Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

ΕΜΠΡΟΣ! ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΙΣ ΔΩΡΕΕΣ!

«Τήν μεσότητα τῶν ὅλων καί τέλος ἔχων, καί τῆς ἀρχῆς ὡς ἄναρχος περιδεδραγμένος, ἔστης ἐν τῷ μέσῳ, βοῶν˙ Τῶν θείων, θεόφρονες, δεῦτε δωρεῶν ἀπολαύσατε» (ωδή δ΄ εορτής Μεσοπεντηκοστής).

(Έχοντας στα χέρια Σου τη μέση των όλων και το τέλος και διακρατώντας γερά ως άναρχος και την αρχή, στάθηκες στο μέσο του Ναού φωνάζοντας δυνατά: Πιστοί του Θεού, εμπρός απολαύστε τις θείες δωρεές).

Η Εκκλησία μας επιμένει στη μεγάλη Δεσποτική εορτή της Μεσοπεντηκοστής -  τονίζει πολύ έντονα τη θεότητα του Κυρίου και την πλησμονή των αγαθών που μας έφερε:  μέσα στη σκοτεινιά του κόσμου να έλθει και πάλι το φως˙ μέσα στη σαπίλα και τη φθορά να ανατείλει και πάλι η ζωή, η άνοιξη και η αφθαρσία! «Έθνη κτυπήστε παλαμάκια. Εβραίοι θρηνήστε…Ο Χριστός είναι ο Θεός μας που έδωσε ζωή σε όλους όσους πίστεψαν στο όνομά Του» (ωδή α΄)  διαλαλεί ο άγιος Ανδρέας Κρήτης ως ξέσπασμα της χαράς του! Και πράγματι, αυτό δεν είναι ο Χριστός για τον κόσμο, παγκόσμια και διαχρονικά; Είναι ο ενανθρωπήσας Θεός, «το Α και το Ω», «ο πρώτος και ο έσχατος» κατά την Αποκάλυψη˙ «ο εξ ου και δι’ ου και εις ον τα πάντα έκτισται» κατά τον απόστολο Παύλο˙ κυριολεκτικά «ο Ων», ο «εγώ ειμι», ο Γιαχβέ της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης˙ ο «δι’ ου τα πάντα εγένετο» όπως το ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως.  

Αυτό δεν τονίζει και ο άγιος υμνογράφος, μεταξύ άλλων, με το παραπάνω τροπάριο; Βρέθηκε ο Κύριος στο μέσον του Ναού, όταν ήταν η εορτή της Σκηνοπηγίας, πριν από το Πάθος Του, για να τονίσει στους Ιουδαίους ότι ο Ίδιος είναι ο απεσταλμένος του Θεού Πατέρα, Εκείνος που μπορεί να τους ξεδιψάσει από τη δίψα που ένιωθαν λόγω της αμαρτίας, να τους δώσει τη Ζωή, όπως και το νερό είναι ζωή για τον άνθρωπο – δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια αλήθεια ο Κύριος και μετέπειτα η Εκκλησία εξαγγέλλει με τη συνάντηση Εκείνου με τη Σαμαρείτιδα γυναίκα, τη μετέπειτα αγία Φωτεινή. «Το νερό που εγώ θα σου δώσω, θα γίνει για σένα πηγή που θα αναβλύζει μέσα σου την αιώνια ζωή». Κι εντελώς φιλάνθρωπα θα πει και άλλοτε: «Αν δεν πιστέψετε ότι πράγματι εγώ είμαι η πηγή της Ζωής, θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας» - ο λόγος Του, ο κάθε λόγος Του αποκαλύπτει την αιώνια ζωή, συνιστά έτσι την έκχυση του διαρκούς ελέους Του στον κείμενο μέσα στην πονηρία και στα δίχτυα του διαβόλου κόσμο.

Η αποδοχή της πίστεως στο πρόσωπό Του, πίστεως συνεπώς και στον Θεό Πατέρα – «αυτός που αρνείται τον Υιό αρνείται και τον Πατέρα» κατά τον λόγο και πάλι της Γραφής – αποτελεί και το κύριο έργο του ανθρώπου στον κόσμο. Μπλεγμένοι στις αμαρτίες και στα πάθη μας, θολωμένοι από την προσκόλλησή μας στα αισθητά και υλικά πράγματα αδυνατούμε συχνά να δούμε την προτεραιότητα, ό,τι ο Κύριος έλεγε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και όλα τα υπόλοιπα θα σας προστεθούν στη ζωή σας». Η προσήλωση στον Κύριο και στις άγιες εντολές Του είναι αξιολογικά το πρώτο στη ζωή μας, γιατί είναι αυτό που μας δίνει νόημα και δύναμη, ακόμη και προς υπέρβαση του φόβου του θανάτου. Και ο Κύριος δεν το απέκρυψε και δεν το αποκρύβει: «Να εργάζεσθε – λέει – όχι πρωτίστως για την τροφή σας που χάνεται, την υλική και αισθητή, αλλά για την τροφή που έχει αιώνιο χαρακτήρα». «Και τι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα του Θεού;» ρωτούν οι Ιουδαίοι. Για να πάρουν τη συγκλονιστική απάντηση, κι εκείνοι και διαχρονικά όλοι οι άνθρωποι μαζί τους, ότι «Αυτό είναι το έργο του Θεού: να πιστέψετε σ’ Αυτόν που απέστειλε Εκείνος».

Η πίστη στον Χριστό: την αρχή, τη μεσότητα και το τέλος του κόσμου, την πηγή της Ζωής, είναι η αληθινή εργασία του ανθρώπου. Κι αυτό προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος δέχεται την αγάπη Εκείνου που τον έχει προσλάβει και τον έχει κάνει κομμάτι του εαυτού Του. Η δήλωση του αποστόλου Παύλου είναι παραπάνω από σαφής: Τι ζω ως άνθρωπος με το σώμα μου σ’ αυτήν τη ζωή; Την πίστη του Χριστού που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου. «Ο δε νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του Υιού του Θεού, του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού». Πίστη στον Χριστό ως τον Θεό που ενανθρώπησε σημαίνει ότι βρίσκομαι μέσα στην αγάπη Του και στην ίδια φορά και πορεία ζωής συνεπώς μ’ Εκείνον. Κι αυτό θα πει συσταύρωση μαζί Του. Ο απόστολος Παύλος για να πει το βίωμά του απεκάλυψε προηγουμένως: «Είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν ζω εγώ αλλά ο Χριστός μέσα στην ύπαρξή μου». Συσταύρωση με τον Χριστό σημαίνει θυσιαστική αγάπη για χάρη του κόσμου όλου, ταπείνωση και εξουδένωση έως θανάτου που φέρνει όμως την Ανάσταση.

Δύσκολα πράγματα που μας κάνουν να καταλαβαίνουμε ότι το να ’σαι χριστιανός συνιστά πάντοτε την απόλυτη εξαίρεση μέσα στον γενικό κανόνα της ευκολίας της αμαρτίας του κόσμου. Αλλά είναι η εξαίρεση της Ζωής στον κανόνα του θανάτου.

Πέμπτη 30 Μαΐου 2024

ΝΑ ΦΥΛΑΞΟΥΜΕ ΓΝΗΣΙΑ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

«Φωτισθέντες, ἀδελφοί, τῇ Ἀναστάσει τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί φθάσαντες τό μέσον τῆς ἑορτῆς τῆς δεσποτικῆς, γνησίως φυλάξωμεν τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ∙ ἵνα ἄξιοι γενώμεθα καί τήν Ἀνάληψιν ἑορτάσαι καί τῆς παρουσίας τυχεῖν τοῦ ἀγίου Πνεύματος» (Δοξαστικό αίνων Μεσοπεντηκοστής).

 (Αφού φωτιστήκαμε, αδέλφια, από την Ανάσταση του Σωτήρος Χριστού και φθάσαμε το μέσο της Δεσποτικής αυτής εορτής, ας φυλάξουμε αληθινά τις εντολές του Θεού. Κι αυτό για να γίνουμε άξιοι να εορτάσουμε και την Ανάληψη και να δεχτούμε την παρουσία του Αγίου Πνεύματος).

Κατά τον άγιο υμνογράφο η Ανάσταση του Κυρίου αποτελεί το γεγονός που έφερε το φως του Θεού στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο άνθρωπος λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την κοινωνία του με τον Θεό, οπότε η δόξα και το φως του από τη σχέση του με Αυτόν χάθηκαν – ο ζόφος και η σκοτεινιά των παθών του τον περιέβαλαν με τρόπο τραγικό. Ο θρήνος του Αδάμ, όπως τον αποδίδει η Εκκλησία μας την Κυριακή της Τυρινής, εκφράζει τη θλιβερή αυτή πραγματικότητα. Ο ερχομός του Υιού του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, η ενανθρώπησή Του ήταν εκείνη που ανακεφαλαίωσε τα πάντα – όλα μπήκαν στη θέση τους: ο Κύριος ήρε την αμαρτία του κόσμου, την κατήργησε επί του Σταυρού, θανάτωσε τον θάνατο και με την Ανάστασή Του έδειξε με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι έκτοτε «ἡ ζωή κυριεύει» και το φως του Θεού είναι αυτό που πλημμυρίζει και πάλι τα σύμπαντα. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Μετά την Ανάσταση του Κυρίου ο ήλιος λάμπει διαρκώς, ο άνθρωπος και σύμπασα η φύση βρίσκονται αδιάκοπα κάτω από τις ευεργετικές ακτίνες Του, το σκοτάδι έχει διαλυθεί. Με μία βεβαίως προϋπόθεση: ο άνθρωπος να  θ έ λ ε ι  τον Χριστό στη ζωή του. Αυτή είναι η μεγαλωσύνη του Θεού μας: ενώ είναι παντοδύναμος και τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί στο θέλημά Του, ο Ίδιος περιορίζεται, ζητώντας την ελεύθερη υπακοή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού πλάσματός Του. Η πίστη δηλαδή του ανθρώπου είναι η αναγκαία συνθήκη, καθώς λέμε, για να εισρεύσει όλος ο πλούτος της θεότητας στην ύπαρξή του, γεγονός που αναδεικνύει την αξία της ελευθερίας στον άνθρωπο. Για να το πούμε με μία εικόνα: ο ήλιος έχει προβάλει με τη μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα, αλλά πρέπει ο άνθρωπος να ανοίξει τα μάτια του για να δει την ομορφιά του φωτός. Ο Θεός μας δεν εκβιάζει τον άνθρωπο.

Η «συνθήκη» της πίστεως για τον άνθρωπο είναι η συμμετοχή του στον Σταυρό του Κυρίου. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος πιστεύει στον Χριστό σημαίνει ότι αποδέχεται τον λόγο Του ως την οδό της ζωής του – η πίστη ως γνωστόν στον χριστιανισμό δεν έχει τον χαρακτήρα μιας θεωρητικής απλώς αποδοχής. Κι είναι σταυρός για τον άνθρωπο η ακολουθία του Χριστού με βάση τις εντολές Του, γιατί καλείται ο άνθρωπος να «σταυρώσει» τη λογική του ως το απόλυτο κριτήριό του, να αγωνιστεί κατά των ψεκτών παθών του, του εγωισμού και της υπερηφάνειας του πάνω από όλα που τον έλκουν και τον δένουν γοητευτικά με τον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας, να προσανατολίζεται διαρκώς χωρίς καμία διακοπή στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, κυρίως δε τον θεωρούμενο εχθρό του – η αγάπη προς τον εχθρό είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της χριστιανικότητας κάποιου. Έτσι σταυρός και ανάσταση συνυπάρχουν στον πιστό άνθρωπο, οπότε και η χαρά και το φως της ανάστασης περνάνε μέσα από τις οδύνες του σταυρώματος των παθών. «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῶ κόσμῳ».

Για τον άγιο υμνογράφο λοιπόν, επανερχόμενοι στο τροπάριο, ο φωτισμός από την Ανάσταση έρχεται στον βαθμό που ο πιστός βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση για να είναι πάνω στις εντολές του Κυρίου. Και τι τονίζει; Πρέπει να συνεχίσει ο πιστός να «φυλάει γνήσια τις εντολές του Χριστού, αν θέλει με τρόπο άξιο να εορτάσει και την Ανάληψη Εκείνου και τον ερχομό εν δόξη του Αγίου Πνεύματος». Είναι πολύ σημαντικός ο λόγος του. Γιατί τονίζει ότι η εορτή στην Εκκλησία, ιδίως δε μία Δεσποτική εορτή, απαιτεί αυξημένες προϋποθέσεις. Δεν μπορεί κανείς «εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε» όπως λέμε, να έλθει στην Εκκλησία μία γιορτινή ημέρα και απλώς να παρακαθήσει στα λεγόμενα και ακουόμενα. Κάτι τέτοιο απάδει προς τη γνήσια χριστιανική πίστη κι ίσως αυτό να συνιστά και την τραγωδία ημών των περισσοτέρων θεωρουμένων χριστιανών. Ο υμνογράφος λοιπόν μάς βοηθάει: γιορτάζουμε σωστά την εορτή, όταν είμαστε στο άνοιγμα του εαυτού μας απέναντι στον Θεό και στον συνάνθρωπο. Διαφορετικά, παραμένουμε «αδιάβροχοι» στη χάρη του Θεού, γι’ αυτό και παρατηρείται το φαινόμενο να μπαίνουμε στην Εκκλησία και να εξερχόμαστε από αυτήν το ίδιο – ξένοι μπήκαμε ξένοι βγήκαμε.

Η Ανάληψη και η Πεντηκοστή ζητάει ανθρώπους συγγενείς προς το πνεύμα τους. Ένας είναι ο τρόπος που μας καθιστά «συγγενείς» προς τον Χριστό: η τήρηση των αγίων Του εντολών, που ενεργοποιεί το ένδυμα του αγίου βαπτίσματος. Και ένδυμα είναι ο ίδιος ο Χριστός! Κι αμέσως καταλαβαίνουμε ότι η κάθε εορτή, ιδίως η μεγάλη, λαμπρύνει στο ανώτερο δυνατό την εν Χριστώ ύπαρξή μας. Ο Χριστός λάμπει μέσω ημών!  

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΣΑΑΚΙΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΔΑΛΜΑΤΩΝ

«Ο όσιος Ισαάκιος προερχόταν εξ Ανατολών. Όταν έφτασε στο Βυζάντιο, κατά τους χρόνους του αρειανόφρονα Ουάλεντα, ο Ουάλης αναχωρούσε έχοντας ξεκινήσει πόλεμο κατά των Γότθων. Τον συνάντησε λοιπόν αυτός ο μακάριος, συμβουλεύοντάς τον και προτρέποντάς τον να ανοίξει τις Εκκλησίες των ορθοδόξων. Επειδή ο βασιλιάς δεν πείσθηκε, τον πρόφθασε πάλι και τον προέτρεπε τα ίδια, λέγοντας να ανοίξει τις Εκκλησίες και να τις δώσει πίσω στους ορθοδόξους, διαφορετικά θα ξεφύγει κατά τον πόλεμο από τους εχθρούς, αλλά θα χαθεί. Ο βασιλιάς όμως δυσανασχέτησε λόγω της παρρησίας και του θάρρους του άνδρα και διέταξε να τον μαστιγώσουν και να τον ρίξουν σε αγκάθια. Πάλι όμως τον πρόφθασε ο άγιος για τρίτη φορά, κράτησε το χαλινάρι του αλόγου του και του  επισήμανε τον  ολοκληρωτικό όλεθρό του, αν δεν δώσει πίσω τις Εκκλησίες των Χριστιανών. Τότε εξοργίστηκε ο βασιλιάς και τον παρέδωσε στον Σατορνίνο και τον Βίκτωρα με την εντολή να τον φυλακίσουν μέχρι την ειρηνική επάνοδό του. Του είπε λοιπόν ο άγιος: “Αν εσύ επιστρέψεις ειρηνικά, τότε θα πει ότι δεν μίλησε σε εμένα ο Θεός. Όμως θα ξεφύγεις από τους εχθρούς σου, θα εγκαταλειφθείς και με φωτιά θα δεχτείς την καταστροφή της ζωής σου”.

Όταν πράγματι στον πόλεμο έτυχε να ηττηθεί, κατέφυγε σε αχυρώνα μαζί με τον Πραιπόσιτο, ο οποίος είχε πέσει και αυτός στη νόσο της κακοδοξίας του Αρείου και μάλιστα ερέθιζε πάντοτε τον βασιλιά κατά των ορθοδόξων. Σ᾽ αυτόν τον αχυρώνα παραδόθηκαν στη φωτιά από τους Γότθους. Για την πρόρρησή του αυτή λοιπόν  και για την παρρησία του, όπως και για την ορθόδοξη ομολογία του ο άγιος δοξάστηκε, κι αφού πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην Κωνσταντινούπολη, εξεδήμησε προς τον Κύριο».

Μπορεί το συναξάρι του οσίου Ισαακίου να μένει αποκλειστικά στο προορατικό του χάρισμα, τη γενναιότητα της καρδιάς του και τη μέχρι θυσίας  ορθόδοξη πίστη του, μέσα από το περιστατικό με τον κακόδοξο βασιλιά Ουάλεντα, όμως η ακολουθία του δεν ασχολείται καθόλου με αυτό. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας προτιμά να μας δώσει το υπόβαθρο της συγκεκριμένης στάσεως του οσίου, δηλαδή την οσιακή βιοτή του μέσα από τους ασκητικούς αγώνες του  για κάθαρση της καρδιάς του και την πλήρωσή του επομένως από τις αρετές και τις λαμπηδόνες του αγίου Πνεύματος. Κι είναι εύλογο: κανείς δεν μπορεί να έχει ανδρεία στην καρδιά, ορθόδοξο φρόνημα, προορατικό και διορατικό χάρισμα, αν δεν έχει καταστήσει τον εαυτό του κατάλληλο σκεύος για να κατοικήσει ο ίδιος ο εν Τριάδι Θεός. Με άλλα λόγια ο υμνογράφος κινείται θεμελιακά στην αντιμετώπιση του οσίου, για να μας δείξει ότι εκείνο που είναι αξιοσημείωτο από τη ζωή ενός αγίου δεν είναι κάποια θαυμαστά γεγονότα, αλλά η ίδια η κεκαθαρμένη καρδιά του, κάτι που συνιστά το διαρκώς ζητούμενο από την πίστη μας, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Την καθαρή καρδιά μας ζητάει πάντοτε ο Θεός και όχι βεβαίως την τυχόν θαυματουργία μας, η οποία αποτελεί καθαρό δώρο δικό Του.

Έτσι: «έζησες όσια στη γη, σοφέ Ισαάκιε, γιατί τήρησες χωρίς παρεκκλίσεις τα προστάγματα και τα δικαιώματα του Θεού» (ωδή θ´). Αυτή είναι η αγιότητα και η οσιότητα: να τηρεί κανείς αταλάντευτα τις εντολές του Θεού. Τότε διανοίγεται η καρδιά και η ύπαρξη του ανθρώπου και γίνεται κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος, φεύγοντας από τα πάθη που τον αμαυρώνουν και τον καθιστούν δύσμορφο ενώπιον του Θεού. «Χρημάτισες ναός της τρισηλίου Θεότητος και εξαφάνισες τις εικόνες των παθών από την ψυχή σου» (ωδή ε´).  Η τήρηση βεβαίως των εντολών του Θεού, ώστε να απομειωθούν τα πάθη από την ψυχή, σ᾽ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο πιστός πρέπει να προσανατολίσει με ατσάλινο τρόπο τη θέλησή του προς το θέλημα του Θεού, που σημαίνει ότι θα ῾ματώσει᾽ στον αγώνα του αυτό. Δεν υπάρχει περίπτωση εύκολα κανείς να διέλθει τον πνευματικό αγώνα. Ο όσιος Ισαάκιος το επιβεβαιώνει: «Με ολονύκτιες δεήσεις και ολοήμερες στάσεις, όσιε πάτερ, καθάρισες την ψυχή σου και την έδειξες οίκο της Τριάδος» (ωδή δ´).

Ο όσιος κατέστησε φανερή την παρουσία του Θεού στη ζωή του με τις σπουδαίες αρετές του. Μόνη η κάθαρση της ψυχής δηλαδή δεν έχει νόημα, αν δεν γεμίζει αυτή και με τις χάρες του αγίου Πνεύματος. Αυτό άλλωστε σημαίνει ότι καθάρισε ο όσιος την ψυχή του και έγινε κατοικητήριο του Θεού. Ποια τα φανερά γνωρίσματα της παρουσίας λοιπόν του Θεού; Ασφαλώς η ύπαρξη των κατά Χριστόν αρετών. «Ξέφυγες, Πάτερ, την καταστροφή που προξενεί το νοητό κήτος, ο διάβολος, γιατί απέκτησες εγκράτεια, προσευχή, καθαρή αγάπη, μεγάλη ταπείνωση και βέβαια στοργή προς τον Χριστό» (ωδή ς´). Με τον τρόπο αυτό οδηγήθηκε στα ύψη της κατά Χριστόν απάθειας, ως υπέρβασης των κακών παθών, κι έζησε στη γη αυτή ως άγγελος. «Ανέβηκες στο ύψος της απάθειας, γιατί μιμήθηκες, ενώ ήσουν με το σώμα σου, τους αγγέλους» (ωδή ζ´). Γι᾽ αυτό και αναδείχτηκε σε διώκτη των δαιμόνων και των οργάνων του αιρετικών. «Φωτίστηκες από τη λάμψη του Παναγίου Πνεύματος και έδιωξες το σκοτάδι των αιρέσεων, θαυματουργέ Ισαάκιε» (κάθισμα όρθρου). «Αποδείχτηκες διώκτης των ακαθάρτων πνευμάτων, διότι έγινες καθαρό σκήνωμα του Αγίου Πνεύματος» (ωδή ε´).

Τρίτη 28 Μαΐου 2024

ΤΡΙΤΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

 

«Ἐπί τῇ Προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἄνθρωπος κατέκειτο ἐν ἀσθενείᾳ∙ καί ἰδών σε Κύριε ἐβόα∙ Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα, ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με ἐν αὐτῷ∙ ἐν ᾧ δέ πορεύομαι, ἄλλος προλαμβάνει με, καί λαμβάνει τήν ἴασιν, ἐγώ δέ ἀσθενῶν κατάκειμαι. Καί εὐθύς σπλαγχνισθείς ὁ Σωτήρ, λέγει πρός αὐτόν∙ Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι, καί λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω; ἆρόν σου τόν κράββατον καί περιπάτει.  Πάντα σοι δυνατά, πάντα ὑπακούει, πάντα ὑποτέτακται∙ πάντων ἡμῶν μνήσθητι, καί ἐλέησον Ἅγιε, ὡς φιλάνθρωπος».

(Στην Προβατική κολυμβήθρα, βρισκόταν κατάκοιτος ένας άνθρωπος ασθενής. Κι όταν σε είδε, Κύριε, φώναζε δυνατά: Δεν έχω άνθρωπο, ώστε όταν ταραχθεί το ύδωρ να με βάλει μέσα σ’ αυτό. Την ώρα δε που πάω να μπω, άλλος με προλαβαίνει και παίρνει την ίαση, κι εγώ παραμένω ασθενής. Κι αμέσως τον σπλαγχνίστηκε ο Σωτήρ και του λέγει: Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για χάρη σου περιβλήθηκα σάρκα, και λέγεις δεν έχω άνθρωπο; Σήκωσε το κρεββάτι σου και περπάτα. Όλα σε σένα είναι δυνατά, όλα σε υπακούνε, όλα σου έχουν υποταχτεί. Θυμήσου μας όλους και ελέησέ μας, Άγιε, ως φιλάνθρωπος).

Ένα από τα πιο ωραία για τα νοήματά του τροπάρια της Κυριακής του Παραλύτου, που επαναλαμβάνεται και τις επόμενες ημέρες Δευτέρα και Τρίτη,  είναι το παραπάνω δοξαστικό της Λιτής του εσπερινού σε ήχο πλάγιο του α΄, ποίημα του υμνογράφου Κουμουλά. Ο υμνογράφος δεν αναλίσκεται στη λεπτομερειακή περιγραφή του θαύματος του Κυρίου, όπως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο: δεν αναφέρει ότι πρόκειται για την κολυμβήθρα Βηθεσδά που είχε πέντε στοές, δεν αναφέρει καν την ερώτηση του Κυρίου, όταν πλησίασε τον συγκεκριμένο ασθενή, αν θέλει να γίνει υγιής, δεν λέει ότι πρόκειται για παράλυτο άνθρωπο και μάλιστα επί τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στο παράπονο του παραλύτου ότι δεν έχει κανένα γνωστό να τον βοηθήσει να λάβει την ίαση την ώρα που ταράσσονται τα ύδατα, κυρίως δε στη θεραπευτική θαυματουργική ενέργεια του Κυρίου, εμπλουτισμένη όμως με θεολογικά σχόλια που δεν υπάρχουν αλλά υπονοούνται στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα. 

 Είναι προφανές ότι ο υμνογράφος θέλει να προτάξει μέσα από το γεγονός της θεραπείας τη γενικότερη θέαση της σχέσης του Κυρίου Ιησού με κάθε άνθρωπο, ιδίως με τον πάσχοντα άνθρωπο, για να τονίσει αυτό που συνιστά τη σωτηρία πράγματι του ανθρώπου: την ενανθρώπηση του Θεού, την πραγματικότητα της σάρκωσής Του ως ανθρώπου («καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»), διά της οποίας ο Χριστός, ως Θεός και άνθρωπος πια, έχει προσλάβει τον κάθε άνθρωπο μέσα Του και ο Ίδιος έχει γίνει η υπόθεση και η υπόσταση κυριολεκτικά της ζωής του. Τι άλλο μπορεί να εννοεί ο θεολόγος υμνογράφος όταν θέτει στο στόμα του Κυρίου τα «εννοούμενα»: «Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι», παρά το γεγονός ότι μετά τον ερχομό Του ο άνθρωπος δεν στέκεται πια στο ίδιο επίπεδο με τα προ της παρουσίας του Χριστού – ξένος και αλλοτριωμένος του Θεού – αλλά έχει γίνει ίδιος με τον Κύριο, ταυτισμένος με Αυτόν, τόσο που η θέα του Χριστού πρώτιστα πραγματοποιείται μέσα από τη θέα του κάθε ανθρώπου που έχει αποδεχτεί Εκείνον στη ζωή του; («ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοί ἐποιήσατε»). 

Έχουμε την εντύπωση ότι τα μη ειπωμένα λόγια του Κυρίου παραπέμπουν στην εμπειρία του αποστόλου Παύλου όταν ομολογεί: «Αυτό που τώρα ζω σωματικά, είναι η ζωή της πίστεως στον Χριστό τον Υιό του Θεού, που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου» («Ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ»). Κι είναι τα παραπάνω λόγια του Κυρίου, όπως τα υποθέτει ο υμνογράφος, εκείνα που πρέπει ανά πάσα στιγμή να μας συνέχουν ως πιστούς: σε κάθε διάσταση της ζωής μας, καλή ή κακή, μακάρια ή δυστυχή, δύσκολη ή όχι, να νιώθουμε ότι Αυτός που είναι αδιάκοπα κοντά μας, κυριολεκτικά μέσα μας (κι εμείς μέσα Του), είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος. Στον κάθε παράπονό μας ιδιαίτερα να ηχούν στα αυτιά μας τα τόσο παρήγορα και αληθινά λόγια Του: «Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για σένα κατέβηκα από τους Ουρανούς και περιβλήθηκα σάρκα, και λες ότι είσαι μόνος σου;» Ποτέ δεν είμαστε μόνοι μας. Γιατί είμαστε μέλη Του, γιατί Τον έχουμε ντυθεί, γιατί ο καθένας μας αποτελεί τον κατεξοχήν αγαπημένο Του. 

Όπως το διατυπώνει και ο άγιος Χρυσόστομος: «Εγώ είμαι ο Πατέρας σου, εγώ ο αδερφός σου, εγώ νυμφίος της ψυχής σου, εγώ το σπίτι που μπορείς να καταφύγεις, εγώ η τροφή σου, εγώ το ένδυμά σου, εγώ η ρίζα σου, εγώ το στήριγμα σου, εγώ είμαι κάθε τι που επιθυμείς, κοντά μου δε θα 'χεις ανάγκη τίποτε. Εγώ και θα σε υπηρετήσω, γιατί ήρθα να υπηρετήσω και όχι να με υπηρετήσουν. Εγώ είμαι και φίλος και μέλος του σώματος σου και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μητέρα, όλα εγώ για σένα, αρκεί να έχεις φιλικά αισθήματα απέναντι μου... Τι περισσότερο θέλεις;»

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΤΥΧΗΣ Ή ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΛΙΤΗΝΗΣ

«Ο άγιος Ευτυχής ή Ευτύχιος διέπρεψε ως αληθινός εργάτης του +Χριστού και υπηρέτης της Εκκλησίας, τόσο με τη συνεχή και καρποφόρα διδασκαλία του, όσο και με τα άμεμπτα και εποικοδομητικά έργα του. Ήταν άγρυπνος και τεχνικότατος αλιέας των ψυχών, φιλόστοργος δε πατέρας τους, έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για τη ασφάλεια και τη σωτηρία τους. Συνελήφθη και έμεινε σταθερός στην αγία πίστη μας κι έλαβε μαρτυρικό τέλος: τον ρίξανε οι τύραννοι στα νερά και πνίγηκε μέσα σε αυτά».

Ο άγιος υμνογράφος αφιερώνει πολλούς ύμνους στο να τονίσει το ιδιαίτερο μαρτυρικό διά πνιγμού του σε νερά τέλος του αγίου Ευτυχίου, δίνοντας όμως ταυτόχρονα και την πνευματική ερμηνεία του τραγικού γεγονότος: πριν από το πνίξιμό του ῾έπνιξε᾽ ο ίδιος τους άφρονες αθέους με τη δύναμη των λόγων του, ενώ με το διά πνιγμού τέλος του έπνιξε και τον πονηρό διάβολο, τον «άσαρκον δράκοντα» (στιχηρό εσπερινού). «Μπήκες στο στάδιο της μαρτυρίας με χαρά, μάκαρ Ευτύχιε, και πόθησες τον θάνατο που σου έφερε ζωή, και έπνιξες τις μυριάδες των εχθρών, καθώς πνιγόσουν στη θάλασσα» (ωδή α´). Το μαρτυρικό τέλος του λοιπόν ήταν γι᾽ αυτόν αφενός η σφραγίδα της αγιασμένης βιοτής και του έργου του, η οποία σαν σε χρυσά φτερά τον έφερε στη Βασιλεία του Θεού, αφετέρου το ξέσπασμα, κατά παραχώρηση ασφαλώς του Χριστού,  του Πονηρού και των οργάνων του, οι οποίοι δεν ανέχονταν την ήττα τους από τον δούλο του Χριστού. «Υψώθηκες προς τον Κύριο, παμμάκαρ, με τις χρυσές φτερούγες του ιερωτάτου μαρτυρίου» (ωδή ε´).

Ο  Ευτύχιος ανήκει σε εκείνους τους αγίους, οι οποίοι αξιώθηκαν να μαθητεύσουν γνήσια παρά τους πόδας των αγίων Αποστόλων και να εισέλθουν και αυτοί στον κόπο του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Ο  Ιωσήφ ο υμνογράφος δεν αφήνει ασχολίαστες τις καίριες αυτές διαστάσεις της ζωής του αγίου. Ο άγιος υπήρξε γνήσιος μαθητής των Αποστόλων, αποδεικνύοντας τη γνησιότητά του αυτή αφενός με την οσία βιοτή του, αφετέρου με το λαμπρό του μαρτύριο. Κι αυτό σημαίνει: δεν αρκεί να ακούσει κανείς τη διδασκαλία των αποστόλων. Εκείνο που θα τον καταστήσει πράγματι γνώστη και γνήσιο μαθητή είναι η ενεργοποίηση της διδασκαλίας τους στην προσωπική του ζωή, δείγμα της αγάπης του προς τον Θεό, που φτάνει μέχρι θυσίας και της ίδιας της ζωής. «Ουχ οι ακροαταί, αλλά οι ποιηταί του Νόμου δικαιωθήσονται» (απ. Παύλος). «Έζησες όσια, παμμάκαρ Ευτύχιε, καθώς μαθήτευσες με απόλυτη ακρίβεια στους Αποστόλους του Χριστού. Και έφτασες στην τέλεια ηλικία, όταν άθλησες διά του μαρτυρίου λαμπρότατα, αξιοθαύμαστε» (ωδή α´). «Κόλλησες με την ψυχή και την καρδιά σου στους άγιους υπηρέτες του Λόγου Χριστού και έζησες άγια τη ζωή σου» (ωδή γ´).

Είπαμε όμως ότι ο άγιος Ευτύχιος εισήλθε και στους κόπους του ευαγγελισμού των ανθρώπων ως ακόλουθος των αποστόλων. Κήρυξε κι αυτός με δύναμη τον σωτήριο λόγο, φωτίζοντας τους ανθρώπους και απαλλάσσοντάς τους από το βαθύτατο σκοτάδι της άγνοιας. «Γεμάτος από ένθεη πίστη και χάρη Θεού, ένδοξε, κήρυξες τον σωτήριο λόγο, μαζί με τους Αποστόλους, διαλύοντας έτσι το βαθύτατο σκοτάδι της δυσσέβειας» (ωδή ς´). Κι αυτό μας υπενθυμίζει την αλήθεια της πίστεώς μας, ότι ο άνθρωπος που θέλει να είναι γνήσια πιστός του Κυρίου από τη μια έχει κοινωνία με τους αγίους αποστόλους Του, ενώ από την άλλη φωτισμένος από το Πνεύμα του Θεού εκχέει πάντοτε φως σε όλο τον κόσμο «ως πόλις επάνω όρους κειμένη». Κι αν και στην εποχή μας φαίνεται ότι κυριαρχεί το πνευματικό σκοτάδι είναι γιατί προφανώς οι χριστιανοί δεν είμαστε τόσο φωτεινοί όσο πρέπει, δηλαδή η πίστη μας στον Χριστό αποδεικνύεται εξόχως ελλειμματική. 

Οι πολλοί πιστοί  μπορεί να αγνοούν τον άγιο Ευτυχή ή Ευτύχιο, αλλά για την Εκκλησία μας δεν παύει να είναι αποστολικός Πατέρας, «μεγαλομάρτυς» (ωδή δ´), «άγγελος επίγειος αληθώς και ουράνιος άνθρωπος» (ωδή θ´), του οποίου η μνήμη συνιστά «φωταυγή πανήγυριν», ενώ η ύπαρξή του αποδεικνύεται για τους πιστούς «στήριγμα και καύχημα» (ωδή θ´). «Ταις ευχαίς σου, μέγιστε μάρτυς Ευτύχιε, από πάσης λύτρωσαι στενώσεως και αλώσεως αθέων βαρβάρων» (ωδή θ´). 

Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

ΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΕΚΛΕΨΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ;

«Αἱ μυροφόροι γυναῖκες, τόν τάφον σου καταλαβοῦσαι, καί τάς σφραγῖδας τοῦ μνήματος ἰδοῦσαι, μή εὑροῦσαι δέ τό ἄχραντον Σῶμά σου, ὀδυρόμεναι μετά σπουδῆς ἦλθον λέγουσαι· Τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν, γυμνόν ἐσμυρνισμένον, τῆς μητρός μόνον παραμύθιον; Ὤ! πῶς ὁ νεκρούς ζωώσας, τεθανάτωται; Ὁ τόν Ἅδην σκυλεύσας, πῶς τέθαπται; Ἀλλ’ ἀνάστηθι Σωτήρ αὐτεξουσίως, καθώς εἶπας τριήμερος, σώζων τάς ψυχάς ἡμῶν» (Δοξαστικόν στιχηρῶν ἑσπερινοῦ ἑορτῆς, πλ. β΄).

(Οἱ μυροφόρες γυναῖκες, ἀφοῦ ἔφτασαν στόν τάφο σου καί εἶδαν τίς σφραγίδες τοῦ μνήματος (πού εἶχαν βάλει οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες μαζί μέ τούς Ρωμαίους στρατιῶτες), ἄρχισαν ἀμέσως νά ὀδύρονται λέγοντας: Ποιός ἔκλεψε τήν ἐλπίδα μας; Ποιός πῆρε ἕνα νεκρό, γυμνό ἀλειμένο μέ σμύρνα, πού είναι μοναδική παρηγοριά τῆς μάνας του; Πῶς αὐτός πού ἔδωσε ζωή σέ νεκρούς, θανατώθηκε; Αὐτός πού διέλυσε τόν Ἄδη, πῶς τάφηκε; Αλλά, Σωτήρα, ἀναστήσου μέ τή θέλησή Σου, ὅπως εἶπες, τήν τρίτη ἡμέρα, σώζοντας τίς ψυχές μας).

Τό ἱστορικό στοιχεῖο συμπλέκεται μέ τή δραματική ἔνταση καί τόν λυρισμό τῶν συναισθημάτων τῶν μυροφόρων γυναικῶν στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων, ἔργο τοῦ διαπρεποῦς ὑμνογράφου ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ μοναχοῦ. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἀκολουθεῖ κυρίως τήν καταγραφή τῶν γεγονότων, ὅπως ἐκτίθενται στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, κατά τό ὁποῖο τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου «ὄρθρου βαθέος ἦλθον γυναῖκες ἐπί τό μνῆμα φέρουσαι ἅ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σύν αὐταῖς». Ὁ λίθος μέ τόν ὁποῖο εἶχε σφραγιστεῖ τό μνῆμα ἦταν ἀποκυλισμένος, ἐνῶ ὅταν εἰσῆλθαν μέσα στό μνῆμα δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Βρέθηκαν σέ ἀπορία μεγάλη, καί τότε φάνηκαν ἐνώπιόν τους δύο ἄνδρες μέ λαμπρά ἐνδύματα, ἄγγελοι Κυρίου, πού τούς μήνυσαν ὅτι ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, ὅπως τό εἶχε ὑποσχεθεῖ, ὁπότε ἐπέστρεψαν πίσω γιά νά ἀναγγείλουν στούς μαθητές τοῦ Κυρίου τό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ἀναστάσεώς Του. Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος λοιπόν ἐπεμβαίνει καί περιγράφει τά ὀδυνηρά αἰσθήματα τῶν μυροφόρων γυναικῶν - μία ἀνάλυση στήν οὐσία τῆς λέξης  «διαπορεῖσθαι». Ἡ ἐπιλογή νά ἐκφράσει τή δραματικότητα πού θά εἶχε ἀσφαλῶς ὁ ἀναμειγμένος μέ δάκρυα λόγος τους εἶναι ἐμφανής: καί μέ τή σέ πρῶτο πρόσωπο ἔκφραση τῶν ἐρωτημάτων τους καί μέ τά ἐρωτήματα ἐκεῖνα πού «κτυποῦν» εὐθέως τό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου. «Τίς ἔκλεψε ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν… τῆς μητρός μόνον παραμύθιον;» 

Πράγματι, ποιός μπορεῖ νά παρέλθει ψυχρά τέτοια ἐρωτήματα; Ἀναφέρονται στήν προοπτική ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου - ἡ ἐλπίδα ἀποτελεῖ τή ζωή γιά τόν ἄνθρωπο· ὁ ἀπελπισμένος ἄνθρωπος εἶναι ἕνας σχεδόν ζωντανός νεκρός. Κι ἀκόμη, στό πιό ἱερό πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τή μάνα! Ποιά μεγαλύτερη παρηγοριά γιά μία μάνα ἀπό τό μονάκριβο παιδί της, ἰδίως ὅταν ἔχει αὐτό πεθάνει μέ σκληρό καί ὀδυνηρό τρόπο, καί τῆς ἔχει ἀπομείνει μόνο τό λείψανό του! Μία μάνα πού τῆς «κλέβουν» κι αὐτό πού τῆς ἔχει ἀπομείνει εἶναι ὅ,τι πιό ἀνίερο καί ἀνόσιο μπορεῖ νά ὑπάρξει. Λοιπόν, ὁ λυρισμός καί ἡ ἔνταση εἶναι δεδομένα στό δοξαστικό αὐτό, τό συναίσθημα ἀποσκοπεῖ νά φορτίσει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ὅμως νά τονιστεῖ ἡ κραυγή τῶν μυροφόρων, κραυγή πίστεως στήν ὑπόσχεση τῆς ἀνάστασης τοῦ τεθαμμένου, γιατί ὡς Θεός ἔχει τή δύναμη γι’ αὐτό: «Ἀλλά ἀναστήσου, Σωτήρα, μέ τή θέλησή σου τήν τρίτη ἡμέρα ὅπως εἶπες».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΘΑΛΛΕΛΑΙΟΣ

«῾Ο ἅγιος Θαλλέλαιος ἔζησε ἐπί βασιλείας τοῦ Νουμεριανοῦ (περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.), καταγόταν ἀπό τόν Λίβανο, ὁ πατέρας του λεγόταν Βερούκιος καί ἡ μητέρα του Ρωμυλία, ἐνῶ σπούδασε τήν ἰατρική τέχνη. Συνελήφθη γιά τήν εἰς Χριστόν πίστη του στήν ῎Αζαρβο τή δεύτερη ἐπαρχία τῆς Κιλικίας, ἐνῶ ἦταν κρυμμένος σ᾽ ἕναν ἐλαιῶνα. ῾Οδηγεῖται τότε στόν ἄρχοντα Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καθώς δέν μπόρεσε νά τόν πείσει νά θυσιάσει στά εἴδωλα, διέταξε νά τρυπηθοῦν οἱ ἀστράγαλοί του καί νά κρεμαστεῖ μέ σχοινιά μέ κάτω τό κεφάλι. ᾽Ενῶ λοιπόν φάνηκαν οἱ ὑπηρέτες ὅτι ἐκτελοῦν τή διαταγή, ἀπό κάποια θεία δύναμη ἔχασαν τά μυαλά τους καί ἀντί τοῦ ἁγίου τρύπησαν ἕνα ξύλο καί τό κρέμασαν. Κτυπῶνται λοιπόν αὐτοί, διότι θεωρήθηκαν ὅτι ἐνέπαιξαν τόν ἄρχοντα. ῎Επειτα ὁ ἄρχοντας διέταξε νά ριχτεῖ ὁ ἅγιος στή θάλασσα, ἀπό τήν ὁποία ὅμως βγῆκε ἀβλαβής, φορώντας ἔνδυμα λευκό. Μετά ἀπό αὐτά ρίχνεται στό στάδιο νά κατασπαραχθεῖ ἀπό τά θηρία, ἀλλά καί πάλι διέμεινε ἀλώβητος, ὁπότε τοῦ ἔκοψαν τό κεφάλι μέ ξίφος στήν ῎Εδεσσα τήν πόλη τῶν Αἰγαίων».

Νέο παλληκάρι ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔδειξε, ὅπως καί ἄλλοι βεβαίως μάρτυρες πρίν καί μετά ἀπό αὐτόν, ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἡ πίστη στόν Χριστό ὑπερβαίνονται οἱ πειρασμοί τοῦ κόσμου τούτου καί ἡ γοητεία πού ἀσκεῖ  ἰδίως στούς νέους ὁ κόσμος τῶν αἰσθήσεων. Κι αὐτό γιατί ἡ πίστη στόν Κύριο φωτίζει τόν νοῦ καί τίς φρένες τοῦ ἀνθρώπου, καθιστώντας τα τέλεια, ὥστε τό σῶμα νά ὑπακούει στόν φωτισμένο σάν ἥλιο νοῦ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νά ἰσορροπεῖ πορευόμενος πάνω στό θέλημα τελικῶς τοῦ Κυρίου. Κι ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος, καί μάλιστα ὁ νέος, τότε γίνεται πνευματικά ὑγιής καί ἰσορροπημένος, ἀλλά καθίσταται καί ὄργανο τοῦ Θεοῦ προκειμένου νά καθοδηγεῖ καί τούς ἄλλους συνανθρώπους του, ἕνα εἶδος φωτός πού λύνει τά σκοτάδια πού δημιουργοῦν σέ κάθε ἐποχή τά διάφορα εἴδωλα. ῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ ἐπανειλημμένως  τονίζει τήν πραγματικότητα αὐτή. «῎Ησουν νέος στό σῶμα, ἀλλά τέλειος στίς φρένες, μάρτυς Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί ἔλαμψες σάν ἥλιος τίς ἀκτίνες τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας, μέ ἀποτέλεσμα νά κάνεις πέρα σαφῶς τή ζόφωση τῆς ματαιότητας τῶν εἰδώλων» (ὠδή α´).

῾Η πνευματική αὐτή ὑγεία καί ἰσορροπία τοῦ ἁγίου Θαλλελαίου πού τόν καθιστοῦσε καί σωστό ἱεραπόστολο τοῦ Κυρίου ἦταν κατά τόν ὑμνογράφο μας ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού βρῆκε ὅμως συνεργό καί τή δική του θέληση. Εἶναι ἡ πιό γνωστή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὅτι προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά σχετιστεῖ καί νά συντονιστεῖ μέ τόν Θεό ἀπαιτεῖται βεβαίως πρώτιστα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ - ᾽Εκεῖνος μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβαλλόντως καί δέν μᾶς ἀφήνει ποτέ σέ ῾ἡσυχία᾽- ἡ ὁποία ὅμως χάρη ἀπαιτεῖ καί τήν καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τό ῾ναί᾽ τό δικό του γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει αὐτή μέσα στήν ὕπαρξή του. ῎Ετσι ὁ ἅγιος ὑποκινημένος ἀπό τόν Κύριο προσέβλεπε μόνο πρός Αὐτόν, σέ βαθμό τέτοιο πού δέν παρεξέκλινε καθόλου, ἔστω κι ἄν ὑφίστατο πάμπολλα μαρτύρια. «᾽Οχυρώθηκες ἀπό τήν εὐσέβειά σου καί δυναμώθηκες ἀπό τή χάρη τοῦ πανοικτίρμονος Θεοῦ, Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί προχώρησες μέ γενναιότητα πρός τούς ἀγῶνες τοῦ μαρτυρίου καί ἔλυσες τά ὀχυρά τοῦ ἐχθροῦ, παίρνοντας τή νίκη» (ὠδή α´). «᾽Αποσκοπώντας μόνο πρός τόν Κύριο πού σοῦ παρεῖχε τή νίκη, δέν παρεκτράπηκες ἀπό τήν ἀληθινή ὁμολογία, ἀθλητά, ἀλλά διέμεινες σταθερός, προκαλώντας ἔκπληξη καί στούς ἄφρονες» (ὠδή γ´).

Ἡ βοήθεια τοῦ ἀγίου ἀπό τή χάρη τοῦ Κυρίου, ἰδίως κατά τήν ὥρα τῶν μαρτυρικῶν ἀγώνων του, πραγματοποιεῖτο, κατά τόν ἅγιο ᾽Ιωσήφ, καί μέσω τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἀσκητική ἰδίως παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας ὅτι τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, κατά παραχώρηση ἀσφαλῶς ᾽Εκείνου, πολεμοῦν πλήθη δαιμόνων. Οἱ δαίμονες κυριολεκτικά ῾δαιμονίζονται᾽ ὅταν βλέπουν ἄνθρωπο νά ἐπιτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα μέ θυσία τῆς ζωῆς του. Γι᾽ αὐτό καί προσπαθοῦν μέ πολλούς τρόπους, κυρίως μέ ὑποκίνηση τῶν δικῶν τους ῾ἀνθρώπων᾽, νά ὁδηγήσουν τόν ἅγιο σέ φόβο καί σέ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κύριος ὅμως πάντοτε εἶναι μαζί μας. Οὐδέποτε μᾶς ἀφήνει ἀνυπεράσπιστους καί πλήν τῆς ἴδιας τῆς δικῆς Του παρουσίας στέλνει καί τούς ἀγίους ἀγγέλους Του πρός βοήθεια - ὅ,τι συνέβη μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό μας πού τόν καιρό τοῦ πειρασμοῦ Του λίγο πρό τοῦ Πάθους ἄγγελος Τόν ἐνίσχυε. Θυμᾶται κανείς τόν νεαρό καλόγερο τοῦ Γεροντικοῦ πού φοβισμένος ἀπό τό πλῆθος τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν κατέφυγε σέ μεγάλο Γέροντα. Κι ἐκεῖνος τόν καθησύχασε, δείχνοντάς του ὅτι ναί μέν εἶναι ἀρκετοί οἱ δαίμονες, ἀλλά εἶναι πολύ λίγοι μπροστά στό ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἀγγέλων πού τόν βοηθοῦν. «Κατατρόπωσες τίς φάλαγγες τῶν δαιμόνων, σοφέ, ἔχοντας ὡς συνεργούς τούς ἁγίους ἀγγέλους κατά τόν καιρό τῶν ἀγώνων σου» (ὠδή ς´).

Κι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπιμένει: μέσα στούς πειρασμούς ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔμοιαζε μέ τούς ἁγίους τρεῖς παῖδες στήν κάμινο τοῦ πυρός, ἡ ὁποία ὅμως δροσιζόταν ἀπό τήν θεϊκή δρόσο, ἤ καί μέ τόν ἅγιο προφήτη Δανιήλ, ὁ ὁποῖος κι ἐκεῖνος ἀντιμετώπισε τόν πειρασμό τῶν λιονταριῶν καί βγῆκε ἀλώβητος σάν κι αὐτόν. «Στεκόσουν στό μέσο τῆς φλόγας τῶν πειρασμῶν, ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες, ἔνδοξε, δεχόμενος ἀκριβῶς τή θεία δρόσο ἀπό τόν Θεό καί δοξολογώντας τόν ἐπί πάντων Θεό» (ὠδή ζ´). «Σάν ἄλλος νέος Δανιήλ ρίχτηκες ἀνάμεσα στά λιοντάρια, χωρίς νά βλαφτεῖς καθόλους ἀπό αὐτά, ἀθλοφόρε μάρτυς Θαλλέλαιε, λόγω τῆς θείας χάριτος»  (ὠδή ζ´). Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπισημαίνει μέ φωτισμό Θεοῦ ὅτι «συγχορεύουν μαζί μέ τούς πιστούς κατά τή μνήμη τοῦ ἁγίου ὅσιοι ἀθλητές, δῆμοι ἀγγέλων καί ἀποστόλων καί προφητῶν», ἐνῶ παρακαλεῖ τόν ἅγιο «νά μή παύσει νά πρεσβεύει γιά ὅλους μας» (ὠδή η´). 

Σάββατο 18 Μαΐου 2024

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΕΤΡΟΣ, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ, ΑΝΔΡΕΑΣ, ΠΑΥΛΟΣ, ΒΕΝΕΔΙΜΟΣ, ΠΑΥΛΙΝΟΣ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ

«Ο άγιος Πέτρος ήταν από την πόλη της Λαμψάκου. Όταν οδηγήθηκε στον άρχοντα της πόλης των Ευριδινών, τον Δάκνο, και προστάχθηκε από αυτόν να θυσιάσει στην Αφροδίτη, όχι μόνο βεβαίως δεν πείστηκε, αλλά ομολόγησε τον Χριστό ως Θεό, οπότε του σύντριψαν όλο το σώμα με διάφορα όργανα βασανιστηρίου κι έτσι παρέδωσε το πνεύμα του. Ο Παύλος και ο Ανδρέας που κατάγονταν από τη Μεσοποταμία, ήταν στρατιώτες υπό τον άρχοντα Δάκνο, και κατέλαβαν την Αθήνα. Συνελήφθησαν μεταξύ άλλων και ο Διονύσιος και η Χριστίνα και τους έριξαν στη φυλακή. Τη Χριστίνα όμως που ήταν όμορφη και παρθένος κόρη, ευρισκόμενη μάλιστα σε ηλικία γάμου, την πίεζαν ο Παύλος και ο Ανδρέας να συνευρεθεί μαζί τους, χωρίς ασφαλώς να καταφέρουν τίποτε. Κι όχι μόνο δεν κατάφεραν να την πείσουν, έστω και διά της βίας, αλλά αντίθετα εκείνοι μετανόησαν για τη ζωή τους από τις παραινέσεις της Χριστίνας και έτσι πίστεψαν στον Χριστό. Οπότε, αυτοί μεν μαζί με τον Διονύσιο λιθοβολήθηκαν μέχρι θανάτου, της δε αγίας Χριστίνας που έπεσε πάνω τους της έκοψαν το κεφάλι».

Ακούγεται παράδοξο και ακατανόητο! Μία παρθένος κόρη, η Χριστίνα, πανέμορφη και ριγμένη στη φυλακή, όχι μόνο να ανθίσταται στις ερωτικές διαθέσεις των εξουσιαστών της - αν υπέκυπτε θα κέρδιζε την ελευθερία της ή θα καλυτέρευε σε μεγάλο βαθμό τη ζωή της – αλλά να κατορθώνει να τους πείσει να γίνουν ακόλουθοι του Κυρίου, να προσχωρήσουν αυτοί δηλαδή στην πίστη της, σε βαθμό τέτοιο ώστε να δώσουν τελικώς και την ίδια τη ζωή τους με τρόπο μαρτυρικό! Πώς συνέβη το απίστευτο αυτό; Μία απάντηση επιχειρεί ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ: «Μάρτυς Χριστίνα, αυτοί που σαν τρελοί ποθούσαν το σώμα σου, δέχτηκαν τον έρωτα για τον Θεό με τον γεμάτο χάρη και γλυκύτητα λόγο σου, γι’ αυτό και αθλήθηκαν στη συνέχεια με μεγάλη δύναμη» (ωδή ε΄). Να λοιπόν η απάντηση στο «μυστήριο»: η Χριστίνα, γεμάτη χάρη και δύναμη Χριστού, πλήρης έρωτος προς τον Κύριο, εκφράζει με τον λόγο της τη χαρισματική κατάσταση που ζούσε, με αποτέλεσμα η χάρη αυτή να μιλήσει και στην καρδιά των στρατιωτών, ώστε η ερωτική γήινη διάθεσή τους να μεταποιηθεί σε ερωτική υπέρ φύσιν προς τον Θεό διάθεση!

Τι υπόκειται ως προϋπόθεση εδώ; Όχι μόνο η έμπρακτη πίστη στον Χριστό της Χριστίνας που την έκανε να βρίσκεται στον κόσμο ως άλλος Χριστός, αλλά προφανώς και η καλή διάθεση που πρέπει να υπήρχε στο βάθος της καρδιάς των δύο στρατιωτών. Μπορεί δηλαδή οι στρατιώτες να φαίνονταν ως μανιακοί από το ερωτικό πάθος, όμως πρέπει να υπήρχαν καλά στοιχεία στην ψυχή τους, τέτοια που όταν ήλθαν πρόσωπο προς πρόσωπο με τον Κύριο μέσω της Χριστίνας, αυτά να κυριαρχήσουν και να υποσκελίσουν και το σκληρότατο πάθος της λαγνείας τους! Που σημαίνει: όπου υπάρχει γνήσιος χριστιανός, εκεί λειτουργεί ένα ιεραποστολικό στοιχείο που έστω κι ανεπίγνωστα αγγίζει κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο. «Ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής» είπε αξιωματικά ο Κύριος, δηλαδή όταν αγαπά κανείς την αλήθεια, αυτός και ακούει τη φωνή του Χριστού, έστω κι αν φαίνεται ότι τα πάθη του έχουν τον πρώτο λόγο στη ζωή του. Δεν το είδαμε και στον απόστολο Ματθαίο, που από τελώνης έγινε άγιος και ευαγγελιστής; Δεν το είδαμε και στον απόστολο Παύλο, που την ώρα που διώκει τους χριστιανούς δέχεται την κλήση από τον Κύριο; Και δεν είναι οι μοναδικές αναφορές.

Κι υπάρχουν μεταξύ των πολλών άλλων και δύο ακόμη στοιχεία που επισημαίνει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, προκειμένου να εξηγήσει το ανεξήγητο και της μεταστροφής των ειδωλολατρών αλλά και της εν χαρά επιμονής των πιστών ακολούθων του Κυρίου. Πρώτον: η ανθρώπινη αδυναμία των αιχμαλωτισμένων για τον Χριστό μαρτύρων μεταστρεφόταν σε δύναμη, και μάλιστα τεράστια, και μόνο από το γεγονός της εν πίστει στροφής τους προς τον Κύριο. Που θα πει ότι όταν ο πιστός στην όποια δύσκολη κατάστασή του απεμπλέκεται από το πρόβλημα και τη δυσκολία μετατοπίζοντας την προσοχή του στον Χριστό, εκεί βλέπει και τη δύναμη Εκείνου να τον συνέχει και να τον συνεπαίρνει. «Πέτρε», σημειώνει ο Ιωσήφ, «ενδυναμούμενος από τη στροφή σου προς τον Θεό, αναδείχτηκες νικητής, ενώ συντριβόσουν και χτυπιόσουν ανελέητα από τα όργανα των βασανιστηρίων» (ωδή γ΄). Και δεύτερον: «Επειδή, Πέτρε μακάριε, έστησες πάνω στην πέτρα της πίστεως τα πόδια της ψυχής σου, γι’ αυτό και δεν παρεκτράπηκες από την εχθρότητα των αθέων» (ωδή γ΄).

Ο υμνογράφος, μεγάλος άγιος της Εκκλησίας, προβάλλει ένα από τα πιο γνωστά «μυστικά» της πνευματικής κατά Χριστόν ζωής: η λύση σε κάθε πρόβλημα, σε κάθε δοκιμασία και πειρασμό, έρχεται από τον Κύριο ευθύς ως στρέψουμε την προσοχή μας σ’ Εκείνον και επιμείνουμε σ’ Αυτόν. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» θα πει ο απόστολος Παύλος, διερμηνεύοντας το ψαλμικό: «Οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον, ότι Αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τους πόδας μου», και «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός, ότι εκ δεξιών μού εστιν, ίνα μη σαλευθώ». Δεν έλεγε λοιπόν τυχαία και ο άγιος Πορφύριος ότι εκεί, στις ακολουθίες της Εκκλησίας, έμαθε αυτά τα μυστικά της πνευματικής ζωής. Γιατί στην πραγματικότητα εκφράζουν μέσα από τη ζωή των αγίων μαρτύρων το ίδιο το Ευαγγέλιο του Κυρίου.

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

ΥΠΕΜΕΙΝΕ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΗΛΑΦΗΣΗ!

«Φέρει Χριστός φιλανθρώπως καί τήν ψηλάφησιν, ὡς καί Σταυρόν πρό ταύτης καί τόν ἄδικον φόνον, τάφου τριημέρως ἐξαναστάς, ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος∙ καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων τοῖς Μαθηταῖς ἐπιστάς ὡς παντοδύναμος».

(Ενώ αναστήθηκε από τον τάφο την τρίτη ημέρα ο Χριστός με σφραγισμένο το μνήμα και φανερώθηκε με κλεισμένες τις θύρες στους Μαθητές ως παντοδύναμος (Θεός), υπομένει λόγω της φιλανθρωπίας του και την ψηλάφηση (από τον Θωμά), όπως υπέμεινε πριν από αυτήν και τον Σταυρό και τον άδικο φόνο).

Από τα λιγότερο γνωστά τροπάρια της Κυριακής του Θωμά το παραπάνω, θέτει με άμεσο τρόπο τη διαχρονικότητα της Σταύρωσης θα λέγαμε του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γιατί; Διότι ο άγιος υμνογράφος αναφέρεται και πάλι στη λόγω φιλανθρωπίας του Κυρίου υπομονή και ανοχή Του απέναντι στα πλάσματά Του, τα οποία, όπως ο «άπιστος» μαθητής Του Θωμάς, παρόλο ότι αναστήθηκε, παρόλο ότι φανερώθηκε στους μαθητές Του ως παντοδύναμος Θεός, αυτά εξακολουθούν και Τον αμφισβητούν και Τον απορρίπτουν. Το «ἐάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω» του Θωμά συνιστά τον λόγο των χειλέων και της καρδιάς πλήθους ανθρώπων σε όλες τις εποχές, οι οποίοι παλεύουν με τις αμφιβολίες και την απιστία τους, γιατί θέτουν ενώπιόν τους ως προτεραιότητα το κατ’ αυτούς «προφανές»: τις αισθήσεις και τη λογική τους. Και πώς τους αντιμετωπίζει ο Χριστός, κατά τον υμνογράφο μας; Όχι με εκνευρισμό βεβαίως γιατί  δεν καταλαβαίνουν, όχι με οργή που ετοιμάζεται να εκφραστεί ως απειλή απέναντί τους, αλλ’ ούτε και ως «απελπισία» γιατί δεν ξέρει τι άλλο πια να κάνει μαζί τους! Τους αντιμετωπίζει όπως αντιμετώπισε και όλους αυτούς που Τον οδήγησαν στον Σταυρό: με άκρα συγκατάβαση και φιλανθρωπία, με άκρα υπομονή και ανεξικακία, προσευχόμενος στον Θεό Πατέρα γι’ αυτούς: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ο πόνος Του δηλαδή είναι ο ίδιος με τον πόνο που δέχτηκε ως άνθρωπος καθώς δεχόταν την έχθρα και τη φονική διάθεση του λαού ως απάντησή τους για τις ευεργεσίες που τους προσέφερε: «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι καί τί μοι ανταπέδωκας;» 

Κι αυτό ακριβώς σημαίνει ότι ο Κύριος δεν αλλάζει απέναντι στον άνθρωπο της όποιας εποχής: παραμένει πάντοτε ο μόνος «πιστός», δηλαδή πιστός ως προς την αγάπη Του απέναντι στα πλάσματά Του, έστω και αν συνεχίζουν όπως είπαμε να Τον αρνούνται, αλλά και πιστός ως προς τη δική Του εμπιστοσύνη απέναντί τους: υπομένει και προσδοκά τη μετάνοια και την αλλαγή τους. Ο Θεός μας είναι Εκείνος που μας ξέρει σε απόλυτο βαθμό, ξέρει το πόσο δυσκίνητοι είμαστε, παρόλη την πληθώρα των ευεργετικών προκλήσεών Του απέναντί μας, στο να επιτελούμε το αγαθό και να ανοιγόμαστε με πίστη σ’ Εκείνου την πίστη και την αγάπη, γι’ αυτό και δεν «βιάζεται» να μας πιέσει ή να μας «εξολοθρεύσει»!  Μιλάμε για τον Πατέρα μας, ο Οποίος περιμένει εσαεί εμάς τα κακότροπα και «μουτρωμένα» πολλές φορές παιδιά Του, επιτρέποντας το πολύ κάποια παιδαγωγικά λίγο εντονότερα «αγγίγματα» μήπως και συνέλθουμε. Κι όσο Τον αρνούμαστε και υψώνουμε, όπως πολύ ωραία έχει γραφεί, «τη μικρή γροθιά μας» απέναντί Του, τόσο περισσότερο κι Εκείνος πολλαπλασιάζει την αγάπη Του – παραχωρώντας μέσα στην απειρία της αγάπης Του κάποιους πειρασμούς, όπως είπαμε, προκειμένου να συνέλθουμε από την όποια αμαρτία μας, να βαθύνουμε ίσως «εν πειρασμώ» τη σχέση μας μαζί Του, ή κι ακόμη ορισμένοι να καθαρίσουν ό,τι απομεινάρι αμαρτίας έχουν ως άνθρωποι και να βρεθούν ως μάρτυρες ενώπιόν Του. 

Λοιπόν, όπως μας αγάπησε ο Κύριος πάνω στον Σταυρό, το ίδιο εξακολουθεί και μας αγαπά και μετά τη δόξα της Ανάστασής Του, που θα πει έτσι ότι το Πάθος Του εξακολουθεί και υφίσταται και θα υφίσταται όσο θα υπάρχει κόσμος με όλες τις αδυναμίες Του. Και να, που ο άγιος υμνογράφος μάς λέει (μέσα από το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της Κυριακής) ότι την ίδια μακροθυμία που φανέρωσε ο Κύριος απέναντι στους σταυρωτές Του, την ίδια έδειξε κι απέναντι στον μαθητή Του Θωμά (μετά την Ανάστασή Του!), την ίδια δείχνει πάντοτε σε όλους που Τον έκαναν και τον κάνουν  πέρα από τη ζωή τους: «Φιλάνθρωπε, μέγα καί ἀνείκαστον τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου∙ ὅτι ἐμακροθύμησας ὑπό Ἰουδαίων ραπιζόμενος, ὑπό Ἀποστόλου ψηλαφώμενος, καί ὑπό τῶν ἀθετούντων σε πολυπραγμονούμενος. Πῶς ἐσαρκώθης; Πῶς ἐσταυρώθης ὁ ἀναμάρτητος; Αλλά συνέτισον ἡμᾶς ὡς τόν Θωμᾶν βοᾶν σοι∙ ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα Σοι» (Φιλάνθρωπε, μέγα και πέρα από κάθε φαντασία είναι το πλήθος των οικτιρμών και της αγάπης Σου. Διότι μακροθύμησες καθώς ραπιζόσουν από τους Ιουδαίους, καθώς ψηλαφιόσουνα από Απόστολο και γινόσουν αντικείμενο πολλών σχολίων από αυτούς που σε αρνιόντουσαν. Πώς σαρκώθηκες; Πώς σταυρώθηκες συ που είσαι ο αναμάρτητος; Όμως συνέτισέ μας όπως έκανες με τον Θωμά, ώστε να Σου φωνάζουμε δυνατά: Κύριε και Θεέ μου, δόξα Σοι).

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«῾Ο ἐν ἁγίοις Πατήρ ἡμῶν ᾽Αθανάσιος, ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως, (ἔτσι καλεῖτο ἡ τωρινή ἐπαρχία τῆς Τριφυλλίας, στήν ὁποία σώζεται ἀκόμη καί τώρα χωριό πού ὀνομάζεται ῾Χριστιάνοι᾽, ὅπου ὑπάρχει καί μεγαλοπρεπής βυζαντινός ναός ἑτοιμόρροπος), γεννήθηκε στήν Κέρκυρα τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰ., τό 1665, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους, τόν ᾽Ανδρέα καί τήν Εὐφροσύνη. ῾Ο πατέρας του πού διορίστηκε ἀπό τήν ῾Ενετική Δημοκρατία διοικητής τῆς ἐπαρχίας τῆς Καρύταινας μετοίκησε ἐκεῖ μέ ὅλη τήν οἰκογένεια, γιατί ἀκολούθησε τόν νεοδιορισθέντα τότε κυβερνήτη τῆς Πελοποννήσου στό Ναύπλιο. Εἶχε τρεῖς υἱούς, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μεγαλύτερος ᾽Αντώνιος νυμφεύθηκε στήν Καρύταινα, παίρνοντας σύζυγο τήν ἀδελφή τοῦ πλούσιου καί διάσημου ἁρματωλοῦ ῾᾽Αθανασίου Κουλᾶ᾽ (καπετάν Θανάση). ῾Ο μικρότερος ὅμως ᾽Αθανάσιος πηγαίνοντας κάποτε ἀπό τήν Καρύταινα στό Ναύπλιο, γιά νά κατασκευάσει τήν νυφική στολή τῆς μνηστῆς του, τήν ὁποία χωρίς τήν θέλησή του μνηστεύθηκε ἐπειδή τόν ἐξανάγκασε γι᾽ αὐτό ὁ πατέρας του, βλέπει καθ᾽ ὁδόν κάποια ὀπτασία, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας γράφει ἀπό τό Ναύπλιο πρός τόν πατέρα του νά διαλύσει τούς ἀρραβῶνες, διότι πρόκειται νά ἀναχωρήσει ὁ ἴδιος σέ ἄγνωστο τόπο. Πορεύτηκε τότε στά Πατριαρχεῖα καί ἔγινε μοναχός. Τόσο μεγάλη ταπεινοφροσύνη καί ἐπίδοση στήν ἀρετή ἔδειξε ἐπί δέκα ὁλόκληρα ἔτη, ὥστε ὁ τότε πατριάρχης Γαβριήλ, ἐπειδή χήρευε ἡ ἐπισκοπή Χριστιανουπόλεως, χειροτόνησε αὐτόν ὡς ἐπίσκοπό της, ἀφοῦ διῆλθε κανονικά τούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης. Ζῶντας ἀκόμη ὁ ἅγιος αὐτός ἔκανε πολλά θαύματα πού τά διέσωσε ἡ παράδοση. Πόσα ἀκριβῶς ἔτη ποίμανε τό ποίμνιό του δέν γνωρίζουμε. Τρία ὅμως ἔτη ἀπό τόν θάνατο καί τόν ἐνταφιασμό του, τήν ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου του, βγῆκε ὁ ἅγιος σῶος σέ κατάσταση ῾ἡμιλελυμένη᾽, ὅπως καί τό ἱερό λείψανο τοῦ ἁγίου πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε´, ξεχύνοντας ὅμως μυρίπνοη καί ἄρρητη εὐωδία. Μετακομίσθηκε δέ ἀπό τόν ἐξ ἀγχιστείας συγγενή του πού εἴπαμε ᾽Αθανάσιο Κουλᾶ στήν Μονή τοῦ τιμίου Προδρόμου στήν Γορτυνία (πού ἀπεῖχε μία ὥρα ἀπό τήν Στεμνίτσα), γιατί ἦταν τόπος ὀχυρωμένος καί ἀπόρθητος. ῎Εκτοτε διαμένει τό πανίερο σκήνωμά του στήν Μονή. Καί ἡ μέν χαριτόβρυτη κάρα του πού ἀργυρώθηκε κατατέθηκε σέ ἰδιαίτερη ἀργυρή θήκη, τό δέ ὑπόλοιπο λείψανο σέ ξεχωριστή λάρνακα. Τά μετά θάνατον θαύματα τοῦ ἁγίου ἀναγράφονται κατά πλάτος στήν βιογραφία του, πού δημοσιεύθηκε στόν πέμπτο τόμο τοῦ νέου Συναξαριστοῦ, πού ὀνομάζεται ῾Σαρδόνυξ᾽, καί ὅποιος θέλει ἄς τά ἀναγνώσει ἐκεῖ».

Δέν φείδεται ἐπαίνων ὁ ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας μας τιμώντας τόν ἅγιο ᾽Αθανάσιο τόν νέο. Διότι στήν πραγματικότητα οἱ ἔπαινοί του γι᾽ αὐτόν ἀποτελοῦν δοξολογία ᾽Εκείνου πού τόν χαρίτωσε μέ ἐξαιρετικό τρόπο, τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. «Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ» καί «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσε ὁ Κύριος» βεβαιώνει πάντοτε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. ῎Αν τιμᾶται δηλαδή ἕνας ἅγιος, ὅπως γνωρίζουμε ὅλοι, εἶναι διότι μέσω αὐτοῦ ὁ Θεός φανερώνεται μέσα στόν κόσμο: ὁ ἅγιος γίνεται τό κατάλληλο σκεῦος γιά νά ὑπάρξει σ᾽ αὐτόν ὁ Κύριος προσφέροντας ἔτσι πολλαπλῶς τήν χάρη Του στούς ἀνθρώπους. Στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ μέ τόν πανηγυρικό πλ. α´ ὁ ὑμνογράφος καταγράφει: «Πόσο θαυμαστά εἶναι τά ἔργα Σου, Χριστέ! Ανέδειξες στούς ἔσχατους χρόνους ὡς θαυματουργό τόν ἱεράρχη Σου ᾽Αθανάσιο». Κι εἶναι ἡ ἐπισήμανσή του αὐτή αὐτονόητη μέν, ὅμως κατεξοχήν βαρυσήμαντη. Διότι κατά τήν πίστη μας ὁ Θεός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού ἀναδεικνύει τούς ἁγίους Του. Καί τούς ἀναδεικνύει μέ τά σημάδια πού ἐπιτρέπει νά ἔχουν: τήν ἀφθαρσία καί τήν εὐωδία τῶν λειψάνων τους, τά θαύματα πού ἐπιτελοῦνται μέσω αὐτῶν καί ἐνόσω ζοῦν καί μετά θάνατον, τή δύναμη πού ἐκπέμπουν τά λείψανά τους – κυριολεκτικά ἀσπίδα καί δόρυ ταυτόχρονα κατά τοῦ ἀρχεκάκου πονηροῦ. ῾Ο ὑμνογράφος μάλιστα σέ ἔξαρση θεία εὑρισκόμενος γιατί εἶναι κι αὐτός μέτοχος τῶν θαυμασίων τοῦ ἁγίου θά πεῖ: «Καί οἱ αὐτόπτες τῶν θαυμάτων σου ζοῦν τώρα στήν ἐποχή μας: αὐτοί εἶναι οἱ μάρτυρες ὅτι σύ εἶσαι θαυματουργός, ἔνδοξε ᾽Αθανάσιε» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Γι᾽ αὐτό καί καλεῖ τούς πάντες σέ δοξολογία: «᾽Εμπρός  μέ ἱερούς ὕμνους ἄς καταστέψουμε τήν θεία Κάρα, πού ᾽ναι γεμάτη ἀπό εὐωδία καί ἀναβρύζει πάμπολλα θαύματα» (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος προβαίνει σέ συσχετισμούς γιά νά ἀναδείξει τή χαρισματική φυσιογνωμία τοῦ ἐκ Κερκύρας καταγομένου, ἀλλά στήν Γορτυνία τελικῶς καταλήξαντος ἁγίου ᾽Αθανασίου. Τόν σχετίζει ἀφενός μέ τόν μεγάλο Πατέρα καί οἰκουμενικό Διδάσκαλο ὁμώνυμό του ἅγιο ᾽Αθανάσιο ᾽Αλεξανδρείας, τόν «στύλον τῆς ᾽Εκκλησίας» καί «καθαιρέτην» τοῦ αἱρεσιάρχη  ᾽Αρείου, λέγοντας ὅτι ὄχι μόνο ἔχουν τό ἴδιο ὄνομα, ἀλλά καί τόν ἴδιο τρόπο ζωῆς. ῾Ο ἅγιος ᾽Αθανάσιος ὁ νέος δηλαδή εἶναι ἐφάμιλλος τοῦ μεγάλου ᾽Αθανασίου. Διότι καί ὁ δεύτερος ὅπως καί ὁ πρῶτος ἔγινε λαμπρό δοχεῖο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «Ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς σήμερα ἄς ἀνυμνήσουμε τόν ἱεράρχη, τόν ἐπώνυμο τῆς ἀθανασίας καί ἐφάμιλλο τοῦ μεγάλου ᾽Αθανασίου...ὁ ὁποῖος ἔγινε λαμπρό δοχεῖο τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι ἀκόμη: τόν θεωρεῖ διάδοχο τῶν ἀποστόλων ὄχι μόνο λόγω τῆς ἀρχιερωσύνης του, ἀλλά κυρίως λόγω τῆς κατ᾽ ἀλήθειαν ἴδιας ζωῆς του μέ ἐκείνους. «Διάδοχος ὤφθης  ἀ λ η θ ή ς, πάτερ ᾽Αθανάσιε, τῶν ἀποστόλων» (ἀπόστιχα ἑσπερινοῦ). Δέν διστάζει μάλιστα νά δεῖ στό πρόσωπό του μία προέκταση ἐπακριβή τοῦ μεγάλου ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν ἁγίου Παύλου, κυριολεκτικά ἕνα δικό του ἀποτύπωμα καί ἐκμαγεῖο. «᾽Εκμαγεῖον τοῦ σκεύους τῆς ἐκλογῆς ἀνεδείχθης, ἱερώτατε» (αἶνοι). Κι ὄχι ἄδικα. Διότι καί ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο «τήν πίστη κράτησε, τόν δρόμο τόν ἔφτασε στό τέλος, καθώς ἀγωνίστηκε τόν καλόν ἀγώνα. Διότι ποιμαίνοντας καί παλεύοντας καί δουλαγωγώντας τό σαρκικό φρόνημα ἔγινε τά πάντα σέ ὅλους, γιά νά κερδίσει τούς πάντες» (λιτή).

Κατά συνέπειαὅπως καί  ἀπόστολος Παῦλος ἔβλεπε ὅτι μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ ζοῦσε ᾽Εκεῖνος μέσα στήν ὕπαρξή του («ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»), κατά τόν ἴδιο τρόπο καί  ᾽Αθανάσιος ἔβλεπε ᾽Εκεῖνον νά ζεῖ μέσα σ᾽ αὐτόνγιατί ἀκολουθοῦσε ἐπακριβῶς τά ἴχνη τοῦ Κυρίου: «᾽Ακολουθώντας τά ἴχνη σουΚύριεἀποθέωσε μέ τίς ἀρετές τό πνεῦμα καί τό σῶμα» (Δοξαστικό ἑσπερινοῦ). Γι᾽ αὐτό καί κύριο γνώρισμα τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ θυσιαστική ἀγάπη του πρός τούς ἀνθρώπους σάν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. «Καί τόν Σωτῆρα μιμούμενος, ὑπέρ τῶν προβάτων τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐτίθει» (Λιτή). Καί πρέπει πάντοτε νά τό θυμόμαστε:  ἐκεῖνο πού ἀποδεικνύει ὅτι ὄντως ἕνας ἅγιος εἶναι ἅγιος ὡς ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη τήν ὁποία ἔχει πρός τούς ἀδελφούς συνανθρώπους του. ῎Αν μέ ἄλλα λόγια ἡ κάθε ἀσκητική διαγωγή του  δέν καταλήγει στήν ἀγάπη, δέν ἔχει ἰδιαίτερο νόημα. Γιατί ἀσκήσεις καί δουλαγωγήσεις τοῦ σώματος βρίσκουμε καί ἐκτός τῆς χριστιανικῆς πίστεως σέ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκειῶν. ᾽Ασκήσεις ὅμως πού κατανοοῦνται ὡς μέσα ἀποκτήσεως τῆς καθαρῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης μόνο στήν χριστιανική πίστη. Κι ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος εἶχε πλήρη ἐπίγνωση τῆς σκοποθεσίας αὐτῆς. «῾Υπέρ ἄνθρωπον οἱ ἀγῶνες του καί οἱ πυκνές ἀσκήσεις του». ᾽Αλλά «γιά νά διαφυλάξει ἄσπιλο τόν πολύτιμο καί ἰσάγγελο χιτώνα τῆς παρθενίας του, ὥστε νά κραυγάζει πάντοτε στόν Κύριο ὅτι κόλλησε ἡ ψυχή του πίσω ἀπό Αὐτόν» (λιτή).

῎Οχι μόνο ἡ Γορτυνία, ὄχι μόνο ὁ τόπος τῆς καταγωγῆς του ἡ Κέρκυρα, ἀλλά κάθε τόπος ὅπου γῆς ἔχει προστρέχοντα στά προβλήματά του τόν ἰσάγγελο ἅγιο ᾽Αθανάσιο τόν νέο. ᾽Ιδίως ὅμως οἱ ῞Ελληνες μποροῦμε εὔκολα νά ἔχουμε πρόσβαση στά ἅγια καί χαριτόβρυτα λείψανά του. ῾Η Μονή τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου πού τά διαφυλάσσει μᾶς ἑλκύει σάν μαγνήτης. ᾽Εκεῖ εἶναι τό κέντρο τῆς πανηγύρεως. Καί γι᾽ αὐτό ἀφενός προσευχόμαστε ὁ Κύριος νά διαφυλάσσει τήν Μονή καί τούς Πατέρες της, ἀφετέρου εἴτε νοερῶς εἴτε ἐν σώματι ἐπιθυμοῦμε νά βρεθοῦμε ἐκεῖ.  «Μέ σκιρτήματα ἐπιτελεῖ τή φαιδρά πανήγυρη ὡς ἱερή πανδαισία ἡ Μονή τοῦ Προδρόμου, σοφέ ᾽Αθανάσιε. Γιατί κατέχει στά σπλάχνα της τήν δική σου πάντιμη καί θεοβράβευτη Κάρα καί ἀνυμνεῖ τούς ἐνάρετους ἀγῶνες σου. Γι᾽ αὐτό καί φύλαγέ την» (κάθισμα ὄρθρου).