Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΕΡΧΟΜΕΝΟ ΣΤΟ ΙΕΡΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ



1. Ἡ ἐξομολόγηση ἀποτελεῖ μυστήριο τῆς ᾽Εκκλησίας. Ὅπως εἶναι τό βάπτισμα, τό χρίσμα, ἡ Θεία Εὐχαριστία, τό ἴδιο συμβαίνει καί ἐδῶ. Εἶναι σάν μιά βρύση πού ὅταν ἀνοίγει προσφέρει τήν χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁδηγεῖ τόν πιστό στό σημεῖο ἐκεῖνο ὥστε νά δεχθεῖ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού αὐτό κυρίως εἶναι ῾῾εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον᾽᾽. Ὁ ἐξομολογούμενος ἄρα ἔρχεται σέ ἄμεση σχέση μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό. Σ᾽ ᾽Εκεῖνον στήν πραγματικότητα ἐξομολογεῖται, γι᾽ αὐτό καί δέν ἔχει νόημα νά μήν εἶναι εἰλικρινής. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι βρύση, τήν κάνουλα ὅμως πού ἀνοίγει τή βρύση τήν ἔχει στά χέρια του ὁ ἐξομολογούμενος. ῎Ετσι στό μυστήριο αὐτό δέν παίζει ρόλο τόσο ὁ ἐξομολόγος ὅσο ὁ ἐξομολογούμενος.

2. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ προσερχόμενος στό μυστήριο δέν ἔρχεται ἀπροετοίμαστος. Πρέπει νά ἔχει προηγηθεῖ ἡ μετάνοιά του, δηλαδή ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του καί ἡ ἀπόφαση ἀλλαγῆς του, ἡ ὁποία θά καταλήξει στήν ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν ἐν ταπεινώσει ἐνώπιον τοῦ ἱερέα. Ὁ ἱερέας ἔχει τήν ἐξουσία ἀπό τόν Χριστό καί τήν ᾽Εκκλησία νά γίνεται ὄργανο τοῦ Χριστοῦ γιά τήν παροχή τῆς χάρης τῆς ἀφέσεως. Ὁ ἱερέας ἔτσι δέν εἶναι οὔτε εἰσαγγελέας οὔτε δικαστής. Εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς μετανοίας τοῦ πιστοῦ, πού χαίρεται γι᾽ αὐτήν ἀκριβῶς τή μετάνοια, ὅπως ἀκριβῶς χαίρεται ὁ Θεός καί ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος γιά τόν ἴδιο λόγο. ῎Αλλωστε καί ὁ ἴδιος ἐξομολογεῖται σέ ἄλλον ἱερέα.

3. Ὁ μετανοημένος λοιπόν πιστός ἔχει ἐξετάσει τόν ἑαυτό του α) ὡς πρός τή σχέση του μέ τόν ἴδιο τόν Θεό: ἄν Τόν ἀγαπᾶ, ἄν συνεπῶς Τόν σκέπτεται, ἄν προσεύχεται, ἄν ἐκκλησιάζεται, ἄν προσπαθεῖ γενικῶς νά τηρεῖ τό ἅγιο θέλημά Του· β) ὡς πρός τήν σχέση του μέ τόν συνάνθρωπο: ἄν καί αὐτόν τόν ἀγαπᾶ καί τόν σέβεται, ἄν δέν τόν κατακρίνει, ἄν δέν τόν ὑβρίζει, ἄν δέν σκέπτεται πονηρά γι᾽ αὐτόν κλπ.· γ) ὡς πρός τόν ἑαυτό του: ἄν σέβεται καί τό σῶμα του καί τήν ψυχή του ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν τόν καταστρέφει καί τόν φθείρει μέ ποτά, τσιγάρα κ.ἄ., ἄν ἔχει τήν πίστη στή ζωή του πού ζητᾶ ὁ Θεός. Μέ ἄλλα λόγια τό βασικό κριτήριο μέ τό ὁποῖο ἐλέγχει τήν ζωή του εἶναι ἡ ἀγάπη, ἀπό τήν τήρηση τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται ἡ ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό ἤ ὄχι. Γι᾽ αὐτά ὅλα μετανοεῖ καί παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν συγχωρήσει καί νά τόν βοηθήσει νά μήν τά ἐπαναλάβει. ῎Αν τυχόν ἀργότερα γιά λόγους ἀδυναμίας ἁμαρτήσει καί πάλι, καί πάλι θά ἀκολουθήσει τήν ἴδια διαδικασία. Ὁ Θεός δέν ῾βαριέται᾽ νά μᾶς συγχωρεῖ, γιατί μᾶς ἀγαπάει. Εἶναι ὁ Πατέρας μας.

4. Προσοχή λοιπόν! ᾽Εξομολογούμαστε τίς δικές μας ἁμαρτίες καί ὄχι τίς ἁμαρτίες ἄλλων. Καί ὁμολογοῦμε τίς ἁμαρτίες χωρίς περιστροφές, δικαιολογίες καί ἱστορίες. Ἡ προσπάθεια νά δικαιολογήσουμε τίς ἁμαρτίες μας δείχνει ὅτι στήν πραγματικότητα δέν ἔχουμε μετανοήσει γι᾽ αὐτές. Στήν περίπτωση αὐτή καί ὁ ἐξομολογούμενος δέν ἀναπαύεται ψυχικά, ἀλλά καί ὁ ἱερέας καταπονεῖται. Διότι ἀκριβῶς δέν γίνεται σωστή ἐξομολόγηση.

5. Δέν εἶναι σωστό λοιπόν νά μακρηγορεῖ κανείς στήν ἐξομολόγηση. Ὁμολογοῦμε σύντομα τίς ἁμαρτίες μας, μέ μετάνοια καί συναίσθηση, καί δεχόμαστε μέ ἐμπιστοσύνη τίς ὅποιες συμβουλές τοῦ ἐξομολόγου. ᾽Ιδιαιτέρως, δέν χρειάζεται ἀνάλυση στίς σαρκικές λεγόμενες ἁμαρτίες. Τίς ὁμολογοῦμε μέ λιτό καί ἐπιγραμματικό τρόπο. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά καθυστερεῖ κανείς στό ἐξομολογητήριο. ῎Αν ὑπάρχει κάποιο ἰδιαίτερο πρόβλημα πρός συζήτηση, θά πρέπει νά ἀντιμετωπιστεῖ κάποια ἄλλη ὥρα πέραν τῆς ἐξομολογήσεως, καί ὁπωσδήποτε ὄχι πρό τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα. Τό πρόγραμμα τοῦ ἱερέα τότε εἶναι ἀρκετά βαρυμένο.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ



Β´ ΣΤΑΣΗ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΩΝ

Χαῖρε ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας, χαῖρε ἡ τοῦ βορβόρου ρυομένη τῶν ἔργων
(Χαῖρε, Παναγία, πού λυτρώνεις τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν βάρβαρη θρησκεία, χαῖρε Σύ πού τούς σώζεις ἀπό τήν βρωμιά τῶν πονηρῶν ἔργων).

1. ῾Ο διπλός χαιρετισμός πρός τήν Παναγία μας τονίζει μέ πολλή καθαρότητα ὅτι ἡ πίστη μας στόν Θεό δέν εἶναι μία θεωρητική κατάσταση, ἀλλά προσδιορίζει ὁλόκληρη τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η Παναγία μᾶς λυτρώνει καί ἀπό τήν βάρβαρη θρησκεία καί ἀπό τόν βόρβορο τῶν πονηρῶν ἔργων. Κι αὐτό διότι δέν μπορεῖ κανείς νά ξεχωρίσει αὐτά τά δύο: ἡ βάρβαρη θρησκεία ὁδηγεῖ καί ἐκβάλλει στόν βόρβορο τῶν ἔργων.
Ποιά εἶναι ἡ βάρβαρη θρησκεία; ᾽Ασφαλῶς ἡ εἰδωλολατρία. Καί εἰδωλολατρία σημαίνει διαστρεβλωμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄρα ψεύτικη καί ἀνύπαρκτη εἰκόνα Θεοῦ. Καί πράγματι. Αὐτή εἶναι ἡ πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας μας: ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτώση του στήν ἁμαρτία ἔχασε τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ ἁμαρτία ὑπῆρξε πιά τό φράγμα τό ὁποῖο μπῆκε ἀνάμεσα στόν ἴδιο καί ᾽Εκεῖνον. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι  ὁποιαδήποτε κίνησή του γιά νά Τόν εὕρει ὁδηγεῖτο ἔκτοτε σέ ἀποτυχία. Αὐτό δηλαδή πού νόμιζε ὡς Θεό ἦταν τό ἀποκύημα δυστυχῶς τῆς μέσα στήν σκοτεινιά τῶν παθῶν του εὑρισκομένης καρδιᾶς του, ἕνα εἴδωλο τοῦ νοῦ του.
᾽Ακριβῶς λοιπόν ἡ ψεύτικη αὐτή πίστη ἔχει ἀντίκτυπο καί στήν ζωή του: ἀλλοιώνεται ὁ τρόπος ζωῆς πού θά πεῖ ὅτι ὁ βόρβορος τῆς ἁμαρτίας γίνεται τό ἔδαφος τῆς στόν κόσμο τοῦτο πορείας του. Κι αὐτό γιατί ὁ ἄνθρωπος ἀνάλογα μέ τό τί Θεό πιστεύει καθορίζει καί τήν ποιότητα τῆς ζωῆς του. Μᾶς τό λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ξεκάθαρα στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή: ῾Καί καθώς οὐκ ἐδοκίμασαν τόν Θεόν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τά μή καθήκοντα, πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ πονηρίᾳ πλεονεξίᾳ κακίᾳ, μεστούς φθόνου φόνου ἔριδος δόλου κακοηθείας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρετάς κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας᾽ (1, 28-31). (Δηλαδή: Κι ἀφοῦ τό θεώρησαν περιττό νά γνωρίσουν τόν Θεό ἐνσυνείδητα, τούς παρέδωσε ὁ Θεός στήν μωρία τους, κι ἔτσι κάνουν ἀνάρμοστα πράγμαα. Εἶναι γεμάτοι ἀπό κάθε εἴδους ἀδικία, πορνεία, πονηρία, πλεονεξία, κακία. Εἶναι γεμάτοι φθόνο, φόνο, φιλονικία, ἀπάτη καί κακοήθεια. Κακολογοῦν καί κατηγοροῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, μισοῦν τόν Θεό, εἶναι κακοποιοί, ὑπερήφανοι, ἀλαζόνες, σκέφτονται μόνο πῶς θά βλάψουν τούς ἄλλους, εἶναι ἀνυπάκουοι στούς γονεῖς τους. ῎Ανθρωποι χωρί σύνεση, δέν κρατοῦν τόν λόγο τους, δέν ἔχουν στοργή, διαλλακτικότητα καί ἔλεος).
῾Ο ἄνθρωπος λοιπόν ἀνάλογα μέ τό κοίταγμα πρός τόν οὐρανό ζεῖ καί τήν ἐδῶ ζωή.

2. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά κάνει ἀβαρίες στήν πίστη του. ῾Η πίστη προσδιορίζει τήν ζωή καί ἡ ζωή, τά ἔργα δηλαδή καί ἡ καθημερινή συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου, ἀποκαλύπτουν τήν ποιότητα τῆς πίστης. Εἶναι αὐτό πού σημειώνει καί ὁ ἅγιος ᾽Ιάκωβος ὁ ἀδελφόθεος: ῾῾Η πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι᾽ καί ῾δεῖξόν μοι τήν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου᾽. ῎Ετσι ὄχι μόνον δέν ἐπιτρέπονται ἀβαρίες στήν πίστη, ἀλλά καί στήν καθημερινότητα τῆς ζωῆς. Τυχόν δηλαδή ἐκτροπή ἀπό τήν πίστη θά σημάνει ἐκτροπή ἀπό τήν ὀρθή συμπεριφορά, ὅπως καί κακή συμπεριφορά θά σημάνει ἐκτροπή καί ἀπό τήν πίστη. Καί δυστυχῶς αὐτό τό ἐπισημαίνουμε ὄχι μόνο σέ ἀνθρώπους τῶν ἄλλων θρησκειῶν, ἀλλά πολύ περισσότερο ἴσως στούς αἱρετικούς τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἀλλά καί στούς αἱρετικούς τῆς ζωῆς, τούς ὀρθοδόξους δηλαδή πού δέν ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κατεξοχήν τήν ἀγάπη.

3. ῾Η σύνδεση τῆς πίστης καί τῆς ζωῆς συνειδητοποιεῖ τό πόσο ἐσφαλμένη εἶναι ἡ ἄποψη διαφόρων αἱρετικῶν τοῦ χριστιανισμοῦ, οἱ ὁποῖοι καλοῦν τούς ὑπολοίπους χριστιανούς σέ ἕνωση πέρα τῶν ὁρίων τῆς πίστης, πέρα δηλαδή τῶν δογμάτων πού ὁριοθετοῦν τά πλαίσια τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Χριστοῦ. ῾Σημασία ἔχει ἡ ἀγάπη᾽ συνηθίζουν νά λένε, ἀγνοώντας προφανῶς ὅτι τά ὅρια τῆς ἀληθινῆς πίστης ἀκριβῶς αὐτό ὁριοθετοῦν: τήν ἀληθινή ἀγάπη. ᾽Αγάπη μέ ἄλλα λόγια χωρίς ὀρθή πίστη εἶναι λόγια κενά, ἄνευ περιεχομένου, ὅπως λέει καί ὁ ἀπόστολος: ῾᾽Αληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ᾽ καί ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽.

4. Χαιρετίζουμε λοιπόν τήν Παναγία, διότι γεννώντας ὡς ἄνθρωπο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου - ῾ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ᾽ - μᾶς ἔδωσε τήν δυνατότητα δι᾽ Αὐτοῦ νά ἀποκτήσουμε τήν ἀληθινή πίστη, τήν ἀληθινή δηλαδή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ᾽Εκεῖνος σήκωσε τό φράγμα τῆς ἁμαρτίας πού μᾶς χώριζε ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν ὀρθό τρόπο ζωῆς, τήν ἀγάπη. ῎Ετσι διά τῆς Παναγίας μας γευθήκαμε τήν ῾καθαράν θρησκείαν᾽ πού λέει ὁ ἅγιος ᾽Ιάκωβος, καί τήν καθαρότητα τῶν ἔργων. Διότι σημειώνει στήν ἐπιστολή του: ῾Θρησκεία καθαρά καί ἀμίαντος παρά τῷ Θεῷ καί Πατρί αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανούς καί χῆρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτόν τηρεῖν ἀπό τοῦ κόσμου᾽. (Δηλαδή: Θρησκεία καθαρή κι ἀμόλυντη γιά τόν Θεό καί Πατέρα εἶναι αὐτή: νά συμπαραστέκεστε στά ὀρφανά καί στίς χῆρες ὅταν ὑποφέρουν, καί νά διατηρεῖτε ἁγνό τόν ἑαυτό σας ἀπό τήν ἐπιρροή τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου). ῾Η καθαρή θρησκεία δηλαδή, ἡ ὁποία στήν πραγματικότητα ἀποτελεῖ τήν ὑπέρβαση τῆς ὅποιας ἄλλης θρησκείας καί φανερώνεται στόν κόσμο ὡς ᾽Εκκλησία: τό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ,  δύο κυρίως χαρακτηριστικά ἔχει: πρῶτον, τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς τήν βίωση τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης· δεύτερον, τήν ἁγνότητα ὡς καθαρότητα τῶν αἰσθήσεων ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἐγωϊστικές ἐπιρροές. Αὐτό σημαίνει ὅτι τότε κανείς ῾θρησκεύει᾽ ὀρθά, ὅταν ἀκολουθεῖ μέ πιστότητα τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς ζεῖ τήν ἀγάπη καί τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, μέσα στά πλαίσια ἀναπτύξεως μίας τέτοιας ζωῆς, μέσα δηλαδή στήν ᾽Εκκλησία ὡς βαπτισμένο καί χρισμένο μέλος Χριστοῦ. 

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)



῾Σύ δέ ὁ αὐτός εἶ καί τά ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι
(῾Εβρ. 1, 12)

α. ῾Η Κυριακή Β´ Νηστειῶν ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς προηγουμένης, τῆς Κυριακῆς τῆς ᾽Ορθοδοξίας, πού σημαίνει ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας στό πρόσωπο τοῦ μεγάλου Πατέρα της ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶδε τήν συνέχεια τῆς νίκης τῆς ὀρθῆς πίστεως ἀπέναντι, αὐτήν τήν φορά,  στούς νέους διαστρεβλωτές της, τόν δυτικοθρεμμένο φιλόσοφο Βαρλαάμ καί τούς ὁμόφρονές του, οἱ ὁποῖοι μέ ὅ,τι δίδασκαν συρρίκνωναν κατ᾽ οὐσίαν τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ σέ ἕνα ξερό καί ἀπονευρωμένο ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα.  ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἐκεῖνος πού μέ ἀφορμή τόν βαρλααμιτισμό ἐξέφρασε σύνολη τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἀγωνιζόμενος νά κρατηθεῖ ἡ ᾽Εκκλησία σέ αὐτό πού ἀποκάλυψε ὁ Κύριος, κήρυξαν οἱ ἀπόστολοι, δίδαξαν οἱ προγενέστεροι αὐτοῦ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας, δηλαδή πάνω στήν χάρη τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς ἔγινε μέτρο πίστεως καί ῾κήρυξ τῆς χάριτος᾽. Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα μάλιστα τῆς ἡμέρας τήν ἀνάγκη πιστότητας στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ μεταξύ ἄλλων τονίζει, θεμέλιο τῆς ὁποίας εἶναι ἡ αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ λόγου Του. ῾Κατ᾽ ἀρχάς σύ, Κύριε, τήν γῆν ἐθεμελίωσας, καί ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί. Αὐτοί ἀπολοῦνται, σύ δέ διαμένεις καί πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται...Σύ δέ ὁ αὐτός εἶ καί τά ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι᾽.

β. 1. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής: προβάλλει τήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ, τό ἄκτιστο καί ἄτρεπτο Αὐτοῦ ἐνόψει τοῦ τρεπτοῦ καί φθαρτοῦ τῆς κτιστῆς δημιουργίας. ῾Η Δημιουργία, καρπός τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ,  ἔχει ἀρχή καί τέλος, τό ὁποῖο (τέλος) νοεῖται ὄχι ὡς καταστροφή ἀλλά ὡς ἀλλαγή αὐτῆς (῾καί πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται καί ἀλλαγήσονται᾽). Κι αὐτό θά πεῖ: ἀφενός κάθε τι στήν Δημιουργία ἔχει τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ, περικλειόμενο μέσα στήν ἀγάπη Του, συνεπῶς κάθε δημιούργημα ἔχει μία ἰδιαίτερη ἱερότητα, κατεξοχήν ὁ ἄνθρωπος ὡς κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ δημιουργημένος, λοιπόν τά πάντα ἔχουν ἀναγωγικό καί μυσταγωγικό χαρακτήρα πού παραπέμπουν σέ δοξολογία τοῦ Θεοῦ - ῾οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν Αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα· ἀφετέρου κάθε τι στήν Δημιουργία, ἐπειδή ἀκριβῶς ἕλκει τήν ὕπαρξή του ἀπό τόν Θεό καί εἶναι ἐκ φύσεως μέ ἡμερομηνία λήξεως, δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς στήριγμα καί πηγή νοήματος γιά τόν ἄνθρωπο. ῾Η ἁμαρτία ὡς ἐπανάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στόν Δημιουργό του ἔφερε τήν ἀνατροπή καί τήν διαστροφή: νά διαγραφεῖ οὐσιαστικά ὁ Θεός καί νά θεωρηθεῖ ἡ κτίση ὡς ζωή καί νόημα αὐτῆς - ὅ,τι συνέβη μέ τόν προπάτορα ᾽Αδάμ πού μετά τήν ἁμαρτία στράφηκε στήν γυναίκα του Εὔα δίνοντάς της ἀκριβῶς τήν ἰδιότητα πού δέν εἶχε: Ζωή, Εὔα.

2. ῾Ο Θεός λοιπόν εἶναι ὁ αἰώνιος καί ἄκτιστος, ῾αὐτός διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα᾽. Λόγω τῆς τελειότητάς Του ῾οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ παραλλαγή ἤ τροπῆς ἀποσκίασμα᾽, ὅπως καί δέν ὑπάρχει σ᾽ αὐτόν τόπος καί χρόνος, τά σημάδια τῆς φθαρτότητας. Εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος - ῾σύ δέ ὁ αὐτός εἶ᾽ - καί ὁ μόνος πιστός. Κατά συνέπεια δέν ὑπάρχει σ᾽ Αὐτόν ἀλλαγή στήν ἐσωτερική Του ζωή, δέν ὑπάρχει ἀλλαγή στήν στάση Του ἔναντι τῶν δημιουργημάτων Του, δέν ὑπάρχει ἀλλαγή στόν λόγο Του:
 ῾Η ζωή Του εἶναι ἡ ζωή τῆς ἁγίας Τριάδος ὡς κοινωνίας ἀγάπης -  δηλαδή τοῦ Πατρός ὡς ἀγεννήτου καί πηγῆς τῆς θεότητος, τοῦ Υἱοῦ ὡς γεννητοῦ πού σαρκώθηκε ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ὡς ἐκπορευτοῦ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός πού ἀπεστάλη ἀπό τόν Χριστό γιά τήν λειτουργία τῆς ᾽Εκκλησίας -  ἐνῶ δρᾶ πάντοτε ἑνιαῖα μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του·  
ἡ στάση Του ἔναντι τῶν δημιουργημάτων Του εἶναι πάντοτε στάση ἐλευθερίας καί ἀγάπης, πού σημαίνει ὅτι ἐνῶ δέν δεσμεύεται ἀπό κανέναν καί ἀπό τίποτε, στέκεται ἀγαπητικά μονίμως καί διαρκῶς ἀπέναντι σ᾽ αὐτά, ἀκόμη καί πρός ἐκεῖνα πού Τόν ἐχθρεύονται καί Τόν ῾πολεμοῦν᾽, προνοώντας γιά τά πλάσματά Του καί κατευθύνοντάς τα πρός τόν τελικό τους προορισμό. ῾Η πιστότητα αὐτή τῆς ἀγάπης Του μάλιστα ἐξηγεῖ καί τό γιατί δέν ὑφίσταται παράδεισος καί κόλαση ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ, καί στόν κόσμο τοῦτο καί μετέπειτα: ὁ Θεός ἀδιάκοπα ἀγαπᾶ καί ἡ ἀγάπη Του μεταποιεῖται θετικά (παράδεισος) ἤ ἀρνητικά (κόλαση) ἀνάλογα μέ αὐτό πού ἔχει καταστήσει περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς του ὁ ἄνθρωπος·
ὁ λόγος Του τέλος παραμένει πάντοτε ὁ ἴδιος, αἰώνιος καί ἐπίκαιρος γιά κάθε ἐποχή, χωρίς ἀλλοιώσεις καί μεταποιήσεις. Τά πάντα μπορεῖ νά μεταβληθοῦν, τά πάντα μπορεῖ νά καταργηθοῦν, ὄχι ὅμως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ στήν πραγματικότητα φανέρωση τῆς ἄκτιστης ἐνέργειάς Του καί ἄλλον τρόπο παρουσίας Του. Σύμφωνα μέ τά  λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ῾ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσιν᾽. Γι᾽ αὐτό καί ὁ λόγος Του εἶναι παντοδύναμος πού καθιστᾶ δυνατό κάθε τι πού θεωρεῖται ἀδύνατο, μᾶλλον ὁ λόγος Του ἐκφερόμενος συνιστᾶ τήν ἴδια τήν δημιουργία. ῾Αὐτός εἶπε καί ἐγενήθησαν, Αὐτός ἐνετείλατο καί ἐκτίσθησαν᾽. Εἶναι αὐτονόητο ἔτσι ὅτι ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη προσπάθεια ἀλλοίωσης τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, παρερμηνείας, ἔκπτωσης ἤ ὑποβάθμισής του, πολλῷ δέ μᾶλλον κατάργησής του, συνιστᾶ βλασφημία πού ἀποκαλύπτει τήν ἀπιστία, τήν ἀθεΐα καί τόν δαιμονισμό τοῦ ἀνθρώπου. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ πρῶτος πού ἀποπειράθηκε νά διαστρεβλώσει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ ῾πεσών ἑωσφόρος᾽.

3. Μέ βάση τά παραπάνω εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ αἰωνιότητα καί ἡ πιστότητα τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ τό θεμέλιο τῆς ζωῆς καί τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου.
῎Εχει καταρχάς μία πίστη πού τήν παρέλαβε ἀπό τήν ἁγία ᾽Εκκλησία τήν ὥρα τῆς ἐνσωματώσεώς του σέ αὐτήν κατά τό ἅγιο βάπτισμα. Δέν ταλαιπωρεῖται ὁ πιστός μέ τήν ἀγωνία τοῦ ἀπίστου ἤ ἀθέου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ψάχνει νά βρεῖ ἐκεῖνο πού θά νοηματοδοτήσει τήν ἐπί γῆς ὕπαρξή του. ῾Η μόνη ἀγωνία του, ἄν εἶναι καλοπροαίρετος, εἶναι πῶς τήν παραληφθεῖσα πίστη ὡς μέλος Χριστοῦ νά τήν ἐνεργοποιεῖ στήν ζωή του, ὁπότε καί θά βλέπει τήν ἀλήθεια της καί τήν δυναμική της. ῾Μακάριος ἐν τῇ ποιήσει αὐτοῦ ἔσται᾽. Διότι δέν ἔχει καμμία σημασία ἀσφαλῶς νά ἀποδέχεται κανείς τήν πίστη του στήν ῾Αγία Τριάδα, στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, στήν ἁγία ᾽Εκκλησία, καί νά μένει αὐτή ἡ πίστη σέ ἕνα θεωρητικό ἐπίπεδο χωρίς νά ἀγγίζει τήν ζωή του. ῞Οπως ὅλοι γνωρίζουμε μία τέτοια πίστη ἀπορρίπτεται ὡς νεκρή καί δαιμονική. ῾Ο χριστιανός λοιπόν ἔχει μονίμως τήν ἀναφορά του στήν ᾽Εκκλησία καί τήν πίστη αὐτῆς στήν ῾Αγία Τριάδα. Τό Σύμβολο τῆς Πίστεως εἶναι τό καθημερινό μέτρο τῆς δικῆς του στερεότητας στόν κόσμο. Κι ἀκόμη: τό τρισάγιο πού λέει ἀποτελεῖ ἐπιβεβαίωση ὅτι ὁ κόσμος συνεχίζει νά ὑπάρχει μέ τόν κανονικό καί ὀρθό ρυθμό του.
῾Η ἀκλόνητη πεποίθηση ὅτι ὁ Θεός μας στέκεται πάντοτε μέ ἀγάπη καί ἐλευθερία ἀπέναντι στά πλάσματά Του ὁδηγεῖ τόν πιστό σέ ἀληθινή μετάνοια. ῾Τό χρηστόν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιαν ἄγει᾽. ῎Αν ὑπῆρχε ἀμφισβήτηση τῆς αἰώνιας ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τί θά ἦταν ἐκεῖνο πού θά ἔσωζε τόν ἄνθρωπο; Πῶς θά κινεῖτο ὅ,τι βαθύτερο ὑπάρχει στήν ψυχή του, ἡ δική του ἀγάπη; ῾῾Ημεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς᾽. Τυχόν ταλάντευση πάνω στήν ἀλήθεια αὐτή δέν θά μᾶς ἔκανε νά λειτουργοῦμε σάν τούς πιστούς ἄλλων θρησκειῶν, οἱ ὁποῖοι παλεύουν νά ἐξευμενίσουν τούς θεούς τους, γιατί τούς ἔχουν κατανοήσει, μόνοι τους ἤ μέ παρακίνηση τοῦ Πονηροῦ, κατ᾽ εἰκόνα δική τους καί τῶν παθῶν τους; ῾Ο πιστός ὅμως γνωρίζει: καί στήν ἔσχατη κατάντια του, ὁ Θεός τόν περιμένει ἐν ἀγάπῃ. ῾Η ἐν μετανοίᾳ μάλιστα στροφή σέ Αὐτόν θά συναντήσει μόνον τήν ἀνοικτή ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα του. ῾Καί δραμών (ὁ πατήρ αὐτοῦ) ἐπέπεσεν ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ και κατεφίλησεν αὐτόν᾽.
Κι ἀκόμη: ῾Η πίστη στό  ἀναλλοίωτο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί ὅτι αὐτός ὁ λόγος συνιστᾶ ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς Τριαδικότητάς Του καθιστοῦν τόν πιστό μέτοχο τῆς ἴδιας τῆς θεότητας. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι τά ἀψευδῆ λόγια τοῦ Κυρίου παρέχουν τήν διαβεβαίωση: ῾᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με τόν λόγον μου τηρήσει καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν᾽. Καί: ῾῾Ο τηρῶν τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ᾽. Δηλαδή: ὁ Θεός φανερώνεται μέσα ἀπό τόν λόγο Του, ὁ ὁποῖος λόγος γενόμενος ἀποδεκτός ἀπό τόν πιστό ἄνθρωπο καθιστᾶ αὐτόν κατοικητήριο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. ᾽Αποτέλεσμα μίας τέτοιας θείας κοινωνίας εἶναι ἡ παντοδυναμία τοῦ ἀνθρώπου: ἔχοντας ὁ πιστός τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργοῦσα μέσα του ῾κατέχει᾽ καί τήν παντοδυναμία αὐτῆς. ῾᾽Εάν μείνητε ἐν ἐμοί καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν μένει, ὅ ἐάν θέλητε αἰτήσασθε καί γενήσεται ὑμῖν᾽ (ὁ Κύριος). ῾Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυμανοῦντί με Χριστῷ᾽ (ἀπ. Παῦλος). Καί πέραν αὐτοῦ: ἡ πιστότητα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Κυρίου ὅτι ῾ἰῶτα  ἕν ἤ μία κεραία᾽ δέν ὑπάρχει πού δέν πρόκειται νά μήν ἐκπληρωθεῖ δίνει τήν ὤθηση στόν πιστό νά προσδοκᾶ καί τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. ῎Αν κάθε λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινός καί κάθε ὑπόσχεσή Του ἤδη ἐκπληρώθηκε, εἴμαστε ἐντελῶς βέβαιοι καί ὅ,τι δέν ἔχει ἀκόμη ἐκπληρωθεῖ θά πραγματοποιηθεῖ. ᾽Αρκεῖ νά μένει κανείς πιστός στήν πιστότητα τοῦ Θεοῦ καί νά μή μετρᾶ τά γεγονότα μέ τήν δική του λογική. Κι αὐτό  πού ἀκόμη στήν οὐσία δέν ἔχει πραγματοποιηθεῖ εἶναι ἡ τελευταία φάση τῶν ἐσχάτων, ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί ὅ,τι θά προηγηθεῖ αὐτῆς.

γ. ῾Η πορεία μας πάνω στήν γῆ ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ματιά μας στόν κόσμο. ῎Αν ἡ ματιά μας πέφτει μόνο στήν φθαρτότητα τοῦ κόσμου, τότε πορευόμαστε ῾ὡς ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ, ἐλπίδα μή ἔχοντες᾽. ῾Η τραγικότητα καί ἡ κόλαση γίνονται τά χαρακτηριστικά τῆς ζωῆς μας. ῎Αν ἡ ματιά μας ὑψώνεται ὑπεράνω τοῦ κόσμου καί προσβλέπουμε στόν αἰώνιο Κύριο καί τήν πίστη πού μᾶς ἀποκάλυψε, τότε πορευόμαστε ῾ὡς ἐν σαρκί περιπολοῦντες θεοί᾽ κατά τήν γνωστή ρήση ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρός. Τότε ἡ περπατησιά μας πράγματι εἶναι στέρεα, γιατί κατά πῶς τό λέει κι ὁ ποιητής ῾γιά νά πατᾶς στέρεα στή γῆ, πρέπει τό ἕνα πόδι σου νά εἶναι ἔξω ἀπό τή γῆ᾽ (᾽Ελύτης). Τότε ἑνωμένοι μέ τόν ἄκτιστο Θεό μας γινόμαστε κι ἐμεῖς ἄκτιστοι, ὅπως κήρυξε ὁ ἅγιος πού σήμερα ἑορτάζουμε.


ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)



“Φώτισόν μου το σκότος…!”

Η Κυριακή Β΄ Νηστειών είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στον μεγάλο Πατέρα και Διδάσκαλό της άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, στο πρόσωπο του οποίου βλέπει τη συνέχεια της νίκης της κατά των αιρέσεων γενικώς, συνεπώς η Κυριακή αυτή προεκτείνει την προηγουμένη της Ορθοδοξίας. Ο άγιος Γρηγόριος έτσι δεν είναι για την Εκκλησία ένας απλός άγιος, αλλά σύμβολο και όρος Ορθοδοξίας, στου οποίου τη διδασκαλία κρίνεται το ορθόδοξο από το αντορθόδοξο και αιρετικό, το γνήσιο και αληθινό από το κίβδηλο και ψεύτικο. Από την άποψη αυτή η προσέγγιση του αγίου αυτού Πατρός αποτελεί προσέγγιση στα καθαρά νάματα της ορθόδοξης πίστης και γι’ αυτό στέρεα τροφή στον σύγχρονο πνευματικά πεινασμένο άνθρωπο της εποχής μας. Δεν θα σταθούμε στη ζωή και τη διδασκαλία του αναλυτικά.  Εκείνο που θα μας απασχολήσει και μάλιστα δι’ ολίγων, είναι η γνωστή προσευχή που αδιάκοπα έκραζε ο άγιος: «Φώτισόν μου, το σκότος, φώτισόν μου το σκότος, Κύριε

Ο άγιος Γρηγόριος προσευχόταν ο Κύριος να φωτίσει το υπάρχον σ’ αυτόν σκότος. Το σκότος που έβλεπε να υπάρχει στην ψυχή και την καρδιά του, το σκότος δηλαδή της αμαρτίας και των παθών. Αφετηριακό με άλλα λόγια σημείο της πνευματικής του ζωής ήταν η αναγνώριση της αμαρτωλότητάς του. Κι ίσως πει κανείς: άγιος αυτός και αναγνώριζε αμαρτωλότητα πάνω του; Αλλά τούτο ακριβώς συνιστά το σημάδι της αγιότητας. Ο άγιος, ως γνωστόν, δεν είναι αυτός που νιώθει αναμάρτητος – αυτό αποτελεί σύμπτωμα της πιο βαθιάς αμαρτίας και του υπάρχοντος δαιμονισμού του ανθρώπου, όπως το βλέπουμε στο πρόσωπο του κατακεκριμένου από τον ίδιο τον Κύριο Φαρισαίο της γνωστής παραβολής. Αντιθέτως: είναι εκείνος που έχει τη μεγαλύτερη συναίσθηση των αμαρτιών του, η οποία μάλιστα βαίνει αυξανόμενη, καθώς θέτει τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, ζώντας αδιάκοπα κάτω από τις ακτίνες του ήλιου της Δικαιοσύνης Του.  Όσο δηλαδή προσεγγίζει τον Θεό, τόσο και φωτίζεται στο να βλέπει και την παραμικρότερη κηλίδα της ψυχής του. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με ό,τι σ’ ένα κλειστό δωμάτιο:  λόγω του σκότους δεν βλέπει κανείς το τι υπάρχει, ενώ όταν αρχίζει να μπαίνει σ’ αυτό λίγο φως και στη συνέχεια περισσότερο φως,  βλέπει κανείς πια  και το παραμικρότερο σκουπιδάκι, και την ελάχιστη βρωμιά.

Ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα ζώντας σε κατάσταση ταύτισης με τον Χριστό – «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20) – ομολογούσε ενσυνείδητα και με πλήρη επίγνωση: «Χριστός ήλθε αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτός ειμι εγώ» (Α΄Τιν. 1, 15). Ο μέγιστος δηλαδή των αποστόλων, αυτός που κοπίασε περισσότερο όλων στη διάδοση του Ευαγγελίου, έβλεπε τον εαυτό του πρώτο στην κλίμακα των αμαρτωλών. Κι ας θυμηθούμε ότι ο προφήτης Ησαΐας, ευρισκόμενος ενώπιον του θρόνου του Θεού, κατά τη συγκλονιστική στιγμή της εν οράματι κλήσεώς του στο προφητικό αξίωμα (6, 1-12), νιώθει μικρός και βδελυκτός. «Ω, τάλας εγώ… Ότι άνθρωπος ων και ακάθαρτα χείλη έχων…εγώ οικώ και τον Βασιλέα Κύριον Σαβαώθ είδον τοις οφθαλμοίς μου». Η στάση ενώπιον του απολύτως αγίου Θεού τον οδηγεί αμέσως και στην επίγνωση της δικής του εμπαθούς καταστάσεως. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να συμβεί διαφορετικά και με τον άγιό μας, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Η μικρή αυτή προσευχή του «φώτισόν μου το σκότος» ήταν και είναι μία τρανή ένδειξη της μεγάλης αγιότητάς του.

Τι βλέπουμε όμως; Ενώ ο όσιος Πατήρ αναγνώριζε τη σκοτεινιά της αμαρτίας μέσα του, δεν απελπιζόταν. Ριχνόταν με ελπίδα στην αγκαλιά του Θεού μέσω της προσευχής και ζητούσε εναγώνια από Αυτόν τον φωτισμό Του. Η αίτηση αυτή φωτός από τον Θεό μπορεί να περιλαμβάνει βεβαίως μερικές μόνο λέξεις, περικλείει όμως απύθμενο βάθος θεολογίας, για την οποία αγωνίστηκε σ’ όλη του τη ζωή ο μεγάλος αυτός φωστήρας της Εκκλησίας. Διότι αυτή η εκζήτηση φωτός προϋποθέτει την πίστη ότι ο Θεός είναι φως, ότι ο άνθρωπος γίνεται φως καθόσον μετέχει του Θεού, και βεβαίως ότι υπάρχει η δυνατότητα σχέσεως του Θεού με τον άνθρωπο. Βάση συνεπώς της μικρής αυτής προσευχής αποτελεί η διάκριση στον Θεό της λεγομένης ουσίας και της ενεργείας – ή αλλιώς φωτός, δόξας, χάρης -  σ’ Αυτόν. Η διάκριση αυτή ιδιαιτέρως τονίστηκε και αναπτύχθηκε από τον άγιο Γρηγόριο, σε εποχή που παρουσιάστηκαν προβλήματα πίστεως τέτοια, που έθεταν ακριβώς σε αμφιβολία αυτήν τη δυνατότητα πραγματικής σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Ο άγιος Παλαμάς απάντησε στις προκλήσεις αυτές  με τον φωτισμό του Θεού και με την ανάπτυξη της προγενέστερης παράδοσης της Εκκλησίας.

Κατά τη διάκριση αυτή, ο Θεός είναι ουσία, ζει δηλαδή μέσα τον εαυτό Του, άρα είναι παντελώς απρόσιτος και αμέθεκτος και μακρινός από εμάς, μη δυνάμενος να γίνει γνωστός από οποιοδήποτε κτίσμα, είτε άνθρωπο είτε και άγγελο ακόμη, κι όχι μόνο σ’ αυτήν τη ζωή, αλλά και στη συνέχειά της, την αιώνια. Ο μόνος που γνωρίζει την ουσία του Θεού είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, ο Ίδιος δηλαδή ο Τριαδικός Θεός. Ταυτοχρόνως όμως ο Θεός είναι και ενέργεια, ζει δηλαδή και έξω από τον εαυτό Του, δημιουργώντας τον κόσμο και τον άνθρωπο, προνοώντας διαρκώς γι’ αυτόν, απολυτρώνοντάς τον, αγιάζοντάς τον, ερχόμενος άρα σε κοινωνία και μέθεξη μαζί του. Έτσι κατά τη διάκριση αυτή ο Θεός μας είναι μαζί μας και πέρα από εμάς, κοντινός και μακρινός, γνωστός και άγνωστος, παρών και απών. Γι’ αυτό και τίποτε επίγειο δεν μπορεί να θεωρηθεί μέτρο για την κατανόησή Του – ακόμη και η λέξη «ουσία» κατανοείται ως «υπερουσιότητα», πέρα από οτιδήποτε κτιστό – κι ακόμη: η σχέση μας μαζί Του κινείται πάντοτε μεταξύ της αγάπης και του φόβου ως συναίσθησης της απόστασής Του.

Η διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου περί της ουσίας και της ενεργείας του Θεού, (οι όροι ήταν φιλοσοφικοί, αλλά απλώς ενδεικτικοί και με επίγνωση της σχετικότητάς τους),  δεν ήταν κάτι νέο και ξένο ασφαλώς για την Εκκλησία μας. Αυτό θα σήμαινε μία Παλαμική θεολογία και όχι μία Εκκλησιαστική, δηλαδή του Χριστού θεολογία. Ο άγιος Γρηγόριος δεν έκανε τίποτε άλλο από το να αναπτύξει χάριτι Θεού την ήδη υπάρχουσα επί του θέματος παράδοση της Εκκλησίας, κι αυτήν την ανάπτυξη επικύρωσε η ίδια η Εκκλησία με Οικουμενικό κύρος έχουσες Συνόδους.  Ο άγιος Βασίλειος, για παράδειγμα, είχε ήδη μιλήσει γι’ αυτήν τη διάκριση, χωρίς όμως να διευκρινίσει αν οι ενέργειες του Θεού είναι κτιστές ή άκτιστες. Η προσφορά του αγίου Παλαμά έγκειται ακριβώς σ’ αυτό: διευκρίνισε ότι οι ενέργειες είναι άκτιστες, δηλαδή μιλώντας γι’ αυτές μιλάμε για τον Ίδιο και πάλι Θεό, που παρών προσωπικά γίνεται μεθεκτός από τον άνθρωπο, αρκεί βεβαίως αυτός να ανοίξει την καρδιά του και να θελήσει εν μετανοία να καθαρίσει τον εαυτό του από τα αμαρτήματά του. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι κέντρο της θεολογικής σκέψης του έγινε η θεοφάνεια της Μεταμόρφωσης του Κυρίου: εκεί το άκτιστο φως του Κυρίου γίνεται μεθεκτό από τους μαθητές Του, δίνοντάς τους έτσι τη δυνατότητα πραγματικής σχέσης με τη θεότητά Του.

Η Εκκλησία μας προβάλλει σήμερα τον άγιο Γρηγόριο, όπως είπαμε, ως όριο Ορθοδοξίας, αλλά και ως διαπρύσιο κήρυκα της χάρης και του φωτός του Θεού. Η προσευχή του «φώτισόν μου, το σκότος»  επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή και λειτουργεί παραδειγματικά και σε εμάς. Ας ευχηθούμε να γίνει και η δική μας προσευχή, με την πεποίθηση ότι λέγοντάς την όχι μόνο καλούμε τον Θεό να γίνει η λαμπάδα μέσα μας που θα φωτίζει το νου και τη ζωή μας, ώστε να πορευόμαστε τον δρόμο που οδηγεί στην αιώνια βασιλεία Του, αλλά και θα κατακαίει κάθε εμπαθή κίνηση της ψυχής μας και κάθε εναντίον μας δαιμονική επιρροή.