Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ ΛΟΥΚΑ



Ταύτας οὖν ἔχοντες τάς ἐπαγγελίας, ἀδελφοί, καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ

 Τό μικρό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ἀπό τήν Β´ πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου συμπυκνώνει σέ λίγες μόνο γραμμές τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, τήν μεγαλειώδη δηλαδή προοπτική πού τοῦ ἔχει ὁρίσει, ἀλλά καί τό πῶς ὁ ἄνθρωπος θά μπορέσει νά φτάσει αὐτό τό ὅριο, δεδομένου ὅτι ἡ σωτηρία ὡς πραγμάτωση τοῦ τεθειμένου σ᾽ αὐτόν σκοποῦ ἀπό τόν Δημιουργό ἀπαιτεῖ καί τήν δική του συμμετοχή, τήν δική του συνέργεια. ῾῎Εχοντας αὐτές τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί, ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό κάθε τι πού μολύνει τό σῶμα καί τήν ψυχή. ῎Ας ζήσουμε μία ἁγία ζωή μέ φόβο Θεοῦ᾽.

 1. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος δέν παύει σέ κάθε εὐκαιρία πού τοῦ δίνεται νά δείχνει  στούς πιστούς χριστιανούς τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο μᾶς δημιούργησε ὁ Θεός. Καί ὁ σκοπός αὐτός δέν εἶναι νά είμαστε οἱ χριστιανοί ἁπλῶς οἱ καθώς πρέπει ἄνθρωποι, οἱ καλοί καί νομοταγεῖς πολίτες, ἐκεῖνοι πού θά σκύβουν τό κεφάλι στούς ἑκάστοτε ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου, προκειμένου νά ἐπιτελοῦν αὐτοί τά ὅποια δίκαια ἤ ἄδικα σχέδιά τους. Οὔτε βέβαια εἶναι νά γίνει ὁ χριστιανός ἕνας ἠθικός ἄνθρωπος, κατά τόν τύπο τοῦ ῾καλοῦ κἀγαθοῦ᾽ ἀνθρώπου πού συνιστοῦσε τήν προοπτική τῆς ἀρχαιοελληνικῆς ἀνθρωπολογίας. Τέτοια ὁράματα καί τέτοιοι τύποι ἀνθρώπων μπορεῖ νά ἐξυπηρετοῦν μία κοινωνία πού κατανοεῖ τόν ἑαυτό της ὁριζόντια καί ἐπίπεδα, ἀλλά πόρρω ἀπέχει ἀπό τήν μεγαλειώδη προοπτική, ὅπως εἴπαμε, πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔχει θέσει γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ζεῖ βεβαίως μέσα στόν κόσμο τοῦτο, ἀλλά ταυτοχρόνως ὑπέρκειται αὐτοῦ, διότι ἔχει βάθος αἰώνιο.

2. Ἡ προοπτική τοῦ ἀνθρώπου, κατά τόν ἀπόστολο πού ἐκφράζει την ἐμπειρία τῆς ᾽Εκκλησίας, εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά γίνει ἕνα μέ τόν αἰώνιο καί παντοδύναμο Θεό. Αὐτός πού φαίνεται τόσο ἀδύναμος καί μικρός ἔχει κληθεῖ νά εἶναι ὁ βασιλέας τῆς κτίσης, ἐκεῖνος πρός τόν ὁποῖο κατατείνουν τά ὑπόλοιπα δημιουργήματα, κι αὐτό γιατί ὁ ἴδιος ὁ Θεός θέλησε νά τόν δημιουργήσει ῾κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν᾽ ᾽Εκείνου, πού σημαίνει ὅτι στά ὅρια τῆς δικῆς του ὕπαρξης ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νά φανέρωνε τόν ἴδιο τόν Δημιουργό του. Καί ναί μέν, ὡς γνωστόν, ἡ ἀπαρχῆς αὐτή προοπτική χάθηκε, λόγω τῆς πτώσης του στήν ἁμαρτία, ὁ ἐνανθρωπήσας ὅμως Θεός, ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός, ἐρχόμενος στόν κόσμο, τοῦ ξανάνοιξε αὐτήν τήν προοπτική, ἐνσωματώνοντάς τον στόν ἴδιο Του τόν ἑαυτό, κάνοντάς τον συνεπῶς μέλος τοῦ ἴδιου τοῦ σώματός Του. Μέσα στήν ᾽Εκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα μέ τόν Χριστό, διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τοῦ ἁγίου χρίσματος, τῆς συμμετοχῆς του στήν Θεία Εὐχαριστία, κι ἀρχίζει νά λειτουργεῖ κατά τά ἴχνη ᾽Εκείνου. Ὁ ἀπόστολος λοιπόν Παῦλος τονίζει γιά μία ἀκόμη φορά στούς Κορινθίους ὅτι αὐτή εἶναι ἡ κλήση τους: ῾῾Υμεῖς γάρ ναός Θεοῦ ἐστε ζῶντος᾽, συνεπῶς αὐτό πού ὁ Θεός εἶχε ὑποσχεθεῖ ἀπαρχῆς τώρα βρίσκει τήν ἐκπλήρωσή του: ὁ ἴδιος θά κατοικήσει μέσα τους καί θά περπατήσει στήν ὕπαρξή τους. ῾᾽Ενοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω, καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός᾽. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ χριστιανός κατανοεῖ τόν ἑαυτό του χαρισματικά: συνιστᾶ προέκταση τοῦ Χριστοῦ, νιώθει ὡς κλῆμα στήν ἄμπελο ᾽Εκείνου, λίθος στό οἰκοδόμημα τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ καί αὐτός νά πεῖ, σάν τόν ἀπόστολο, ῾ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός᾽.

3. Εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ αὐτοσυνειδησία αὐτή τοῦ χριστιανοῦ τόν καθιστᾶ στόν κόσμο ῾ἐν σαρκί περιπολοῦντα Θεόν᾽. Κανείς καί τίποτε δέν ὑπέρκειται αὐτοῦ, πέραν τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ σώματός Του. Ὁ χριστιανός ζεῖ μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐλευθερίας τῆς χάρης τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ τό σῶμα του νά τό δεσμεύσουν καί ἴσως νά τό σκοτώσουν, ἀλλά τό πνεῦμα του παραμένει πάντοτε ἐλεύθερο. ῾Μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν ἀποκτεννόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων τι ποιῆσαι᾽, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου. ῞Οπως θά τό διατυπώσει καί ἀλλοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού δίνει τήν ὀρθή ἱεράρχηση στή ζωή τοῦ πιστοῦ: ῾Τά πάντα ὑμῶν ἐστι, ὑμεῖς δέ Χριστοῦ, Χριστός δέ Θεοῦ᾽. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ χριστιανός εἶναι μέν κομμάτι αὐτοῦ τοῦ κόσμου, προσδιοριζόμενος ἀπό αὐτόν σ᾽ ἕναν βαθμό, ὑποτάσσεται βεβαίως στήν κοσμική ἐξουσία, πού ὡς θεσμός εἶναι μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δέν καθορίζεται ὅμως ἀπό τόν κόσμο καί τήν ἐξουσία ὡς πρός αὐτό πού συνιστᾶ τόν βαθύτερο ἑαυτό του. Ὁ χριστιανός ζεῖ ὅπως καί ὁ Χριστός, γιατί ἀκριβῶς σ᾽ αὐτό κλήθηκε.

4. ῎Αν ὅμως ἡ ἑνότητα μέ τόν Χριστό ἐν ᾽Εκκλησία ἀποτελεῖ τήν πραγματικότητα καί τήν προοπτική τοῦ κάθε πιστοῦ, αὐτό δέν ὑπάρχει χωρίς προϋποθέσεις. Οἱ ὑποσχέσεις καί οἱ δωρεές τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ἀπαιτοῦν καί τή δική του συγκατάθεση καί συνέργεια. Χωρίς αὐτήν τήν συνέργεια οἱ δωρεές τοῦ Θεοῦ παραμένουν ἀνενέργητες, κι αὐτό σημειώνει ἐπίσης ὁ ἀπόστολος Παῦλος στό κείμενό του. ῾Μπροστά στίς ὑποσχέσεις πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, ἄς καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό κάθε τι πού μολύνει τό σῶμα καί τήν ψυχή᾽. Προκειμένου δηλαδή νά ἐνεργοποιεῖται ἡ ἑνότητα τοῦ χριστιανοῦ μέ τόν Χριστό, ἀπαιτεῖται ὁ χριστιανός νά ἀγωνίζεται γιά τήν κάθαρση τοῦ ἑαυτοῦ του, καί τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του. Διότι ἡ ζωή στόν κόσμο τοῦτο, παρ᾽ ὅλη τή δύναμη πού πῆρε ὁ πιστός ἀπό τό βάπτισμα ὥστε νά μή ἁμαρτάνει, κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Θεολόγου (῾πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει᾽(Α´ ᾽Ιωάν. 3, 9) εἶναι γεμάτη παγίδες πού καθιστοῦν εὐάλωτο τόν χριστιανό, ἄν λίγο χαλαρώσει τήν ἔνταση τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώνα. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ναί μέν τό βάπτισμα, ὡς ἐνσωμάτωση στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μᾶς δίνει τή δύναμη τῆς ἀναμαρτησίας, ὅμως δέν μᾶς παγιώνει καί σ᾽ αὐτήν. Ἡ τρεπτότητα τῆς ἐλεύθερης βούλησής μας στό καλό ἤ στό κακό ἐξακολουθεῖ καί ὑφίσταται – στόν βαπτισμένο δέν ὑπάρχει ἀναγκαστική ροπή πρός τήν ἁμαρτία - πού σημαίνει ὅτι ἄν κανείς ξεχαστεῖ, ἐμπλεκόμενος στίς μέριμνες τοῦ κόσμου τούτου, ὁπωσδήποτε θά ἁμαρτήσει, συνεπῶς θά χάσει τή χάρη τῆς ἑνότητάς του μέ τόν Κύριο. Κι ἐπειδή ὑπάρχουν ἁμαρτίες πού ἀνάγονται στό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου καί ἁμαρτίες πού ἀνάγονται στό σῶμα του, ὅ,τι χαρακτηρίζουν οἱ ἅγιοι ψυχικά καί σωματικά πάθη, γι᾽ αὐτό καί ἡ λησμοσύνη τοῦ Θεοῦ θά φέρει τόν μολυσμό καί στό πνεῦμα καί στό σῶμα. Γιά παράδειγμα: ἡ κενοδοξία καί ἡ ὑπερηφάνεια συνιστοῦν μολυσμό τοῦ πνεύματος, ἡ γαστριμαργία καί ἡ πορνεία καί ἡ μοιχεία συνιστοῦν μολυσμό τοῦ σώματος. ᾽Εννοεῖται βεβαίως ὅτι λόγω τῆς ἑνότητας τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωματικῆς ὀντότητας ἡ κάθε ἁμαρτία μολύνει καί τά δύο στοιχεῖα του ταυτόχρονα: ὁ μολυσμός τῆς ψυχῆς ἀντανακλᾶ καί στό σῶμα  – ἡ γαστριμαργία γιά παράδειγμα σημαίνει ὅτι πρωτίστως τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἁλώθηκε ἀπό τά σαρκικά πάθη - ὁ τόνος ὅμως εἴτε στήν ψυχή εἴτε στό σῶμα πέφτει ἀνάλογα μέ τό εἶδος τῆς ἁμαρτίας. Γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς καί ἡ ᾽Εκκλησία μας ἐπιμένει πάντοτε στήν ἄσκηση τοῦ πιστοῦ καί πνευματικά καί σωματικά. Βεβαίως δηλαδή θά κάνει ὁ πιστός ἄσκηση γιά ταπείνωση, προκειμένου νά κρατήσει καθαρή τήν ψυχή του ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, ἀλλά χωρίς τήν παράλληλη ἄσκηση στή νηστεία καί τήν ἐγκράτεια, γιά τήν ὑπέρβαση τῶν σωματικῶν παθῶν, δέν πρόκειται τελικῶς νά καταφέρει τίποτε.

5. ῾Ο ἀπόστολος ὅμως ἐπιμένει στήν ἄσκηση γιά τή διακράτηση τῆς καθαρότητας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν μολυσμό τῶν ψυχικῶν καί τῶν σωματικῶν παθῶν. ῾῎Ας ζήσουμε ἁγία ζωή – λέει – μέ φόβο Θεοῦ᾽. Μέ ἄλλα λόγια τότε κανείς μπορεῖ νά κρατήσει τήν καθαρότητα τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, νά κρατήσει δηλαδή τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐνεργοῦσα στήν καρδιά του, ὅταν ἀγωνίζεται νά ἐπιτελεῖ τήν ἁγιωσύνη: νά ζεῖ ἁγία ζωή ἐν φόβω Θεοῦ. Κι αὐτό σημαίνει: ὁ πνευματικός ἀγώνας δέν ἔχει χαρακτήρα ἀρνητικό – νά μήν κάνω ἁπλῶς κάτι ἁμαρτωλό - ἀλλά χαρακτήρα θετικό. Τότε δηλαδή δέν ἁμαρτάνω καί δέν μολύνομαι ἀπό τά ψυχικά καί τά σωματικά πάθη, ὅταν εἶμαι προσανατολισμένος στήν ἁγία ζωή πού φέρνει ἡ ὑπακοή στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. Στόν βαθμό πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας τηρῶ τίς ἐντολές ᾽Εκείνου, φανερώνοντας ἔτσι ὅτι Τοῦ ἀνήκω καί Τόν ἀγαπῶ - ῾ἐάν ἀγαπᾶτε με τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε᾽, εἶπε – στόν βαθμό αὐτό εἶμαι ἑνωμένος μαζί Του καί νιώθω τή ζωντανή παρουσία Του στήν ὕπαρξή μου. Δέν πυροβολῶ τό σκοτάδι γιά νά φύγει, ἀλλά ἀνάβω τό φῶς, ὅπως σημείωνε τόσο ὄμορφα ὁ ἁγιασμένος Γέροντας Πορφύριος, θέλοντας ἀκριβῶς νά τονίσει μέ τόν ἁπλό αὐτόν τρόπο τόν θετικό χαρακτήρα, ὅπως εἴπαμε, τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

 Τό πρόβλημα ἡμῶν τῶν χριστιανῶν, ἀπό ὅ,τι φαίνεται, εἶναι ὅτι δέν πιστεύουμε τό τί ὁ Θεός μᾶς ἔχει δώσει καί τί ἀκόμη μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει. Τίς ὑποσχέσεις Του τίς ἀντιμετωπίζουμε ὡς κάτι θεωρητικό καί ῾παραμυθένιο᾽. Γι᾽ αὐτό καί μένουμε στή μιζέρια τῶν παθῶν καί τῶν ἀδυναμιῶν μας. Κάνουμε τό λάθος – καρπό τῆς ὀλιγοπιστίας κι ἴσως τῆς ἀπιστίας  μας – νά βλέπουμε τή δική μας μικρότητα κι ὄχι τή μεγαλωσύνη τοῦ δωρεοδότου. ᾽Αλλά ὁ Χριστός μᾶς δίνει ἄλλη ὅραση. Μᾶς προσανατολίζει στήν  ἀγάπη Του πού τήν ἐξέφρασε ἔμπρακτα κυρίως μέ τόν Σταυρό Του καί τή συνεχίζει ἀδιάκοπα στήν ᾽Εκκλησία Του, κατεξοχήν μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, ὅπου συνεχίζει νά μελίζεται καί νά προσφέρεται στόν κάθε ἐν μετανοία προσερχόμενο πιστό. Τοῦ Θεοῦ τήν ἀγάπη μᾶς ὑπενθυμίζει σήμερα καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τίς ἄπειρες δωρεές Του στά πλάσματά Του καί τίς χωρίς ὅριο ὑποσχέσεις Του: νά γίνουμε κι ἐμεῖς ἕνα μ᾽ Εκεῖνον.  Εἶναι ἤδη δοσμένα ἀγαθά, ἀρκεῖ νά θελήσουμε νά τά πάρουμε καί νά τά κρατήσουμε. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἔννοια τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα γιά κάθαρσή μας στήν ᾽Εκκλησία.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ



«Ο άγιος Ιωάννης υπήρξε από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου Ιησού Χριστού, ανήκοντας μάλιστα στον στενότερο κύκλο αυτών, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον απόστολο Πέτρο. Κλήθηκε από τον Κύριο να Τον ακολουθήσει, όταν Εκείνος βρήκε τον Ιωάννη μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και το άλλο ζεύγος αδελφών, Σίμωνα και Ανδρέα, να είναι απογοητευμένοι, που ως ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ, «δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν έλαβον» και τους προέτρεψε να δοκιμάσουν και πάλι, κάτι που τους απέφερε πλήθος ιχθύων. Από τότε ο άγιος Ιωάννης ακολούθησε τον Κύριο, μέχρι το τέλος της ζωής Του, κι ήταν μάλιστα ο μόνος που με αφοβία Τον ακολούθησε και κατά την ώρα του μαρτυρίου Του, όπως παρευρέθηκε και κάτω από τον Σταυρό. Μετά την Πεντηκοστή και τη λήψη του αγίου Πνεύματος, κήρυξε μαζί με τον απόστολο Πέτρο στα Ιεροσόλυμα, επιτελώντας πολλά θαύματα και μεταστρέφοντας πολλούς στην πίστη, κι αργότερα του έλαχε να αναλάβει την ευθύνη ευαγγελισμού των ειδωλολατρών στη Μικρά Ασία, με κέντρο την Έφεσο. Κι εκεί μετέστρεψε πολλούς στην πίστη του Χριστού, μέχρις ότου ορισμένοι Εφέσιοι, μην αντέχοντας τη δράση του, κατάφεραν με κατηγορίες στον αυτοκράτορα Δομιτιανό να εξοριστεί στη νήσο Πάτμο, όπου ξεκίνησε καινούργια δράση. Ο Θεός τού παρουσίασε πολλές ευκαιρίες, κι ο άγιος Ιωάννης κήρυξε και θαυματούργησε, μέχρις ότου με την αλλαγή του αυτοκράτορα επέστρεψε στην Έφεσο, αφήνοντας απαρηγόρητους τους Πατμίους. Εκεί στην Πάτμο, ημέρα Κυριακή, σε σπήλαιο, του δόθηκε να δει φοβερά οράματα περί της πορείας του κόσμου, τα οποία και υπαγόρευσε στον μαθητή του Πρόχορο, δημιουργώντας έτσι την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Στην Έφεσο έζησε για αρκετά χρόνια ακόμη, κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού, μέχρις ότου σε ηλικία 105 περίπου ετών άφησε ειρηνικά την τελευταία πνοή. Κατά την παράδοση, προγνώρισε τον θάνατό του, και παίρνοντας επτά από τους μαθητές του, βγήκε έξω από την πόλη, οπότε του έσκαψαν σε σχήμα σταυρού τον τάφο του, μπήκε μέσα και εκεί παρέδωσε το πνεύμα του. Οι πιστοί Εφέσιοι μαθαίνοντας τα καθέκαστα, έσπευσαν να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό, αλλ’  όταν άνοιξαν τον τάφο του, είδαν με έκπληξη και συγκίνηση ότι το σκήνωμά του έλειπε, κατά αντιστοιχία με αυτό που συνέβη και στην Παναγία, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας θεώρησε ότι και εκείνος μεταστάθηκε, πριν τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εν σώματι στους ουρανούς. Ο άγιος Ιωάννης ήταν και συγγενής του Κυρίου μας, θεωρούμενος ανιψιός του, αφού ήταν μαζί με τον άγιο Ιάκωβο υιός της κόρης του μνήστορος Ιωσήφ, μυροφόρου Σαλώμης».

Ο άγιος Ιωάννης είναι ο πρώτος θεολόγος της Εκκλησίας μας. Αυτός άλλωστε είναι ο κατεξοχήν χαρακτηρισμός του: Ιωάννης ο θεολόγος. Άλλοι που τιμήθηκαν από την Εκκλησία μας με τον τίτλο αυτόν είναι ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος και ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος. Για την Εκκλησία μας λοιπόν ελάχιστοι έχουν αυτόν τον τίτλο, που σημαίνει ότι αφενός  πρέπει να υπάρχουν ιδιαίτερες προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό αυτό, αφετέρου δεν θεωρούνται θεολόγοι – παρά μόνον καταχρηστικά – όλοι εκείνοι που απέκτησαν ένα πτυχίο θεολογικής σχολής. Τι είναι εκείνο που απαιτείται για να είναι κάποιος θεολόγος, και μάλιστα τι έκανε την Εκκλησία να απονείμει τον τίτλο αυτό στον άγιο Ιωάννη; Και επιμένουμε στο σημείο αυτό, διότι η υμνολογία της Εκκλησίας κατεξοχήν στο σημείο αυτό επικεντρώνει την προσοχή της. «Ο Λόγος σε, θεολόγον αξίως ανέδειξε, την αυτού θεότητα, μυσταγωγήσας Πανάριστε, και την κατά άνθρωπον, οικονομίαν διδάξας την απόρρητον». Δηλαδή, ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, σε ανέδειξε θεολόγο, Πανάριστε Ιωάννη, διότι σε οδήγησε στη μυστική γνώση της θεότητάς Του και σε δίδαξε το μυστήριο του σχεδίου Του, να έρθει ως άνθρωπος στον κόσμο. Με άλλα λόγια, θεολόγος είναι εκείνος που από τον ίδιο τον Θεό μυείται στη γνώση Εκείνου και στην εξαγγελία επομένως της στον κόσμο οικονομίας Του.

Το συγκινητικό με τους ύμνους της ακολουθίας του είναι ότι αποκαλύπτουν το πού και το πότε κυρίως μυήθηκε ο άγιος Ιωάννης στη γνώση του Θεού: στον Μυστικό Δείπνο, και μάλιστα την ώρα που ο απόστολος έπεσε στο στήθος του Κυρίου, ρωτώντας Τον «μήπως είμαι εγώ ο προδότης, Κύριε;» «Της σοφίας τω στήθει αναπεσών, και την γνώσιν του Λόγου καταμαθών, ενθέως εβρόντησας, Εν αρχή ην ο Λόγος». Ανέπεσες στο στήθος της σοφίας του Θεού, (του Χριστού) κι έμαθες καλά τη γνώση του θείου Λόγου, οπότε με θεϊκό τρόπο φώναξες με βροντερή φωνή: Εν αρχή ην ο Λόγος. Είναι γνωστό βεβαίως σε όλους ότι τη μυστική αυτή γνώση του Θεού, το χάρισμα της θεολογίας, αποτύπωσε ο άγιος Ιωάννης κυρίως στον Ευαγγέλιό Του, το πιο πνευματικό θεωρούμενο από όλα τα Ευαγγέλια και το τελευταίο βιβλίο που γράφηκε από εκείνον σε βαθύτατο γήρας, όπως βεβαίως και στα άλλα βιβλία που μας άφησε, τα οποία κατανύσσουν βαθύτατα την καρδιά μας, τις τρεις καθολικές λεγόμενες επιστολές του (Α΄, Β΄, Γ΄ Ιωάννου) και ασφαλώς τη Θεία Αποκάλυψή Του.

Ο άγιος Ιωάννης χαρακτηρίζεται όμως και «ηγαπημένος» μαθητής του Κυρίου, όπως και άφοβος και άτρομος. Πράγματι, έτσι χαρακτηρίζεται από το Ευαγγέλιό του, διότι αγάπησε με πάθος τον Κύριο, στην οποία αγάπη του ανταποκρίθηκε και Εκείνος. Διότι ενώ ο Χριστός αγαπά εξίσου τους πάντες, κατά την αναλογία της ανταπόκρισης των ανθρώπων, εισπράττουν αυτοί περισσότερο ή λιγότερο την αγάπη Του. Ήταν, όπως είπαμε, και ο πιο κοντινός Του μαθητής, ίσως γιατί ήταν και συγγενής Του, κάτι που το βλέπουμε και στη Σταυρική Του θυσία. Μόνος αυτός παρευρέθηκε μαζί με την Παναγία Μητέρα του Κυρίου στον Σταυρό, γι’  αυτό και Εκείνος, λίγο πριν παραθέσει το πνεύμα Του στον Θεό Πατέρα, είπε στη Μητέρα Του: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», όπως και στον Ιωάννη: «Ιδού η Μήτηρ σου». Έκτοτε ο Ιωάννης όντως έλαβε την Παναγία στο σπίτι του, μέχρις ότου Εκείνη εκοιμήθη. Το ατρόμητο του χαρακτήρα του ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης του αγάπης προς τον Κύριο – ο ίδιος γράφει: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» - κάτι που το βλέπουμε και στο γεγονός ότι δεν εγκατέλειψε τον Κύριό του ούτε στιγμή, ήταν ο μόνος που Τον ακολούθησε και στην αυλή του αρχιερέα, την ώρα της ανακρίσεως, βρέθηκε κάτω από τον Σταυρό, όπως είπαμε, και όταν οι μαθητές έμαθαν από τις μυροφόρες για την Ανάσταση του Κυρίου, ήταν ο πρώτος που έτρεξε «τάχιον του Πέτρου», προκειμένου να δει «ιδίοις όμμασι» το συγκλονιστικό γεγονός. Το ατρόμητο και γενναίο φρόνημα του αγίου καταγράφεται και σε περιστατικό, κατά το οποίο, όντας αυτός σε πολύ προχωρημένη ηλικία, δεν διστάζει, έστω και με κίνδυνο της ζωής του,  να αναζητήσει έναν ληστή, που ο ίδιος τον είχε νεαρό μεταστρέψει στην πίστη, κάτι που το επέτυχε.

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΑΥΤΗΣ ΠΑΦΝΟΥΤΙΟΣ



«Η οσία Ευφροσύνη έζησε στην Αλεξάνδρεια, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Θεοδόσιος ο Μικρός (408-450 μ.Χ.). Ήταν κόρη του Παφνουτίου, πλουσίου άρχοντα, ο οποίος, λόγω θανάτου της συζύγου του, ανέθρεψε τη μονάκριβη κόρη του με μεγάλη αγάπη και πίστη στον Θεό. Η οσία από μικρή θέλησε να αφιερωθεί στον Θεό, κάτι όμως που δεν κατάφερε, αφού  ο πατέρας της, όταν έγινε η κόρη του δεκαοκτώ ετών, την εμνήστευσε με πλούσιο και ευγενή νέο. Πριν από τους γάμους, η Ευφροσύνη εκμεταλλευόμενη την απουσία του πατέρα της σ’ ένα γνωστό του μοναστήρι, κούρεψε τα μαλλιά της, φόρεσε ανδρικά ρούχα και θέλησε   να ενταχτεί στη μοναστική γνωστή κοινότητα του πατέρα της, παρουσιαζόμενη ως  ευνούχος του βασιλιά. Ο ηγούμενος πράγματι την δέχτηκε ως καλόγερο, δίνοντάς την το όνομα Σμάραγδος. Από τότε αποδύθηκε σε σκληρότατους ασκητικούς αγώνες, τέτοιους που υπερέβαλε σχεδόν όλους, γι’  αυτό και τα γυναικεία της χαρακτηριστικά αλλοιώθηκαν και έγιναν σκληροτράχηλα. Αργότερα, με τη σύμφωνη γνώμη του ηγουμένου, αποσύρθηκε σε κατά μόνας άσκηση, μακρύτερα από τη μονή, φτάνοντας εκεί σε μεγάλη ύψη αγιότητας. Ο πατέρας της που την αναζητούσε με πολύ πόνο διαρκώς, ήταν απαρηγόρητος, ενώ η Ευφροσύνη, μετά από τριάντα οχτώ χρόνια άσκησης αρρώστησε, οπότε και η οσία θέλησε να αποκαλυφθεί στον πατέρα της, προγνωρίζοντας τον θάνατό της. Η αποκάλυψη υπήρξε ιδιαιτέρως συγκινητική για τον Παφνούτιο, βλέποντας την κόρη του σε τέτοιο ύψος αγιασμού, αλλά αμέσως εκείνη πέθανε. Ο Παφνούτιος θέλησε έκτοτε να μονάσει στο κελλί της Ευφροσύνης, και μετά δεκαετία άσκησης, άφησε κι εκείνος εκεί την τελευταία του πνοή».  

Δεν πρόλαβε να «στεγνώσει η μελάνη», καθώς λέγανε παλιά,  από την αναφορά μας στην αγία Θέκλα, η οποία άφησε τον επίγειο μνηστήρα της χάριν του επουρανίου, και πρόβαλε άλλη αγία, η οσία Ευφροσύνη, η οποία και αυτή προτίμησε τον Κύριο Ιησού Χριστό από την αγάπη του υποψηφίου άνδρα της. Και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε μπροστά σε υπέρμετρη αγάπη προς τον Χριστό, σε βαθύ πόθο για τον ουράνιο Δημιουργό, τέτοιο που κάθε τι επίγειο θεωρείται πολύ δεύτερο και κατώτερο. Όχι διότι, όπως εξηγήσαμε, η επίγεια αγάπη, και μάλιστα των δύο φύλων, θεωρείται κάτι κακό και αρνητικό, αλλά διότι εκεί που θα έλθει η ιδιαίτερη χάρη αφιέρωσης στον Θεό, η μεγάλη αγάπη προς Αυτόν, όλες οι άλλες αγάπες κατ’  ανάγκην υποχωρούν. Όπως συμβαίνει μπροστά στον ήλιο να μη φαίνεται το φως ενός φανού ή ενός σπίρτου, κατά τον ίδιο τρόπο μπροστά στο ήλιο της αγάπης του Θεού φαίνεται να «σβήνει» το φως της ανθρώπινης αγάπης. Γι’  αυτό και ο υμνογράφος, βλέποντας τη φωτιά που έκαιγε την καρδιά της Ευφροσύνης, φωτιά πλήρους αφιέρωσης στον Θεό, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, αφενός τον βίο της οσίας μάς τον προσφέρει σε μορφή ποιητική – ο πεζός λόγος δεν του επαρκεί - αφετέρου  καταλαβαίνει ότι ο βίος αυτός προκαλεί θετικά , δηλαδή προς δοξολογία Θεού, και τους απλούς πιστούς και τους οσίους της Εκκλησίας, αλλά και τους ίδιους τους αγγέλους: «Λαμπρύνει τα των πιστών ενθέως συστήματα, η λαμπρά σου μνήμη και αξιέπαινος, θέλγει των οσίων τους χορούς, Αγγέλους επευφραίνει». Κι αυτό γιατί η οσία έζησε «ώσπερ άγγελος».

Εκείνο που είναι ιδιαιτέρως σημαντικό στο βίο της οσίας είναι το γεγονός ότι δεν δίστασε να «μετασχηματιστεί», να μεταμφιεστεί δηλαδή σε άνδρα, προκειμένου να ζήσει την σκληρή ασκητική ζωή των ανδρών. Ξεπέρασε δηλαδή τη γυναικεία φύση της η Ευφροσύνη, αλλά με ταυτόχρονη υπέρβαση και άλλων ανθρωπίνων στοιχείων, όπως της αγάπης προς τον πατέρα της, όπως της συναισθηματικής ανταπόκρισης στον έρωτα ενός νέου ανθρώπου.  Υποκλινόμαστε κυριολεκτικά μπροστά στην «ατσάλινη» θέλησή της, η οποία συνεργαζόταν με απόλυτη υπακοή  με το θέλημα του Θεού. Αυτή η ευθύτητά της, η χωρίς καμία απολύτως παρέκκλιση απόβλεψή της στον Κύριο, θυμίζει την ευθύτητα της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μετά τη μεταστροφή της από τον αμαρτωλό τρόπο ζωής. Με τη διαφορά ότι η οσία Μαρία είχε ζήσει την αμαρτία και είχε εισπράξει το τίμημα της κατάντιας και της θλίψης που φέρνει αυτή. Η οσία Ευφροσύνη όμως δεν είχε εμπειρία τέτοιου τρόπου ζωής, γι’  αυτό και ίσως είναι πιο αξιοθαύμαστη στο σημείο αυτό και από την οσία Μαρία. Κι αυτή η μεταμφίεσή της αποκαλύπτει βεβαίως και την αλήθεια ότι αν κανείς πράγματι αγαπά τον Θεό, θα κάνει τα πάντα προκειμένου να Τον ακολουθήσει. Κανένα εμπόδιο δεν θα μπορεί να σταθεί μπροστά του, για να ανακόψει την ευλογημένη πορεία του. Πόσο μας ελέγχει η αγάπη της αυτή, εμάς που πολύ εύκολα βρίσκουμε «επιχειρήματα», για να δικαιολογούμε τον εαυτό μας ότι είναι δύσκολη η βίωση της χριστιανικής ζωής. Δύσκολη ναι, αλλά όταν δεν υπάρχει η κινητήρια δύναμη, η αγάπη του Θεού.

Ο υμνογράφος όμως ήδη απαρχής επισημαίνει κι εκείνο το στοιχείο  που σχετίζεται με το όνομά της. «Μήτερ οσία, Ευφροσύνη αξιάγαστε, την όντως ευφροσύνην επιποθήσασα, την ταύτην προξενούσαν ώδευσας τρίβον». Οσία μητέρα, αξιοθαύμαστη Ευφροσύνη, επειδή πόθησες την πραγματική χαρά και ευφροσύνη, περπάτησες το δρόμο που φέρνει σ’  αυτήν. Η αγία Ευφροσύνη δηλαδή, μέσα από τους ασκητικούς αγώνες, τους σκληρούς και υπεράνθρωπους για μία μικρή και απαλή κόρη, βρήκε τον δρόμο για την αληθινή χαρά. Διότι η αληθινή χαρά, η ευφρόσυνη διάθεση της καρδιάς, δεν είναι θέμα διασκεδάσεων, περιδιαβάσματος του κόσμου με ταξίδια, απλών συναναστροφών, αποκτήσεως υλικών αγαθών, πράγματα που διαπιστώνουμε στους περισσοτέρους ανθρώπους. Μία τέτοια αναζήτηση χαράς δυστυχώς τις περισσότερες φορές προκαλεί περισσότερη θλίψη και δυσθυμία, παρά όντως φέρνει χαρά. Διότι λείπει Εκείνος που αποτελεί την πηγή της χαράς: ο ίδιος ο Θεός. Η αγία Ευφροσύνη από πολύ νωρίς κατενόησε ότι η σχέση με τον Θεό φέρνει την ευφροσύνη στην καρδιά του ανθρώπου. Και τον Θεό Τον βρίσκει κανείς, όταν στραφεί μέσα του, στο «έδαφος» της καρδιάς του. Σ’  αυτό το έδαφος όμως αναπτύσσονται και τα ζιζάνια της πονηρίας και της κακίας, γι’  αυτό και αν δεν τα εκριζώσει κανείς, με την προσευχή, την άσκηση, την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού, αυτά θα αλώσουν την καρδιά και θα γίνουν περιεχόμενό της. Οπότε η θλίψη σ’  αυτήν την περίπτωση θα γίνει καθεστώς στον άνθρωπο. Η αγία Ευφροσύνη λοιπόν γίνεται οδηγός μας για την πραγματική ευφροσύνη μας και την ευγνωμονούμε γι’  αυτό. «Ταις αυτής και του πατρός της αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».


Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΑΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΕΚΛΑ



«Η αγία Θέκλα καταγόταν από την πόλη του Ικονίου, η μητέρα της λεγόταν Θεόκλεια και ανήκε σε ευγενές και ένδοξο γένος. Κατηχήθηκε τον λόγο της πίστεως από τον μεγάλο απόστολο Παύλο, τον οποίο άκουσε να διδάσκει στο σπίτι του Ονησιφόρου. Όταν έγινε χριστιανή, ήταν δεκαοκτώ ετών και είχε μνηστευθεί τον Θάμυρη. Αφού περιφρόνησε τη φωτιά, στην οποία την έβαλαν, όπως και τη μητέρα της και τον μνηστήρα της, ακολούθησε τον Παύλο. Μετά από αυτά βρέθηκε στην Αντιόχεια, κι εκεί λόγω της πίστεώς της ρίχθηκε από τον Αλέξανδρο στα θηρία και σε ταύρους, προκειμένου να την κομματιάσουν. Από όλα όμως σώθηκε με τη χάρη του Θεού, οπότε άρχισε να περιέρχεται διάφορες πόλεις κηρύσσοντας το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, με αποτέλεσμα να φέρει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Ύστερα επανήλθε στην πατρίδα της, όπου αποσύρθηκε σε κάποια από τα βουνά της και ασκήτεψε μόνη της. Επιτέλεσε πολλά θαύματα στους ανθρώπους που την επισκέπτονταν, μέχρις ότου τελείωσε τη ζωή της, μπαίνοντας μέσα σ’  ένα βράχο που άνοιξε με τη δύναμη του Θεού για χάρη της. Όλος ο χρόνος της ζωής της  ήταν ενενήντα έτη».

Δεν είναι μόνον οι άνδρες που μπορεί να καυχώνται για τον πρώτο εν μάρτυσι, τον άγιο Στέφανο. Είναι και οι γυναίκες που αντιστοίχως έχουν την πρώτη μεταξύ των γυναικών μάρτυρα, την αγία Θέκλα, μεγαλομάρτυρα επίσης και ισαπόστολο. Η αγία αυτή κατέχει ιδιαίτερη θέση μεταξύ των αγίων και των μαρτύρων, όχι μόνον ως «σύναθλος Στεφάνου», αλλά και ως «συνόμιλος Παύλου». Διότι κ α ι από τον απόστολο Παύλο μεταστράφηκε και έγινε χριστιανή,  αλλά κ α ι τον ακολούθησε σε πολλές από τις περιοδείες του, δείχνοντας τέτοιο ανδρείο φρόνημα, ιδίως σ’  αυτά που υπέστη, που έκανε, κατά τον υμνογράφο,  την προμήτορα Εύα, η οποία υποτάχτηκε στα κελεύσματα του διαβόλου, να χαίρεται, γιατί βρέθηκε γυναίκα να υποτάσσει τον πονηρό. «Εύα χαίρει, καθορώσα γυναιξί τον όφιν υποπίπτοντα».

Ο υμνογράφος ιδιαιτέρως επιμένει στο γεγονός ότι η αγία, νεότατη στην ηλικία, ευθύς ως έγινε χριστιανή, άφησε τον μνηστήρα της, για να γίνει ακόλουθος του Παύλου και ευαγγελίστρια Χριστού. Η μεταστροφή της αυτή, από έγγαμος που επρόκειτο να γίνει, τελικώς να αφιερωθεί ως άγαμη στον Χριστό, δεν οφείλετο βεβαίως σε μία υποβάθμιση του γάμου. Κάτι τέτοιο δεν είναι χριστιανικό, αφού ο γάμος και η κατά Χριστόν παρθενία θεωρούνται χαρίσματα εκ Θεού και ισάξιοι δρόμοι μέσα στην Εκκλησία, που ορθά ασκούμενοι εκβάλλουν στη βασιλεία του Θεού. Άλλωστε ο Θάμυρης ο μνηστήρας της ήταν ειδωλολάτρης και η σχέση τους είχε ξεκινήσει πριν γίνει η αγία χριστιανή, συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για γάμο, κατά τον τρόπο τον χριστιανικό. Η αγία απλώς, μπροστά στο νέο που ανοίχτηκε ενώπιόν της, τον Χριστό και τη Βασιλεία Του, θέλχτηκε από την αγάπη προς Εκείνον τόσο, που θεώρησε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίζει να ζει όπως και πριν. Μπροστά στο δίλημμα: μαζί με τον μνηστήρα της σε μία ζωή ειδωλολατρική ή μαζί με τον Χριστό ως χριστιανή, χωρίς δισταγμό προτίμησε το δεύτερο. Διότι κατενόησε ότι η αγάπη προς τον Χριστό ήταν πάνω από όλα. «Ο φιλών…τι υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» είπε ο Κύριος. Τα πράγματα θα ήταν ασφαλώς διαφορετικά, αν και ο Θάμυρης ήταν χριστιανός. Τότε θα συναγωνίζονταν μάλλον για την απόκτηση της βασιλείας του Θεού. Ως ειδωλολάτρης όμως ο μνηστήρας δεν είχε πολλά περιθώρια να «επιβιώσει» πια στη σχέση αυτή. Ο υμνογράφος το επισημαίνει: «Μνηστευθείσαν Θαμύριδι, ο νυμφαγωγός σε Παύλος ηρμόσατο, τω νυμφίω ως αμώμητον, τω επουρανίω Θέκλα πάνσοφε». Δηλαδή, Θέκλα πάνσοφε, ο νυμφαγωγός Παύλος ένωσε εσένα, που ήσουν μνηστευμένη με τον Θάμυρη, σαν αγνή νύμφη με τον επουράνιο νυμφίο (Χριστό). Ποιος μπορεί να συγκριθεί με τον Χριστό και με την αγάπη Εκείνου; Η αγάπη προς τον Χριστό έκανε πια τη Θέκλα να θεωρεί παραλήρημα τα όποια λόγια που έλεγε ο Θάμυρης: «Θαμύριδος τα ρήματα, ώσπερ λήρον Μάρτυς εμυκτήρισας».

Αυτή η αγάπη προς τον Χριστό, ο πόθος της αγίας προς τον Δημιουργό της είναι εκείνο που επίσης διαπιστώνει ο υμνογράφος. Αν η αγία Θέκλα νίκησε τον ανθρώπινο έρωτα – νόμιμο κάτω από άλλες συνθήκες βεβαίως – αν νίκησε το φίλτρο προς τη μητέρα της, αν νίκησε όλες τις ηδονές που υπόσχεται η νεανική ηλικία, ήταν γιατί ακριβώς η καρδιά της κυριαρχήθηκε από τον νυμφίο της Χριστό. Όπως το σημειώνει και ο ποιητής: «ο πόθος του Ποιητού, των κτισμάτων ενίκα τους έρωτας». Κι είναι τούτο ό,τι επισημαίνουμε γενικώς στους αγίους μας: μπορούν να υπερβαίνουν όλα τα εμπόδια, μπορούν και φαίνονται υπεράνθρωποι και ήρωες, γιατί η αγάπη του Χριστού τους συνέχει. Σαν τον απόστολο Παύλο μπορούν και εκείνοι να λένε: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη, στενοχώρια, κίνδυνος, μαχαίρι; Ούτε θάνατος ούτε κάποια κτίση μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη Εκείνου». Αυτήν την αγάπη του Χριστού πρέπει να έχει και κάθε χριστιανός, αν θέλει να ζει ως χριστιανός. Και για να την αποκτήσει, πρέπει πρώτα από όλα να νιώσει την έλλειψή της στη ζωή του και να την ζητήσει από Εκείνον που τη χορηγεί: τον ίδιο τον Κύριο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν την ζητάμε. Και δεν τη ζητάμε, γιατί δεν νιώθουμε την έλλειψή της. Και δεν νιώθουμε την έλλειψή της, γιατί άλλες αγάπες, του κόσμου τούτου, κατακλύζουν την ύπαρξή μας. Αγάπες όμως φθαρτές, που το μόνο που προσφέρουν είναι η θλίψη και ο θάνατος.