, λόγω της σκληρότητας του λόγου του – υπάρχουν κι εκείνοι που επιλέγουν το «σπαθί» για να μιλήσουν στον ασθενή – λόγω της όποιας πράγματι κούρασής του που τον κάνει να μη λαβαίνει υπ’ όψιν του τον ψυχολογικό παράγοντα και όσα παραπάνω αναφέραμε. Και ποιο το αποτέλεσμα; Η καταρράκωση του ασθενή, το σβήσιμο ίσως της ελπίδας μέσα του, ένα «πάγωμα» της καρδιάς του που του δίνει συντριπτικό κτύπημα για να βουλιάξει μέσα στην απόγνωσή του – το καλύτερο «φάρμακο» για να τελειώσεις τον ασθενή. Ποιος θα ήθελε να έχει έναν τέτοιο «γιατρό»; Πάντως όχι ο άγιος Εφραίμ αλλ’ ούτε και ο άγιος Πορφύριος που τόνιζε την ίδια αλήθεια: ότι η στάση του γιατρού επηρεάζει τα μέγιστα την κατάσταση και την πορεία του όποιου ασθενούς.

Και τι συμπληρώνει καίρια ο όσιος Γέροντας ως όρο για να λειτουργούν με τον σωστό τρόπο και ο γιατρός ασφαλώς αλλά και όλοι μας; Η αγάπη. Η αγάπη είναι η βάση που θα σε κάνει να δεις τον συνάνθρωπό σου, κατεξοχήν τον εν ανάγκαις ευρισκόμενο, ως άνθρωπο, ως… Χριστό! Ο ίδιος ο Κύριος έτσι δεν χαρακτήρισε ιδίως τον ελάχιστο συνάνθρωπο, που ψυχολογικά και σωματικά, είναι ο ασθενής; Ως τον Ίδιο! «Ό,τι κάνατε σ’ έναν από αυτούς τους ελαχίστους, σ’ εμένα το κάνατε». Κι ο απόστολος Παύλος θα το πει κι αλλιώς: «Αμαρτάνοντας στους αδελφούς και τραυματίζοντας τη συνείδησή του, στον Χριστό αμαρτάνετε!» Αλλά… πρέπει να είσαι έστω και λίγο χριστιανός!

Λόγος παρηγορητικός. Μια ανάσα! Ό,τι χρειαζόμαστε όλοι μας! Ό,τι πρέπει να κάνουμε όλοι μας!  

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΕΝ ΤΗ ΚΡΙΣΕΙ

«Ο μακάριος Πατέρας μας Ανδρέας, γέννημα και θρέμμα της Κρήτης, υπήρξε τέκνο ευσεβών και φιλαρέτων γονέων, γι’ αυτό και ο ίδιος ζούσε έντονα τη χριστιανική ζωή τηρώντας με πόθο τις εντολές του Θεού. Επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου (741-775), βλέποντας τους χριστιανούς να ταλαιπωρούνται και να διώκονται από τους αιρετικούς εικονομάχους ήλθε στην Κωνσταντινούπολη ομολογώντας με θάρρος την αλήθεια της πίστεως στον Χριστό και ελέγχοντας τον αυτοκράτορα για την ασέβειά του. Ο αυτοκράτορας μη υποφέροντας το θάρρος της ομολογίας του τον σταμάτησε αμέσως όταν μιλούσε κι έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να τον συλλάβουν. Αυτοί του επιτέθηκαν αμέσως με φονική διάθεση, άλλοι τραβώντας του το κεφάλι, άλλοι τα χέρια, άλλοι τα ενδύματα, με σκοπό να γίνουν αρεστοί στον βασιλιά, οπότε και τον έριξαν κάτω στη γη, αυτόν που τον νου του τον είχε στον Θεό. Και δεν σταμάτησαν να τον τραβολογούν βίαια από δω κι από κει, μέχρις ότου ο βασιλιάς θεωρώντας ότι τιμώρησε την αυθάδειά του διέταξε να τον φέρουν μπροστά του να απολογηθεί.

Ο άγιος μίλησε αρκετά για τις άγιες εικόνες και πρόσθεσε στο τέλος: «αν, βασιλιά, δέχονται τις πιο μεγάλες τιμωρίες αυτοί που σαν τρελοί εξυβρίζουν τις βασιλικές στήλες, σκέψου πόση θεϊκή τιμωρία θα δεχτούν αυτοί που καθυβρίζουν την εικόνα του Θεού;» Εξοργισμένος τότε από τα λόγια του αγίου ο τύραννος βασιλιάς έδωσε εντολή να τον ξεγυμνώσουν και να τον μαστιγώσουν με σφοδρότητα, με αποτέλεσμα το έδαφος να γίνει κατακόκκινο από το αίμα του.

Όταν τον σήκωσαν και είδαν ότι δεν υποχωρεί ο γενναίος ούτε με δώρα ούτε με απειλές, και πάλι συνέχισαν να τον βασανίζουν με μεγάλη ωμότητα, ανοίγοντάς του τα πλευρά, σπάζοντάς του τα δόντια με πέτρες και ρίχνοντάς τον τέλος στη φυλακή. Επειδή όμως και στη φυλακή συνέχισε να μένει σταθερός και να γίνεται μάλιστα και γενναιότερος, καταξέσκισαν τις σάρκες του που έπεφταν κάτω, μέχρις ότου του έδεσαν με σχοινιά τα πόδια κι άρχισαν να τον σέρνουν στους δρόμους, επειγόμενοι να τον ρίξουν στον τόπο των κακούργων.

Την ώρα όμως που έσερναν τον μάρτυρα, κάποιος ψαράς που μόλις είχε βγάλει την ψαριά από τη θάλασσα, άφησε στην αγορά το εμπόρευμά του, άρπαξε ένα μεγάλο μαχαίρι και σαν δαιμονισμένος επέπεσε πάνω στον μάρτυρα κόβοντας από το ιερό σώμα του το ένα από τα πόδια του, οπότε έτσι τελείωσε  ο μάρτυρας τον δρόμο της αθλήσεώς του μετατιθέμενος στις αιώνιες Μονές. Το τίμιο λείψανό του απορρίφτηκε τελικά στον τόπο των κακούργων, αναμιγμένο με τα εκεί υπάρχοντα σώματα για αρκετό διάστημα.  

Τι συνέβη όμως; Δώδεκα άνδρες που κατέχονταν από δαιμόνια και προέρχονταν από διάφορες περιοχές της πόλεως εκείνης, σαν να τους δόθηκε ένα σύνθημα, βρέθηκαν στον συγκεκριμένο τόπο που κείτουνταν το ιερό λείψανο του αγίου, αφρόντιστο και χωρίς καμία τιμή, αυτό που ήταν παντελώς τίμιο. Κι εκείνοι μόλις το ακούμπησαν αμέσως θεραπεύτηκαν από τα δαιμόνια, παίρνοντας ως μισθό κατά κάποιο τρόπο για την εύρεση του αγίου την ίασή τους. Οι ίδιοι σήκωσαν το σώμα του αγίου και τον έθαψαν σε ιερό τόπο που λέγεται «Κρίσις», προς δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αμήν

Την εποχή της εικονομαχίας δρα ο οσιομάρτυς Ανδρέας, τότε που ο Πονηρός δαίμων βρήκε την ευκαιρία να πολεμήσει με «δεξιά» όπλα τη χριστιανική πίστη. Διότι με το πρόσχημα ότι αγωνίζονται υπέρ Χριστού(!) οι αιρετικοί, αρνούμενοι στην πραγματικότητα τη φανέρωση του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, στράφηκαν κατά των αληθινών χριστιανών, οι οποίοι μέσα από τις εικόνες διατράνωναν την πίστη ότι όντως ο Θεός έγινε άνθρωπος, άρα περιγραπτός κατά το ανθρώπινό Του, και δεν ήλθε ως «φάντασμα» και ως σχήμα εγκεφαλικό. Να υπενθυμίσουμε μάλιστα ότι για την πρώτη Εκκλησία, συνεπώς και για όλη την πορεία της, η πραγματικότητα της ενανθρώπησης του Θεού εν προσώπω Χριστού ήταν το απόλυτο κριτήριο για τη βεβαίωσης της γνήσιας πίστης. «Παν πνεύμα ο ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού εστι» θα σημειώσει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, όπως και το αντίστροφο.

 Τη διαστρέβλωση αυτή των διωκτών της αληθινής πίστεως δεν ανέχτηκε το τέκνο του Θεού και της Εκκλησίας μοναχός Ανδρέας, γι’ αυτό και θέλησε να την υπερασπιστεί με την ίδια τη ζωή του. «Τίμησες την όραση του σαρκωθέντος Θεού μέσα από τα ιερά σύμβολα και τα σεπτά μορφώματά Του», μέσα δηλαδή από τις εικόνες Του, τονίζει ο μέγας υμνογράφος άγιος Ιωσήφ. Και οι αγώνες του που κατέληξαν στο άγιο μαρτύριό του βοήθησαν μαζί με τον αγώνα και των άλλων παρομοίων με αυτόν μαρτύρων στην υπέρβαση της κρίσεως, η οποία πραγματοποιήθηκε σε πρώτη φάση από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787), σε δεύτερη δε και οριστική φάση το 843 επί αυτοκράτειρας Θεοδώρας της Αυγούστας, οπότε και διακηρύχθηκε η νίκη της Ορθοδοξίας απέναντι και στους εικονομάχους αλλά και σε όλους τους εχθρούς της πίστεως. «Νίκησες ολοσχερώς και τον αυτοκράτορα, τον Κοπρώνυμο επονομαζόμενο, οσιομάρτυς Ανδρέα, με το ξίφος της πίστεως».

Ο υμνογράφος βεβαίως, ως εμπνευσμένος άνθρωπος, «βλέπει» και πέραν της νίκης αυτής: της υπέρβασης της αίρεσης και της επικράτησης της αλήθειας. «Βλέπει» κι ένα βάθος που λειτουργεί σε πνευματικό επίπεδο, τη νίκη με άλλον τρόπο των δαιμόνων και των οργάνων του, και που βοηθάει τους απλούς πιστούς για να μένουν σταθεροί στον δρόμο της Βασιλείας του Θεού. «Την ώρα που κυλιόσουνα, ένδοξε, πάνω στη γη αιμόφυρτος, εκείνη την ώρα εξομάλυνες την οδό της πίστεως κάνοντάς την για τους ανθρώπους ευκολοδιάβατη» - μία επισήμανση που παραπέμπει στο Σταυρικό Πάθος του Ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού, όπου ο θάνατός Του σηματοδοτούσε τη νίκη απέναντι στον θάνατο, την αμαρτία, τον Διάβολο. Δεν είναι τυχαίο γι’ αυτό που κάθε μαρτύριο αγίου για την Εκκλησία μας θεωρείται ως συμμετοχή σ’ αυτό το Πρώτο Πάθος, συσταύρωση μ’ Εκείνον τον αρχηγό της Πίστεως.

Είναι περιττό ασφαλώς να επισημάνει κανείς ό,τι τονίζουν οι άγιοι υμνογράφοι μας για κάθε άγιο είτε μάρτυρα είτε οποιασδήποτε άλλης τάξεως: την αγάπη και τον σφοδρό έρωτα του αγίου για τον Κύριο Ιησού Χριστό. Χωρίς την αγάπη αυτή το μαρτύριο και η αγία ζωή τους είναι άνευ περιεχομένου, άνευ λόγου και αιτίας. «Δεσμεύτηκες από τον πόθο του Χριστού, Πάτερ, από τη νεότητά σου σηκώνοντας τον σταυρό σου κι έτσι ακολούθησες με χαρά Εκείνον» σημειώνει μεταξύ πολλών άλλων ο υμνογράφος. Κι αλλού ενδεικτικά: «Στήριξες τις βάσεις του νου σου, πάτερ, πάνω στην πέτρα της αγάπης του Χριστού κι έτσι δεν σαλεύτηκες καθόλου από τις ενάντιες δυνάμεις». Και τι ήταν εκείνο, κατά τον άγιο ποιητή Ιωσήφ, που έκανε τον οσιομάρτυρα Ανδρέα να αποκτήσει αυτήν την αγάπη; Ποιος ήταν ο χώρος που κινήθηκε, ώστε όντως να κοινωνήσει την αγάπη του Χριστού μέχρι βαθμού θυσίας; Αυτό που διαλαλεί αδιάκοπα η Εκκλησία και που συνιστά το θεμέλιό της: την Αποστολική και την Πατερική παράδοση. «Θρεμμένος με τα δόγματα των Αποστόλων, μακάριε, και με τα διδάγματα των ένθεων Πατέρων, τίμησες την εικόνα του Χριστού». Οπότε κατανοούμε αμέσως την εκτίμηση του αγίου υμνογράφου: Ο άγιος Ανδρέας, «ο επώνυμος της ανδρείας και ομώνυμος του Πρωτοκλήτου», είναι «θησαυρός μέγας και φωστήρας της Ορθοδοξίας».  

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΟΣΜΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΑΪΟΥΜΑ, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΛΩΔΟΣ

«Ο άγιος Κοσμάς (685-περ.750), γεννημένος μάλλον στη Δαμασκό, επειδή έμεινε ορφανός από μικρός, υιοθετήθηκε από τον πατέρα του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού Σέργιο, ο οποίος ήταν πλούσιος και με κοσμική δόξα, ως υπουργός οικονομικών του χαλίφη των Αράβων. Βλέποντας ο Σέργιος την κλίση και των δύο παιδιών στα γράμματα, προσέλαβε κάποιον άνδρα πολυμαθή και σοφό, Κοσμά και αυτόν στο όνομα, από την Καλαβρία, προκειμένου να τα διδάξει κάθε σοφία, θεία και ανθρώπινη. Πράγματι, οι δύο νέοι, ο Ιωάννης και ο Κοσμάς, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα διδάχτηκαν από τον Κοσμά τον δάσκαλό τους γραμματική και φιλοσοφία, αστρονομία και γεωμετρία, όπως και ποίηση και μουσική, και έγιναν αξιοσέβαστοι από όλους. Όποιος μάλιστα θέλει να μάθει την τελειότητα αυτών σε όλα, δεν έχει παρά να την γνωρίσει ακριβώς από τα συγγράμματα που εκπονήθηκαν από αυτούς. Μετά από τις σπουδές τους, πήγαν στη Λαύρα του αγίου Σάββα και έγιναν μοναχοί. Και ο μεν μακάριος Ιωάννης χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ο δε αξιοσέβαστος Κοσμάς, αφού παρακλήθηκε πολύ από όλη τη Σύνοδο των επισκόπων, προχειρίστηκε επίσκοπος της πόλεως Μαϊουμά. Αφού πολιτεύτηκε λοιπόν καλώς και οδήγησε το ποίμνιό του στους σωτήριους δρόμους της πίστεως, έφθασε σε βαθιά γεράματα, οπότε και αναπαύτηκε εν Κυρίω».

Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τον άγιο Κοσμά τον ποιητή και μελωδό (συνέθετε όχι μόνον ύμνους, αλλά και τους μελοποιούσε) με πεζό λόγο. Διότι πώς «την κιθάραν του Πνεύματος, την λύραν την ένθεον», «την θεόβρυτον πηγήν» θα μπορέσει να υμνήσει αξίως η πεζότητα του λόγου; Όταν μάλιστα αυτά που μελώδησε ο άγιος Κοσμάς αναφέρονταν στην Αγία Τριάδα, τις μεγάλες Δεσποτικές εορτές του Κυρίου μας, την Υπεραγία Θεοτόκο; Ας θυμηθούμε ότι ο κανόνας των Χριστουγέννων: «Χριστός γεννάται δοξάσατε», ο κανόνας των Θεοφανείων: «Βυθού ανεκάλυψε πυθμένα», ο κανόνας του Πάσχα: «Κύματι θαλάσσης» είναι δικά του πονήματα. 

Ο υμνογράφος του δεν ξέρει πώς να εξυμνήσει όχι μόνον τα ποιήματά του, αλλά και την ίδια την αγία βιοτή του. Μέσα στην απορία του βρίσκει καταφύγιο στις μεγάλες προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, τους μεγάλους Πατριάρχες της: τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, τον Μωυσή, ακόμη δε και τον δίκαιο Άβελ! Δεν πρέπει να αφήσουμε ασχολίαστη τη σύγκριση του αγίου Κοσμά με τον Άβελ. Η επισήμανση του υμνογράφου, ότι και ο άγιος πρόσφερε τις απαρχές των λόγων του στον Θεό, όπως ο Άβελ τα καλύτερα ζώα του, σημαίνει αφενός τη βαθειά αγάπη του αγίου προς Εκείνον – ο Θεός ήταν η προτεραιότητά του – και αφετέρου ότι η εκκλησιαστική ποίηση και υμνωδία για τον άγιο δεν ήταν πάρεργο. Πέρα από τα ποιμαντικά καθήκοντά του, αφιέρωνε αρκετό χρόνο για να υμνολογήσει με ωραίο τρόπο τα πάθη του Κυρίου, τα θαύματά Του, τις συμπεριφορές των αγίων και μάλιστα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Και τούτο γιατί γνώριζε ο άγιος ότι δεν αρκεί μόνον να εξαγγείλει την πίστη του Χριστού, αλλά να την εξαγγείλει και με τρόπο, που θα γίνει περισσότερο αποδεκτή από τους πιστούς. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που η Εκκλησία μας εισήγαγε στη λατρεία της την ποίηση και την υμνωδία. Οι λόγοι ήταν καθαρώς ποιμαντικοί και όχι βεβαίως πρώτιστα αισθητικοί. Ώστε και το περιεχόμενο, αλλά και η μορφή παίζει ρόλο στην προσφορά του ευαγγελίου. 

Ας κάνουμε τον παραλληλισμό: ο γνωστός και μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος είχε αναφέρει σε παλαιά εκπομπή στην τηλεόραση ότι ένας από τους λόγους που ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης πήρε ακριβώς το νόμπελ λογοτεχνίας, ήταν και το γεγονός ότι οι Σουηδοί, όπως και οι άλλοι Ευρωπαίοι, είχαν γνωρίσει την ποίησή του από τη μελοποίηση σπουδαίων έργων του, π.χ. το «Άξιόν εστι», από τον μεγαλοφυή βεβαίως ως προς το μουσικό του χάρισμα Μίκη Θεοδωράκη. Η μουσική δηλαδή έγινε γέφυρα επικοινωνίας του μεγάλου πλήθους του κόσμου προς την ίδια την ποίηση.