Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

ΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΕΚΛΕΨΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ;

«Αἱ μυροφόροι γυναῖκες, τόν τάφον σου καταλαβοῦσαι, καί τάς σφραγῖδας τοῦ μνήματος ἰδοῦσαι, μή εὑροῦσαι δέ τό ἄχραντον Σῶμά σου, ὀδυρόμεναι μετά σπουδῆς ἦλθον λέγουσαι· Τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν, γυμνόν ἐσμυρνισμένον, τῆς μητρός μόνον παραμύθιον; Ὤ! πῶς ὁ νεκρούς ζωώσας, τεθανάτωται; Ὁ τόν Ἅδην σκυλεύσας, πῶς τέθαπται; Ἀλλ’ ἀνάστηθι Σωτήρ αὐτεξουσίως, καθώς εἶπας τριήμερος, σώζων τάς ψυχάς ἡμῶν» (Δοξαστικόν στιχηρῶν ἑσπερινοῦ ἑορτῆς, πλ. β΄).

(Οἱ μυροφόρες γυναῖκες, ἀφοῦ ἔφτασαν στόν τάφο σου καί εἶδαν τίς σφραγίδες τοῦ μνήματος (πού εἶχαν βάλει οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες μαζί μέ τούς Ρωμαίους στρατιῶτες), ἄρχισαν ἀμέσως νά ὀδύρονται λέγοντας: Ποιός ἔκλεψε τήν ἐλπίδα μας; Ποιός πῆρε ἕνα νεκρό, γυμνό ἀλειμένο μέ σμύρνα, πού είναι μοναδική παρηγοριά τῆς μάνας του; Πῶς αὐτός πού ἔδωσε ζωή σέ νεκρούς, θανατώθηκε; Αὐτός πού διέλυσε τόν Ἄδη, πῶς τάφηκε; Αλλά, Σωτήρα, ἀναστήσου μέ τή θέλησή Σου, ὅπως εἶπες, τήν τρίτη ἡμέρα, σώζοντας τίς ψυχές μας).

Τό ἱστορικό στοιχεῖο συμπλέκεται μέ τή δραματική ἔνταση καί τόν λυρισμό τῶν συναισθημάτων τῶν μυροφόρων γυναικῶν στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων, ἔργο τοῦ διαπρεποῦς ὑμνογράφου ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ μοναχοῦ. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἀκολουθεῖ κυρίως τήν καταγραφή τῶν γεγονότων, ὅπως ἐκτίθενται στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, κατά τό ὁποῖο τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου «ὄρθρου βαθέος ἦλθον γυναῖκες ἐπί τό μνῆμα φέρουσαι ἅ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σύν αὐταῖς». Ὁ λίθος μέ τόν ὁποῖο εἶχε σφραγιστεῖ τό μνῆμα ἦταν ἀποκυλισμένος, ἐνῶ ὅταν εἰσῆλθαν μέσα στό μνῆμα δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Βρέθηκαν σέ ἀπορία μεγάλη, καί τότε φάνηκαν ἐνώπιόν τους δύο ἄνδρες μέ λαμπρά ἐνδύματα, ἄγγελοι Κυρίου, πού τούς μήνυσαν ὅτι ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, ὅπως τό εἶχε ὑποσχεθεῖ, ὁπότε ἐπέστρεψαν πίσω γιά νά ἀναγγείλουν στούς μαθητές τοῦ Κυρίου τό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ἀναστάσεώς Του. Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος λοιπόν ἐπεμβαίνει καί περιγράφει τά ὀδυνηρά αἰσθήματα τῶν μυροφόρων γυναικῶν - μία ἀνάλυση στήν οὐσία τῆς λέξης  «διαπορεῖσθαι». Ἡ ἐπιλογή νά ἐκφράσει τή δραματικότητα πού θά εἶχε ἀσφαλῶς ὁ ἀναμειγμένος μέ δάκρυα λόγος τους εἶναι ἐμφανής: καί μέ τή σέ πρῶτο πρόσωπο ἔκφραση τῶν ἐρωτημάτων τους καί μέ τά ἐρωτήματα ἐκεῖνα πού «κτυποῦν» εὐθέως τό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου. «Τίς ἔκλεψε ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν… τῆς μητρός μόνον παραμύθιον;» 

Πράγματι, ποιός μπορεῖ νά παρέλθει ψυχρά τέτοια ἐρωτήματα; Ἀναφέρονται στήν προοπτική ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου - ἡ ἐλπίδα ἀποτελεῖ τή ζωή γιά τόν ἄνθρωπο· ὁ ἀπελπισμένος ἄνθρωπος εἶναι ἕνας σχεδόν ζωντανός νεκρός. Κι ἀκόμη, στό πιό ἱερό πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τή μάνα! Ποιά μεγαλύτερη παρηγοριά γιά μία μάνα ἀπό τό μονάκριβο παιδί της, ἰδίως ὅταν ἔχει αὐτό πεθάνει μέ σκληρό καί ὀδυνηρό τρόπο, καί τῆς ἔχει ἀπομείνει μόνο τό λείψανό του! Μία μάνα πού τῆς «κλέβουν» κι αὐτό πού τῆς ἔχει ἀπομείνει εἶναι ὅ,τι πιό ἀνίερο καί ἀνόσιο μπορεῖ νά ὑπάρξει. Λοιπόν, ὁ λυρισμός καί ἡ ἔνταση εἶναι δεδομένα στό δοξαστικό αὐτό, τό συναίσθημα ἀποσκοπεῖ νά φορτίσει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ὅμως νά τονιστεῖ ἡ κραυγή τῶν μυροφόρων, κραυγή πίστεως στήν ὑπόσχεση τῆς ἀνάστασης τοῦ τεθαμμένου, γιατί ὡς Θεός ἔχει τή δύναμη γι’ αὐτό: «Ἀλλά ἀναστήσου, Σωτήρα, μέ τή θέλησή σου τήν τρίτη ἡμέρα ὅπως εἶπες».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΘΑΛΛΕΛΑΙΟΣ

«῾Ο ἅγιος Θαλλέλαιος ἔζησε ἐπί βασιλείας τοῦ Νουμεριανοῦ (περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.), καταγόταν ἀπό τόν Λίβανο, ὁ πατέρας του λεγόταν Βερούκιος καί ἡ μητέρα του Ρωμυλία, ἐνῶ σπούδασε τήν ἰατρική τέχνη. Συνελήφθη γιά τήν εἰς Χριστόν πίστη του στήν ῎Αζαρβο τή δεύτερη ἐπαρχία τῆς Κιλικίας, ἐνῶ ἦταν κρυμμένος σ᾽ ἕναν ἐλαιῶνα. ῾Οδηγεῖται τότε στόν ἄρχοντα Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καθώς δέν μπόρεσε νά τόν πείσει νά θυσιάσει στά εἴδωλα, διέταξε νά τρυπηθοῦν οἱ ἀστράγαλοί του καί νά κρεμαστεῖ μέ σχοινιά μέ κάτω τό κεφάλι. ᾽Ενῶ λοιπόν φάνηκαν οἱ ὑπηρέτες ὅτι ἐκτελοῦν τή διαταγή, ἀπό κάποια θεία δύναμη ἔχασαν τά μυαλά τους καί ἀντί τοῦ ἁγίου τρύπησαν ἕνα ξύλο καί τό κρέμασαν. Κτυπῶνται λοιπόν αὐτοί, διότι θεωρήθηκαν ὅτι ἐνέπαιξαν τόν ἄρχοντα. ῎Επειτα ὁ ἄρχοντας διέταξε νά ριχτεῖ ὁ ἅγιος στή θάλασσα, ἀπό τήν ὁποία ὅμως βγῆκε ἀβλαβής, φορώντας ἔνδυμα λευκό. Μετά ἀπό αὐτά ρίχνεται στό στάδιο νά κατασπαραχθεῖ ἀπό τά θηρία, ἀλλά καί πάλι διέμεινε ἀλώβητος, ὁπότε τοῦ ἔκοψαν τό κεφάλι μέ ξίφος στήν ῎Εδεσσα τήν πόλη τῶν Αἰγαίων».

Νέο παλληκάρι ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔδειξε, ὅπως καί ἄλλοι βεβαίως μάρτυρες πρίν καί μετά ἀπό αὐτόν, ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἡ πίστη στόν Χριστό ὑπερβαίνονται οἱ πειρασμοί τοῦ κόσμου τούτου καί ἡ γοητεία πού ἀσκεῖ  ἰδίως στούς νέους ὁ κόσμος τῶν αἰσθήσεων. Κι αὐτό γιατί ἡ πίστη στόν Κύριο φωτίζει τόν νοῦ καί τίς φρένες τοῦ ἀνθρώπου, καθιστώντας τα τέλεια, ὥστε τό σῶμα νά ὑπακούει στόν φωτισμένο σάν ἥλιο νοῦ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νά ἰσορροπεῖ πορευόμενος πάνω στό θέλημα τελικῶς τοῦ Κυρίου. Κι ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος, καί μάλιστα ὁ νέος, τότε γίνεται πνευματικά ὑγιής καί ἰσορροπημένος, ἀλλά καθίσταται καί ὄργανο τοῦ Θεοῦ προκειμένου νά καθοδηγεῖ καί τούς ἄλλους συνανθρώπους του, ἕνα εἶδος φωτός πού λύνει τά σκοτάδια πού δημιουργοῦν σέ κάθε ἐποχή τά διάφορα εἴδωλα. ῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ ἐπανειλημμένως  τονίζει τήν πραγματικότητα αὐτή. «῎Ησουν νέος στό σῶμα, ἀλλά τέλειος στίς φρένες, μάρτυς Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί ἔλαμψες σάν ἥλιος τίς ἀκτίνες τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας, μέ ἀποτέλεσμα νά κάνεις πέρα σαφῶς τή ζόφωση τῆς ματαιότητας τῶν εἰδώλων» (ὠδή α´).

῾Η πνευματική αὐτή ὑγεία καί ἰσορροπία τοῦ ἁγίου Θαλλελαίου πού τόν καθιστοῦσε καί σωστό ἱεραπόστολο τοῦ Κυρίου ἦταν κατά τόν ὑμνογράφο μας ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού βρῆκε ὅμως συνεργό καί τή δική του θέληση. Εἶναι ἡ πιό γνωστή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὅτι προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά σχετιστεῖ καί νά συντονιστεῖ μέ τόν Θεό ἀπαιτεῖται βεβαίως πρώτιστα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ - ᾽Εκεῖνος μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβαλλόντως καί δέν μᾶς ἀφήνει ποτέ σέ ῾ἡσυχία᾽- ἡ ὁποία ὅμως χάρη ἀπαιτεῖ καί τήν καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τό ῾ναί᾽ τό δικό του γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει αὐτή μέσα στήν ὕπαρξή του. ῎Ετσι ὁ ἅγιος ὑποκινημένος ἀπό τόν Κύριο προσέβλεπε μόνο πρός Αὐτόν, σέ βαθμό τέτοιο πού δέν παρεξέκλινε καθόλου, ἔστω κι ἄν ὑφίστατο πάμπολλα μαρτύρια. «᾽Οχυρώθηκες ἀπό τήν εὐσέβειά σου καί δυναμώθηκες ἀπό τή χάρη τοῦ πανοικτίρμονος Θεοῦ, Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί προχώρησες μέ γενναιότητα πρός τούς ἀγῶνες τοῦ μαρτυρίου καί ἔλυσες τά ὀχυρά τοῦ ἐχθροῦ, παίρνοντας τή νίκη» (ὠδή α´). «᾽Αποσκοπώντας μόνο πρός τόν Κύριο πού σοῦ παρεῖχε τή νίκη, δέν παρεκτράπηκες ἀπό τήν ἀληθινή ὁμολογία, ἀθλητά, ἀλλά διέμεινες σταθερός, προκαλώντας ἔκπληξη καί στούς ἄφρονες» (ὠδή γ´).

Ἡ βοήθεια τοῦ ἀγίου ἀπό τή χάρη τοῦ Κυρίου, ἰδίως κατά τήν ὥρα τῶν μαρτυρικῶν ἀγώνων του, πραγματοποιεῖτο, κατά τόν ἅγιο ᾽Ιωσήφ, καί μέσω τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἀσκητική ἰδίως παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας ὅτι τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, κατά παραχώρηση ἀσφαλῶς ᾽Εκείνου, πολεμοῦν πλήθη δαιμόνων. Οἱ δαίμονες κυριολεκτικά ῾δαιμονίζονται᾽ ὅταν βλέπουν ἄνθρωπο νά ἐπιτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα μέ θυσία τῆς ζωῆς του. Γι᾽ αὐτό καί προσπαθοῦν μέ πολλούς τρόπους, κυρίως μέ ὑποκίνηση τῶν δικῶν τους ῾ἀνθρώπων᾽, νά ὁδηγήσουν τόν ἅγιο σέ φόβο καί σέ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κύριος ὅμως πάντοτε εἶναι μαζί μας. Οὐδέποτε μᾶς ἀφήνει ἀνυπεράσπιστους καί πλήν τῆς ἴδιας τῆς δικῆς Του παρουσίας στέλνει καί τούς ἀγίους ἀγγέλους Του πρός βοήθεια - ὅ,τι συνέβη μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό μας πού τόν καιρό τοῦ πειρασμοῦ Του λίγο πρό τοῦ Πάθους ἄγγελος Τόν ἐνίσχυε. Θυμᾶται κανείς τόν νεαρό καλόγερο τοῦ Γεροντικοῦ πού φοβισμένος ἀπό τό πλῆθος τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν κατέφυγε σέ μεγάλο Γέροντα. Κι ἐκεῖνος τόν καθησύχασε, δείχνοντάς του ὅτι ναί μέν εἶναι ἀρκετοί οἱ δαίμονες, ἀλλά εἶναι πολύ λίγοι μπροστά στό ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἀγγέλων πού τόν βοηθοῦν. «Κατατρόπωσες τίς φάλαγγες τῶν δαιμόνων, σοφέ, ἔχοντας ὡς συνεργούς τούς ἁγίους ἀγγέλους κατά τόν καιρό τῶν ἀγώνων σου» (ὠδή ς´).

Κι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπιμένει: μέσα στούς πειρασμούς ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔμοιαζε μέ τούς ἁγίους τρεῖς παῖδες στήν κάμινο τοῦ πυρός, ἡ ὁποία ὅμως δροσιζόταν ἀπό τήν θεϊκή δρόσο, ἤ καί μέ τόν ἅγιο προφήτη Δανιήλ, ὁ ὁποῖος κι ἐκεῖνος ἀντιμετώπισε τόν πειρασμό τῶν λιονταριῶν καί βγῆκε ἀλώβητος σάν κι αὐτόν. «Στεκόσουν στό μέσο τῆς φλόγας τῶν πειρασμῶν, ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες, ἔνδοξε, δεχόμενος ἀκριβῶς τή θεία δρόσο ἀπό τόν Θεό καί δοξολογώντας τόν ἐπί πάντων Θεό» (ὠδή ζ´). «Σάν ἄλλος νέος Δανιήλ ρίχτηκες ἀνάμεσα στά λιοντάρια, χωρίς νά βλαφτεῖς καθόλους ἀπό αὐτά, ἀθλοφόρε μάρτυς Θαλλέλαιε, λόγω τῆς θείας χάριτος»  (ὠδή ζ´). Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπισημαίνει μέ φωτισμό Θεοῦ ὅτι «συγχορεύουν μαζί μέ τούς πιστούς κατά τή μνήμη τοῦ ἁγίου ὅσιοι ἀθλητές, δῆμοι ἀγγέλων καί ἀποστόλων καί προφητῶν», ἐνῶ παρακαλεῖ τόν ἅγιο «νά μή παύσει νά πρεσβεύει γιά ὅλους μας» (ὠδή η´). 

Σάββατο 18 Μαΐου 2024

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΕΤΡΟΣ, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ, ΑΝΔΡΕΑΣ, ΠΑΥΛΟΣ, ΒΕΝΕΔΙΜΟΣ, ΠΑΥΛΙΝΟΣ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ

«Ο άγιος Πέτρος ήταν από την πόλη της Λαμψάκου. Όταν οδηγήθηκε στον άρχοντα της πόλης των Ευριδινών, τον Δάκνο, και προστάχθηκε από αυτόν να θυσιάσει στην Αφροδίτη, όχι μόνο βεβαίως δεν πείστηκε, αλλά ομολόγησε τον Χριστό ως Θεό, οπότε του σύντριψαν όλο το σώμα με διάφορα όργανα βασανιστηρίου κι έτσι παρέδωσε το πνεύμα του. Ο Παύλος και ο Ανδρέας που κατάγονταν από τη Μεσοποταμία, ήταν στρατιώτες υπό τον άρχοντα Δάκνο, και κατέλαβαν την Αθήνα. Συνελήφθησαν μεταξύ άλλων και ο Διονύσιος και η Χριστίνα και τους έριξαν στη φυλακή. Τη Χριστίνα όμως που ήταν όμορφη και παρθένος κόρη, ευρισκόμενη μάλιστα σε ηλικία γάμου, την πίεζαν ο Παύλος και ο Ανδρέας να συνευρεθεί μαζί τους, χωρίς ασφαλώς να καταφέρουν τίποτε. Κι όχι μόνο δεν κατάφεραν να την πείσουν, έστω και διά της βίας, αλλά αντίθετα εκείνοι μετανόησαν για τη ζωή τους από τις παραινέσεις της Χριστίνας και έτσι πίστεψαν στον Χριστό. Οπότε, αυτοί μεν μαζί με τον Διονύσιο λιθοβολήθηκαν μέχρι θανάτου, της δε αγίας Χριστίνας που έπεσε πάνω τους της έκοψαν το κεφάλι».

Ακούγεται παράδοξο και ακατανόητο! Μία παρθένος κόρη, η Χριστίνα, πανέμορφη και ριγμένη στη φυλακή, όχι μόνο να ανθίσταται στις ερωτικές διαθέσεις των εξουσιαστών της - αν υπέκυπτε θα κέρδιζε την ελευθερία της ή θα καλυτέρευε σε μεγάλο βαθμό τη ζωή της – αλλά να κατορθώνει να τους πείσει να γίνουν ακόλουθοι του Κυρίου, να προσχωρήσουν αυτοί δηλαδή στην πίστη της, σε βαθμό τέτοιο ώστε να δώσουν τελικώς και την ίδια τη ζωή τους με τρόπο μαρτυρικό! Πώς συνέβη το απίστευτο αυτό; Μία απάντηση επιχειρεί ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ: «Μάρτυς Χριστίνα, αυτοί που σαν τρελοί ποθούσαν το σώμα σου, δέχτηκαν τον έρωτα για τον Θεό με τον γεμάτο χάρη και γλυκύτητα λόγο σου, γι’ αυτό και αθλήθηκαν στη συνέχεια με μεγάλη δύναμη» (ωδή ε΄). Να λοιπόν η απάντηση στο «μυστήριο»: η Χριστίνα, γεμάτη χάρη και δύναμη Χριστού, πλήρης έρωτος προς τον Κύριο, εκφράζει με τον λόγο της τη χαρισματική κατάσταση που ζούσε, με αποτέλεσμα η χάρη αυτή να μιλήσει και στην καρδιά των στρατιωτών, ώστε η ερωτική γήινη διάθεσή τους να μεταποιηθεί σε ερωτική υπέρ φύσιν προς τον Θεό διάθεση!

Τι υπόκειται ως προϋπόθεση εδώ; Όχι μόνο η έμπρακτη πίστη στον Χριστό της Χριστίνας που την έκανε να βρίσκεται στον κόσμο ως άλλος Χριστός, αλλά προφανώς και η καλή διάθεση που πρέπει να υπήρχε στο βάθος της καρδιάς των δύο στρατιωτών. Μπορεί δηλαδή οι στρατιώτες να φαίνονταν ως μανιακοί από το ερωτικό πάθος, όμως πρέπει να υπήρχαν καλά στοιχεία στην ψυχή τους, τέτοια που όταν ήλθαν πρόσωπο προς πρόσωπο με τον Κύριο μέσω της Χριστίνας, αυτά να κυριαρχήσουν και να υποσκελίσουν και το σκληρότατο πάθος της λαγνείας τους! Που σημαίνει: όπου υπάρχει γνήσιος χριστιανός, εκεί λειτουργεί ένα ιεραποστολικό στοιχείο που έστω κι ανεπίγνωστα αγγίζει κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο. «Ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής» είπε αξιωματικά ο Κύριος, δηλαδή όταν αγαπά κανείς την αλήθεια, αυτός και ακούει τη φωνή του Χριστού, έστω κι αν φαίνεται ότι τα πάθη του έχουν τον πρώτο λόγο στη ζωή του. Δεν το είδαμε και στον απόστολο Ματθαίο, που από τελώνης έγινε άγιος και ευαγγελιστής; Δεν το είδαμε και στον απόστολο Παύλο, που την ώρα που διώκει τους χριστιανούς δέχεται την κλήση από τον Κύριο; Και δεν είναι οι μοναδικές αναφορές.

Κι υπάρχουν μεταξύ των πολλών άλλων και δύο ακόμη στοιχεία που επισημαίνει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, προκειμένου να εξηγήσει το ανεξήγητο και της μεταστροφής των ειδωλολατρών αλλά και της εν χαρά επιμονής των πιστών ακολούθων του Κυρίου. Πρώτον: η ανθρώπινη αδυναμία των αιχμαλωτισμένων για τον Χριστό μαρτύρων μεταστρεφόταν σε δύναμη, και μάλιστα τεράστια, και μόνο από το γεγονός της εν πίστει στροφής τους προς τον Κύριο. Που θα πει ότι όταν ο πιστός στην όποια δύσκολη κατάστασή του απεμπλέκεται από το πρόβλημα και τη δυσκολία μετατοπίζοντας την προσοχή του στον Χριστό, εκεί βλέπει και τη δύναμη Εκείνου να τον συνέχει και να τον συνεπαίρνει. «Πέτρε», σημειώνει ο Ιωσήφ, «ενδυναμούμενος από τη στροφή σου προς τον Θεό, αναδείχτηκες νικητής, ενώ συντριβόσουν και χτυπιόσουν ανελέητα από τα όργανα των βασανιστηρίων» (ωδή γ΄). Και δεύτερον: «Επειδή, Πέτρε μακάριε, έστησες πάνω στην πέτρα της πίστεως τα πόδια της ψυχής σου, γι’ αυτό και δεν παρεκτράπηκες από την εχθρότητα των αθέων» (ωδή γ΄).

Ο υμνογράφος, μεγάλος άγιος της Εκκλησίας, προβάλλει ένα από τα πιο γνωστά «μυστικά» της πνευματικής κατά Χριστόν ζωής: η λύση σε κάθε πρόβλημα, σε κάθε δοκιμασία και πειρασμό, έρχεται από τον Κύριο ευθύς ως στρέψουμε την προσοχή μας σ’ Εκείνον και επιμείνουμε σ’ Αυτόν. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» θα πει ο απόστολος Παύλος, διερμηνεύοντας το ψαλμικό: «Οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον, ότι Αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τους πόδας μου», και «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός, ότι εκ δεξιών μού εστιν, ίνα μη σαλευθώ». Δεν έλεγε λοιπόν τυχαία και ο άγιος Πορφύριος ότι εκεί, στις ακολουθίες της Εκκλησίας, έμαθε αυτά τα μυστικά της πνευματικής ζωής. Γιατί στην πραγματικότητα εκφράζουν μέσα από τη ζωή των αγίων μαρτύρων το ίδιο το Ευαγγέλιο του Κυρίου.

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

ΥΠΕΜΕΙΝΕ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΗΛΑΦΗΣΗ!

«Φέρει Χριστός φιλανθρώπως καί τήν ψηλάφησιν, ὡς καί Σταυρόν πρό ταύτης καί τόν ἄδικον φόνον, τάφου τριημέρως ἐξαναστάς, ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος∙ καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων τοῖς Μαθηταῖς ἐπιστάς ὡς παντοδύναμος».

(Ενώ αναστήθηκε από τον τάφο την τρίτη ημέρα ο Χριστός με σφραγισμένο το μνήμα και φανερώθηκε με κλεισμένες τις θύρες στους Μαθητές ως παντοδύναμος (Θεός), υπομένει λόγω της φιλανθρωπίας του και την ψηλάφηση (από τον Θωμά), όπως υπέμεινε πριν από αυτήν και τον Σταυρό και τον άδικο φόνο).

Από τα λιγότερο γνωστά τροπάρια της Κυριακής του Θωμά το παραπάνω, θέτει με άμεσο τρόπο τη διαχρονικότητα της Σταύρωσης θα λέγαμε του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γιατί; Διότι ο άγιος υμνογράφος αναφέρεται και πάλι στη λόγω φιλανθρωπίας του Κυρίου υπομονή και ανοχή Του απέναντι στα πλάσματά Του, τα οποία, όπως ο «άπιστος» μαθητής Του Θωμάς, παρόλο ότι αναστήθηκε, παρόλο ότι φανερώθηκε στους μαθητές Του ως παντοδύναμος Θεός, αυτά εξακολουθούν και Τον αμφισβητούν και Τον απορρίπτουν. Το «ἐάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω» του Θωμά συνιστά τον λόγο των χειλέων και της καρδιάς πλήθους ανθρώπων σε όλες τις εποχές, οι οποίοι παλεύουν με τις αμφιβολίες και την απιστία τους, γιατί θέτουν ενώπιόν τους ως προτεραιότητα το κατ’ αυτούς «προφανές»: τις αισθήσεις και τη λογική τους. Και πώς τους αντιμετωπίζει ο Χριστός, κατά τον υμνογράφο μας; Όχι με εκνευρισμό βεβαίως γιατί  δεν καταλαβαίνουν, όχι με οργή που ετοιμάζεται να εκφραστεί ως απειλή απέναντί τους, αλλ’ ούτε και ως «απελπισία» γιατί δεν ξέρει τι άλλο πια να κάνει μαζί τους! Τους αντιμετωπίζει όπως αντιμετώπισε και όλους αυτούς που Τον οδήγησαν στον Σταυρό: με άκρα συγκατάβαση και φιλανθρωπία, με άκρα υπομονή και ανεξικακία, προσευχόμενος στον Θεό Πατέρα γι’ αυτούς: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ο πόνος Του δηλαδή είναι ο ίδιος με τον πόνο που δέχτηκε ως άνθρωπος καθώς δεχόταν την έχθρα και τη φονική διάθεση του λαού ως απάντησή τους για τις ευεργεσίες που τους προσέφερε: «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι καί τί μοι ανταπέδωκας;» 

Κι αυτό ακριβώς σημαίνει ότι ο Κύριος δεν αλλάζει απέναντι στον άνθρωπο της όποιας εποχής: παραμένει πάντοτε ο μόνος «πιστός», δηλαδή πιστός ως προς την αγάπη Του απέναντι στα πλάσματά Του, έστω και αν συνεχίζουν όπως είπαμε να Τον αρνούνται, αλλά και πιστός ως προς τη δική Του εμπιστοσύνη απέναντί τους: υπομένει και προσδοκά τη μετάνοια και την αλλαγή τους. Ο Θεός μας είναι Εκείνος που μας ξέρει σε απόλυτο βαθμό, ξέρει το πόσο δυσκίνητοι είμαστε, παρόλη την πληθώρα των ευεργετικών προκλήσεών Του απέναντί μας, στο να επιτελούμε το αγαθό και να ανοιγόμαστε με πίστη σ’ Εκείνου την πίστη και την αγάπη, γι’ αυτό και δεν «βιάζεται» να μας πιέσει ή να μας «εξολοθρεύσει»!  Μιλάμε για τον Πατέρα μας, ο Οποίος περιμένει εσαεί εμάς τα κακότροπα και «μουτρωμένα» πολλές φορές παιδιά Του, επιτρέποντας το πολύ κάποια παιδαγωγικά λίγο εντονότερα «αγγίγματα» μήπως και συνέλθουμε. Κι όσο Τον αρνούμαστε και υψώνουμε, όπως πολύ ωραία έχει γραφεί, «τη μικρή γροθιά μας» απέναντί Του, τόσο περισσότερο κι Εκείνος πολλαπλασιάζει την αγάπη Του – παραχωρώντας μέσα στην απειρία της αγάπης Του κάποιους πειρασμούς, όπως είπαμε, προκειμένου να συνέλθουμε από την όποια αμαρτία μας, να βαθύνουμε ίσως «εν πειρασμώ» τη σχέση μας μαζί Του, ή κι ακόμη ορισμένοι να καθαρίσουν ό,τι απομεινάρι αμαρτίας έχουν ως άνθρωποι και να βρεθούν ως μάρτυρες ενώπιόν Του. 

Λοιπόν, όπως μας αγάπησε ο Κύριος πάνω στον Σταυρό, το ίδιο εξακολουθεί και μας αγαπά και μετά τη δόξα της Ανάστασής Του, που θα πει έτσι ότι το Πάθος Του εξακολουθεί και υφίσταται και θα υφίσταται όσο θα υπάρχει κόσμος με όλες τις αδυναμίες Του. Και να, που ο άγιος υμνογράφος μάς λέει (μέσα από το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της Κυριακής) ότι την ίδια μακροθυμία που φανέρωσε ο Κύριος απέναντι στους σταυρωτές Του, την ίδια έδειξε κι απέναντι στον μαθητή Του Θωμά (μετά την Ανάστασή Του!), την ίδια δείχνει πάντοτε σε όλους που Τον έκαναν και τον κάνουν  πέρα από τη ζωή τους: «Φιλάνθρωπε, μέγα καί ἀνείκαστον τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου∙ ὅτι ἐμακροθύμησας ὑπό Ἰουδαίων ραπιζόμενος, ὑπό Ἀποστόλου ψηλαφώμενος, καί ὑπό τῶν ἀθετούντων σε πολυπραγμονούμενος. Πῶς ἐσαρκώθης; Πῶς ἐσταυρώθης ὁ ἀναμάρτητος; Αλλά συνέτισον ἡμᾶς ὡς τόν Θωμᾶν βοᾶν σοι∙ ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα Σοι» (Φιλάνθρωπε, μέγα και πέρα από κάθε φαντασία είναι το πλήθος των οικτιρμών και της αγάπης Σου. Διότι μακροθύμησες καθώς ραπιζόσουν από τους Ιουδαίους, καθώς ψηλαφιόσουνα από Απόστολο και γινόσουν αντικείμενο πολλών σχολίων από αυτούς που σε αρνιόντουσαν. Πώς σαρκώθηκες; Πώς σταυρώθηκες συ που είσαι ο αναμάρτητος; Όμως συνέτισέ μας όπως έκανες με τον Θωμά, ώστε να Σου φωνάζουμε δυνατά: Κύριε και Θεέ μου, δόξα Σοι).

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«῾Ο ἐν ἁγίοις Πατήρ ἡμῶν ᾽Αθανάσιος, ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως, (ἔτσι καλεῖτο ἡ τωρινή ἐπαρχία τῆς Τριφυλλίας, στήν ὁποία σώζεται ἀκόμη καί τώρα χωριό πού ὀνομάζεται ῾Χριστιάνοι᾽, ὅπου ὑπάρχει καί μεγαλοπρεπής βυζαντινός ναός ἑτοιμόρροπος), γεννήθηκε στήν Κέρκυρα τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰ., τό 1665, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους, τόν ᾽Ανδρέα καί τήν Εὐφροσύνη. ῾Ο πατέρας του πού διορίστηκε ἀπό τήν ῾Ενετική Δημοκρατία διοικητής τῆς ἐπαρχίας τῆς Καρύταινας μετοίκησε ἐκεῖ μέ ὅλη τήν οἰκογένεια, γιατί ἀκολούθησε τόν νεοδιορισθέντα τότε κυβερνήτη τῆς Πελοποννήσου στό Ναύπλιο. Εἶχε τρεῖς υἱούς, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μεγαλύτερος ᾽Αντώνιος νυμφεύθηκε στήν Καρύταινα, παίρνοντας σύζυγο τήν ἀδελφή τοῦ πλούσιου καί διάσημου ἁρματωλοῦ ῾᾽Αθανασίου Κουλᾶ᾽ (καπετάν Θανάση). ῾Ο μικρότερος ὅμως ᾽Αθανάσιος πηγαίνοντας κάποτε ἀπό τήν Καρύταινα στό Ναύπλιο, γιά νά κατασκευάσει τήν νυφική στολή τῆς μνηστῆς του, τήν ὁποία χωρίς τήν θέλησή του μνηστεύθηκε ἐπειδή τόν ἐξανάγκασε γι᾽ αὐτό ὁ πατέρας του, βλέπει καθ᾽ ὁδόν κάποια ὀπτασία, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας γράφει ἀπό τό Ναύπλιο πρός τόν πατέρα του νά διαλύσει τούς ἀρραβῶνες, διότι πρόκειται νά ἀναχωρήσει ὁ ἴδιος σέ ἄγνωστο τόπο. Πορεύτηκε τότε στά Πατριαρχεῖα καί ἔγινε μοναχός. Τόσο μεγάλη ταπεινοφροσύνη καί ἐπίδοση στήν ἀρετή ἔδειξε ἐπί δέκα ὁλόκληρα ἔτη, ὥστε ὁ τότε πατριάρχης Γαβριήλ, ἐπειδή χήρευε ἡ ἐπισκοπή Χριστιανουπόλεως, χειροτόνησε αὐτόν ὡς ἐπίσκοπό της, ἀφοῦ διῆλθε κανονικά τούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης. Ζῶντας ἀκόμη ὁ ἅγιος αὐτός ἔκανε πολλά θαύματα πού τά διέσωσε ἡ παράδοση. Πόσα ἀκριβῶς ἔτη ποίμανε τό ποίμνιό του δέν γνωρίζουμε. Τρία ὅμως ἔτη ἀπό τόν θάνατο καί τόν ἐνταφιασμό του, τήν ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου του, βγῆκε ὁ ἅγιος σῶος σέ κατάσταση ῾ἡμιλελυμένη᾽, ὅπως καί τό ἱερό λείψανο τοῦ ἁγίου πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε´, ξεχύνοντας ὅμως μυρίπνοη καί ἄρρητη εὐωδία. Μετακομίσθηκε δέ ἀπό τόν ἐξ ἀγχιστείας συγγενή του πού εἴπαμε ᾽Αθανάσιο Κουλᾶ στήν Μονή τοῦ τιμίου Προδρόμου στήν Γορτυνία (πού ἀπεῖχε μία ὥρα ἀπό τήν Στεμνίτσα), γιατί ἦταν τόπος ὀχυρωμένος καί ἀπόρθητος. ῎Εκτοτε διαμένει τό πανίερο σκήνωμά του στήν Μονή. Καί ἡ μέν χαριτόβρυτη κάρα του πού ἀργυρώθηκε κατατέθηκε σέ ἰδιαίτερη ἀργυρή θήκη, τό δέ ὑπόλοιπο λείψανο σέ ξεχωριστή λάρνακα. Τά μετά θάνατον θαύματα τοῦ ἁγίου ἀναγράφονται κατά πλάτος στήν βιογραφία του, πού δημοσιεύθηκε στόν πέμπτο τόμο τοῦ νέου Συναξαριστοῦ, πού ὀνομάζεται ῾Σαρδόνυξ᾽, καί ὅποιος θέλει ἄς τά ἀναγνώσει ἐκεῖ».

Δέν φείδεται ἐπαίνων ὁ ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας μας τιμώντας τόν ἅγιο ᾽Αθανάσιο τόν νέο. Διότι στήν πραγματικότητα οἱ ἔπαινοί του γι᾽ αὐτόν ἀποτελοῦν δοξολογία ᾽Εκείνου πού τόν χαρίτωσε μέ ἐξαιρετικό τρόπο, τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. «Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ» καί «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσε ὁ Κύριος» βεβαιώνει πάντοτε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. ῎Αν τιμᾶται δηλαδή ἕνας ἅγιος, ὅπως γνωρίζουμε ὅλοι, εἶναι διότι μέσω αὐτοῦ ὁ Θεός φανερώνεται μέσα στόν κόσμο: ὁ ἅγιος γίνεται τό κατάλληλο σκεῦος γιά νά ὑπάρξει σ᾽ αὐτόν ὁ Κύριος προσφέροντας ἔτσι πολλαπλῶς τήν χάρη Του στούς ἀνθρώπους. Στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ μέ τόν πανηγυρικό πλ. α´ ὁ ὑμνογράφος καταγράφει: «Πόσο θαυμαστά εἶναι τά ἔργα Σου, Χριστέ! Ανέδειξες στούς ἔσχατους χρόνους ὡς θαυματουργό τόν ἱεράρχη Σου ᾽Αθανάσιο». Κι εἶναι ἡ ἐπισήμανσή του αὐτή αὐτονόητη μέν, ὅμως κατεξοχήν βαρυσήμαντη. Διότι κατά τήν πίστη μας ὁ Θεός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού ἀναδεικνύει τούς ἁγίους Του. Καί τούς ἀναδεικνύει μέ τά σημάδια πού ἐπιτρέπει νά ἔχουν: τήν ἀφθαρσία καί τήν εὐωδία τῶν λειψάνων τους, τά θαύματα πού ἐπιτελοῦνται μέσω αὐτῶν καί ἐνόσω ζοῦν καί μετά θάνατον, τή δύναμη πού ἐκπέμπουν τά λείψανά τους – κυριολεκτικά ἀσπίδα καί δόρυ ταυτόχρονα κατά τοῦ ἀρχεκάκου πονηροῦ. ῾Ο ὑμνογράφος μάλιστα σέ ἔξαρση θεία εὑρισκόμενος γιατί εἶναι κι αὐτός μέτοχος τῶν θαυμασίων τοῦ ἁγίου θά πεῖ: «Καί οἱ αὐτόπτες τῶν θαυμάτων σου ζοῦν τώρα στήν ἐποχή μας: αὐτοί εἶναι οἱ μάρτυρες ὅτι σύ εἶσαι θαυματουργός, ἔνδοξε ᾽Αθανάσιε» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Γι᾽ αὐτό καί καλεῖ τούς πάντες σέ δοξολογία: «᾽Εμπρός  μέ ἱερούς ὕμνους ἄς καταστέψουμε τήν θεία Κάρα, πού ᾽ναι γεμάτη ἀπό εὐωδία καί ἀναβρύζει πάμπολλα θαύματα» (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος προβαίνει σέ συσχετισμούς γιά νά ἀναδείξει τή χαρισματική φυσιογνωμία τοῦ ἐκ Κερκύρας καταγομένου, ἀλλά στήν Γορτυνία τελικῶς καταλήξαντος ἁγίου ᾽Αθανασίου. Τόν σχετίζει ἀφενός μέ τόν μεγάλο Πατέρα καί οἰκουμενικό Διδάσκαλο ὁμώνυμό του ἅγιο ᾽Αθανάσιο ᾽Αλεξανδρείας, τόν «στύλον τῆς ᾽Εκκλησίας» καί «καθαιρέτην» τοῦ αἱρεσιάρχη  ᾽Αρείου, λέγοντας ὅτι ὄχι μόνο ἔχουν τό ἴδιο ὄνομα, ἀλλά καί τόν ἴδιο τρόπο ζωῆς. ῾Ο ἅγιος ᾽Αθανάσιος ὁ νέος δηλαδή εἶναι ἐφάμιλλος τοῦ μεγάλου ᾽Αθανασίου. Διότι καί ὁ δεύτερος ὅπως καί ὁ πρῶτος ἔγινε λαμπρό δοχεῖο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «Ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς σήμερα ἄς ἀνυμνήσουμε τόν ἱεράρχη, τόν ἐπώνυμο τῆς ἀθανασίας καί ἐφάμιλλο τοῦ μεγάλου ᾽Αθανασίου...ὁ ὁποῖος ἔγινε λαμπρό δοχεῖο τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι ἀκόμη: τόν θεωρεῖ διάδοχο τῶν ἀποστόλων ὄχι μόνο λόγω τῆς ἀρχιερωσύνης του, ἀλλά κυρίως λόγω τῆς κατ᾽ ἀλήθειαν ἴδιας ζωῆς του μέ ἐκείνους. «Διάδοχος ὤφθης  ἀ λ η θ ή ς, πάτερ ᾽Αθανάσιε, τῶν ἀποστόλων» (ἀπόστιχα ἑσπερινοῦ). Δέν διστάζει μάλιστα νά δεῖ στό πρόσωπό του μία προέκταση ἐπακριβή τοῦ μεγάλου ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν ἁγίου Παύλου, κυριολεκτικά ἕνα δικό του ἀποτύπωμα καί ἐκμαγεῖο. «᾽Εκμαγεῖον τοῦ σκεύους τῆς ἐκλογῆς ἀνεδείχθης, ἱερώτατε» (αἶνοι). Κι ὄχι ἄδικα. Διότι καί ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο «τήν πίστη κράτησε, τόν δρόμο τόν ἔφτασε στό τέλος, καθώς ἀγωνίστηκε τόν καλόν ἀγώνα. Διότι ποιμαίνοντας καί παλεύοντας καί δουλαγωγώντας τό σαρκικό φρόνημα ἔγινε τά πάντα σέ ὅλους, γιά νά κερδίσει τούς πάντες» (λιτή).

Κατά συνέπειαὅπως καί  ἀπόστολος Παῦλος ἔβλεπε ὅτι μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ ζοῦσε ᾽Εκεῖνος μέσα στήν ὕπαρξή του («ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»), κατά τόν ἴδιο τρόπο καί  ᾽Αθανάσιος ἔβλεπε ᾽Εκεῖνον νά ζεῖ μέσα σ᾽ αὐτόνγιατί ἀκολουθοῦσε ἐπακριβῶς τά ἴχνη τοῦ Κυρίου: «᾽Ακολουθώντας τά ἴχνη σουΚύριεἀποθέωσε μέ τίς ἀρετές τό πνεῦμα καί τό σῶμα» (Δοξαστικό ἑσπερινοῦ). Γι᾽ αὐτό καί κύριο γνώρισμα τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ θυσιαστική ἀγάπη του πρός τούς ἀνθρώπους σάν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. «Καί τόν Σωτῆρα μιμούμενος, ὑπέρ τῶν προβάτων τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐτίθει» (Λιτή). Καί πρέπει πάντοτε νά τό θυμόμαστε:  ἐκεῖνο πού ἀποδεικνύει ὅτι ὄντως ἕνας ἅγιος εἶναι ἅγιος ὡς ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη τήν ὁποία ἔχει πρός τούς ἀδελφούς συνανθρώπους του. ῎Αν μέ ἄλλα λόγια ἡ κάθε ἀσκητική διαγωγή του  δέν καταλήγει στήν ἀγάπη, δέν ἔχει ἰδιαίτερο νόημα. Γιατί ἀσκήσεις καί δουλαγωγήσεις τοῦ σώματος βρίσκουμε καί ἐκτός τῆς χριστιανικῆς πίστεως σέ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκειῶν. ᾽Ασκήσεις ὅμως πού κατανοοῦνται ὡς μέσα ἀποκτήσεως τῆς καθαρῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης μόνο στήν χριστιανική πίστη. Κι ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος εἶχε πλήρη ἐπίγνωση τῆς σκοποθεσίας αὐτῆς. «῾Υπέρ ἄνθρωπον οἱ ἀγῶνες του καί οἱ πυκνές ἀσκήσεις του». ᾽Αλλά «γιά νά διαφυλάξει ἄσπιλο τόν πολύτιμο καί ἰσάγγελο χιτώνα τῆς παρθενίας του, ὥστε νά κραυγάζει πάντοτε στόν Κύριο ὅτι κόλλησε ἡ ψυχή του πίσω ἀπό Αὐτόν» (λιτή).

῎Οχι μόνο ἡ Γορτυνία, ὄχι μόνο ὁ τόπος τῆς καταγωγῆς του ἡ Κέρκυρα, ἀλλά κάθε τόπος ὅπου γῆς ἔχει προστρέχοντα στά προβλήματά του τόν ἰσάγγελο ἅγιο ᾽Αθανάσιο τόν νέο. ᾽Ιδίως ὅμως οἱ ῞Ελληνες μποροῦμε εὔκολα νά ἔχουμε πρόσβαση στά ἅγια καί χαριτόβρυτα λείψανά του. ῾Η Μονή τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου πού τά διαφυλάσσει μᾶς ἑλκύει σάν μαγνήτης. ᾽Εκεῖ εἶναι τό κέντρο τῆς πανηγύρεως. Καί γι᾽ αὐτό ἀφενός προσευχόμαστε ὁ Κύριος νά διαφυλάσσει τήν Μονή καί τούς Πατέρες της, ἀφετέρου εἴτε νοερῶς εἴτε ἐν σώματι ἐπιθυμοῦμε νά βρεθοῦμε ἐκεῖ.  «Μέ σκιρτήματα ἐπιτελεῖ τή φαιδρά πανήγυρη ὡς ἱερή πανδαισία ἡ Μονή τοῦ Προδρόμου, σοφέ ᾽Αθανάσιε. Γιατί κατέχει στά σπλάχνα της τήν δική σου πάντιμη καί θεοβράβευτη Κάρα καί ἀνυμνεῖ τούς ἐνάρετους ἀγῶνες σου. Γι᾽ αὐτό καί φύλαγέ την» (κάθισμα ὄρθρου).

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΝΙΑ

«Αυτός ο απόστολος του Κυρίου, αφού διέτρεξε σαν να είχε φτερά όλη την οικουμένη, ξερίζωσε εκ βάθρων κάθε πλάνη με το κήρυγμά του γιά τον Χριστό, έχοντας ακόλουθό του και την υπερθαύμαστη Ιουνία, η οποία είχε νεκρωθεί ήδη για τον κόσμο και ζούσε μόνο για τον Χριστό. Αποτέλεσμα της δράσης τους αυτής ήταν να ελκύσουν στη γνώση του Θεού πολλούς ανθρώπους, προκαλώντας έτσι την καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών. Όπου πήγαν οικοδόμησαν  θείες εκκλησίες, αποδίωξαν από τους ανθρώπους ακάθαρτα πνεύματα και θεράπευσαν ανίατα πάθη. Στο τέλος, ως άνθρωποι, έφυγαν από τη ζωή αυτή. Αυτούς τους αποστόλους τους θυμάται ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του. ῾Χαιρετήστε – λέγει – τον Ανδρόνικο και την Ιουνία τους συγγενείς μου, οι οποίοι και πριν από εμένα έγιναν χριστιανοί’».

Η συγγένεια του αποστόλου Παύλου προς τους σήμερα εορταζομένους αποστόλους Ανδρόνικο και Ιουνία, όπως και η πριν από αυτόν ένταξή τους στην Εκκλησία ως μέλη Χριστού, είναι από τα σημεία που θίγει έντονα ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, διότι τα βλέπει να προβάλλονται από τον ίδιο τον Παύλο ως αποδεικτικά της σπουδαίας θέσης αυτών στην Εκκλησία. Ο απόστολος Παύλος δηλαδή μνημονεύοντας ιδιαιτέρως τους αγίους Ανδρόνικο και Ιουνία στην προς Ρωμαίους επιστολή δείχνει ότι πρόκειται περί αποστόλων που κατέχουν επίσημη θέση στην Εκκλησία. «Σας επισήμους πράγματι μεταξύ των Αποστόλων ο μακάριος Παύλος σας ανακηρύττει στην Εκκλησία, μακάριοι» (ωδή ε´). «Σε τιμάμε τώρα, μαζί με τον Παύλο, εμείς που μαζευτήκαμε με πίστη, Ανδρόνικε, ως συγγενή του Παύλου, που έγινες μαθητής του Χριστού και πριν από αυτόν» (ωδή ε´). Κι είναι ευνόητο: αν ένας μέγας άγιος και μέγας απόστολος σαν τον απόστολο Παύλο εκθειάζει κάποιους, σημαίνει ότι αυτοί οι κάποιοι δεν είναι τυχαία πρόσωπα. Μόνον ένας άγιος με οξυμμένα τα πνευματικά κριτήριά του μπορεί να βλέπει την πνευματική κατάσταση των άλλων, όπως εν προκειμένω ο Παύλος για τους Ανδρόνικο και Ιουνία. Ο ίδιος ο απόστολος Παύλος το έχει πει: «ο πνευματικός πάντα ανακρίνει, αυτός δε υπ᾽ ουδενός ανακρίνεται». Ο πνευματικός άνθρωπος, αυτός δηλαδή που έχει το Πνεύμα του Θεού, μπορεί να διακρίνει και να ελέγχει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί από οποιονδήποτε μη πνευματικό. Αυτό λοιπόν τονίζει και ο άγιος Ιωσήφ: «Ο θείος απόστολος Παύλος, εκθειάζοντάς σας λαμπρότατα με θεϊκούς επαίνους, προβάλλει στους πιστούς τη γενναιότητά σας, λέγοντας ότι αποδειχτήκατε μαθητές του Θεού Λόγου πριν από αυτόν και συγγενείς του ίδιου» (στιχηρό εσπερινού). 

Η σεβαστική αυτή στάση του αποστόλου Παύλου προς τους συγγενείς του αγίους Ανδρόνικο και Ιουνία, στάση που προεκτείνεται και σε όλο το πλήρωμα πια των πιστών,  προφανώς οφείλεται αφενός στο γεγονός ότι οι άγιοι αυτοί απόστολοι υπήρξαν πράγματι άγιοι ως «του Λόγου υπήκοοι» (στιχηρό εσπερινού), αφού «όλες τις κινήσεις του νου τους τις κατεύθυναν με χαρά στην εφαρμογή των θελημάτων του Θεού» (ωδή α´) – αυτός είναι ο άγιος: ο πιστός που ολόκληρο τον εαυτό του τον αναφέρει στον Θεό και στην τήρηση του αγίου θελήματός Του - αφετέρου στο γεγονός ότι ο Ανδρόνικος, αλλά και η Ιουνία ασφαλώς «αξιώθηκε να δει, με τον αγώνα του να νεκρώσει τα αμαρτωλά φρονήματά του, τη ζωή των ζώντων, δηλαδή τον Χριστό τον Θεό μας ως άνθρωπο επί της γης» (ωδή γ´), όπως και υπήρξαν μέτοχοι της φωτιάς του αγίου Πνεύματος που έπνευσε και σ᾽ αυτούς κατά την Πεντηκοστή, φωτιά που περιέφεραν έπειτα στην άσκηση της ιεραποστολικής διακονίας τους. «Έγινες πυρίπνοος του θείου Πνεύματος με την καθαρή διάνοιά σου, απόστολε, περιφέροντας τη θέρμη της φωτιάς αυτής και φλέγοντας το αγκάθι της πλάνης» (ωδή γ´).

Οι εκτιμήσεις του αγίου Ιωσήφ ότι οι άγιοι «νέκρωσαν τα αμαρτωλά φρονήματά τους για να δουν τον Χριστό» και ότι «περιέφεραν τη θέρμη της φλόγας του Παρακλήτου» έχουν ιδιαίτερη σημασία και για τη δική μας ζωή. Κανείς δηλαδή δεν μπορεί να δει τον Χριστό, όχι βεβαίως «σαρκοφόρον επί γης», αλλά εν Πνεύματι αισθητά στην καρδιά του, αν δεν κάνει έναν αγώνα, ασφαλώς με τη χάρη του Χριστού και μέσα στην Εκκλησία,  για νέκρωση του αμαρτωλού φρονήματός του, διότι «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν», όπως και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι πράγματι έλαβε αυτόν τον Χριστό μέσα του, αν δεν βρίσκεται σε θερμότητα η καρδιά του, ως προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Παγωμένη καρδιά, δηλαδή καρδιά που δεν έχει αγάπη, συνεπώς θέρμη αγίου Πνεύματος, έστω κι αν υπάρχει ομολογία πίστεως, δεν έχει και Χριστό. Ο Χριστός βρίσκεται πάντοτε και μόνον εκεί που περιφέρεται η θέρμη της φλόγας του Πνεύματος του Θεού, η ζωντανή αγάπη. 

Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

ΑΠΙΣΤΗΣΕ, ΨΗΛΑΦΗΣΕ, ΕΚΗΡΥΞΕ!

«Ἐψηλάφησε τήν πλευράν τοῦ Δεσπότου ἀπιστήσας ὁ Θωμᾶς καί ψηλαφήσας διπλῆν οὐσίαν ἐκήρυξε» (απόστ. αίνων όρθρου).

(Αφού απίστησε ο Θωμάς για την Ανάσταση του Κυρίου, ψηλάφησε την πλευρά Του. Κι αφού Την ψηλάφησε κήρυξε τη διπλή ουσία του Κυρίου, ότι είναι Θεός και άνθρωπος).

Η υμνογραφία της Εκκλησίας μας επιμένει πάλιν και πολλάκις να τονίζει την κατ’ οικονομία Θεού απουσία του Θωμά από τον κύκλο των Αποστόλων την πρώτη ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, όταν ο Κύριος εμφανίστηκε σ’ αυτούς χορηγώντας τους την ειρήνη Του και το Πνεύμα Του το Άγιον – κάτι που θα ενεργοποιείτο κατά τρόπο δραστικό από την ημέρα της Πεντηκοστής και μετέπειτα. Κι αυτό γιατί η απουσία του Θωμά θα απεκάλυπτε περίτρανα την αγάπη του Θεού απέναντι και σ’ εκείνον, αλλά και σε κάθε εγκλωβισμένο στις αισθήσεις του άνθρωπο της κάθε εποχής μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: τη συγκατάβασή Του ώστε να ερευνηθεί και να ψηλαφηθεί «χειρί» του αμφισβητούντος αποστόλου, οπότε και να «πιστωθεῖ» έτι πλέον η Ανάστασή Του. «Χαίρει ἐρευνώμενος» ο Κύριος (ωδή δ΄) τονίζει ο άγιος υμνογράφος, για να διευκρινίσει πιο έντονα παρακάτω (ωδή ε΄): «Ἀπιστίαν πίστεως γεννήτριαν ἡμῖν τήν τοῦ Θωμᾶ ἀνέδειξας∙ σύ γάρ πάντα τῇ σοφίᾳ σου προνοεῖς συμφερόντως, Χριστέ ὡς φιλάνθρωπος» (Ανέδειξες την απιστία του Θωμά γεννήτρια πίστεως για χάρη μας. Διότι Συ Χριστέ ως φιλάνθρωπος που είσαι, προνοείς με τη σοφία Σου τα πάντα κατά το συμφέρον μας).

Την πρωτοβουλία της ψηλάφησης βεβαίως είχε ο ίδιος ο Κύριος, όταν είδε το καλοπροαίρετο του μαθητή Του – έφυγε από την απομόνωσή του και ήλθε έστω και με λογισμούς στη σύναξη των μαθητών. «Ἇψαι Θωμᾶ τῆς πλευρᾶς τῇ χειρί, λέγει Χριστός, καί τούς τύπους τῶν ἥλων δεῦρο ψηλάφησον, πίστει ἐρεύνησον, καί γίνου μοι πιστός καί μή γίνου ἄπιστος» (δοξαστικό αίνων) (Ακούμπησε, Θωμᾶ, με το χέρι σου την πλευρά Μου, λέγει ο Χριστός, κι εμπρός ψηλάφησε τα σημάδια των καρφιών, ερεύνησέ τα με πίστη και γίνε μου πιστός και μη γίνεσαι άπιστος). Κι ήταν η συγκατάβαση και η οικονομία του Κυρίου τέτοια, ώστε έκτοτε ο Θωμάς να τίθεται στο ίδιο επίπεδο θεολογίας με τον απόστολο Ιωάννη: ο Ιωάννης έμαθε τη θεολογία από το στήθος του Κυρίου, όταν έγειρε πάνω Του στον Μυστικό Δείπνο∙ ο Θωμάς κατενόησε την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, όταν έθεσε ακριβώς το χέρι του στις πληγές του Κυρίου (βλ. στιχ. εσπ. εορτής). Κι αυτήν την οικονομία του Θεού έκανε περιεχόμενο του κηρύγματός του ο Θωμάς, αλλά και όλοι οι απόστολοι και βεβαίως η αγία Εκκλησία του Κυρίου: ότι ο Κύριος έχει «διπλῆν τήν οὐσίαν», είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος – «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».  

Κι αξίζει να σημειώσουμε ότι η υμνογραφία της Εκκλησίας μας δεν άφησε ασχολίαστη και τη γλώσσα ακόμη του αποστόλου Θωμά. Όχι μόνο επικεντρώνει στο χέρι που τόλμησε να ψαύσει το «φλόγεον ὀστοῦν» (οίκος συναξαρίου) του Κυρίου, αλλά προβάλλει και την παμμακάριστη γλώσσα του – ό,τι έχει κάνει και στο δάκτυλο και στο χέρι του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού όταν βάπτιζε και υπεδείκνυε τον Κύριο ως τον αμνό του Θεού!  Γιατί ακριβώς ο Θωμάς κήρυξε τον Ιησού ως Θεό και Κύριο. Με τα ίδια τα λόγια του αγίου υμνογράφου (ωδή δ΄ εορτής): «Σοῦ ἡ παμμακάριστος ὑμνεῖται γλῶσσα ὦ Δίδυμε∙ πρώτη γάρ εὐσεβῶς κηρύττει τόν ζωοδότην Ἰησοῦν, Θεόν τε καί Κύριον, ἐκ τῆς ἁφῆς πλησθεῖσα τῆς χάριτος» (Η παμμακάριστη γλώσσα σου, Θωμά, είναι αντικείμενο ύμνου. Διότι πρώτη με πίστη μεγάλη κηρύττει τον ζωοδότη Ιησού ως Θεό και Κύριο, επειδή γέμισε λόγω της ψηλάφησης από τη χάρη Του). Στον Θωμά για ακόμη μία φορά  επιβεβαιώνουμε ότι η θεολογία μας έχει χαρακτήρα εμπειρικό. Δεν έχουν σημασία οι διανοητικοί στοχασμοί περί του Θεού  - ό,τι η ανθρώπινη φαντασία, έστω και θεολογική, «παράγει» περί Θεού – αλλά αυτό που αποτελεί έκφραση της ζωντανής παρουσίας του Θεού στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου εννοείται που ζει εν Εκκλησία και σφραγίζεται από την αλήθεια της αποστολικής παραδόσεως.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ

«Ο όσιος Θεόδωρος ο ηγιασμένος, ο οποίος άκμασε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Ιουλιανού του Παραβάτου (361-363) καταγόταν από την Αίγυπτο και γεννήθηκε από γονείς πλούσιους. Σε νεαρή ηλικία ακολούθησε τον όσιο Παχώμιο στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου και εντάχτηκε υπό την πνευματική καθοδήγησή του, ενώ αναδείχτηκε ένας από τους πιο αγαπητούς μαθητές αυτού. Πιστός μιμητής του διδασκάλου του στον μοναχικό βίο, τον διαδέχτηκε μετά την κοίμησή του στην ηγουμενία της Μονής. Για την αγνότητα του βίου του και την αγιοσύνη του προικίστηκε από τον Θεό  με τη χάρη της θαυματουργίας. Για την τέλεια  δε ψυχική και σωματική καθαρότητά του έλαβε τον τίτλο ῾Ηγιασμένος᾽. Ο όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε εν ειρήνη το 367» (Ιστολ. «Μέγας Συναξαριστής»).

«Ο μακάριος αυτός αφού μελέτησε τον νόμο του Θεού και καθάρισε την ψυχή του και αναδείχθηκε εύχρηστο και αγιασμένο «σκεύος» του Θεού, αξιώθηκε να χαρακτηριστεί αληθινά άγιος και χριστιανός, ζώντας μαζί με τον μεγάλο Παχώμιο και ακολουθώντας τον τρόπο ζωής εκείνου. Για τον λόγο αυτό αφού κατατρόμαξε ακόμη και τους δαίμονες, όπως λέγει και ο θείος Δαυίδ, και συνέτριψε τα κεφάλια τους με τη μεγάλη του άσκηση, έλαβε τα βραβεία της νίκης από τον Κύριο, ο Οποίος του έδωσε τη χάρη να θεραπεύει κάθε νόσο και ασθένεια των ανθρώπων» (συναξάριο Μηναίου).  

Η καταγωγή του οσίου Θεοδώρου από την Αίγυπτο γίνεται η πρώτη αφορμή για τον εκκλησιαστικό ποιητή, προκειμένου να προβάλει την αλλαγή που έφερε στον κόσμο ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ήδη σημειώνει ότι ο μεγάλος σημερινός άγιος, όπως και όλοι οι πριν και μετέπειτα από αυτόν άγιοι του Θεού στην Αίγυπτο, προορίστηκαν από τον Χριστό να γίνουν άγιοι, αφότου από παλιά κατέβηκε στην Αίγυπτο και προβλέποντας ως Θεός την ανταπόκριση στην κλήση Του τους κάλεσε και τους έσωσε και τους δόξασε, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου (Ρωμ. 8). «Αυτός που περπατά στα σύννεφα ως Δεσπότης Θεός, όταν κατέβηκε πριν στην Αίγυπτο σε ανάλαφρο σύννεφο,  προόρισε για τη δόξα Του τους πιστούς που θα ανταποκρίνονταν στην κλήση Του, δηλαδή τους εκλεκτούς που έλαμψαν αργότερα και θα αρπάζονταν ως θεόφρονες σε νεφέλες, μεταξύ των οποίων είναι ο Θεόδωρος ο αγιασμένος Πατέρας μας» (στιχηρό εσπερινού). Οπότε το συμπέρασμα είναι προφανές: «Η Αίγυπτος, η οποία προηγουμένως κατεχόταν από δαιμονικές τελετές και πάθη, τώρα γίνεται ωραία από τα τάγματα των ασκητών» (στιχηρό εσπερινού). Κι αυτό βεβαίως σημαίνει: όπου έχουμε παρουσία της χάρης του Θεού, εκεί εξαφανίζεται η όποια δύναμη των δαιμόνων, συνεπώς η προηγούμενη δυσωδία και δυσμορφία γίνεται ευωδία και ευμορφία. Ο Θεός κάνει παράδεισο με άλλα λόγια τον κάθε τόπο, αρκεί να υπάρχουν οι άνθρωποι που θα θελήσουν να ανταποκριθούν με καλή προαίρεση στην κλήση Του.

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο οποίος μόλις την προηγουμένη ημέρα ύμνησε τους άθλους και την αγιότητα του μεγάλου Παχωμίου, δεν ήταν δυνατόν να μην εξυμνήσει και το πνευματικό τέκνο αυτού, τον όσιο Θεόδωρο. Μεγάλος ο Παχώμιος, μεγάλος εξ ίσου και ο Θεόδωρος. Γιατί; Διότι ο Θεόδωρος, ως γνήσιος μαθητής και υποτακτικός του διδασκάλου του, τον ακολούθησε με γνησιότητα σε όλες τις ασκητικές διαγωγές του. «Έγινες ομόσκηνος του θείου Παχωμίου και ακολούθησες με ζήλο τους τρόπους του, Πάτερ θεόφρον Θεόδωρε, μιμούμενος την εγκράτειά του και την ορθόδοξη πίστη του» (ωδή δ´). Έτσι η σχέση του Παχωμίου προς τον Θεόδωρο, σχέση Γέροντος προς υποτακτικό, όπως και αντίστροφα,  προβάλλει ως τύπος και παράδειγμα: όπου υπάρχει διάθεση υπακοής εκεί αναδεικνύεται η αγιότητα στο ανώτερο δυνατό σημείο, με την έννοια ότι και ο Γέροντας παίρνει δύναμη για πνευματική προκοπή, κυρίως όμως ο υποτακτικός ανάγεται στην αγιότητα σχετικά εύκολα, ακολουθώντας τα χνάρια του πνευματικού του.

Ο άγιος Θεοφάνης δεν παύει να εξυμνεί αυτήν τη διάθεση υπακοής του οσίου Θεοδώρου, υπακοής βεβαίως στον Πνευματικό του, στην πραγματικότητα όμως υπακοής στον ίδιο τον Κύριο. Το αγωνιστικό φρόνημά του προκειμένου να τηρεί το θέλημα του Θεού ήταν εξαιρετικό, τόσο που ο υμνογράφος μας τον χαρακτηρίζει ως μάρτυρα. Πολλές φορές έχει ειπωθεί ότι μάρτυρας δεν είναι μόνον αυτός που σε εποχή διωγμών δίνει τη ζωή του, αλλά και σε κάθε εποχή που αγωνίζεται μέχρι θανάτου κατά της αμαρτίας εσωτερικά στη συνείδησή του. «Έγινες δυνατός μάρτυρας, γιατί αντιστεκόσουν μέχρι αιμάτων προς την αμαρτία, θεόφρον Θεόδωρε (ωδή η´). Κι εκείνο που για τον άγιο Θεοφάνη υπήρξε καθοριστικό στοιχείο για το μαρτυρικό φρόνημα κατά της αμαρτίας του οσίου Θεοδώρου ήταν και η αγάπη του για τη μελέτη του νόμου Θεού. Ο όσιος διατηρούσε την ψυχική του καθαρότητα, γιατί οι έννοιες του λόγου Θεού ήταν αυτές που κυριαρχούσαν μέσα στην ψυχή του από  την αδιάκοπη μελέτη του. «Μελετώντας τον αγνότατο νόμο του Θεού με επιμέλεια, Πάτερ, έγινες όλος αγνός και καθαρός» (ωδή α´). Είναι καίρια αλήθεια της πίστεως: κανείς δεν μπορεί να ορθοποδεί στην πνευματική ζωή και να αντιστρατεύεται προς την αμαρτία, αν δεν έχει καθημερινή έγνοια του τη μελέτη του λόγου Θεού. Όσο κανείς έχει στη σκέψη και την καρδιά του τον λόγο του Θεού, τόσο και καθαρίζεται από επήρειες δαιμονικές και των ψεκτών παθών του.

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

 

«Ὤ θαύματος καινοῦ! ὤ παραδόξου τρόπου! Πῶς χόρτος οὐκ ἐφλέχθη, ἡ χείρ τοῦ Ἀποστόλου, πυρί τῷ τῆς Θεότητος!»

«Σπεύσωμεν καί ἡμεῖς τάς χεῖρας ἁγιάσαι τῇ τῶν παθῶν ἀργίᾳ, καί οὕτω τοῦ Δεσπότου τῆς πλευρᾶς ἐφαψόμεθα» (Απόστιχα όρθρου ημέρας).

(Τι καινούργιο θαύμα και παράδοξος τρόπος! Πώς δεν πήρε φωτιά το χορτάρι, δηλαδή το χέρι του Αποστόλου από το πυρ της Θεότητας!

Ας σπεύσουμε και εμείς να αγιάσουμε τα χέρια μας με την αργία των παθών μας, και έτσι να αγγίξουμε την πλευρά του Δεσπότου Χριστού).

Ο άγιος υμνογράφος επιμένει στο θαύμα της ψηλάφησης του Κυρίου από τον απόστολο Θωμά. Και το θαύμα κατ’ αυτόν έγκειται στο γεγονός ότι το χέρι του δεν «κάηκε» από την τόλμη του να αγγίξει τις πληγές του αναστημένου Διδασκάλου του. Για τον ποιητή, και για κάθε χριστιανό βεβαίως, το αναστημένο σώμα του Κυρίου είναι σαν την καιομένη βάτο που είδε και πλησίασε ο προφήτης Μωϋσής ήδη από τα Παλαιοδιαθηκικά χρόνια. Κι ακόμη: σαν τον πυρωμένο άνθρακα που είδε ο προφήτης Ησαΐας να τίθεται στο ουράνιο θυσιαστήριο από τους αγγέλους, οι οποίοι στη συνέχεια άγγιξαν με αυτόν τα χείλη του για να καθαριστεί και να αποκτήσει την προφητική χάρη και δύναμη – η καιομένη βάτος και ο άνθρακας αυτός αποτελούσαν προεικονίσεις του σώματος του Κυρίου. Λοιπόν, μένει έκθαμβος ο άγιος υμνογράφος μπροστά στο γεγονός. Και η εξήγηση της μη καύσης του αποστόλου δίνεται κατά μοναδικό τρόπο από τον οίκο του κοντακίου της εορτής: «Ποιος φύλαξε την παλάμη του Μαθητή τότε να μη διαλυθεί, όταν πλησίασε την πύρινη πλευρά του Κυρίου; Ποιος έδωσε στην παλάμη αυτή τόλμη κι απέκτησε δύναμη να ψηλαφήσει το πύρινο οστό; Οπωσδήποτε η πλευρά που ψηλαφήθηκε. Διότι αν η πλευρά αυτή δεν χορηγούσε δύναμη στην πήλινη δεξιά του Θωμά, πώς θα μπορούσε να ψηλαφήσει εκείνα τα παθήματα που σάλευσαν τα άνω και τα κάτω; Αυτή η χάρη δόθηκε στον Θωμά ώστε να ψηλαφήσει την πλευρά και να φωνάξει στον Χριστό: Είσαι ο Κύριος και ο Θεός μου» («Τίς ἐφύλαξε τήν τοῦ Μαθητοῦ παλάμην τότε ἀχώνευτον, ὅτε τῇ πυρίνῃ πλευρᾷ προσῆλθε τοῦ Κυρίου; Τίς ἔδωκε ταύτῃ τόλμαν καί ἴσχυσε ψηλαφῆσαι φλόγεον ὀστοῦν; Πάντως η ψηλαφηθεῖσα˙ εἰμή γάρ ἡ πλευρά δύναμιν ἐχορήγησε πηλίνῃ δεξιᾷ, πῶς εἶχε ψηλαφῆσαι παθήματα, σαλεύσαντα τά ἄνω καί τά κάτω; Αὕτη ἡ χάρις Θωμᾷ ἐδόθη, ταύτην ψηλαφῆσαι, Χριστῷ δέ ἐκβοῆσαι˙ Κύριος ὑπάρχεις καί Θεός μου»).  

Αλλά ο υμνογράφος μας βλέπει και την προέκταση του θαυμαστού γεγονότος: είναι η σχέση η δική μας με τον Κύριο! Ό,τι συνέβη με τον απόστολο Θωμά, το ίδιο συμβαίνει και με κάθε χριστιανό σε όλους τους αιώνες. Διότι η κλήση του χριστιανού είναι να σχετιστεί με τον Κύριο με τον ίδιο τρόπο που σχετίστηκαν όλοι οι μαθητές, που σχετίστηκε και ο απόστολος Θωμάς. Που θα πει: η προσέγγιση του Κυρίου και από εμάς είναι προσέγγιση τοῦ πυρός και της φωτιάς.  «Πῦρ γάρ καί φῶς» ο Κύριος!  Αν «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον καί εἰς τούς αἰῶνας» και αν κληθήκαμε «εἰς κοινωνίαν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», δηλαδή σε μία κοινωνία ολόκληρης της ύπαρξής μας με Εκείνον – ο απόστολος Πέτρος εννοώντας τη θεία ενέργεια αναφέρεται στην κοινωνία της «θείας φύσεως» του Κυρίου -  τότε ο Χριστός μάς καλεί να φωτιστούμε και να «καούμε»! Αυτό είναι το μεγαλείο της χριστιανικής πίστεως: όχι να πιστεύουμε σε Κάποιον Παντοδύναμο απλώς Θεό, ο Οποίος βρίσκεται κάπου στα ουράνια – αυτό συνιστά ένα βήμα προ της ολικής διαγραφής Του από τη ζωή μας: τι να κάνουμε έναν Θεό μακρινό και ξένο από εμάς; - αλλά στον αληθινό Θεό, ο Οποίος έγινε ένας από εμάς, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση μας, μας ενσωμάτωσε στον εαυτό Του, μας έδωσε τις δυνάμεις Του, μας δίνει τον εαυτό Του να Τον φάμε και να Τον πιούμε, μας δείχνει διαρκώς πόσο πράγματι είναι βαθιά η επιθυμία Του να είναι μαζί μας. Αλλά μας αποκαλύπτει ότι ο Ίδιος είναι φωτιά που και φωτίζει και καίει. Πότε όμως λειτουργεί για εμάς κατά τρόπο θετικό το φως αυτό και η φωτιά αυτή; Όταν συμβαίνει με την τόλμη του αποστόλου Θωμά, δηλαδή όταν υπάρχει η εναγώνια αναζήτησή Του για θεωρία και μετοχή σ’ Αυτόν. Και ο άγιος υμνογράφος βεβαίως μάς βοηθάει ακόμη περισσότερο: Πρέπει να σπεύδουμε και εμείς, λέει, να προσεγγίζουμε τον Κύριο, να Τον ακουμπάμε, να Τον τρώμε και να γινόμαστε ένα μ’ Εκείνον, όταν όμως αγιάζουμε τα χέρια μας, που θα πει το σώμα και την ψυχή μας, με την αργία από τα πάθη μας, δηλαδή με την προσπάθεια να έχουμε καθαρή την καρδιά μας. Όσο βρισκόμαστε σ’ αυτήν τη φορά ζωής, όσο η στροφή μας είναι προς τις εντολές του Κυρίου μας, τόσο και η προσέγγισή Του γίνεται με τον τρόπο που ένα μικρό παιδί τρέχει προς την αγκαλιά του Πατέρα του.

Το βλέπουμε σε όλους τους αγίους μας, όπως είπαμε. Οι άγιοί μας είναι η χαρά του Ουρανού πάνω στη γη, αλλά εκπέμπουν την ίδια θέρμη και την ίδια «επικινδυνότητα» με τον Κύριο. Μας θερμαίνουν αλλά και μπορεί να μας κάψουν, αν είμαστε χλιαροί και αμελείς. Την ίδια προοπτική έχουμε βεβαίως όλοι μας. Η πίστη μας δεν είναι παιχνίδι. Αν δεν την πάρεις στα σοβαρά, «καίγεσαι»!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο όσιος Παχώμιος ήταν από την Κάτω Θηβαΐδα της Αιγύπτου, κατά τους χρόνους του μεγάλου βασιλιά Κωνσταντίνου. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες. Όταν πήγαινε μαζί τους στον ναό των ειδώλων, άκουγε τον νεωκόρο να λέει στους γονείς του: ῾Πάρτε από εδώ τον εχθρό των θεών και διώξτε τον᾽, διότι προφανώς το δαιμόνιο στο οποίο πρόσφεραν τις θυσίες τους φοβόταν την αρετή που θα αποκτούσε αυτός. Αλλά και το κρασί της ειδωλικής θυσίας που ήπιε ο όσιος το ξέρασε. Όταν μεγάλωσε, κατατάχθηκε στον στρατό, αλλά πολύ σύντομα εγκατέλειψε το στράτευμα και ανήλθε στην άνω Θηβαΐδα. Εκεί δέχτηκε το βάπτισμα στο όνομα του Χριστού και ακολούθησε τον μοναχικό βίο. Πήγε μάλιστα προς την έρημο, όπου σε κάποιο τόπο της Ταβεννησίας άκουσε φωνή να έρχεται από τον Ουρανό που του έλεγε ότι ο τόπος εκεί είναι κατάλληλος για να μείνει κι ότι θα προσέρχονταν πλήθη μαζί του, οπότε ίδρυσε μοναστήρι.

Όσο περνούσε ο καιρός λοιπόν έρχονταν πολλοί, μεταξύ αυτών δε και ο Θεόδωρος ο ηγιασμένος, ο οποίος έγινε μαθητής του και ζηλωτής στον δρόμο της αρετής και στα θαύματα, οπότε έλαμψε μαζί με αυτόν. Τόσο πολύ μάλιστα ανέβηκαν και οι δύο προς το ύψος της θεωρίας με την κατά Θεόν απάθεια, ώστε να βλέπουν νοερά και την άνοδο των ψυχών προς τον ουρανό, να προβλέπουν τα μακρινά σαν να ήταν μπροστά τους και να προλέγουν τα μελλοντικά. Πριν να φύγει ο άγιος από τη ζωή αυτή, μετρήθηκε το πλήθος των μοναχών που προσήλθε σ᾽ αυτόν και βρέθηκε να είναι χίλιοι τετρακόσιοι άνδρες. Κι από αυτό φάνηκε ότι ο όσιος ήταν κάποιος θείος άνδρας με πολύ μεγάλη αρετή. Διότι δεν επέλεγε την άνετη ζωή ούτε τις σαρκικές απολαύσεις, στις οποίες τρέχουν οι πολλοί με χαρά, όταν απομακρύνονται από τους δικούς τους. Αντιθέτως αυτοί που είχαν προσέλθει σ᾽αυτόν ήλθαν θαυμάζοντας τους τρόπους της εγκρατείας και των ασκητικών κόπων του οσίου και θέλοντας να μοιάσουν στην αγγελική διαγωγή του. Τελειώθηκε ο όσιος κατά Χριστόν και τάφηκε στη Μονή του».

Αν ο άγιος μέγας Αντώνιος θεωρείται, ως γνωστόν, ο πατέρας του αναχωρητικού μοναχισμού, ο μέγας Παχώμιος θεωρείται ο πατέρας του κοινοβιακού μοναχισμού. Ήταν αυτός που για πρώτη φορά ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ίδρυσε κοινόβιο, όχι γιατί μόνος του είχε μία τέτοια φαεινή ιδέα, αλλά γιατί ο ίδιος ο Κύριος δι᾽ αγγέλου Του τον φώτισε σ᾽ αυτήν την ενέργεια, καθοδηγώντας τον μάλιστα και ως προς το εξωτερικό σχήμα που θα έπρεπε να φέρουν οι μοναχοί. «Αναδείχτηκες αγελάρχης του αρχιποίμενα Χριστού, καθοδηγώντας τα πλήθη των μοναστών προς την επουράνια μάνδρα, Πάτερ Παχώμιε,   αφού μυήθηκες από τον Θεό για το σχήμα που έπρεπε να φέρουν οι ασκητές, το οποίο πάλι το μύησες στους άλλους» (απολυτίκιο). «Έγινες νομοθέτης και καθοδηγητής των ασκητών, Παχώμιε, οδηγώντας αυτούς στον Χριστό, πανσεβάσμιε» (ωδή γ´). «Με οπτασία αγγελική, πάνσοφε Πάτερ, πήρες τον χρησμό να ιδρύεις φροντιστήρια της αρετής» (ωδή δ΄).

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον Θεό να διαλέξει τον Παχώμιο για ένα τέτοιο σπουδαίο καθοδηγητικό έργο; Πρώτα από όλα βεβαίως η μεγάλη του αρετή. Ο άγιος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του οσίου, σ᾽ αυτό κυρίως επικεντρώνει την προσοχή μας: ο όσιος γεύτηκε ο ίδιος τον γλυκασμό στην καρδιά του της δροσιάς της χάρης του Θεού, αφότου βαπτίστηκε – «σαν ελάφι έτρεξες προς το νερό, όσιε, κι αφού ραντίστηκες από το άγιο βάπτισμα, έλαβες τη δροσιά της χάρης του Θεού, με οποία καταγλυκάνθηκε η καρδιά σου» (ωδή γ´) – κι έκτοτε αγωνίστηκε να κρατήσει τη χάρη αυτή και να την αυξήσει με τον θερμό έρωτα της κατά Χριστόν απάθειας, με τον πόθο του δηλαδή για τον Κύριο που φανερωνόταν με την τήρηση των αγίων Του εντολών. Αυτή η αγάπη του για τον Χριστό τον έκανε να ζει ζωή εγκράτειας και ν᾽ αποκτά φτερά πνευματικά τέτοια, ώστε να γεύεται κατευθείαν από τον Θεό τον μεγάλο Του φωτισμό (ωδή α´). «Σε κεντούσε ο πόθος του Δεσπότη Χριστού και κατάσβεσες έτσι την ευπάθεια του σαρκικού φρονήματος με την εγκράτεια» (ωδή δ´).

Η μεγάλη αρετή του ανδρός όμως δεν έφτανε για το συγκεκριμένο έργο της ανάληψης τόσο μεγάλων ευθυνών για την καθοδήγηση ψυχών. Έχουμε πάμπολλους αγίους, οι οποίοι μολονότι άγιοι, δεν κλήθηκαν από τον Θεό για ανάληψη έργου καθοδηγητικού. Και τούτο γιατί εκτός από την αρετή απαιτείται και ιδιαίτερο φυσικό χάρισμα ηγέτη. Με άλλα λόγια ο Θεός όταν καλεί κάποιον σε ένα έργο, ῾μετράει᾽ θα λέγαμε και τα φυσικά του χαρίσματα - δεν είναι όλοι για όλα. Πρόκειται κατ᾽ ουσίαν γι᾽ αυτό που λέει και ο απόστολος Παύλος, όταν διακρίνει τα διάφορα χαρίσματα που έχει δώσει ο Θεός: άλλος είναι απόστολος, άλλος προφήτης, άλλος διδάσκαλος, άλλος θαυματουργός, άλλος συμπαραστάτης ανθρώπων. Ο Παχώμιος λοιπόν προφανώς εκτός από την αρετή του διέθετε ως άνθρωπος και το φυσικό χάρισμα του ηγέτη. Είχε ισχυρή θέληση, μπορούσε να ανοίγει δρόμους, να καθοδηγεί ανθρώπους. Κι επιβεβαιώθηκε ανθρωπίνως τούτο εκ του αποτελέσματος. «Έγινες άριστος κυβερνήτης του συστήματος των μοναχών, Παχώμιε» (ωδή δ´).

Ο άγιος Παχώμιος λοιπόν αξιοποίησε το φυσικό του χάρισμα, γενόμενος υπήκοος στην εντολή του Θεού, τήρησε τις εντολές Εκείνου διά βίου και ευαρέστησε τον Θεό (δοξαστικό εσπερινού). Η ίδια η ζωή του υπήρξε στην ουσία ο ακριβής κανών των μοναχών, που σημαίνει ότι όχι μόνο η διδασκαλία του, ακραιφνώς ορθόδοξη βεβαίως, αλλά κυρίως η ζωή του ήταν αυτή που γινόταν παράδειγμα για τους μοναχούς του, δίνοντάς μας έτσι και το υπόδειγμα του αληθινού ηγέτη, και μάλιστα του εκκλησιαστικού. Ο άγιος Θεοφάνης με καταιγιστικό τρόπο επισημαίνει όλες αυτές τις διαστάσεις: «Ο βίος σου, θεοφόρε παμμακάριστε Παχώμιε, έγινε ακριβέστατος κανόνας των μοναχών» (ωδή δ´). «Έχοντας ορθόδοξο φρόνημα, παμμακάριε, κήρυξες την τρισάριθμη Μονάδα ως ομοούσια Τριάδα. Και δίδαξες τη φρικτή σάρκωση του Λόγου, υμνολογώντας ως Θεοτόκο την αειπάρθενο» (ωδή ζ´). 

Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ο ΕΝ ΧΙΩ

«άγιος Ισίδωρος ζούσε κατά τους χρόνους του βασιλιά Δεκίου και καταγόταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας. Ήταν στρατιωτικός, ανήκοντας στο τάγμα των ετοιμοπόλεμων στρατιωτών. Όταν κάποια στιγμή έφτασε στη νήσο Χίο με στρατιωτικά πλοία, των οποίων ναύαρχος ήταν ο Νουμέριος, κατηγορήθηκε από τον κεντυρίωνα Ιούλιο, ότι σέβεται τον Κύριο Ιησού Χριστό  και δεν λατρεύει τους δικούς τους θεούς. Ο άγιος Ισίδωρος τότε ομολόγησε με δύναμη την πίστη του στον Χριστό, γι᾽ αυτό και ο Νουμέριος, βλέποντας ότι δεν πρόκειται να μεταπειστεί, πρόσταξε να του κόψουν το κεφάλι και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου».

Στρατιώτης στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο άγιος Ισίδωρος, αλλά κυρίως στρατιώτης του Χριστού, έχοντας ως απόλυτο βασιλιά του ακριβώς Αυτόν, που σημαίνει ότι κυρίαρχη αρχή στη ζωή του ήταν το «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις». Με άλλα λόγια υπήκουε στους επίγειους νόμους, όταν αυτοί οι νόμοι βεβαίως δεν έρχονταν σε αντίθεση με τον νόμο του Θεού. Κι απόδειξη: μόλις τέθηκε θέμα εκλογής μεταξύ εντολής του ηγεμόνα και του νόμου του Θεού προτίμησε την υπακοή στην πίστη και πρόσφερε τη ζωή του γι᾽ αυτήν, ακολουθώντας τα ίχνη του Διδασκάλου του. Επανειλημμένως ο άγιος ποιητής Θεοφάνης σημειώνει την απόλυτη αυτή προτεραιότητα του Ισιδώρου: «Ακολουθώντας τα ίχνη των παθημάτων του Δεσπότη Χριστού μιμήθηκες τον εκούσιο θάνατό Του, καθώς υπέστης και εσύ με τη θέλησή σου το πάθος για χάρη Του» (ωδή δ´). «Είχες ολόκληρη την έφεση της ψυχής σου προς τον Θεό, που είναι το πιο καθαρό πράγματι από όλα τα αγαθά, αθλοφόρε παμμακάριστε, κι έτσι αμαύρωσες τον πόθο των επιγείων» (ωδή ς´).

Ο άγιος Ισίδωρος έτσι παρουσιάζεται, όπως και όλοι οι άγιοι,  ως αληθινά ακέραιος άνθρωπος, χωρίς να περιπίπτει στη φοβερή κατάσταση της διψυχίας, κατά την οποία η ακαταστασία και η ταραχή είναι το μόνιμο γνώρισμα. Δυστυχώς η διψυχία, ως ελλειμματική αναφορά στη μόνη «απόλυτη σταθερά» που είναι ο Θεός, κλονίζει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, κάνοντάς τον να άγεται και να φέρεται πότε εδώ και πότε εκεί, ως έρμαιο διαφόρων δυνάμεων είτε ανθρωπίνων είτε δαιμονικών, πάντως ξένων προς την αληθινή φύση του,  οπότε στην περίπτωση αυτή σταματά ο άνθρωπος να λειτουργεί ως γνήσιος άνθρωπος. Ο άγιος άνθρωπος, σαν τον Ισίδωρο, είναι γνήσιος και αληθινός άνθρωπος, γιατί είναι σταθερά προσκολημμένος προς τον Δημιουργό του Θεό – «κόλλησα στα χνάρια σου, Δέσποτα» (῾Εκολλήθην οπίσω σου, Δέσποτα᾽) (ωδή ς´) – κάτι που φέρνει την υπέρβαση της αλλοτριωτικής για την ψυχή κατάστασης του φόβου. Ο άγιος δηλαδή δεν φοβάται κανέναν, πλήν του ίδιου του Θεού, ο Οποίος όμως δεν θέλει τον άνθρωπο φοβισμένο, γιατί του αποκαλύπτεται ως ο αγαπημένος Πατέρας του. Ο άγιος Θεοφάνης σημειώνει επ᾽ αυτού: «Συ, Ισίδωρε θεόφρον, φώναζες δυνατά: τον Χριστό φοβάμαι και σέβομαι, τον Οποίο λατρεύω, προσκυνώ και υμνολογώ» (ωδή η´). Είναι ευνόητο έτσι ότι ο άγιος με την ολοκάρδια στροφή του προς τον Χριστό Τον ζούσε στην ύπαρξή του, ιδίως την ώρα του μαρτυρίου του,  με τρόπο που τον φανέρωνε εντελώς δοξαστικά: ως φωτεινός ήλιος. «Το ιλαρό σου πρόσωπο φαινόταν να λάμπει ολόκληρο όπως ο ήλιος, από τη χαρά του μαρτυρίου»  (ωδή η´).

Από την άποψη αυτή δεν είναι μόνο η χάρη του Θεού που ενισχύει τον μάρτυρα, για να παραμένει αυτός πάντοτε εν Θεώ, αλλά και η δική του κατάσταση της καρδιάς. Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής γίνεται απολύτως σαφής εν προκειμένω: ο άγιος Ισίδωρος μπόρεσε και έμεινε μέχρι τέλους σταθερός στην ομολογία της πίστεώς του, γιατί είχε άφοβη την καρδιά του, με ορμή στραμμένη προς τον Χριστό. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει με έναν πρωταθλητή, που η καρδιά του έχει την ορμή της νίκης – ποτέ κανείς δεν κερδίζει σε αγώνες με ηττημένο φρόνημα – κατά τον ίδιο τρόπο και στα πνευματικά αγωνίσματα. Πρέπει κανείς να πιστέψει στη νίκη, πολλώ μάλλον όταν ξέρει ότι τον ενισχύει ο ίδιος ο παντοδύναμος Θεός, για να φτάσει στη νίκη. «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ᾽ ημών;» - αν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος μπορεί να είναι εναντίον μας; «Έχοντας άφοβη την ορμή της ψυχής σου, ένδοξε, κράτησες σταθερή την ομολογία της πίστεως, με κάθε ευσέβεια» (ωδή γ´).