Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ, ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ


«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου. Μετά από την κλήση του Ανδρέου και του Πέτρου, προσκλήθηκε από τον ίδιο τον Σωτήρα μαζί με τον αδελφό του να μαθητεύσουν σ᾽ Εκείνον.  Αυτοί αμέσως και τον πατέρα και το πλοίο, και μ᾽ έναν λόγο τα πάντα άφησαν και ακολούθησαν τον Κύριο. Και τόσο πολύ αγάπησε αυτούς ο Κύριος, ώστε στον μεν ένα να χαρίσει την ανάκληση πάνω στο στήθος Του (την ώρα του Μυστικού Δείπνου), στον δε άλλον να πιει το ποτήριο που ο Ίδιος ήπιε. Ο άγιοι Ιάκωβος και Ιωάννης επέδειξαν τέτοιον ζήλο υπέρ του Χριστού, ώστε να θελήσουν να κατεβάσουν φωτιά από τον Ουρανό και να καταστρέψουν τους απίστους. Κι ίσως και θα το έκαναν, αν δεν τους εμπόδιζε η αγαθότητα Εκείνου. Γι᾽ αυτό λοιπόν ο Κύριος έπαιρνε αυτούς και τον Κορυφαίο Πέτρο πάντοτε στις προσευχές Του και στις άλλες οικονομίες Του, μυσταγωγώντας τους στα υψηλότερα και μυστικότερα από τα δόγματα. Αυτόν τον μακάριο Ιάκωβο, μετά από το Πάθος και την Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επειδή δεν άντεχε ο Ηρώδης να μιλάει με θάρρος και να εξαγγέλλει το σωτήριο κήρυγμα, τον συνέλαβε και τον φόνευσε με μαχαίρι, δεύτερον αυτόν μετά τον Στέφανο τον μάρτυρα, στέλνοντάς τον έτσι στον Δεσπότη Χριστό».

Υψηλοτάτη η ποίηση του μεγάλου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αγίου Θεοφάνους για τον ῾άρχοντα όλης της γης᾽, όπως τον χαρακτηρίζει, άγιο Ιάκωβο, τον πρόκριτο μεταξύ των αποστόλων μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πέτρο, ανεψιό μάλιστα του Κυρίου μας Ιησού, ως υιό της Σαλώμης, κόρης του Ιωσήφ του μνήστορος της Υπεραγίου Θεοτόκου. Και τον χαρακτηρίζει άρχοντα,  και διότι υπήρξε μαθητής του Κυρίου, αλλά και για τον θερμότατο ζήλο του υπέρ Αυτού, τόσο που πρώτος αυτός από τους δώδεκα έδωσε τη ζωή του για Εκείνον. ῾Καταστάθηκες, ένδοξε, άρχοντας τώρα σε όλη τη γη, όπως γράφτηκε για σένα, γιατί έγινες μαθητής Αυτού που δημιούργησε τα πάντα. Και λόγω του θερμότατου ζήλου σου υπέμεινες τον φόνο με μαχαίρι από ανόμους, πάνσοφε, φεύγοντας από τη ζωή αυτή πρώτος εσύ από τη σεπτή ομήγυρη των δώδεκα συμμαθητών σου, μακάριε᾽ (῾Άρχων κατεστάθης, ένδοξε, νυν επί πάσαν την γην, περί σου ώσπερ γέγραπται, μαθητής γενόμενος του τα πάντα ποιήσαντος· και διά ζήλον σου τον θερμότατον, υπό ανόμων μαχαίρα, πάνσοφε, φόνον υπέμεινας, της σεπτής των δώδεκα συμμαθητών, μάκαρ, ομηγύρεως προαναιρούμενος᾽) (στιχηρό εσπερινού και ωδή η´).

Ο άγιος Θεοφάνης εμμένει με τους ύμνους του στον θερμό πόθο του αγίου Ιακώβου για τον Κύριο: ῾Ω, τι θερμός είναι ο πόθος σου προς τον Δεσπότη Χριστό!᾽ (῾Ω του θερμού πόθου σου προς τον Δεσπότην Χριστόν!᾽) (ωδή δ´). Πόθος τέτοιος μάλιστα που έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος: ῾Προσλάμβανες ατελείωτο πόθο πάνω στον πόθο, γι᾽αυτό και απέκτησες την έσχατη μακαριότητα των επιθυμητών πραγμάτων, την ίδια την αρχή της αγαθότητας, τον Θεό᾽(῾τω πόθω πόθον ακατάσχετον προσειληφώς, την των ορεκτών της αγαθαρχίας εσχάτην μακαριότητα κατέλαβες᾽) (ωδή δ´). Γεγονός που σημαίνει: αν δεν ανταποκριθεί με αγάπη ο άνθρωπος στην αγάπη του Δημιουργού - ῾ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτον ηγάπησεν ημάς᾽ - δύσκολα, αν όχι καθόλου δεν  μπορεί να προχωρήσει σε ζωντανή σχέση μαζί Του· και: όσο ανοίγεται κανείς με αγάπη στον Κύριο, τόσο και νιώθει την αγάπη του αυτή να φουντώνει.  ῾Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στην κλήση του Δεσπότη, θεοδίδακτε μύστη, γι᾽αυτό και έφτασες εμφανώς προς την υψηλότατη και θεία πράγματι κορυφή των αρετών᾽(῾Όλον σαυτόν νεύμασιν εμπαρεχόμενος του Δεσπότου, μύστα θεοδίδακτε, των αρετών ήρθης εμφανώς προς υψηλοτάτην και θείαν όντως ακρώρειαν᾽) (ωδή δ´).


Γι᾽αυτό και ο άγιος υμνογράφος θεωρεί ότι η κλήση του αγίου Ιακώβου να γίνει απόστολος του Κυρίου ξεκίνησε στην πραγματικότητα πολύ πριν από την εξωτερική κλήση του. Ο Θεός δηλαδή ως προγνώστης, βλέποντας εκ των προτέρων την ευγένεια της ψυχής του, αλλά και τη δύναμη και την παλληκαριά της διάνοιάς του τον κάλεσε ως διακεκριμένο απόστολό Του να κηρύσσει στα έθνη Εκείνον. ῾Νενοηκώς σου την ψυχής ευγένειαν σε ο προγνώστης Θεός, και το στερρόν, μύστα, και ακαταμάχητον της διανοίας, ένδοξε, τοις αυτού υπηρέταις προκεκριμένως ενέταξεν, έθνεσιν αυτόν καταγγέλλοντα᾽ (ωδή α´). Και: ῾Φάνηκες, Ιάκωβε, άξιος πρόσληψης από τον Κύριο και μύστης της οικονομίας Του, ακόμη και πριν από την κλήση σου, γιατί είδε σε σένα την ιλαρότητα της αγνής ψυχής σου᾽ (῾Ακηλιδώτου σου ψυχής το ιλαρόν τω Δεσπότη οραθέν και προ της κλήσεως, μάκαρ, αξιόληπτος αυτώ εφάνης, ω Ιάκωβε, και της οικονομίας μύστης της τούτου γεγένησαι᾽(ωδή γ´). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι χαρακτηρίζει ο Θεοφάνης ῾τη γέννηση του Ιακώβου ιερή και φωτοφόρα, που έλαμψε ακόμη περισσότερο λόγω της συγγενείας που είχε με τον ίδιο τον Κύριο᾽(῾Ιερωμένος σου, σοφέ, ο τόκος και φωτοφόρος, του Θεού τη συγγενεία παμμάκαρ φαιδρυνόμενος τρανώς᾽) (ωδή γ´).


Το θάμβος που νιώθει ο άγιος Θεοφάνης μπροστά στην τεράστια και λαμπερή προσωπικότητα του αγίου Ιακώβου - αποτέλεσμα όχι μόνο της κλήσεώς του από τον Κύριο και της αγιασμένης βιοτής του, αλλά και από τη φλόγα του Παρακλήτου Πνεύματος που έλαβε την ημέρα της Πεντηκοστής: ῾Η βίαιη ουράνια πνοή του Παρακλήτου σε έκανε σαν φωτιά και σε ανέδειξε σοφό κήρυκα, να εξαγγέλλεις τα μεγαλεία του σαρκωθέντος Λόγου, του οποίου και έγινες αυτόπτης᾽(῾Η εκ του ύψους σε πνοή βιαία του Παρακλήτου εκπυρώσασα, σοφόν θεηγόρον ρητορεύοντα σαφώς τα μεγαλεία δείκνυσι του σαρκωθέντος Λόγου, ου και αυτόπτης γεγένησαι᾽) (ωδή γ´) – τον κάνει σε ένα τροπάριό του να φτάσει σε επίπεδα υπερβολής, καθώς αποπειράται να δικαιολογήσει με καλό λογισμό το πρωτείο που ζήτησε αυτός με τον αδελφό του και τη μητέρα τους από τον Κύριο. Θυμόμαστε όλοι ότι η μητέρα τους και οι ίδιοι ζήτησαν από τον Χριστό, λίγο πριν από τα πάθη Του, παρεξηγώντας προφανώς την πνευματική βασιλεία του Κυρίου και εκλαμβάνοντάς την γήινα,  να σταθούν δίπλα Του πρωτόθρονοι. Και ο Κύριος απήντησε ότι ναι μεν ῾δεν ξέρουν τι ζητούν᾽, αλλά ῾το ποιος θα σταθεί πρώτος δίπλα Του είναι κάτι που δεν το δίνει ο Ίδιος, αλλά ο Πατέρας Του, ανάλογα με την αγάπη που τρέφει ο άνθρωπος προς Εκείνον μέχρι σημείου θυσίας᾽. Ο υμνογράφος μας λοιπόν ερμηνεύει ως εξής το αίτημά του: ῾Ανέβηκες στα φτερά της μεγαλύτερης αρετής με την αγάπη, και πόθησες, ένδοξε, να έχεις τα πρωτεία των πρώτων θρόνων του Δεσπότη. Όχι γιατί αγαπούσες τη μάταιη δόξα, αλλά για να βλέπεις με άμεσο τρόπο Αυτόν που αγάπησες᾽ (῾Επιβάς ακροτάτης αρετής πτερούμενος δι᾽αγαπήσεως, των εγκρίτων θρόνων του Δεσπότου επόθησας, ένδοξε, τα πρωτεία φέρειν, ουχ ως ερών δόξης ματαίως, αλλά βλέπειν αμέσως ον έστερξας᾽) (ωδή ε´). Καταλαβαίνει όμως ο άγιος Θεοφάνης την υπερβολή, γι᾽αυτό και στην επόμενη ωδή ῾διορθώνει᾽: ῾Ζήτησες από τον Χριστό, σαν να είναι γήινος Βασιλιάς, να σου δώσει την επίγεια δόξα, και πέτυχες, μακάριε Ιάκωβε, τη βασιλεία όχι την κάτω και φθαρτή, αλλά την αθάνατη, που την έλαβες όμως με την άθλησή σου᾽ (῾Δόξαν την επί γης εκζητήσας τω Χριστώ παρασχείν σοι, ως Βασιλεί γηίνω, βασιλείας επέτυχες, ου της κάτω και φθαρτής, μάκαρ Ιάκωβε, αλλ᾽ αφθάρτου, ην δι᾽αθλήσεως απέλαβες᾽) (ωδή ς´).


Μπροστά λοιπόν στον μαθητή του Κυρίου, μπροστά στον πρώτο που έδωσε από τους δώδεκα τη ζωή του για Εκείνον, μπροστά στη φλογισμένη από αγάπη Χριστού καρδιά του αποστόλου και τον ζήλο του που τον έκανε να είναι ῾ένας νέος Ηλίας᾽(ωδή ε´), ῾όλη η Εκκλησία στήνει χορό, γιατί γιορτάζει την παναγία μνήμη του, κατά την οποία  τον δοξολογούμε᾽ (῾άπασα η Εκκλησία χορεύει, εορτάζουσα την παναγία σου μνήμην, εν η ευφημούμεν σε᾽)(῾κάθισμα όρθρου).

Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ ΙΑΣΩΝ ΚΑΙ ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΣ




«Από τους αποστόλους αυτούς ο Ιάσων ήταν από την Ταρσό και πρώτος οδηγήθηκε από εκεί προς τη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος  καταγόταν από την Αχαϊα και δέχτηκε την πίστη στον Χριστό μετά από αυτόν. Και οι δύο υπήρξαν μαθητές του αποστόλου Παύλου και ο μεν Ιάσων καταστάθηκε διδάσκαλος της πόλεώς του, ο δε Σωσίπατρος ανέλαβε τη διαποίμανση της Εκκλησίας των Ικονιέων.

Οι απόστολοι αυτοί αφού ποίμαναν τις Εκκλησίες τους με καλό τρόπο πήγαν Δυτικά. Έφτασαν στη νήσο των Κερκυραίων και ανήγειραν περικαλή ναό προς τιμήν του πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Εκεί λειτουργούσαν στον Θεό και οδήγησαν έτσι πολλούς προς την πίστη του Χριστού. Κατηγορήθηκαν όμως στον βασιλιά Κερκυλλίνο και κλείστηκαν στη φυλακή, όπου ήταν ήδη κλεισμένοι και επτά λήσταρχοι, των οποίων τα ονόματα ήταν τα παρακάτω: ο Σατορνίνος, ο Ιακίσχολος, ο Φαυστιανός, ο Ιανουάριος, ο Μαρσάλιος, ο Ευφράσιος και ο Μαμμίνος. Αυτούς με όσα τους είπαν και έκαναν τους μετέστρεψαν στη χριστιανική πίστη, κάνοντάς τους πρόβατα αντί λύκων. Οι άνθρωποι αυτοί μετά, ρίχτηκαν σε λέβητες γεμάτους από πίσσα και θειάφι και κηρό και έλαβαν τα στεφάνια του μαρτυρίου από τον Χριστό. Το ίδιο και ο δεσμοφύλακας, που πίστεψε κι αυτός στον Χριστό, αφού του κόψανε το δεξί χέρι και τα δύο πόδια, του κόψανε στη συνέχεια και τον αυχένα, την ώρα που επικαλείτο το όνομα του Χριστού.

Ο βασιλιάς έβγαλε από τη φυλακή τους αγίους Ιάσονα και Σωσίπατρο και τους παρέδωσε στον έπαρχο Καρπιανό, προκειμένου να τους τιμωρήσει. Ο Καρπιανός τους εξέτασε και τους έριξε και πάλι δέσμιους στη φυλακή. Όταν τους είδε έτσι δεμένους η Κερκύρα, η κόρη του βασιλιά, και έμαθε ότι πάσχουν για τον Χριστό, είπε ότι είναι και αυτή Χριστιανή, ενώ όλα τα στολίδια που φορούσε τα έδωσε στους φτωχούς. Το έμαθε ο πατέρας της κι επειδή δεν μπόρεσε να την μεταστρέψει από τον σκοπό της, την κλείνει και αυτήν στη φυλακή και την παραδίδει μάλιστα σε κάποιον Αιθίοπα άσωτο για να την διαφθείρει. Όταν όμως αυτός πλησίασε τη θύρα της φυλακής, κατασπαράχτηκε από θηρίο. Η Κερκύρα το έμαθε και τον έκανε καλά, λυτρώνοντάς τον από το θηρίο. Με τα θαύματα αυτά τον έκανε χριστιανό, οπότε ο Αιθίοπας φώναξε δυνατά: ῾Μέγας ο Θεός των χριστιανών᾽, με αποτέλεσμα να βασανισθεί φοβερά αμέσως από τον τύραννο και να φύγει από τη ζωή αυτή. Οι στρατιώτες τότε έφεραν ξύλα κοντά στη φυλακή, τα άναψαν και προσπάθησαν να κατακάψουν τη μάρτυρα. Έγινε κι αυτό αλλά η Κερκύρα παρέμεινε άφλεκτη, οπότε πολλοί βλέποντας το θαύμα οδηγήθηκαν στην πίστη του Χριστού. Για τον λόγο αυτό αναρτάται σε ξύλο και υποβάλλεται σε πνιγηρό καπνό τόσο πολύ, έως ότου παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό. Μετά από αυτά ο βασιλιάς ξεκίνησε διωγμό κατά των χριστιανών, κι επειδή οι άγιοι είχαν διαφύγει σε ένα παρακείμενο μικρό νησί, ο ίδιος μπήκε σε πλοίο για να πάει να τους τιμωρήσει. Ευρισκόμενος όμως στο μέσο του πελάγους, όπως παλιά ο Φαραώ, καταποντίστηκε στη θάλασσα. Και ο μεν λαός του Κυρίου πρόσφερε ευχαριστήριους ύμνους στον Θεό, ο Ιάσων δε και ο Σωσίπατρος που απολύθηκαν από τη φυλακή, δίδασκαν χωρίς εμπόδιο πια τον λόγο του Θεού.

Όταν ανέλαβε άλλος βασιλιάς την εξουσία και έμαθε τα σχετικά με τους αγίους, διέταξε να φέρουν σιδερένιο βόδι, να ρίξουν μέσα πίσσα και ρητίνη και κηρό, να το φλογίσουν πάρα πολύ και να ρίξουν τους αγίους σ᾽αυτό. Όταν έγινε αυτό και οι άγιοι διαφυλάχτηκαν άφλεκτοι, πολλοί από τους απίστους άλλοι μεν καταφλέχτηκαν, άλλοι δε έγιναν χριστιανοί. Ο δε βασιλιάς, αφού κρέμασε στον τράχηλό του λιθάρι, θρηνούσε με τα λόγια: ῾Θεέ του Ιάσονα και του Σωσιπάτρου, ελέησέ με᾽. Ο δε μακάριος Ιάσων, παρόντος του βασιλιά,  νουθέτησε όλον τον λαό, τον δίδαξε, τον κατήχησε και τους βάπτισε όλους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, επονομάζοντας μάλιστα τον βασιλιά Σεβαστιανό. Μετά από λίγες ημέρες, ο υιός του βασιλιά αρρώστησε και πέθανε. Προσευχήθηκε όμως ο απόστολος και τον ανέστησε. Από τότε λοιπόν έκανε πολλά θαύματα και ανἠγειρε περικαλείς ναούς, και αφού τα τακτοποίησε όλα καλά και όσια και αύξησε το ποίμνιο του Χριστού, σε προχωρημένα γεράματα πήγε προς τον αγαπημένο του Χριστό».



Οι άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος για μία ακόμη φορά προβάλλουν αυτό που συνιστά την προτεραιότητα όλων των συνεπών χριστιανών: την αγάπη προς τον Χριστό, μπροστά στην οποία τα πάντα θεωρούνται δεύτερα και μικρά. Δεν παύει η Εκκλησία μας διά της υμνολογίας της να εξαγγέλλει την αλήθεια αυτή, δεδομένου ότι η αγάπη προς τον Χριστό  αποτελεί τη μοναδική οδό της σωτηρίας. Χωρίς την αγάπη προς Εκείνον τα πάντα γίνονται αποστεωμένα, άνευρα, ανόητα. Εκπίπτει και  η χριστιανική πίστη σε έναν ηθικισμό, που μπορεί να έχει ωραίους κανόνες ζωής, δεν έχει όμως την ίδια τη ζωή. Κι αυτήν τη ζωή την προσφέρει μόνον η θερμότητα της καρδιάς προς τον Θεό. Πρόκειται για την ίδια την εντολή του Θεού που καλεί τον άνθρωπο να Τον αγαπήσει «εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος», όπως και  για την προϋπόθεση που έθετε ο ίδιος ο Κύριος, για να μπορεί κανείς να Τον ακολουθεί και να συντονίζεται με την ενέργεια της χάρης Του: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Το ερμηνευτικό κλειδί λοιπόν και της ζωής των αγίων Ιάσονα και Σωσιπάτρου, αυτό που δίνει τη δυνατότητα κατανοήσεως της όλης πορείας τους είναι ακριβώς η αγάπη τους προς τον Κύριο. Εκείνον αγάπησαν υπεράνω όλων, Σ᾽ Εκείνον κόλλησαν τις ψυχές τους, τα ίχνη Εκείνου ακολούθησαν. «Όλα τα ωραία της ζωής αυτής τα αφήσατε κατά μέρος, γιατί αγαπήσατε τον Χριστό, στον Οποίο κολλήσατε τις ψυχές σας, ένδοξοι. Ακολουθήσατε λοιπόν τα ίχνη Του με πίστη, Ιάσων και Σωσίπατρε» («Πάντα κατελίπετε τερπνά, Χριστόν αγαπήσαντες, ου τα ψυχάς εκολλήθητε, οπίσω ένδοξοι· ίχνεσί τε τούτου πίστει προσηνέχθητε, Ιάσων και Σωσίπατρε πάνσοφοι») (στιχηρό εσπερινού).


Δεν ήταν δυνατόν όμως να μην αγαπήσουν τον Χριστό και να μην ακολουθήσουν τα ίχνη της ζωής Του, όταν ξέρει κανείς ότι υπήρξαν μαθητές και ακόλουθοι εκείνου που αγάπησε με πάθος τον Κύριο και χάριν του ευαγγελίου Του γύρισε όλον τον κόσμο, δίνοντας στο τέλος και την ίδια τη ζωή του για το όνομά Του: του αποστόλου των Εθνών, του αγίου Παύλου, ο οποίος διετράνωνε πάντοτε «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό. Όπως το σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος: «Γίνατε φοιτητές του Παύλου, σοφοί, και τρέξατε σ᾽όλον τον κόσμο ακολουθώντας τα ίχνη εκείνου, κηρύσσοντας τον σωτήριο λόγο» («Του Παύλου φοιτηταί, σοφοί, γενόμενοι, κατ᾽ίχνος εκείνου τε πορευθέντες διαδράμετε τα σύμπαντα, τον σωτήριον λόγον καταγγέλλοντες») (ωδή γ´). Έτσι οι άγιοι μιμήθηκαν τον Παύλο που μιμήθηκε τον Κύριο, κατά το «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Κι αυτό σημαίνει πόση σημασία έχει για την πνευματική ζωή μας εκείνος στον οποίο προσκολληθήκαμε σαν σε δάσκαλό μας. Ανάλογα με τον δάσκαλο διαμορφώνεται και η πνευματική ζωή του μαθητή, με άλλα λόγια το φως ή ο ζόφος του δασκάλου γίνεται φως ή ζόφος και του μαθητή. «Φωτιστήκατε πλούσια από τα δόγματα του Παύλου και γίνατε φωστήρες της οικουμένης, τρισμακάριοι» («Τοις δόγμασι του Παύλου καταυγασθέντες, γεγόνατε φωστήρες της οικουμένης, τρισμακάριοι») (κοντάκιο).


Και βεβαίως το φως των αποστόλων Ιάσονα και Σωσίπατρου, φως του Χριστού στην πραγματικότητα, καταύγασε την Ανατολή και τη Δύση – «καταλάμψατε την Ανατολή και φτάσατε και δύσατε στη Δύση» («Ανατολήν γαρ καταλάμψαντες, προς Δύσιν φθάσαντες έδυτε») (ωδή ζ´) -  κατεξοχήν όμως τη νήσο Κέρκυρα, διότι εκεί κυρίως έδρασαν, θαυματούργησαν, έδωσαν τη ζωή τους, γι᾽αυτό και ο υμνογράφος τους Κερκυραίους πρωτίστως καλεί να χαρούν και να γεμίσουν από πνευματική ευφροσύνη. «Η πάμφωτη και θεϊκή εορτή των Αποστόλων καλεί τα πλήθη των Κερκυραίων να χαρούν. Εμπρός λοιπόν γεμίστε μέχρι κορεσμού όλοι από πνευματική ευφροσύνη» («Η παμφαής και θεία των Αποστόλων εορτή, των Κερκυραίων τα πλήθη προς ευωχίαν συγκαλεί. Δεύτε κορέσθητε πάντες πνευματικής ευφροσύνης») (εξαποστειλάριο). Η κλήση όμως της εορτής και της ευφροσύνης είναι και για όλους τους πιστούς, όπου γης. Οι άγιοι αποτελούν τα εντρυφήματα όλων. Κι ο λόγος είναι σαφής, κατά τον υμνογράφο: «Ολοι είμαστε ποίμνιό σας, που λυτρωθήκαμε από την πλάνη με τη χάρη του Θεού» («Πάντες γαρ εσμεν ποίμνιον υμών, λυτρωθέντες της πλάνης εν χάριτι») (οίκος κοντακίου).

Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ


«Τόν Θωμᾶν οὐ κατέλιπες βαπτιζόμενον, Δέσποτα, βυθῷ ἀπιστίας, παλάμας προτείνας εἰς ἔρευναν» (ὠδή στ΄ κανόνος Κυριακής Θωμά).
(Δεν εγκατέλειψες, Δέσποτα Κύριε, τον Θωμά, την ώρα που βυθιζόταν στον βυθό της απιστίας, καθώς τού άπλωσες τις παλάμες για έρευνα).

Συνηθίζουμε να μιλάμε για την απιστία ή τη δυσπιστία ή την ολιγοπιστία του αγίου αποστόλου Θωμά, επειδή δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των άλλων μαθητών ότι είδαν τον αναστημένο Χριστό. «Ἐάν μή ἴδω οὐ μή πιστεύσω» τους είπε. Και ο Κύριος τού έκανε τη χάρη και (όταν βεβαίως βρέθηκε μαζί με τους άλλους αποστόλους δείχνοντας την καλή του διάθεση και τον εσωτερικό του αγώνα) τον κάλεσε «ἰδίαις χερσί» να βεβαιωθεί για το αναστημένο Του σώμα. Εξέφρασε όμως και το παράπονό Του ότι «πίστεψε γιατί Τον είδε και τον ψηλάφησε με τις σωματικές του αισθήσεις», χωρίς να φτάσει στην υψηλότερη πίστη και θέαση που υπάρχει, δηλαδή τη μακαριότητα εκείνων που πιστεύουν χωρίς να επιζητούν να Τον δουν με τα σωματικά τους μάτια. Βεβαίως η εκκλησιαστική υμνολογία αφορμάται από το γεγονός αυτό για να «υμνήσει» τελικά αυτήν την απιστία του Θωμά – «ὤ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ», διότι ο Κύριος «χαίρει ἐρευνώμενος»  - που έδωσε και δίνει την ευκαιρία μέσα στους αιώνες να εξαγγελθεί η Ανάσταση του Κυρίου ακόμη και μέσα από την ψαύση του πεπυρωμένου λόγω της θεότητάς Του σώματος του Κυρίου∙ αλλά και να τονισθεί η πραγματική έννοια της θεολογίας, ως γεγονότος που εδράζεται στην εμπειρία του Χριστού, είτε από το άγγιγμα του στήθους Του από τον Ιωάννη τον Θεολόγο είτε από το άγγιγμα των τρυπημένων από τα καρφιά χεριών Του και της λογχευμένης πλευράς Του, και όχι σε μία ιδεολογική και «ψιλή»-γυμνή προσέγγιση της πίστεως. 
Συνηθίζουμε λοιπόν να μιλάμε για τον «άπιστο» Θωμά. Όμως και το Ευαγγέλιο αλλά και η υμνογραφία της Εκκλησίας δεν παύουν να σημειώνουν ότι την απιστία ή την ολιγοπιστία του Θωμά την είχαν και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου, με πρώτον μάλιστα από όλους τον κορυφαίο των μαθητών απόστολο Πέτρο. Και έρχεται ακριβώς η ποίηση των ημερών για να θυμίσει, πέρα από άλλες «απιστίες», τη βεβαιωμένη από τον ίδιο τον Κύριο ολιγοπιστία του Πέτρου, όταν είδε τον Κύριο, προ της Αναστάσεώς Του βεβαίως, να περιπατεί επί των κυμάτων της θάλασσας της Γαλιλαίας και Τον παρακάλεσε, εφόσον είναι Εκείνος, να του επιτρέψει να έλθει κοντά Του, πατώντας κι αυτός πάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Και ποιο το αποτέλεσμα; Ο Πέτρος, όσο έβλεπε τον Κύριο, να μπορεί να περπατάει σαν επάνω σε ξηρά, όταν όμως συνειδητοποίησε την «πραγματικότητα» του περιβάλλοντος, να αρχίσει να βυθίζεται, γιατί απίστησε. Το γεγονός αυτό δεν έχει υπόψη του ο υμνογράφος του παραπάνω τροπαρίου μιλώντας όμως τη φορά αυτήν για τον Θωμά; Την ίδια εικόνα, κατά μεταφορικό τρόπο, χρησιμοποιεί: και ο Θωμάς βυθιζόταν στα κύματα της απιστίας με κίνδυνο να καταποντιστεί. Δεν τον αφήνει όμως ο Κύριος∙ όπως άπλωσε το χέρι Του κι έπιασε τον Πέτρο, ελέγχοντας την ολιγοπιστία του: «ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;», κατά τόν ίδιο τρόπο απλώνει τις παλάμες Του στον ολιγόπιστο Θωμά για να σώσει κι εκείνον. Με τον ίδιο μάλιστα τρόπο σχεδόν ελέγχου: «ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας∙ μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες». 
Το κρίσιμο και καίριο σημείο και στις δύο επεμβάσεις του Κυρίου στους ολιγοπίστους ή απίστους μαθητές Του ήταν ότι και οι δύο τελικά στράφηκαν σ’ Εκείνον: ο Πέτρος με τον άμεσο τρόπο της αγωνιώδους κραυγής του: «Κύριε, σῶσόν με», ο Θωμάς με τον έμμεσο τρόπο του ερχομού του στον κύκλο των άλλων μαθητών – μία «κραυγή» του ήταν κι αυτή, καθώς άφησε την απομόνωση και τη μοναξιά του. Κι αυτό το σημείο είναι το κρίσιμο και για κάθε μαθητή και πιστό Του σε όλους τους αιώνες και σήμερα: μπορεί να αμφιβάλλουμε και να ολιγοπιστούμε, αλλά αυτό που περιμένει κι από εμάς ο Κύριος είναι να στραφούμε τελικώς στον Ίδιο και να κραυγάσουμε. Όχι εξωτερικά, αλλά εσωτερικά και μυστικά, στο βάθος της καρδιάς μας. Αλλά με την παρατήρηση που ο Ίδιος έκανε στον μαθητή Του Ιούδα (όχι τον Ισκαριώτη), για το πώς πια μετά την Ανάστασή Του θα εμφανίζεται στους ανθρώπους: όχι εξωτερικά σαν να θέλει να τους «υποτάξει» με μία συγκλονιστική εμφάνισή Του, αλλά μέσα από την τήρηση των αγίων εντολών Του. Ο Κύριος υπήρξε σαφέστατος και απολύτως συνεπής: «όποιος τηρεί τις εντολές Μου θα δείχνει ότι Με αγαπάει, οπότε θα δει στην ύπαρξή του την ίδια την αγάπη του Θεού Πατέρα και τη δική Μου, καθώς και τη φανέρωσή Μου μέσα σ’ εκείνον». Με άλλα λόγια, η Ανάσταση του Χριστού μετά τις συνεχείς επί σαράντα ημέρες εμφανίσεις Του στους μαθητές Του θα βιώνεται από τους πιστούς στον βαθμό που αυτοί πια θα ξανοίγονται στην αναζήτησή Του μέσα από την εφαρμογή του αγίου θελήματός Του. Ο Χριστός, ας επιτραπεί η έκφραση, μας έκανε «ματ»: μόνον η εμπειρία του Χριστού θα επιβεβαιώνει την πίστη και την Ανάστασή Του. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα αποτελεί ένα μάταιο κυνηγητό του ανθρώπινου εγωισμού, γι’ αυτό και θα καταλήγει μονίμως σε αποτυχία. Μ’ έναν λόγο: όπου δεν υπάρχει αγάπη αληθινή και θυσιαστική, όπως την έδειξε και την έζησε ο Χριστός, εκεί Χριστός δεν υπάρχει, εκεί τα όποια λόγια και οι όποιες φωνασκίες συνιστούν «κύμβαλον ἀλαλάζον».  

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (Ἤ ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ)


«Φέρει Χριστός φιλανθρώπως καί τήν ψηλάφησιν, ὡς καί Σταυρόν πρό ταύτης καί τόν ἄδικον φόνον, τάφου τριημέρως ἐξαναστάς, ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος∙ καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων τοῖς Μαθηταῖς ἐπιστάς ὡς παντοδύναμος».
(Ενώ αναστήθηκε από τον τάφο την τρίτη ημέρα ο Χριστός με σφραγισμένο το μνήμα και φανερώθηκε με κλεισμένες τις θύρες στους Μαθητές ως παντοδύναμος (Θεός), υπομένει λόγω της φιλανθρωπίας του και την ψηλάφηση (από τον Θωμά), όπως υπέμεινε πριν από αυτήν και τον Σταυρό και τον άδικο φόνο).

Από τα λιγότερο γνωστά τροπάρια της Κυριακής του Θωμά το παραπάνω (γιατί ανήκει στην ακολουθία του Μικρού λεγόμενου εσπερινού) θέτει με άμεσο τρόπο τη διαχρονικότητα της Σταύρωσης θα λέγαμε του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γιατί; Διότι ο άγιος υμνογράφος αναφέρεται και πάλι στη λόγω φιλανθρωπίας του Κυρίου υπομονή και ανοχή Του απέναντι στα πλάσματά Του, τα οποία, όπως ο «άπιστος» μαθητής Του Θωμάς, παρόλο ότι αναστήθηκε, παρόλο ότι φανερώθηκε στους μαθητές Του ως παντοδύναμος Θεός, αυτά εξακολουθούν και Τον αμφισβητούν και Τον απορρίπτουν. Το «ἐάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω» του Θωμά συνιστά τον λόγο των χειλέων και της καρδιάς πλήθους ανθρώπων σε όλες τις εποχές, οι οποίοι παλεύουν με τις αμφιβολίες και την απιστία τους, γιατί θέτουν ενώπιόν τους ως προτεραιότητα το κατ’ αυτούς «προφανές»: τις αισθήσεις και τη λογική τους. Και πώς τους αντιμετωπίζει ο Χριστός, κατά τον υμνογράφο μας; Όχι με εκνευρισμό βεβαίως γιατί  δεν καταλαβαίνουν, όχι με οργή που ετοιμάζεται να εκφραστεί ως απειλή απέναντί τους, αλλ’ ούτε και ως «απελπισία» γιατί δεν ξέρει τι άλλο πια να κάνει μαζί τους! Τους αντιμετωπίζει όπως αντιμετώπισε και όλους αυτούς που Τον οδήγησαν στον Σταυρό: με άκρα συγκατάβαση και φιλανθρωπία, με άκρα υπομονή και ανεξικακία, προσευχόμενος στον Θεό Πατέρα γι’ αυτούς: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ο πόνος Του δηλαδή είναι ο ίδιος με τον πόνο που δέχτηκε ως άνθρωπος καθώς δεχόταν την έχθρα και τη φονική διάθεση του λαού ως απάντησή τους για τις ευεργεσίες που τους προσέφερε: «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι καί τί μοι ανταπέδωκας;» 
Κι αυτό ακριβώς σημαίνει ότι ο Κύριος δεν αλλάζει απέναντι στον άνθρωπο της όποιας εποχής: παραμένει πάντοτε ο μόνος «πιστός», δηλαδή πιστός ως προς την αγάπη Του απέναντι στα πλάσματά Του, έστω και αν συνεχίζουν όπως είπαμε να Τον αρνούνται, αλλά και πιστός ως προς τη δική Του εμπιστοσύνη απέναντί τους: υπομένει και προσδοκά τη μετάνοια και την αλλαγή τους. Ο Θεός μας είναι Εκείνος που μας ξέρει σε απόλυτο βαθμό, ξέρει το πόσο δυσκίνητοι είμαστε, παρόλη την πληθώρα των ευεργετικών προκλήσεών Του απέναντί μας, στο να επιτελούμε το αγαθό και να ανοιγόμαστε με πίστη σ’ Εκείνου την πίστη και την αγάπη, γι’ αυτό και δεν «βιάζεται» να μας πιέσει ή να μας «εξολοθρεύσει»!  Μιλάμε για τον Πατέρα μας, ο Οποίος περιμένει εσαεί εμάς τα κακότροπα και «μουτρωμένα» πολλές φορές παιδιά Του, επιτρέποντας το πολύ κάποια παιδαγωγικά λίγο εντονότερα «αγγίγματα» μήπως και συνέλθουμε. Κι όσο Τον αρνούμαστε και υψώνουμε, όπως πολύ ωραία έχει γραφεί, «τη μικρή γροθιά μας» απέναντί Του, τόσο περισσότερο κι Εκείνος πολλαπλασιάζει την αγάπη Του – σαν την περίπτωση που περνάμε τώρα  με τον περίεργο και θανατηφόρο για πολλούς ιό: δεν είναι μία παραχώρησή Του μέσα στην απειρία της αγάπης Του να συνέλθουμε από την όποια αμαρτία μας, να βαθύνουμε ίσως «εν πειρασμώ» τη σχέση μας μαζί Του, ή κι ακόμη ορισμένοι να καθαρίσουν ό,τι απομεινάρι αμαρτίας έχουν ως άνθρωποι και να βρεθούν ως μάρτυρες ενώπιόν Του; 
Λοιπόν, όπως μας αγάπησε ο Κύριος πάνω στον Σταυρό, το ίδιο εξακολουθεί και μας αγαπά και μετά τη δόξα της Ανάστασής Του, που θα πει έτσι ότι το Πάθος Του εξακολουθεί και υφίσταται και θα υφίσταται όσο θα υπάρχει κόσμος με όλες τις αδυναμίες Του. Και να, που ο άγιος υμνογράφος μάς λέει (μέσα από το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της Κυριακής) ότι την ίδια μακροθυμία που φανέρωσε ο Κύριος απέναντι στους σταυρωτές Του, την ίδια έδειξε κι απέναντι στον μαθητή Του Θωμά (μετά την Ανάστασή Του!), την ίδια δείχνει πάντοτε σε όλους που Τον έκαναν και τον κάνουν  πέρα από τη ζωή τους: «Φιλάνθρωπε, μέγα καί ἀνείκαστον τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου∙ ὅτι ἐμακροθύμησας ὑπό Ἰουδαίων ραπιζόμενος, ὑπό Ἀποστόλου ψηλαφώμενος, καί ὑπό τῶν ἀθετούντων σε πολυπραγμονούμενος. Πῶς ἐσαρκώθης; Πῶς ἐσταυρώθης ὁ ἀναμάρτητος; Αλλά συνέτισον ἡμᾶς ὡς τόν Θωμᾶν βοᾶν σοι∙ ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα Σοι» (Φιλάνθρωπε, μέγα και πέρα από κάθε φαντασία είναι το πλήθος των οικτιρμών και της αγάπης Σου. Διότι μακροθύμησες καθώς ραπιζόσουν από τους Ιουδαίους, καθώς ψηλαφιόσουνα από Απόστολο και γινόσουν αντικείμενο πολλών σχολίων από αυτούς που σε αρνιόντουσαν. Πώς σαρκώθηκες; Πώς σταυρώθηκες συ που είσαι ο αναμάρτητος; Όμως συνέτισέ μας όπως έκανες με τον Θωμά, ώστε να Σου φωνάζουμε δυνατά: Κύριε και Θεέ μου, δόξα Σοι).

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ



«῏Ω, καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ!»
 Ἡ πρώτη Κυριακή μετά τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου, ἡ καί ᾽Αντίπασχα ὀνομαζομένη, εἶναι ἀφιερωμένη στόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ, τόν Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος γίνεται πιά τό ῾μέσον᾽ διά τῆς ἀπιστίας του,  προκειμένου νά καταστεῖ βέβαιο τό γεγονός τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου. ῾᾽Απιστία πίστιν βεβαίαν ἐγέννησε᾽, κατά τόν ὑμνογράφο. Καί τοῦτο γιατί ἡ ἀπιστία αὐτή ῾προκαλεῖ᾽ τόν Κύριον νά τοῦ φανερώσει πιό ἔντονα τά σημάδια τῆς παρουσίας Του καί νά τόν ὁδηγήσει στή σωτήρια ὁμολογία: ῾ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου᾽. 

1. Ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ ἔτσι γίνεται καλή ἀπιστία. Ὅσο παράδοξα κι ἄν ἠχεῖ τοῦτο, ἡ πραγματικότητα εἶναι αὐτή: ὑπάρχει καλή, ἀλλά καί κακή ἀπιστία.
 Καλή ἀπιστία εἶναι αὐτή πού σέ πρώτη φάση ἐγκλωβίζει τόν ἄνθρωπο στήν ἀμφισβήτηση καί τήν ἄρνηση, θέτοντάς του ὡς προτεραιότητα τήν πίστη στή λογική καί τίς αἰσθήσεις. ῾᾽Εάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω᾽. Εἶναι ὁ σκεπτικισμός πού συναντᾶμε πολλές φορές μέσα στίς εὐαγγελικές διηγήσεις, σάν τήν περίπτωση γιά παράδειγμα τοῦ Ναθαναήλ, ὅταν καλεῖται νά γνωρίσει τόν Μεσσία ἀπό τόν φίλο του Φίλιππο - ῾ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;᾽ - ἤ σάν τήν περίπτωση τοῦ τραγικοῦ πατέρα πού προσφεύγει μέν στόν ᾽Ιησοῦ γιά νά θεραπεύσει τό παιδί του, ἀλλά γεμάτος ἐρωτηματικά καί ἀμφισβήτηση: ῾᾽Αλλ᾽ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν᾽. Κι ὁ Κύριος τήν ἀμφισβήτηση καί τόν σκεπτικισμό αὐτόν δέν τά ἀπορρίπτει. Τά παίρνει ὡς τά πρῶτα ἐναύσματα τῆς πίστεως, πού θά ὁδηγήσουν στή στέρεα καί βεβαία πίστη. Διότι βλέπει ὅτι ἡ ἀπιστία αὐτή πηγάζει ἀπό μιά καρδιά πού πάσχει καί ἀγωνιᾶ. ῎Ετσι τό γνώρισμα τῆς καλῆς ἀπιστίας φαίνεται νά εἶναι αὐτό: ἡ ὀδυνωμένη καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού παλεύει μεταξύ τῆς πίστεως καί τῆς ἀπιστίας. ῾Πιστεύω, Κύριε,᾽ - γιά νά θυμηθοῦμε καί πάλι τό προαναφερθέντα πατέρα - ῾βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ᾽. Θυμᾶται κανείς ἐδῶ καί τό παρόμοιο γεγονός ἀπιστίας πού πέρασε καί ὁ ὅσιος Γέρων Παΐσιος στά παιδικά του χρόνια (᾽Αρσένιος τότε), ὅταν ἡ ἀπιστία ἑνός φοιτητῆ κλόνισε τίς μέχρι τότε βεβαιότητές του. Καί μᾶς περιγράφει τήν ὀδύνη τῆς καταστάσεως αὐτῆς: ῾Θόλωσε ὁ πνευματικός μου ὁρίζοντας. Γέμισα ἀπό ἀμφιβολίες. Θλίψη κατέλαβε τήν ψυχή μου᾽. Εἶναι ἡ παρόμοια κατάσταση πού περνάει κάθε ἄνθρωπος, μέχρις ὅτου στερεωθεῖ στήν πίστη του στόν Χριστό, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ἡ φάση αὐτή τῆς ἀπιστίας δέν θεωρεῖται ὡς κάτι ἀρνητικό καί παράδοξο, ἀλλά φυσιολογικό σκαλοπάτι στήν πορεία τῆς πνευματικῆς ὡριμάνσεως τοῦ ἀνθρώπου.

2. Πότε ἡ ἀπιστία θεωρεῖται κακή; Ὅταν δέν θεωρεῖται καρπός ἐσωτερικῆς πάλης, ἀλλά ἀφορμή γιά νά ὁριστικοποιηθεῖ ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Χριστό, κάτι πού προφανῶς ἔχει ἤδη ἀποφασιστεῖ ἀπό αὐτόν. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀποφασίσει νά δουλεύει στά πάθη του, ὅταν ἡ προτεραιότητά του εἶναι ἡ ἐμπαθής προσκόλλησή του στόν κόσμο τοῦτο, εἴτε ὡς φιληδονία εἴτε ὡς φιλοδοξία καί φιλαργυρία, ὅταν μέ ἄλλα λόγια τήν πρώτη θέση τήν καταλαμβάνει ὁ ἑαυτός του, τότε τήν ἀπιστία τήν χρησιμοποιεῖ ὡς ἀφορμή γιά νά δικαιώσει τίς ἐπιλογές του. Στήν περίπτωση αὐτή δέν βοηθεῖται ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ κατά τρόπο θετικό, ἤ μᾶλλον βοηθεῖται, ἀλλά μέ τρόπο πού παραπέμπει στό ῾φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος᾽. Ἡ περίπτωση τοῦ προδότη μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ ᾽Ιούδα, πού καί αὐτός πέρασε ἀπό τό καμίνι τῆς ἀπιστίας, εἶναι, νομίζουμε, ἐν προκειμένῳ ἐνδεικτική.

3. Ποιό φαίνεται νά εἶναι τό ἀποφασιστικό σημεῖο τοῦ περάσματος ἀπό τήν ἀπιστία στήν πίστη; Ἡ ὕπαρξη ἑνός ἔστω ἐλάχιστου ποσοστοῦ ταπείνωσης, δηλ. ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ ἀπόλυτου τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν κάνει νά ἐμπιστευτεῖ τήν κοινή ἐμπειρία τῶν ἄλλων καί πού τόν ὁδηγεῖ στήν ᾽Εκκλησία. Ὁ Θωμᾶς κατορθώνει νά ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπό τήν ἀπιστία του, μόλις ἀποφασίζει νά βγεῖ ἀπό τό ῾καβούκι᾽ του. Ἡ ταπείνωση πού ἐπιδεικνύει, ὡς στροφή πρός τούς ἄλλους καί ὄχι τόν ἑαυτό του, εἶναι τό ρίσκο πού ἀναλαμβάνει γιά νά μπεῖ στό χῶρο τῆς ἔκπληξης: τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Ὁ Κύριος βλέπουμε ὅτι ἐκεῖ τοῦ φανερώνεται: στή σύναξη τῶν μαθητῶν, στήν ᾽Εκκλησία, καί ὄχι στό θολό σύννεφο τῶν λογισμῶν τῆς μοναξιᾶς του. Καί τόν καλεῖ μ᾽ ἕναν ἀπόλυτα προσωπικό τρόπο, πού διαλύει τίς ἀμφιβολίες του: ῾φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖράς μου, καί φέρε τήν χεῖρά σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός᾽. Ἡ συγκλονιστική αὐτή ἐμπειρία τοῦ Θωμᾶ τόν ὁδηγεῖ πιά στή φυσιολογική στάση τῶν πιστῶν μαθητῶν: στήν προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ καί στήν ὁμολογία τῆς πίστεως: ῾ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου᾽.

4. ῎Ετσι ἡ πίστη στήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου διαπιστώνεται ὅτι εἶναι γεγονός βιούμενο στήν ᾽Εκκλησία καί μόνον ἐκεῖ. Μόνον ὁ ἐν τῇ ᾽Εκκλησίᾳ ζῶν καί μάλιστα αὐτός πού ἀγωνίζεται νά βαδίζει τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, δηλαδή νά τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές Του, μπορεῖ καί νά βλέπει καί νά νιώθει τήν ἀναστημένη παρουσία ᾽Εκείνου. ῾Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας. Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες᾽. Πέραν τοῦ γεγονότος μέ τόν Θωμᾶ, ὁ Κύριος τό εἶχε προείπει στούς μαθητές Του, στήν ἐκτεταμένη διδασκαλία Του στά πλαίσια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου: μετά τή Σταυρική Του θυσία θά εἶναι ὁρατός καί θά Τόν αἰσθάνονται μόνον οἱ μαθητές Του. Στήν ἔνσταση τοῦ ᾽Ιούδα, ὄχι τοῦ ᾽Ισκαριώτη, ῾Κύριε, καί τί γέγονεν ὅτι ἡμῖν μέλλεις ἐμφανίζειν Σεαυτόν καί οὐχί τῷ κόσμῳ;᾽, στήν ἔνσταση δηλαδή τῆς κοσμικῆς λογικῆς πού ἀπαιτεῖ μιάν ἐξωτερική ἐπιβολή καί νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως, ὁ Κύριος εἶναι ἀπόλυτος καί σαφής: Μόνον ὅποιος τηρεῖ τίς ἐντολές Του, συνεπῶς οἱ πιστοί μαθητές Του, θά Τόν ζοῦν καί θά Τόν βλέπουν. ῾᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν᾽. Κι εἶναι τοῦτο καί ἡ μόνιμη ἀπάντηση, πέραν τῶν ὅσων εἴπαμε, γιά τό πῶς βεβαιώνεται κανείς στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ: μόνον διά τῆς ἀγάπης στόν συνάνθρωπο. ῾Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽, πού σημειώνει ὁ ἀπ. Παῦλος. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ἡ ἀμφιβολία καί ἡ ἀπιστία ἀρχίζουν νά μέ ταλαιπωροῦν, ἡ ἀπάντηση εἶναι νά θερμαίνω τήν καρδιά μου ἐντονότερα γιά τόν κάθε πλησίον μου, καί μάλιστα τόν θεωρούμενο ἐχθρό μου. Τήν ὥρα πού θά παλεύω ν᾽ ἀγαπῶ ἐκεῖνον μέ τόν ὁποῖο φαίνεται νά ἔχω πρόβλημα, τήν ὥρα ἀκριβῶς αὐτή θά νιώθω καί τή χάρη τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ νά εἰσρέει στήν καρδιά μου. Εἶναι μιά ἐμπειρία τῆς ᾽Αναστάσεως πού βεβαίως, εἶναι αὐτονόητο, πρέπει κανείς νά πειραματιστεῖ στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό γιά νά τή νιώσει.


Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΜΑΡΚΟΣ


«Ο πανεύφημος απόστολος Μάρκος κήρυξε τον Χριστό σε όλη την Αίγυπτο και τη Λιβύη και τη Βαρβαρική και την Πεντάπολη, κατά τους χρόνους του Καίσαρα Τιβερίου. Συνέγραψε δε  και το κατ᾽αυτόν άγιο Ευαγγέλιο, καθώς του το εξήγησε ο απόστολος Πέτρος. Όταν βρέθηκε στην Κυρήνη της Πενταπόλεως, έκανε πολλά θαύματα. Έπειτα πήγε στην κατά τον Φάρο Αλεξάνδρεια και από εκεί στην Πεντάπολη, θαυματουργώντας παντού και κατακοσμώντας τις Εκκλησίες του Χριστού με χειροτονίες επισκόπων και λοιπών κληρικών.
Ύστερα δε αφού ήλθε και πάλι στην Αλεξάνδρεια και βρήκε κάποιους από τους αδελφούς στα παράλια του Βουκόλου, έμεινε μαζί τους, ευαγγελιζόμενος και κηρύττοντας τον λόγο του Θεού. Εκεί επιτέθηκαν σ᾽αυτόν οι προσκυνητές των ειδώλων, γιατί δεν άντεχαν να βλέπουν την πίστη του Χριστού να αυξάνεται, κι αφού τον έδεσαν με σχοινιά,  τον έσερναν. Οι σάρκες του έπεφταν πάνω στις πέτρες και ξεσκίζονταν, ενώ το αίμα του κατακοκκίνησε τη γη. Όταν τον έβαλαν στη φυλακή, του φανερώθηκε ο Κύριος, προαναγγέλλοντάς του τη δόξα που επρόκειτο να διαδεχθεί το μαρτύριό του. Μετά από μία ημέρα τον έδεσαν πάλι και τον έσυραν στις πλατείες. Και καθώς σπαράττονταν και κομματιαζόταν στις πέτρες, παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό.
Κατά την εμφάνισή του ήταν περίπου έτσι: δεν ήταν ούτε τεραστίων διαστάσεων ούτε όμως μικρόσωμος και μαζεμένος. Ήταν ευπρεπής και καλοσχηματισμένος, έχοντας λίγα άσπρα μαλλιά και γένια, γιατί ήταν μεσήλικας. Είχε λίγο μακριά μύτη και δεν φαινόταν η ιουδαϊκή κατατομή του προσώπου του. Τα φρύδια ήταν μαζεμένα, ενώ τα γένια ήταν βαθιά. Η κεφαλή στεκόταν ψηλά και η κράση της χροιάς του προσώπου ήταν άριστη. Επί πλέον απέπνεε μεγάλη συμπάθεια και ήταν καλοσυνάτος προς όλους που τον πλησίαζαν, σαν να αντιφέγγιζαν με τις χάρες του σώματος οι αρετές της ψυχής. Τελείται δε η σύναξή του στο πάνσεπτο Αποστολείο του, που βρίσκεται κοντά στον Ταύρο».


Τρία είναι τα βασικά σημεία της ακολουθίας του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστή Μάρκου, η οποία μάλλον αποτελεί ποίημα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους: η σχέση του με τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, η συγγραφή του ευαγγελίου του, η δράση του στην περιοχή της Αλεξάνδρειας με το επακολουθήσαν αυτήν μαρτύριο. Ήδη απαρχής τονίζει ότι «έγινε συνοδοιπόρος του αποστόλου Παύλου και διήλθε μαζί του όλη τη Μακεδονία, όμως στη Ρώμη αναδείχτηκε ο γλυκός ερμηνευτής του κηρύγματος του Πέτρου, ενώ στην Αίγυπτο που κατεξοχήν κήρυξε έδωσε τη ζωή του με μαρτυρικό τρόπο» (στιχηρό εσπερινού).

Η σχέση του βεβαίως με τους αποστόλους Παύλο και Πέτρο δεν είναι ισομερής. Ο υμνογράφος ενώ κάνει μνεία της ακολουθίας του αποστόλου Παύλου από τον άγιο Μάρκο στο παραπάνω τροπάριο, δεν αναφέρει πουθενά αλλού κάτι από τη σχέση τους, και τούτο διότι ως γνωστόν ο απόστολος Παύλος δεν θέλησε να συνεχίσει να έχει ως συνεργάτη του τον νεαρό τότε Ιωάννη Μάρκο, ανεψιό του μάλιστα, λόγω προφανώς της αδυναμίας αυτού να παρακολουθήσει τον πυρετώδη ρυθμό της ιεραποστολικής δράσεως του ίδιου. Αντιθέτως, επανειλημμένως ο άγιος Θεοφάνης αναφέρεται στην ιδιαίτερη σχέση που ανέπτυξε ο Μάρκος με τον απόστολο Πέτρο, θεωρώντας τον πρωτόθρονο απόστολο ως κατεξοχήν δάσκαλο εκείνου, τόσο που το άγιο ευαγγέλιο του Μάρκου να είναι μία καταγραφή τελικώς της διδασκαλίας του Πέτρου. Από τα ένδεκα περίπου τροπάρια που περιγράφουν τη σχέση μαθητείας του Μάρκου με τον Πέτρο εντελώς δειγματοληπτικά σημειώνουμε τα παρακάτω:  «Μαθήτευσες στον σοφό Πέτρο και πλούτισες από την υιική σχέση σου μαζί του, Μάρκε πανσέβαστε, γι᾽αυτό και αναδείχτηκες μυσταγωγός των μυστηρίων του Χριστού» (ωδή α´). «Ακολούθησες τον Πέτρο, σοφέ, και σαν μαθητής του διατύπωσες με σοφό τρόπο το ευαγγέλιο, μαζεύοντας το φως της θεολογίας  από αυτόν, απόστολε» (ωδή γ´). «Χρημάτισες συ υιός του μεγάλου Πέτρου και καθώς φωτιζόσουν από τις διδαχές αυτού πάντοτε, λάμπρυνες τις ψυχές αυτών που σε πλησίαζαν με θερμό τρόπο, Μάρκε Κυρίου απόστολε» (ωδή ε´).

Ο άγιος υμνογράφος σε πολλούς ύμνους του επίσης εξυμνεί τα σχετικά με το ευαγγέλιο που συνέγραψε ο απόστολος Μάρκος. Και βεβαίως, όπως είδαμε, θεωρεί ότι το ευαγγέλιο του Μάρκου συνιστά καταγραφή της διδασκαλίας του Πέτρου – «Ο Πέτρος ο κορυφαίος, ένδοξε, σε μυσταγώγησε σαφώς να συγγράψεις το ιερό ευαγγέλιο» (ωδή ς´) – όμως δεν παύει να σημειώνει ότι κύρια πηγή φωτισμού του ήταν τελικώς η ίδια η χάρη του αγίου Πνεύματος. «Από τον Θεό έλαβες τη χάρη του Πνεύματος... και κήρυξες το θείο Ευαγγέλιο»  (Κοντάκιο). «Από τον οίκο του Κυρίου βγήκες σαν πηγή, απόστολε, και ποτίζεις πλούσια τις χέρσες καρδιές με τα ρεύματα του Πνεύματος» (ωδή ε´). Κι είναι ευνόητο ότι ο υμνογράφος αναφερόμενος στο θείο ευαγγέλιο του Μάρκου εννοεί όχι μόνο τη γραπτή του διάσταση αλλά και την προφορική. Ο άγιος Μάρκος δηλαδή και προ και μετά την καταγραφή του ευαγγελίου του υπήρξε μέγας κήρυκας του ευαγγελικού λόγου. Κι αυτό που κήρυσσε, αυτό και κατέγραψε, και χάριν αυτού, δηλαδή χάριν του αγαπημένου του Κυρίου, έδωσε και τη ζωή του. Όπως όλοι οι απόστολοι ο άγιος Μάρκος υπήρξε και μάρτυρας της πίστεως. Και τι κήρυσσε; Και τι συνέγραψε; Μα τι άλλο εκτός από τη σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού, τα θεία Του πάθη, τη σεπτή Ανάστασή Του, την ανάβασή Του προς τον Πατέρα! «Έγινες συγγραφέας των θείων δογμάτων του Χριστού και καταφώτισες όλη τη γη, κηρύσσοντας τη σάρκωσή Του και τα θεία Πάθη, τη σεπτή Ανάσταση και την ανάβαση προς τον Πατέρα» (στιχηρό αίνων).

Η δράση του αποστόλου Μάρκου κυρίως στην περιοχή της Αιγύπτου και της Αλεξανδρείας, δράση που κατέληξε στο μαρτύριο, εξηγεί επαρκώς το γεγονός ότι η Αίγυπτος πανηγυρίζει επί τη μνήμη του αγίου Μάρκου, τον οποίο θεωρεί ως πολιούχο της. «Ας υμνολογήσουμε άξια τον μέγα πολιούχο της Αιγύπτου» (στιχηρό εσπερινού).  Κατανοείται μάλιστα ως δώρο του Θεού σ᾽αυτήν: «Ο σεπτός απόστολος Μάρκος δωρήθηκε ως ιεράρχης στους Αιγυπτίους» (Θεοτοκίο ωδής θ´). Δεν διστάζει μάλιστα ο άγιος Θεοφάνης να κάνει και το συσχετισμό: «την Αίγυπτο που ήταν βυθισμένη πριν στο σκοτάδι της άγνοιας, Κύριε, την φώτισες όταν ως βρέφος γεννήθηκες από την Παρθένο θεομήτορα (και κατέφυγες λόγω του Ηρώδη σ᾽αυτήν). Τώρα έκανες μέρος του θριάμβου Σου τα ιερά της, με τις διδαχές του θεηγόρου Μάρκου, φιλάνθρωπε» (θεοτοκίο ωδής ς´). Το μαρτύριο του αγίου Μάρκου εννοείται, τέλος, ότι αποτελεί αποκορύφωση της δικής του δόξας. Η εν Χριστώ δόξα κατανοείται ως μετοχή της δόξας του Χριστού, δηλαδή ως μετοχή του Πάθους και του Μαρτυρίου Του. Συνεπώς τότε δοξάζεται ένας άγιος, όταν βρίσκεται στο μαρτύριο και δι᾽αυτού εισέρχεται θριαμβευτής στον Παράδεισο. Ακριβώς τούτο σημειώνει και ο συναξαριστής, όταν περιγράφει την εμφάνιση του Κυρίου στον Μάρκο ευρισκόμενο στη φυλακή, τούτο σημειώνει και ο υμνογράφος, ιδιαιτέρως στους στίχους του συναξαρίου: «Σύροντας στη γη τον Μάρκο οι δολοφόνοι, αγνοούσαν ότι τον έστελναν στους ουρανούς».

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ (ΤΗΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ)


 ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ, ΤΗΣ ΖΩΗΦΟΡΟΥ ΠΗΓΗΣ. ΕΤΙ ΔΕ ΚΑΙ ΜΝΕΙΑΝ ΠΟΙΟΥΜΕΘΑ ΤΩΝ ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΤΕΛΕΣΘΕΝΤΩΝ ΥΠΕΡΦΥΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ
«Ο ναός αυτός καταρχάς συστήθηκε από τον βασιλιά Λέοντα τον μεγάλο, ο οποίος έχει ονομαστεί και Μακέλλης. Ήταν καλός και επιεικέστατος άνθρωπος, λόγω της συγκαταβατικότητάς του, και πριν γίνει βασιλιάς, όταν ακόμη ήταν ιδιώτης, ευρισκόμενος κάπου εκεί που είναι ο ναός, βρήκε έναν  τυφλό άνδρα που παρέπαιε και τον καθοδηγούσε. Όταν λοιπόν πλησίασαν στον τόπο, καταλαμβάνεται ο τυφλός από πολύ μεγάλη δίψα και παρακαλούσε τον Λέοντα να του δώσει νερό. Αυτός  πράγματι μπήκε σε μία πυκνή συστάδα δένδρων και αναζητούσε νερό. Ο τόπος τότε ήταν κατάφυτος από διάφορα δένδρα. Επειδή λοιπόν δεν εύρισκε το νερό εκεί, επέστρεφε σκυθρωπός. Καθώς όμως γύριζε άκουσε από ψηλά φωνή να του λέει: ῾Λέων, δεν χρειάζεται να αγωνιάς. Το νερό είναι κοντά᾽. Γύρισε λοιπόν πάλι πίσω ο Λέων και αναζητούσε. Κι αφού έψαξε πολύ, πάλι άκουσε την ίδια φωνή: ῾Λέων βασιλιά, μπές βαθύτερα στο σκεπαστό μέρος των δένδρων κι αφού πάρεις το θολό νερό  με τα χέρια σου, θεράπευσε τη δίψα του τυφλού. Χρίσε και τα τυφλά μάτια του και θα γνωρίσεις αμέσως ποια είμαι εγώ, που κατοικώ στον χώρο αυτό από παλιά᾽. Έκανε λοιπόν όπως του είπε η φωνή και αμέσως ο τυφλός απέκτησε το φως του. Κατά την πρόρρηση μάλιστα της Θεομήτορος, όταν έγινε ο Λέων βασιλιάς, έκτισε τον ναό της Πηγής, όπως φαίνεται σήμερα.
Άρχισαν δε να γίνονται πάμπολλα θαύματα στον Ναό αυτό, οπότε μετά από αρκετά χρόνια ο Ιουστινιανός, ο μέγιστος αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, ο οποίος ταλαιπωρείτο από δυσουρία, βρήκε την ιατρεία του κι αυτός από εδώ, γι᾽αυτό εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του στη Μητέρα του Λόγου ανήγειρε μέγιστο ναό.  Ο ναός αυτός, επειδή έπαθε ρωγμές από διαφόρους σεισμούς, επιδιορθώθηκε από τον Βασίλειο τον Μακεδόνα και τον υιό του Λέοντα τον σοφό, επί της βασιλείας των οποίων η Πηγή ενήργησε πλείστα θαύματα. Θεραπεύτηκαν αποστήματα και δυσουρίες, μύρια πάθη καρκίνων, αιμόρροιες διάφορες βασιλισσών και άλλων γυναικών, διάφοροι πυρετοί και άλλες πληγές. Και στειρώσεις η Πηγή διέλυσε: Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος για παράδειγμα, που γεννήθηκε από τη βασίλισσα Ζωή, υπήρξε δώρημα της Πηγής αυτής. Και νεκρό ανέστησε η Πηγή: Ο άνθρωπος  ήταν από τη Θεσσαλία. Όταν κατέβαινε με πλοίο στην Πηγή, πέθανε καθ᾽οδόν. Πεθαίνοντας δε και πνέων τα λοίσθια παρήγγειλε στους ναύτες να τον οδηγήσουν προς τον Ναό της Πηγής, να χύσουν επάνω του τρεις κάδους από τον νερό που πήγαζε εκεί, και να τον θάψουν. Έγινε τούτο, οπότε ο νεκρός, όταν επιχύθηκε το νερό, σηκώθηκε πάνω υγιής.
Μετά από αρκετούς χρόνους, φάνηκε η Θεοτόκος και κράτησε τον μεγάλο αυτόν ναό που επρόκειτο να πέσει, έως ότου το πλήθος που είχε μαζευτεί να φύγει έξω. Το αγιασμένο αυτό νερό, όταν το ήπιανε, έδιωξε διαφόρους δαίμονες, ενώ απέλυσε και φυλακισμένους από τη φυλακή. Θεράπευσε και τη λιθίαση του βασιλιά Λέοντα του σοφού. Και τον πολύ μεγάλο πυρετό της γυναίκας του Θεοφανώς  τον έσβησε, τον δε αδελφόν του, τον πατριάρχη Στέφανο, τον απελευθέρωσε από διάθεση πυρετού που τον ταλαιπωρούσε. Έκανε καλά και την ακοή που μειωνόταν του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη. Θεραπεύει σφοδρότατο πυρετό και του πατρικίου Ταρασίου και της μητέρας του Μαγιστρίσσης. Και πρόσφερε την ίαση του υιού του Στυλιανού από δυσουρίαση. Λύτρωσε και κάποια γυναίκα Σχίζαινα από δυσεντερία. Ο δε βασιλιάς Ρωμανός ο Λεκαπηνός, και τη λύση και τη δέση της γαστέρας του θεραπεύει με το νερό, το ίδιο και η γυναίκα του. Στη Χαλδία, τον μοναχό Πέπερη και τον μαθητή του τους θεραπεύει η Θεομήτωρ με την επίκλησή της. Το ίδιο και τον μοναχό Ματθαίο και τον Μελέτιο, που διαβλήθηκαν προς τον βασιλιά. Πατρικίους δε και Πρωτοσπαθαρίους, και άλλους μύριους που θεραπεύτηκαν  ποιος θα διηγηθεί; Έτυχε θεραπείας και στο ισχύο ο επί του θυμιάματος Στέφανος.
Και ποια γλώσσα μπορεί να διηγηθεί όσα το αγιασμένο αυτό νερό ενέργησε και ακόμη ενεργεί; Τα θαύματα, που και εμείς στους χρόνους μας τα είδαμε, υπερβαίνουν τις σταγόνες της βροχής και το πλήθος των άστρων και των φύλλων. Φαγέδαινα και γάγγραινα και διατρήσεις και θανάσιμες πληγές άλλες και άνθρακες και λέπρα και ακρωτηριασμούς κατά τρόπο υπερφυή θεράπευσε. Κι ακόμη, έκανε καλά και όγκους γυναικών και, το σπουδαιότερο, θεράπευσε τα πάθη της ψυχής. Και πληγές των οφθαλμών και λευκώματα θεράπευσε επίσης, όπως και το νόσημα της  υδρωπικίασης του Βαράγγου Ιωάννη και τις μεγάλες πληγές του άλλου Βαράγγου έκανε καλά. Έδωσε την ίαση επίσης σε δερματολογικό πρόβλημα του ιερομονάχου Μάρκου, όπως και στη μεγάλη δύσπνοια επί δεκαπέντε έτη και στη λιθίαση του μοναχού Μακαρίου. Και άλλα πλείστα θαύματα, που ο λόγος πια είναι αδύνατο και να αριθμήσει, έγιναν, γίνονται και δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσουν».
Υμνογράφος της ακολουθίας για τη Ζωοδόχο Πηγή της Θεοτόκου, για τον Ναό της Παναγίας με το σπουδαίο αγίασμά της στο Μπαλουκλί στην Κωνσταντινοπούπολη,  είναι ο άγιος Νικηφόρος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος. Ο άγιος δεν βρίσκει λόγια προκειμένου να οριοθετήσει έστω και λίγο αυτό που γίνεται στο αγίασμα τούτο επί εκατονταετίες, την πλημμύρα των ιάσεων, τις ευεργεσίες, τα άπειρα θαύματα. Επιστρατεύει λοιπόν εικόνες από τον φυσικό κόσμο και από την Αγία Γραφή για να δώσει τις σωστές αναλογίες:  ο Ναός εκεί της Θεοτόκου είναι ένας νοητός ωκεανός, κάτι που υπερβαίνει τον ίδιο τον Νείλο ποταμό από πλευράς προσφοράς χάρης Θεού, είναι μία δεύτερη κολυμβήθρα Σιλωάμ, είναι μία δεύτερη πέτρα που πηγάζει το ιαματικό ύδωρ, μία συνέχεια του Ιορδάνη ποταμού, ένα άλλο μάννα που καλύπτει τις ανάγκες αυτού που ζητάει τη σωτηρία. Πρόκειται για θεϊκό ύδωρ, για αμβροσία και νέκταρ. Με τα ίδια λόγια του υμνογράφου: «Χαίροις η ζωηφόρος Πηγή...ωκεανέ νοητέ, τα Νειλώα ρείθρα υπερβαίνουσα, τη χύσει της χάριτος· Σιλωάμ άλλος δεύτερος, ύδωρ πηγάζων ως εκ πέτρας παράδοξον· Ιορδάνου τε δεξαμένη ενέργειαν, μάννα σωτηριώδες τε, εναργώς το γινόμενον, προς του ζητούντος την χρείαν᾽ . ῾Ύδωρ το θείον, την αμβροσίαν του νέκταρος» (απόστιχα εσπερινού).
Και δεν πρόκειται βεβαίως μόνο για θαύματα που σχετίζονται με την ίαση των σωματικών ασθενειών των ανθρώπων. Το ιαματικό νερό της Θεοτόκου θεραπεύει και τα ψυχικά αρρωστήματα, τα πάθη των ανθρώπων, ώστε δι᾽αυτού ο άνθρωπος να βρίσκει τον Θεό και να γίνεται υγιής κατ᾽ άμφω, ψυχικά και σωματικά. Άλλωστε η προσφορά της χάρης του Θεού μέσω του ύδατος εκεί αποσκοπεί: στην αληθινή αποκατάσταση των ανθρώπων, δηλαδή στην ψυχική υγεία του. Διότι τι νόημα έχει η σωματική υγεία μόνο, αν δεν συνοδεύεται και με την ψυχική της διάσταση; Μόνη της η σωματική υγεία πολλές φορές αποβαίνει καταστρεπτική για τον άνθρωπο, διότι τον σπρώχνει στην αύξηση των αμαρτιών του. Η Ζωοδόχος Πηγή λοιπόν θεράπευε διττώς τον άνθρωπο  «ρέοντας με τρόπο άφθονο σε όλους που έχουν ανάγκη την υγεία των ψυχών και την υγεία του σώματος, με το νερό της χάρης» («προρρέουσαν άπασιν αφθόνως τοις χρήζουσι, την ρώσιν των ψυχών και την υγείαν του σώματος, ύδατι της χάριτος») (στιχηρό εσπερινού).  «Πόσο μεγάλα είναι τα μεγαλεία σου, Πηγή, που προσφέρεις σε όλους! Διότι όχι μόνο έδιωξες μακριά τις δύσκολες αρρώστιες από αυτούς που προσέρχονται σε Εσένα με πόθο, αλλά και ξεπλένεις τα πάθη των ψυχών» («Βαβαί των μεγαλείων, ων τοις πάσιν επιρέεις! Ου μόνον γαρ νοσήματα χαλεπά απήλασας, των προσιόντων μετά πόθου, αλλά και τα των ψυχών πάθη εκπλύνεις») (Δοξαστικό εσπερινού). Γι᾽αυτό και επειδή «κάνει καλά τις ψυχές το νερό της Παρθένου, ας τρέξουμε στην Κόρη εμείς που ταλαιπωρούμαστε από τους ρύπους των παθών και ας τους ξεπλύνουμε» («Ρώννυσι τας ψυχάς το ύδωρ της Παρθένου· οι των παθών εν ρύποις προσδράμωμεν τη Κόρη, και τούτους αποπλύνωμεν») (αίνοι).
Αιτία βεβαίως για την πλημμύρα αυτής της χάρης του Θεού από το αγίασμα τούτο είναι, σε πρώτη φάση, κατά τον υμνογράφο, η ίδια η Παναγία μας. Αυτή λειτουργεί ως μάννα ουράνιο και Πηγή ένθεη του Παραδείσου, της οποίας η ροή  και η χάρη καλύπτει ολόκληρη τη γη. «Με πολύ προσφυή τρόπο σε ονομάζω, Δέσποινα, ουράνιο μάννα και ένθεη Πηγή του Παραδείσου. Διότι η ροή και η χάρη της Πηγής σου διέτρεξε και τα τέσσερα μέρη της γης, καλύπτοντάς τα κάθε φορά με τεράστια θαύματα» («Μάννα σε ουράνιον και Παραδείσου, Παρθένε, την Πηγήν την ένθεον, ονομάζω Δέσποινα προσφυέστατα· της γαρ γης έδραμεν η ροή και χάρις της Πηγής σου τετραμέρειαν, αυτήν καλύπτουσα ξένοις τεραστίοις εκάστοτε») (στιχηρό εσπερινού). Και με μία εξαίσια εικόνα ο άγιος υμνογράφος δίνει το στίγμα της θεραπευτικής δύναμης της Πηγής: «Εσείς που ζητάτε την υγεία, τρέξτε προς την Πηγή. Διότι η Παρθένος Κόρη βρίσκεται μέσα στο Νερό» («Οι ρώσιν ζητούντες, προσδράμετε εν τη Πηγή· η γαρ Κόρη Παρθένος ενοικεί τω ύδατι») (ωδή θ´).
Θα αδικούσε όμως ο άγιος υμνογράφος και το αγίασμα, κυρίως όμως την ίδια την Παναγία μας, αν θεωρούσε ότι η βασική αιτία της προσφοράς της χάρης ήταν η Παναγία. Μάλλον θα αλλοίωνε τη θεολογία της Εκκλησίας μας και θα διέστρεφε τη σχετική διδασκαλία της περί των τρόπων προσφοράς της σωτηρίας στους ανθρώπους. Για τον υμνογράφο μας λοιπόν η Παναγία μας γίνεται το όργανο του Κυρίου, προκειμένου Αυτός με την αγάπη Του να προσφέρει την ψυχική και σωματική ίαση στους ανθρώπους. Ο Χριστός δηλαδή είναι Εκείνος που ιάται τους ανθρώπους – χωρίς καμμία μάλιστα διάκριση, αφού «σε όλους τους πιστούς προσφέρει την ίαση, είτε είναι βασιλείς είτε απλοί πολίτες και φτωχοί, άρχοντες, πτωχοί, πλούσιοι» («Όλοις νέμεις ίασιν πιστοίς, βασιλεύσι, δημόταις, και πένησιν, άρχουσι, πτωχοίς, πλουσίοις κοινώς») (ωδή γ´) -  η δε Παναγία Μητέρα Του γίνεται το αγιασμένο όργανό Του, μέσα από τη συγκεκριμένη Πηγή. «Παράξενα και παράδοξα ο Δεσπότης των Ουρανών τέλεσε πάνω σου καταρχάς, Πανάμωμε. Διότι Εκείνος με φανερό τρόπο έσταξε, σαν βροχή, στη μήτρα σου, Θεόνυμφε, αναδεικνύοντάς σε Πηγή, που παρέχει κάθε αγαθό» («Ξένα και παράδοξα των Ουρανών ο Δεσπότης επί σοι τετέλεκε καταρχάς, Πανάμωμε· και γαρ άνωθεν εμφανώς έσταξεν, υετός καθάπερ, εν τη μήτρα σου, Θεόνυμφε, Πηγήν δεικνύων σε, σύμπαν αγαθόν αναβλυστάνουσαν» (στιχηρό εσπερινού). «Με εξαίσιους ύμνους, πιστοί, ας υμνήσουμε την επουράνια νεφέλη, η οποία έβρεξε την ουράνια σταγόνα στη γη αρρεύστως, δηλαδή τον ζωοδότη Χριστό» («Ύμνοις εν εξαισίοις, πιστοί, την επουράνιον νεφέλην υμνήσωμεν, σταγόνα την ουρανίαν, τον ζωοδότην Χριστόν, επί γην αρρεύστως υετίζουσαν») (απόστιχο εσπερινού). «Χαίρε, Μαρία, χαίρε. Διότι ο δημιουργός των όλων κατέβηκε σαφώς σαν σταγόνα πάνω σου, και σε ανέδειξε, Θεόνυμφε, αθάνατη Πηγή» («Χαίρε, Μαρία, χαίρε. Ο γαρ των όλων ποιητής επί σοι ώσπερ σταγών κατέβη σαφώς, Πηγήν σε αθάνατον αναδείξας, Θεόνυμφε») (ωδή α´).

Η ΟΣΙΑ ΗΜΩΝ ΜΗΤΗΡ ΕΛΙΣΑΒΕΤ




«Η οσία Ελισάβετ από μικρή ακολούθησε την ασκητική ζωή και έλαβε από τον Χριστό τη χάρη των ιαμάτων. Γι᾽αυτό και θεράπευσε όλων των ειδών τα  νοσήματα. Η γέννησή της φανερώθηκε με θεία αποκάλυψη και προαγγέλθηκε ότι θα γίνει σκεύος εκλογής του Θεού. Φορούσε ένα χιτώνα μόνον και έγινε σκληρή στο κρύο και στον παγετό. Δεν έπλυνε το σώμα της ποτέ με νερό και σαράντα ημέρες έζησε χωρίς καθόλου να φάει. Για τρία χρόνια είχε τον νου της μόνον προς τον Θεό, ενώ με τους σωματικούς οφθαλμούς της δεν είδε καθόλου το κάλλος ή το μέγεθος του ουρανού. Ένα τεράστιο φοβερό φίδι το θανάτωσε με την προσευχή της και για πολλά χρόνια δεν γεύτηκε καθόλου λάδι. Υποδήματα στα πόδια της δεν απέκτησε. Λάμποντας λοιπόν με όλα αυτά τα κατορθώματα, αναπαύτηκε εν Κυρίω, συνεχίζοντας να παρέχει μέχρι σήμερα τη χάρη των πολλών θαυμάτων της σ᾽αυτούς που προσέρχονται σ᾽αυτήν με πίστη. Διότι το χώμα που λαμβάνει κανείς από τη σορό της θεραπεύει κάθε νόσο».

Αποκτά μεγάλη επικαιρότητα η οσία Ελισάβετ η θαυματουργός κυρίως από το γεγονός ότι ολόκληρη η ζωή της υπήρξε – και συνεχίζει εν χάριτι να είναι – μία εξαιρετική παρουσία συμπαθείας προς τον κόσμο. Ιδιαιτέρως σήμερα που λόγω της πολλαπλής κρίσεως που βιώνουμε ένα μεγάλο ποσοστό των συνανθρώπων μας ζει μέσα στη θλίψη και τη στενοχώρια, έρχεται η οσία ως κατεξοχήν προστάτις των εν θλίψεσι ανθρώπων να δώσει εκείνη τη χάρη που βοηθά στην υπέρβαση της θλίψης και την απόκτηση της αληθινής χαράς. Ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας μας αυτό ακριβώς καταγράφει ήδη από την αρχή των ύμνων που αφιερώνει στην οσία: «Δέχτηκες τη χάρη να διώχνεις τις αρρώστιες των ψυχών και των σωμάτων, Μητέρα σεμνή, να απομακρύνεις τα πονηρά πνεύματα με το Θείο Πνεύμα, να είσαι η προστάτις όλων αυτών που βρίσκονται στις θλίψεις» (στιχηρό εσπερινού). Ολόκληρη η ζωή της ήταν μία ενσυνείδητη προσπάθεια να μετέχει στο πάθος των συνανθρώπων της, δηλαδή να ζει την πραγματική και αληθινή αγάπη που έφερε ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Κι αυτό σημαίνει βεβαίως ότι αγωνιζόταν να βρίσκεται πάνω στην πέτρα της ορθόδοξης πίστης, αφού η αληθινή αγάπη, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, είναι γνωστό ότι αποτελεί το εκλεκτότερο λουλούδι της σωστής ορθόδοξης πίστης. Πίστη και αγάπη είναι οι δύο όψεις του ενός νομίσματος κι όποιος νομίζει ότι μπορεί να έχει το ένα εκ των δύο μόνο του πλανάται πλάνην οικτράν. «Άσκησες τη συμπάθεια, την ορθόδοξη πίστη και την αγάπη, προς τον Κύριο και τον πλησίον, θεομακάριστη σεμνή. Γι᾽αυτό και η θεία χάρη του Πνεύματος αναπαύθηκε σε σένα, Μητέρα Ελισάβετ» (στιχηρό εσπερινού).

Έτσι η οσία Ελισάβετ υπήρξε για όλους τους πιστούς είτε στο παρελθόν είτε κι έπειτα μέχρι σήμερα «ένα απλωμένο χέρι συμπάθειας» (ωδή ζ´), που σημαίνει ότι στο πρόσωπό της βλέπουμε πάντοτε έναν ένθεο φίλο μας, συνέχεια και προέκταση του φιλικού και πολυπόθητου προσώπου του Κυρίου Ιησού Χριστού. Διότι στην πραγματικότητα αυτό είναι η οσία: μία άλλη φανέρωση του Χριστού μας στον κόσμο, μία θέαση του κάλλους του προσώπου Του, το οποίο διακαώς πάλευε να δει και να ζήσει η ίδια. «Πόθησες να δεις με καθαρότητα το νοητό κάλλος του Νυμφίου Χριστού» (ωδή θ´). Κι αυτό θα πει· άνθρωπος ο οποίος αγαπά τον Κύριο και έχει Αυτόν ως προτεραιότητα της ψυχής του γίνεται τελικά ίδιος με Εκείνον. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος πράγματι επανειλημμένως επισημαίνει τη θερμή αγάπη της οσίας, εκ βρέφους μάλιστα, προς τον Κύριο, κάτι που φανερωνόταν με την αδιάκοπη ενατένισή της προς Εκείνον. «Ολοκληρωτικά ανέθεσες όλη τη διάνοιά σου στον Κύριο, γι᾽αυτό και ενατένιζες Αυτόν με τα μάτια του νου και της καρδιάς σου» (ωδή ε´). Η απόλυτη αυτή προτεραιότητα της οσίας, η οποία αποτελεί απλώς υλοποίηση της εντολής του Θεού να Τον αγαπούμε με όλη την καρδιά και την ψυχή και τη δύναμη και τη διάνοιά μας, εξηγεί και αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο: για τρία χρόνια να μη βλέπει καθόλου τις ομορφιές του ουρανού! Η οσία δεν ήθελε να βλέπει τις ομορφιές αυτές όχι γιατί αρνείτο την ομορφιά της δημιουργίας – αυτό θα ήταν αντίθετο προς τη χριστιανική πίστη – αλλά γιατί είχε απορροφηθεί από την ομορφιά του Δημιουργού. Και θα έλεγε κανείς ότι μόνον εκείνος που θεάται την ομορφιά του Δημιουργού ικανώνεται να δει και με τα σωστά μάτια την ομορφιά των δημιουργημάτων Του. «Για τρία χρόνια δεν είδες τον ουρανό, αλλά έβλεπες μόνο προς τα κάτω τη γη, αφού ήσουν από γη, θεομακάριστε» (ωδή´).

Ακριβώς, η ορθή ιεράρχηση που είχε κάνει στη ζωή της: η αγάπη του Θεού και του πλησίον πρωτίστως, και έπειτα όλα τα άλλα, ήταν αυτό που ερμηνεύει όλες τις θεωρούμενες «ακρότητες» της ασκητικής της διαγωγής: τη σκληρή νηστεία της, το μάκρος αυτής, τα πύρινα εν μετανοία δάκρυά της. Η οσία ήταν προσανατολισμένη στο πώς θα στολίσει τον ναό της ψυχής της κι η ενέργεια της χάρης του Θεού την έκανε να μη βλέπει τίποτε άλλο. Για παράδειγμα: «Ζήλεψες τον Ηλία και τον Μωυσή, πάνσεμνε, στο μήκος των ημερών, γι᾽αυτό και έκανες νηστεία όπως εκείνοι, δεχόμενη έτσι με τη χάρη του θείου Πνεύματος τον ουράνιο άρτο των σοφωτάτων θεωριών Του» (ωδή γ´). «Κολλήθηκες, σεμνή, στον πόθο του Χριστού, γι᾽αυτό και έλιωσες το φρόνημα της σάρκας με τη νηστεία» (ωδή α´). «Επειδή πόθησες, σεμνή, να αποκτήσεις το έλεος του Θεού με ασκητικό τρόπο, γι᾽αυτό και δεν θέλησες τη μετάληψη του λαδιού από τα βρεφικά σου χρόνια, ευφραινομένη από τις επιδόσεις των ασκητικών σου κόπων» (ωδή ς´).

Μακάρι «τη φιλόθεη γνώμη που απέκτησε η οσία, διά της οποίας ζει τώρα μαζί με τους αγγέλους» (ωδή ζ´) να αποκτήσουμε έστω και λίγο και εμείς.