Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ (Η ανάσταση της θυγατέρας του Ιαείρου) (σχόλιο)

         
  "μή φοβοῦ, μόνον πίστευε" (Λουκ. 8, 50)
 
Για τον πραγματικό χριστιανό ο φόβος υφίσταται μεν, αλλά δεν έχει τη δύναμη να  τον καταβάλλει. Πολύ περισσότερο δεν αφήνει ο χριστιανός χώρο μέσα του να αναπτυχτεί οποιαδήποτε φοβία, παράλογος δηλαδή και επιτεταμμένος φόβος. Αρκεί να υπάρχει η προϋπόθεση που θέτει ο Κύριος: η πίστη σ’  Αυτόν. Ο Κύριος το ξεκαθάρισε: το αντίδοτο του φόβου είναι η πίστη. «Μη φοβού∙ μόνον πίστευε» είπε στον Ιάειρο, το ίδιο λέει και σε κάθε χριστιανό της εποχής μας. Κι αλλού: «Μη ταρασσέσθω υμών η καρδία μηδέ δειλιάτω. Πιστεύετε εις τον Θεόν και εις εμέ πιστεύετε». Κι εννοείται ότι μαζί με την πίστη πρέπει να υπάρχει και η αγάπη. Διότι μόνον τότε η πίστη είναι ζωντανή. «Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» κατά τον απόστολο Παύλο. Άρα όσο πιστεύω και αγαπώ, τόσο και δεν φοβάμαι. «Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη» θα πει ο ευαγγελιστής της αγάπης, άγιος Ιωάννης, «αλλ’  η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Ό,τι λοιπόν φοβόμαστε και φαίνεται ότι μας διαλύει εσωτερικά, ας το δούμε μέσα στον Θεό και κάτω από το πατρικό Του βλέμμα. Αμέσως θα έρθει στις φυσιολογικές του διαστάσεις. Και μάλλον τότε θα γίνουμε και εμείς μέτοχοι του ίδιου θαύματος που βίωσε και ο Ιάειρος.

Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ) (ΚΑΤΑ ΜΕΤΑΘΕΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ 1 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ)




«Στον ιερό Ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως, όπου βρισκόταν και το σεπτό «μαφόριον» της Παναγίας, μία των ημερών, επί βασιλείας Λέοντος του Σοφού (886-911), ετελείτο ολονύκτια αγρυπνία. Είχε πάει εκεί κατά τη συνήθειά του και ο όσιος Ανδρέας ο σαλός. Συνέβη να παρευρίσκεται και ο Επιφάνιος έχοντας μαζί έναν υπηρέτη του. Συχνά, σε κάθε κατάλληλη ευκαιρία, αγρυπνούσε και αυτός ανάλογα με την προθυμία του, πότε μέχρι το μεσονύκτιο, πότε μέχρι το πρωί. Την τετάρτη ώρα της νυκτός, βλέπει ο μακάριος Ανδρέας μεγαλοπρεπή γυναίκα να βγαίνει από την Ωραία και βασιλική Πύλη και να προχωρεί μαζί με πολυπληθή και λαμπρότατη ακολουθία αγίων λευκοφορούντων, που έψελναν ιερούς ύμνους και πνευματικά άσματα. Τη μεγαλοπρεπή αυτή γυναίκα κρατούσαν τιμητικά συνοδεύοντας από τα χέρια ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Υιός της Βροντής, ο Θεολόγος Ιωάννης, ενώ ακολουθούσαν οι υπόλοιποι άγιοι. Μόλις τους είδε ο όσιος Ανδρέας να προχωρούν προς τον άμβωνα της Εκκλησίας, πλησιάζει τον Επιφάνιο και του λέει: - Βλέπεις την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου;           Αυτός του απαντά: - Ναι, πνευματικέ πατέρα μου. Ενώ παρακολουθούσαν οι όσιοι, Την βλέπουν να γονατίζει, να προσεύχεται για ώρα πολλή και να τρέχουν συνεχώς δάκρυα στο θεοειδές και άχραντο πρόσωπό Της. Μετά από αυτήν την προσευχή, έρχεται προς το θυσιαστήριο και δεήθηκε εκεί υπέρ του παρευρισκόμενου λαού. Όταν τελείωσε τη δέησή Της, έβγαλε από την πανάχραντη κεφαλή Της, με μία κίνηση γεμάτη χάρη και σεμνότητα, το μέγα και φοβερό «μαφόριόν» Της, που έλαμπε ως αστραπή, και το άπλωσε επάνω από όλον τον παρευρισκόμενο λαό. Αυτό το έβλεπαν οι θαυμάσιοι αυτοί άνδρες επί αρκετές ώρες να είναι απλωμένο επάνω από όλον τον λαό και να πηγάζει ως φως ήλεκτρου τη Δόξα του Κυρίου. Όση ώρα ήταν εκεί η Υπεραγία Θεοτόκος, ήταν θεατό και εκείνο, μόλις ανεχώρησε, έπαυσε και αυτό να είναι ορατό. Το επήρε μαζί της, αφήνοντας τη Χάρη Της στον πιστό λαό».

(1) Με το γεγονός της εμφάνισης της Υπεραγίας Θεοτόκου βρισκόμαστε μπροστά σε μία θαυμαστή ενέργεια του Θεού – ο Θεός ενεργεί διά της Θεοτόκου – που την ευεργετική της επίδραση δέχεται ο πιστός λαός, αλλά βλέπουν μόνον οι δύο όσιοι: ο Ανδρέας ο σαλός και ο Επιφάνιος. Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλειώδες αυτό όραμα ήταν μία ιδιαίτερη ευλογία που δόθηκε ως χάρη στους δύο αγίους, και διότι προφανώς είχαν τις εσωτερικές προϋποθέσεις για να τη δεχτούν, και διότι θα κατέθεταν τη μαρτυρία τους αυτή αργότερα στον πιστό λαό προς ενίσχυση της πίστεώς του. Με άλλα λόγια ο Θεός ικανώνει ορισμένους πιστούς Του, με την έννοια ότι τους διανοίγει τους πνευματικούς οφθαλμούς, ώστε να Τον «δουν» στη θεϊκή Του δόξα, και μετέπειτα αυτοί μαρτυρούν τη θεοπτική αυτή εμπειρία τους, η οποία γίνεται αποδεκτή από τον λαό, λόγω της αξιοπιστίας των ίδιων.
Αιτία για την τακτική αυτή του Θεού, θα λέγαμε, φαίνεται ότι είναι η αγάπη Του προς τον κόσμο, η οποία ενεργεί με τέτοια διάκριση, ώστε να μη βλάψει τους πνευματικά ανώριμους ή τους ανέτοιμους για μία ιδιαίτερη όραση Εκείνου. «Ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπον του Θεού και ζήσεται». Την τακτική αυτή του Θεού την επισημαίνουμε σε όλες τις φάσεις της αποκάλυψής Του, από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι και σήμερα ακόμη. Ας θυμηθούμε το γεγονός της παράδοσης του Νόμου του Θεού στους Ισραηλίτες στο όρος Σινά: ο Μωϋσής καλείται να μετάσχει στην ξεχωριστή ενέργεια του Θεού, η οποία δι’  αυτού γίνεται έπειτα κτήμα όλων. Κι ακόμη. Ο ίδιος ο Κύριός μας στο Θαβώρ, στο όρος της Μεταμορφώσεώς Του, τους τρεις μαθητές Του, Πέτρο, Ιωάννη και Ιάκωβο, καλεί να γίνουν «επόπται της μεγαλειότητός Του», οι οποίοι στον κατάλληλο έπειτα καιρό θα καταθέσουν τη μαρτυρία της συγκεκριμένης εμπειρίας τους.

(2) Οι δύο άγιοι, Συμεών και Επιφάνιος, βλέπουν με άμεσο τρόπο την αγάπη της Υπεραγίας Θεοτόκου προς τον πιστό λαό. Εμφανίζεται, προσεύχεται με δάκρυα, απλώνει προστατευτικά πάνω στον λαό το μαφόρι Της, γιατί είναι γεμάτη αγάπη και στοργή προς τα παιδιά της και παιδιά του Υιού και Θεού της. Κι είναι αυτά τα χαρισματικά οράματα, τα οποία επιβεβαιώνουν διαρκώς την πίστη της Εκκλησίας σχετικά με την αγάπη των αγίων απέναντί μας και μάλιστα της Παναγίας Μητέρας μας. Γνωρίζουμε την αγάπη Της αυτή ήδη από τα κείμενα της Αγίας Γραφής και τη μετέπειτα παράδοση της Εκκλησίας μας. Ιδιαιτέρως το «γύναι, ιδού ο υιός σου» και το «ιδού η μήτηρ σου» του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας προς τη Μητέρα Του και το μαθητή Του Ιωάννη, μας συγκινεί την καρδιά και δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Μα, όταν έρχονται και τέτοια θαυμαστά γεγονότα, σαν αυτό της Αγίας Σκέπης, η πίστη μας γιγαντώνεται ακόμη περισσότερο. Ξέρουμε ότι σε κάθε ώρα και σε κάθε στιγμή μπορούμε να αναφερόμαστε, μετά βεβαίως τον Κύριο και Θεό μας, και στην Παναγία Μητέρα Του, η οποία είναι έτοιμη να μεσιτεύσει μετά δακρύων υπέρ ημών προς τον Υιό και Θεό Της. Κι ο πιστός λαός πράγματι το επιβεβαιώνει. Οι χαιρετισμοί και οι παρακλητικοί κανόνες προς την Θεοτόκο δεν λείπουν ποτέ από τα χείλη του ευσεβούς λαού, ο οποίος νιώθει, έστω κι αν δεν Την βλέπει οραματικά, την παρουσία και την αγάπη Της.
Θα ήταν παρήγορο μάλιστα να μνημονεύαμε στο σημείο αυτό και μία παράδοση-θρύλο, που κυκλοφορείται ιδίως στους πιστούς της Ρωσίας. Πέθαιναν οι χριστιανοί και «σκόνταφταν» στην παρουσία του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος έχοντας τα κλειδιά του Παραδείσου ζητούσε τις απολύτως «κανονικές» προϋποθέσεις εισόδου στον Παράδεισο. Τους περισσότερους δυστυχώς τους απέπεμπε, διότι δεν εκπληρούσαν αυτά που έπρεπε. Κι ενώ λίγοι είχαν εισέλθει στον Παράδεισο, άκουγε πολλές φωνές και πολλές υμνολογίες μέσα σ’  αυτόν. Παραξενεύτηκε και κοιτώντας πιο πέρα από τη θύρα του Παραδείσου είδε ότι η Παναγία  Μητέρα βρισκόταν πάνω από τα τείχη και με το μαφόρι της σήκωνε «παράνομα» και έβαζε μέσα στον Παράδεισο αυτούς που είχαν απορριφτεί.

(3) Η εμφάνιση της Παναγίας και η προστασία Της προς τον πιστό λαό γίνεται εκεί που ο λαός αυτός έχει συναχτεί εν Εκκλησία. Δεν είναι τυχαίο, πιστεύουμε, ότι η Παναγία γίνεται το όργανο της χάρης του Θεού, όταν ο λαός φανερώνει την πίστη του με τον ερχομό του στον ναό και μάλιστα σε ώρα έντονης και παρατεταμένης προσευχής: σε αγρυπνία. Και τούτο διότι ο Θεός προσφέρει τη χάρη Του, αλλ’  όταν και ο άνθρωπος δείχνει τη διάθεση να την αποδεχτεί. Στο θαυμαστό γεγονός της Αγίας Σκέπης πολύ άμεσα διαπιστώνουμε αυτό που ο Κύριος είχε πει: «Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών». Η παρουσία Του εκδηλώθηκε μέσω της Μητέρας Του, όπως βεβαίως και για την εμφάνισή Του στον απόστολο Θωμά μετά την ανάσταση προηγήθηκε η παρουσία του Θωμά στον κύκλο των μαθητών, δηλ. στο χώρο της Εκκλησίας. Έτσι βεβαίως ο Θεός διά των αγίων Του δρα όπως και όπου θέλει, αλλά εκεί που κατεξοχήν ενεργεί και προσφέρει τη χάρη Του είναι η Εκκλησία. Από την άποψη αυτή ο αγώνας του πιστού να συμμετέχει στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, και μάλιστα στη Θεία Λειτουργία,  αποτελεί όρο για τη μετοχή του στην παροχή της χάρης του Θεού.

(4) Η ιδιαίτερη παροχή αγιασμού από την Παναγία προς τον προσευχόμενο λαό νομίζουμε ότι είχε να κάνει και με το μαφόρι Της, που φυλασσόταν ως εξαιρετική ευλογία στον συγκεκριμένο ναό των Βλαχερνών. Με άλλα λόγια, η χάρη του Θεού και των αγίων του επεκτείνεται, όταν υπάρχουν αντικείμενα που σχετίζονται με την εδώ στον κόσμο τούτο παρουσία των αγίων. Βεβαίως, για παράδειγμα, ο άγιος Διονύσιος παρέχει τη χάρη του Θεού σε όσους εν πίστει τον επικαλούνται, μα η παροχή της χάρης αυτής φαίνεται να είναι εντονότερη εκεί που υπάρχει το αγιασμένο λείψανό του, στη Ζάκυνθο. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους τους αγίους, το ίδιο πιστεύουμε ότι συνέβη και εκεί στον ναό των Βλαχερνών. Κι είναι και τούτο μία αλήθεια, που την επιβεβαιώνει διαρκώς  ο πιστός λαός ανά τους αιώνες, αφού βλέπουμε πόσο ο λαός αυτός καθοδηγούμενος από την καρδιά του τιμά τα λείψανα των αγίων, όπως και τα ιδιαίτερα αντικείμενα, όπως είπαμε, που σχετίζονται με τη ζωή τους. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί  η χάρη του Θεού αγκαλιάζει όλη την ύπαρξη ενός αγίου, όπως και διοχετεύεται αυτή και στα υλικά αντικείμενα που τον περιβάλλουν. Δεν υπάρχει τίποτε κακό στη δημιουργία του Θεού, πέρα από τις κακές επιλογές της καρδιάς μας, ενώ τα πάντα εξαγιάζονται από την υπακοή του ανθρώπου στον Θεό.

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ


           Η μύηση του αγίου Ιακώβου σε όλα τα μυστήρια από τον Κύριο συνιστά, κατά τους ύμνους της Εκκλησίας μας, την απόκτηση της αληθινής Σοφίας από αυτόν. Ο άγιος Ιάκωβος υπήρξε ο αληθινά σοφός, γιατί διδάχθηκε από  «την ενυπόστατον σοφίαν», δηλαδή τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Αυτός είναι η Σοφία του Θεού, που προσφέρεται σε κάθε άνθρωπο που θα πιστέψει στον Ίδιο και θα θελήσει έμπρακτα να ακολουθήσει τις άγιες εντολές Του. Μιλάμε λοιπόν για μία σοφία «άνωθεν προερχομένην, ειρηνικήν, επιεική, ευπειθή, μεστήν ελέους και καρπών αγαθών, αδιάκριτον και  ανυπόκριτον» (Ιακ. 3, 17). Αυτήν τη σοφία ακριβώς κατέγραψε ο άγιος Ιάκωβος και στην καταπληκτική καθολική επιστολή του, η οποία αποτελεί εκλεκτό βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος πιστός να εγκύψει στην επιστολή αυτή και να μην κατανυχθεί, να μην ελεγχθεί, να μην κινητοποιηθεί σε μετάνοια, να μην παρηγορηθεί, να μη νιώσει πράγματι τη χάρη του Θεού να εκχύνεται ως ακτίνα φωτός μέσα στην καρδιά του. «Της θεωρίας της πρακτικής συ εκτιθέμενος, δέλτον εκ πυξίδος ώσπερ πνευματικής, τους ανθρώπους εβελτίωσας», θα πει ο υμνογράφος. Δηλαδή: Γράφοντας εσύ βιβλίο που εκθέτει την πρακτική θεωρία σαν πνευματική πυξίδα, έκανες καλύτερους τους ανθρώπους.  Το λιγότερο λοιπόν που θα μπορούσαμε να κάνουμε  σήμερα επί τη μνήμη του αγίου Ιακώβου, είναι να αναγνώσουμε με προσοχή την επιστολή του. Και μακάρι να οδηγηθούμε σε μεγαλύτερη μετάνοια.  Θα είναι τούτο το καλύτερο μνημόσυνό του και η επιβεβαίωση της όλης αποστολής του.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Παρά τούς πόδας τῶν ὁσίων Πορφυρίου, Παϊσίου καί Ἰακώβου


(Ὁμιλία στόν Ἅγιο Δημήτριο Ταμπουρίων, 20 Ὀκτωβρίου 2018)
  σύγχρονη ἐποχή μας εὐλογήθηκε ἀπό τόν Θεό νά ἀναδείξει μεγάλα πνευματικά ἀναστήματα, μεγάλους ἁγίους, σάν τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς, ὅπως τούς τρεῖς ὁσίους γιά τούς ὁποίους θά κάνουμε ἰδιαίτερο λόγο: τόν Πορφύριο, τόν Παΐσιο καί τόν Ἰάκωβο, ἀλλά καί ἄλλους λιγότερο ἤ περισσότερο γνωστούς: τόν Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, τόν Γέροντα Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τόν Γέροντα Φιλόθεο Ζερβᾶκο, τόν ἐσχάτως ἁγιοκαταταχθέντα ὅσιο Γέροντα Ἀμφιλόχιο τῆς Πάτμου. Κι ἀκόμη: σύγχρονοι ἤ καί λίγο παλαιότεροι ἀπό αὐτούς βρίσκονται καί ἄλλοι, ὅπως ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς, ὁ ἅγιος Λουκᾶς ὁ νέος, ὁ ἰατρός, ἐπίσκοπος Συμφερουπόλεως, ὁ ἅγιος Νικηφόρος ὁ Λεπρός, ὁ ἅγιος Γεώργιος Καρσλίδης, ἡ ὁσία Σοφία τῆς Κλεισούρας. Μία πληθώρα δηλαδή ἁγίων, ἐπισήμως ἤ ὄχι ἐνταγμένων στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, πού φανερώνει τή διαχρονική καί αἰώνια παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ ἅγιοι ἀποτελοῦν τόν καρπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος – τό Ἅγιον Πνεῦμα δημιουργεῖ τίς συνθῆκες γιά νά ὑπάρχουν ἅγιοι, ἄνθρωποι δηλαδή ὄχι ἀναμάρτητοι, ἀλλά ἀγωνιστές πάνω στή μόνη ὁδό πού ὁδηγεῖ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τή μετάνοια.
 Ὁ λόγος ξεχωριστός ὅμως, ὅπως εἴπαμε, γιά τούς τρεῖς ἀπό τούς ἐσχάτως ἐνταχθέντας στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται μᾶλλον καί οἱ πιο γνωστοί, κι ἴσως καί οἱ πιο ἀγαπητοί ἀπό τό εὐρύ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσιος Πορφύριος, ὅσιος Παΐσιος, ὅσιος Ἰάκωβος. Καί τί νά πρωτοπεῖ κανείς γι’ αὐτούς; Ἔχουν γραφεῖ καί συνεχῶς γράφονται βιβλία πού καί μόνη ἡ ἀναφορά τους θά ἔπαιρνε πολύ χρόνο… Ἀπέναντί τους αἰσθάνομαι προσωπικά δύο πράγματα: πρῶτον χαρά, γιατί δέησε ὁ Θεός καί γνώρισα καί τούς τρεῖς. Δεύτερον λύπη, γιατί δέν μοῦ δόθηκε ἡ χάρη νά τούς γνωρίσω περισσότερο καί βαθύτερα. Ἡ γνωριμία μου μαζί τους ἔγινε ἀργότερα, κυρίως μέσα ἀπό τά βιβλία καί τίς μαρτυρίες πού κατατέθηκαν ἀπό ἄλλους ἀδελφούς γι’ αὐτούς.
Στή συνέχεια τοῦ λόγου μας, θά ποῦμε μερικά βιογραφικά σύντομα γιά τόν καθένα, κι ἔπειτα, θά δώσουμε κάποια στοιχεῖα τῆς κατά Χριστόν πολιτείας τους, πού νομίζουμε ὅτι χαρακτηρίζουν ὁλόκληρη τή ζωή τους.
1. (α)  Ὁ ὅσιος Γέρων Πορφύριος

(Κατὰ κόσμον Εὐάγγελος Μπαϊρακτάρης). Γεννήθηκε στὶς 7 Φεβρουαρίου 1906, στὴν Εὔβοια, στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς ἐπαρχίας Καρυστίας. Οἱ γονεῖς του, Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης καὶ Ἑλένη, ἦταν εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι ἄνθρωποι. Ὁ πατέρας του, μάλιστα, ἦταν ψάλτης στὸ χωριὸ καὶ εἶχε γνωρίσει προσωπικὰ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο.
Ὁ μικρὸς Εὐάγγελος ἦταν τὸ τέταρτο παιδὶ τῆς οἰκογένειας. Φύλαγε πρόβατα στὸ βουνὸ καὶ εἶχε παρακολουθήσει μόνο τὴν πρώτη τάξη τοῦ δημοτικοῦ, ὅταν ἀναγκάστηκε καὶ αὐτὸς λόγω τῆς μεγάλης φτώχειας, σέ ἡλικία μόλις ἑπτά ἐτῶν, νὰ πάει στὴ Χαλκίδα γιὰ νὰ δουλέψει. Ἦταν μόλις ἑπτὰ χρονῶν. Μετὰ πῆγε στὸν Πειραιᾶ, ὅπου δούλεψε δύο χρόνια στὸ παντοπωλεῖο ἑνὸς συγγενοῦς.
Στὰ δώδεκά του χρόνια ἔφυγε κρυφὰ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μὲ τὸν πόθο νὰ μιμηθεῖ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Καλυβίτη, τὸν ὁποῖο εἶχε ἰδιαίτερα ἀγαπήσει, ὅταν παλαιότερα εἶχε διαβάσει τὸ βίο του. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν ὁδήγησε στὴν καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων καὶ στὴν ὑποταγὴ δύο Γερόντων, τοῦ Παντελεήμονος, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ πνευματικός, καὶ τοῦ Ἰωαννικίου, ἀδελφῶν κατὰ σάρκα. Ἀφοσιώθηκε στοὺς δύο Γέροντες, ποὺ κατὰ κοινὴ ὁμολογία ἦταν ἰδιαίτερα αὐστηροί, μὲ μεγάλη ἀγάπη καὶ μὲ πνεῦμα ἀπόλυτης ὑπακοῆς.
Ἔγινε μοναχὸς σὲ ἡλικία δεκατεσσάρων ἐτῶν καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Νικήτας. Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια ἔγινε μεγαλόσχημος. Λίγο ἀργότερα ὁ Θεὸς τοῦ δώρισε τὸ διορατικὸ χάρισμα.
Στὰ δεκαεννέα του χρόνια ὁ Γέροντας ἀρρώστησε πολὺ σοβαρά, γεγονὸς ποὺ τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐγκαταλείψει ὁριστικὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐπέστρεψε τότε στὴν Εὔβοια, ὅπου ἐγκαταβίωσε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους Λευκῶν. Ἕνα χρόνο ἀργότερα, τὸ ἔτος 1926, σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, χειροτονήθηκε ἱερέας στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο Κύμης ἀπὸ τὸν Πορφύριο Γ´, Ἀρχιεπίσκοπο Σινᾶ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Πορφύριος.
Στὴν Εὔβοια, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Χαραλάμπους, ἔζησε δώδεκα χρόνια, διακονώντας τοὺς ἀνθρώπους ὡς πνευματικὸς καὶ ἐξολόγος, καὶ τρία χρόνια στὴν Ἄνω Βάθεια, στὴν ἐγκαταλελειμμένη Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Στὰ 1940, παραμονὲς τοῦ Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Γέροντας Πορφύριος ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἀνέλαβε καθήκοντα ἐφημερίου καὶ πνευματικοῦ στὴν Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν. Ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, ἔζησε ἐκεῖ τριάντα τρία χρόνια σὰν μία μέρα, ἀσκώντας ἀκαταπόνητα τὸ πνευματικὸ ἔργο καὶ ἀνακουφίζοντας τὸν πόνο καὶ τὴν ἀσθένεια τῶν ἀνθρώπων.
Ἀπὸ τὸ 1955 εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὰ Καλλίσια, ὅπου εἶχε μισθώσει ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης τὸ ἐκεῖ εὑρισκόμενο μονύδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου μὲ τὴν ἀγροτικὴ περιοχὴ ποὺ τὸ περιέβαλλε, ἐνῶ παράλληλα ἐξασκοῦσε τὸ πλούσιο πνευματικό του ἔργο.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1979, ἐγκαταστάθηκε στὸ Μήλεσι μὲ τὸ ὄνειρο νὰ χτίσει μοναστήρι. Ἐκεῖ ζοῦσε στὴν ἀρχὴ σὲ ἕνα τροχόσπιτο κάτω ἀπὸ ἰδιαίτερα ἀντίξοες συνθῆκες καὶ μετὰ σὲ ἕνα ἀπέριττο κελλάκι ἀπὸ τσιμεντόλιθους, ὅπου καὶ ὑπέμενε ἀγόγγυστα τὶς πολλὲς δοκιμασίες τῆς ὑγείας του. Τὸ 1984 μεταφέρθηκε σὲ κτίσμα τοῦ ὑπὸ ἀνέγερση μοναστηριοῦ, γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ὁποίου ὁ Γέροντας, παρόλο ποὺ ἦταν πολὺ ἄρρωστος καὶ τυφλός, ἐργαζόταν ἀκατάπαυστα καὶ ἀκαταπόνητα. Μὲ τὴ θεμελίωση τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως, στὶς 26 Φεβρουαρίου 1990, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸ ὄνειρό του νὰ γίνεται πραγματικότητα.
Τὰ τελευταῖα χρόνια της ἐπίγειας ζωῆς του ἄρχισε νὰ προετοιμάζεται γιὰ τὴν κοίμησή του. Ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὰ ἀγαπημένα του Καυσοκαλύβια, ὅπου μυστικὰ καὶ ἀθόρυβα, ὅπως ἔζησε, θὰ ἔδιδε τὴν ψυχή του στὸ Νυμφίο της. Πολλὲς φορὲς τὸν ἄκουσαν νὰ λέει: «Ἐπιδιώκω καὶ τώρα ποὺ ἐγήρασα νὰ πάω καὶ νὰ πεθάνω ἐκεῖ πάνω».
Πράγματι, τὸ ὁσιακὸ τέλος τὸν βρῆκε στὰ Καυσοκαλύβια, στὴν καλύβη του, τὸ πρωὶ τῆς 2ας Δεκεμβρίου 1991.
Τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ ἀκούστηκαν ἀπὸ τὸ στόμα του ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου, αὐτὰ ποὺ τόσο ἀγαποῦσε καὶ πολὺ συχνὰ ἐπαναλάμβανε: «ἵνα ὦσιν ἕν».
(β)  Ὁ ὅσιος Γέρων Παΐσιος

Ο Όσιος πατήρ Παΐσιος ο Αγιορείτης γεννήθηκε από εὐλαβείς γονείς, τον Πρόδρομο και την Ευλαμπία Ενζεπίδη, στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου του 1924, λίγες μέρες πριν από τη φυγή των Φαρασιωτών από την πατρώα γη για την Ελλάδα. Στη βάπτισή του, ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, ο πλήρης ημερών και αγιότητος βίου κοσμούμενος ιερέας των Φαράσων, τον ονόμασε Αρσένιο, «για να τον αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είπε.
Στην Ελλάδα, η οικογένεια του μικρού Αρσενίου εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο ίδιος πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Ακολούθησαν καιροί ταραχής και αναστάτωσης για την Ελλάδα, λόγω της ξένης Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ο Όσιος όμως, τόσο ως πολίτης όσο και ως στρατιώτης κατά τη θητεία του (1945 - 1949), επέδειξε απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία. Ύστερα και από αυτές τις περιπέτειες, θέλησε να καταταγεί στο αγγελικό τάγμα των μοναχών.
Αφού περιήλθε σκήτες και καλύβες, εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου, με το όνομα Αβέρκιος. Έχοντας όμως άσβεστο μέσα του τον πόθο για τον ησύχιο και απράγμονα βίο, πήρε την ευλογία του Ηγουμένου και πήγε να μονάσει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, που ήταν τότε σε κατάσταση ιδιόρρυθμη. Στις 12 Μαρτίου 1956 εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.
Τον Αύγουστο του 1958 υπακούοντας σε θεία βουλή, δεν εγκαταστάθηκε στην έρημο, για την οποία προετοιμαζόταν, αλλά στην κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Παναγίας του Στομίου, που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Σε αυτήν έζησε 4 χρόνια, ζώντας ισάγγελο βίο και ανακαινίζοντας με πολύ μόχθο το Μοναστήρι.
Τo 1962 όταν και ολοκληρώθηκε το έργο της ανακαίνισης και ο κίνδυνος από τις ετερόδοξες ομάδες εξέλιπε, ο Όσιος δέχθηκε ως θεόσταλτη την πρόσκληση κάποιου ιεροδιακόνου να τον συνοδεύσει στο θεοβάδιστο Όρος του Σινά. Πάνω σε κείνον τον άνυδρο και ξερό τόπο, στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, έζησε επιτέλους αυτό που χρόνια ποθούσε, την προς Θεόν μόνωση.
Δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να εγκαταλείψει το στάδιο εκείνο της αρετής, εάν δέν ἀσθενοῦσε από το δύσκολο κλίμα, κάτι πού τον ανάγκασε να επιστρέψει στην κατά σάρκα πατρίδα του. Επανερχόμενος στο Άγιο Όρος το 1964, δεν ελάττωσε το πλήθος των ασκητικών αγώνων του, γι’ αὐτό καί τό 1966 ασθένησε καί πάλι σοβαρά, ὁπότε εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδας (Νοσοκομείο Παπανικολάου). Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου (Βλάχικα).
Στις 12 Αυγούστου 1968 ο Όσιος Παΐσιος, εισήλθε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και μόνασε στο κελί του Τιμίου Σταυρού.
Το 1979 αφήνει τον Τίμιο Σταυρό και αναζητώντας κελί πηγαίνει στην εγκαταλελειμμένη «Παναγούδα», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές.
Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του γέροντος Παϊσίου έρχονται να προστεθούν και ἄλλα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Μετά το 1993 παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει δεν ἄντεξε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο Νοσοκομεῖο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 χειρουργήθηκε. Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
(γ)  Ὁ ὅσιος Γέρων Ιάκωβος

Ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης γεννήθηκε στο Λιβίσι της Μικράς Ασίας στις 5 Νοεμβρίου του 1920. Ήταν μέλος χριστιανικής οικογένειας (η μητέρα του είχε γεννήσει 9 παιδιά, αλλά από τις κακουχίες είχαν επιζήσει μόλις τα τρία), που στα παιδικά του χρόνια έζησε τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία. Αρχικά εγκαταστάθηκε στο χωριό Άγιος Γεώργιος Άμφισσας καί λόγω τῶν δυσκολιῶν τό  1925 η οικογένειά του μετακινήθηκε στα Φάρακλα της βόρειας Εύβοιας. Εκεί ο Γέροντας Ιάκωβος, διδάχτηκε τα θύραθεν και εκκλησιαστικά γράμματα, στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής του χωριού.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής ο μικρός Ιάκωβος έδειχνε από τη νεανική του ηλικία κλίση προς το μοναχισμό. Είναι χαρακτηριστικό πως πολλοί τον αποκαλούσαν καλόγερο, ένεκα του ασκητικού βίου που διήγαγε καθώς και εξ αιτίας των πρώτων χαρισμάτων που είχαν αρχίσει να διαφαίνονται. Η εμφάνιση της Αγίας Παρασκευής την ίδια περίοδο τον στιγμάτισε και τελικά αποφάσισε ότι θα ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Σε ότι αφορά την εκπαίδευσή του, ο Γέροντας Ιάκωβος δεν κατάφερε να παρακολουθήσει το Γυμνάσιο, εξ αιτίας των οικονομικών αναγκών της οικογένειάς του, με αποτέλεσμα να εργάζεται από μικρή ηλικία σε οικοδομή.
Το 1947 κλήθηκε στο στρατό και το 1949 απολύθηκε. Ήταν η χρονιά που πέθανε και ο πατέρας του.Το 1951 και αφού παντρεύτηκε η αδελφή του, οδηγήθηκε στη μοναχική ζωή. Επέλεξε να εισέλθει στη μονή του Οσίου Δαυίδ στην Εύβοια, που την εποχή εκείνη είχε τρεις μοναχούς. Η κατάσταση εκεί όμως ήταν δύσκολη. Αφενός το μοναστήρι ήταν εγκαταλελειμμένο, αφετέρου οι μοναχοί δεν του έδωσαν ιδιαίτερη σημασία, με αποτέλεσμα να γυρίσει πίσω στα Φάρακλα. Τελικά, παρά τις αντίθετες πιέσεις ξαναπήγε στο Μοναστήρι. Στις 31 Νοεμβρίου του 1952 εκάρη μοναχός και στις 17 Δεκεμβρίου στη Χαλκίδα διάκονος και δύο ημέρες μετά ιερέας. Το 1975 ανέλαβε την Ηγουμενία της Μονής. Ήδη όμως και ιδίως μετά το 1970 είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής με αποτέλεσμα αρκετός κόσμος να εισέρχεται στη Μονή για εξομολόγηση και ποιμαντική καθοδήγηση. Το αποτέλεσμα ήταν να εισέρχονται σημαντικοί οικονομικοί πόροι τους οποίους ο Γέροντας τους χρησιμοποιούσε για σημαντικό φιλανθρωπικό έργο.
Η σκληρή άσκηση του Γέροντα επιδείνωνε συχνά την υγεία του. Στις 23 Σεπτέμβρη του 1990 νοσηλεύτηκε με καρδιακή αρρυθμία. Ένα έτος αργότερα στις 21 Νοεμβρίου ο Γέροντας εκοιμήθη, αφού συμμετείχε στη Θεία Λειτουργία των Εισοδίων της Θεοτόκου και μετάλαβε του Σώματος και Αίματος του Κυρίου.
2. Ἄν θέλαμε νά ποῦμε ποιά ἦταν τά κύρια χαρακτηριστικά καί τῶν τριῶν, πέρα ἀπό ὅσα τούς διέκριναν ὡς ἀνθρώπους, ἀφοῦ κάθε ἄνθρωπος, ἔστω καί ἅγιος, διαφέρει ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον, θά ἐπισημαίναμε τά ἑξῆς:
(1) Ἡ βαθειά πίστη τους στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὄχι μία πίστη γενική καί ἀόριστη σέ Θεό, ἀλλά συγκεκριμένα στόν Ἰησοῦ Χριστό καί συνεπῶς στόν Τριαδικό Θεό πού φανέρωσε Ἐκεῖνος. Κι αὐτό συνιστᾶ μία χαρισματική πραγματικότητα, γιατί κανείς ἀπό μόνος του δέν γίνεται πιστός στόν Χριστό. «Οὐ πάντων ἡ πίστις», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε πώς «οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν». Ὁ Θεός Πατέρας δηλαδή ἀσκεῖ μία ἕλξη, μία γοητεία στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε κι ἐκεῖνος κατά τήν ἀναλογία τῆς καλῆς του διάθεσης ἀνταποκρίνεται στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ.
Κι αὐτή ἡ ἀνταπόκριση ὁδηγεῖ σέ δύο καταστάσεις: πρῶτον, στήν ἔνταξή του στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, δεύτερον, σέ συνθῆκες καρδιακῆς ἀγάπης πρός τόν Κύριο. Πού θά πεῖ: ἡ ἀληθινή πίστη στόν Χριστό πάντοτε ἔχει ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα - στήν Ἐκκλησία ζεῖ κανείς τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό ζωντανό σῶμα Του, ὁπότε τό «πιστεύω καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν» πηγαίνει πάντοτε μέ τό πιστεύω «καί εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν  Ἐκκλησίαν». Κι εἶναι ἐξόχως συγκινητική ἡ διαπίστωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καί τῶν τριῶν ὁσίων αὐτῶν Γερόντων. Ὁ ὅσιος Πορφύριος γιά παράδειγμα ἦταν αὐτός πού ἔλεγε ὅτι «προτιμῶ νά πλανῶμαι μέσα στήν Ἐκκλησία παρά νά εἶμαι ἅγιος ἐκτός αὐτῆς». Τό ἴδιο καί οἱ ἅλλοι Πατέρες: πάντοτε ἀκολουθοῦσαν ὅ,τι ἔλεγε καί ἀποφάσιζε ἡ Ἐκκλησία. Ποτέ δέν διαφοροποιοῦνταν, στηριζόμενοι τάχα στά χαρίσματά τους καί στά κελεύσματα τῆς ὅποιας ἁγιότητάς τους. Ἀκριβῶς τό ἀντίθετο: ἦταν ἅγιοι, γιατί ἀκριβῶς ἦταν ἐνταγμένοι ὀρθά μέσα στήν Ἐκκλησία. Κι ἀπό τήν ἄλλη: ἡ καρδιακή σχέση τους μέ τόν Χριστό. Ἡ πίστη τους δηλαδή δέν ἦταν κάτι τό τυπικό ἤ ἕνα θέμα ἰδεολογίας. Αὐτό πού τούς συνεῖχε ἦταν ἡ βαθειά ἀγάπη τους στόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος μέ τίς ἐντολές Του καθόριζε τήν πορεία τῆς ζωῆς τους. Ἄς ἀκούσουμε τόν ἴδιο τόν ὅσιο Γέροντα Πορφύριο καί πάλι νά λέει: «Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Εἶναι ἡ χαρά, εἶναι ἡ ζωή, εἶναι τό φῶς, τό φῶς τό ἀληθινόν, πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά χαίρεται, νά πετάη, νά βλέπη ὅλα, νά βλέπη ὅλους, νά πονάη γιά ὅλους, νά θέλη ὅλους μαζί του, ὅλους κοντά στόν Χριστό. Ἀγαπήσατε τόν Χριστό καί μηδέν προτιμῆστε τῆς ἀγάπης αὐτοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν, εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, εἶναι τό ἄκρον τῶν ἐφετῶν, εἶναι τό πᾶν. Ὅλα στόν Χριστό ὑπάρχουν τά ὡραῖα. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ἀγαπήση τόν Χριστό, κι ὅταν ἀγαπήση τόν Χριστό, ἀπαλλάττεται ἀπό τόν διάβολο, ἀπό τήν κόλαση καί ἀπό τόν θάνατο». Στό ἴδιο μῆκος κινοῦνταν καί οἱ ἄλλοι δύο ὅσιοι. Τό «ζῆ Κύριος ὁ Θεός», γιά παράδειγμα, τοῦ ὁσίου Ἰακώβου, συνιστᾶ τήν ἐκφρασμένη διά τῶν χειλέων του σχέση του μέ τόν ζῶντα καί πανταχοῦ παρόντα Θεό. Ὅπως καί τοῦ ὁσίου Παϊσίου: «Ἄν δέν εἶχα ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, δέν ξέρω τί θά γινόμουν. Ὁ ἄνθρωπος νά ἐνεργῆ μέχρις ἑνός σημείου. Μετά ὁ Θεός, Νά ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη».
(2) Ἡ ἀγάπη τους πρός τον συνάνθρωπο. Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού γνώρισε καί τούς τρεῖς ὁσίους, ὁ ὁποῖος νά μή βεβαίωσε καί νά μή βεβαιώνει ὅτι πράγματι αὐτό πού εἰσέπρατταν ἀπό τήν παρουσία τους καί τήν προσευχητική τους διάθεση ἦταν μία ἀνοιχτή ἀγκαλιά πού τούς «ἔλιωνε» μέ τή θέρμη τῆς ἀγάπης της. Δέν διέκριναν τούς ἀνθρώπους ἀπό τό ποιόν τους, ὥστε ἀνάλογα νά τούς συμπεριφερθούν. Ὅπως σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «οὐκ ἐσκόπουν τά βλεπόμενα, ἀλλά τά μή βλεπόμενα», δηλαδή μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἔβλεπαν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα του, καί εἴτε χαίρονταν ἀπό τή φωτεινότητά της εἴτε θλίβονταν καί προσεύχονταν γι’ αὐτήν λόγω τῆς σκοτεινιᾶς  τῶν παθῶν της. Ἔτσι κι ἀλλιῶς ὅμως ἡ στάση τους ἦταν στάση πάντοτε ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. «Αἰσθάνομαι - ἔλεγε ὁ ὅσιος Παΐσιος – γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους τήν ἴδια ἀγάπη πού εἶχα γιά τούς συγγενεῖς μου. Τώρα αἰσθάνομαι ὅλον τόν κόσμο σάν ἀδελφούς». Εἶναι γνωστό ἐπίσης γιά τόν ὅσιο Ἰάκωβο πώς ὅ,τι χρήματα τοῦ προσέφεραν γιά τίς ἀνάγκες τίς δικές του ἤ τοῦ μοναστηριοῦ κατέληγαν σχεδόν ἀμέσως στά χέρια τῶν πτωχῶν πού γνώριζε ἤ τοῦ ἔλεγαν. Πακτωλός χρημάτων πού σέ χέρια ἄλλου θά τόν εἶχα κάνει πάμπλουτο. Καί γιά τόν ὅσιο Πορφύριο βεβαίως τί νά πεῖ κανείς; Ἄς μνημονεύσουμε μόνο αὐτό τό κείμενο πού εἶχε ζητήσει νά τό βάλουν στό κελάκι του, προκειμένου νά «καθρεπτίζεται» καθημερινά σ’ αὐτό, καθώς ἐπίσης καί εἶχε πεῖ σέ πνευματικά του παιδιά νά τό φωτοτυπίσουν καί νά τό διαμοιράζουν σέ κάθε ἕνα πού ἐρχόταν κοντά του: «Ὅλους τούς πιστούς ὀφείλουμε νά τούς βλέπουμε σαν ἕνα καί νά σκεπτόμαστε ὅτι στόν καθένα ἀπό αὐτούς εἶναι ὁ Χριστός. Καί νά ἔχουμε γιά τόν καθένα τέτοια ἀγάπη, ὥστε νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά θυσιάσουμε γιά χάρη του καί τή ζωή μας. Γιατί ὀφείλουμε νά μή λέμε, οὔτε νά θεωροῦμε κανέναν ἄνθρωπο κακό, ἀλλά ὅλους νά τούς βλέπουμε ὡς καλούς… Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό σέ προετοιμάζει ν’ ἀγάπήσεις περισσότερο τόν Θεό. Τό μυστικό τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό. Γιατί, ἄν δέν ἀγαπάεις τόν ἀδελφό σου πού τόν βλέπεις, πῶς εἶναι δυνατόν ν’ ἀγαπάεις τόν Θεό πού δέν Τόν βλέπεις;»
(3) Ἡ μεγάλη τους ταπείνωση. Ἡ ταπείνωση γιά τούς τρεῖς αὐτούς ὁσίους δέν ἦταν ἁπλῶς μία ἐπιμέρους ἀρετή. Ἀποτελοῦσε τή βάση ὅλων, δεδομένου ὅτι ἀπό αὐτήν κρίνεται ἡ ποιότητα καί τῆς ἀληθινῆς πίστης στόν Χριστό, ὅπως καί τῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο. Καί τοῦτο γιατί χωρίς ταπείνωση ὁ ἄνθρωπος, ἔστω κι ἄν ἔχει τοῦ κόσμου τίς ἀρετές, ἐκπίπτει σ’ ἕναν δαιμονισμό πού λίγο ἀπέχει ἀπό τόν δαιμονισμό τοῦ ἴδιου τοῦ… διαβόλου. Καί οἱ τρεῖς ὅσιοι ἤξεραν πολύ καλά ὅτι ὁ πρῶτος ἀρχάγγελος, ὁ Ἑωσφόρος, ξέπεσε ἀπό τήν πρώτη θέση πού κατεῖχε λόγω ἀκριβῶς τῆς ὑπερηφάνειας πού ἀνέπτυξε, λόγω δηλαδή τῆς ἀδυναμίας ἐπιμονῆς στήν πραγματικότητα τοῦ ἑαυτοῦ του: ὅτι ὅλα τά καλά ἀνήκουν στόν ἴδιο τόν Θεό καί τό μόνο πού ἔχουμε τά κτιστά ὄντα εἶναι τό τίποτε. Γι’ αὐτόν τόν λόγο καί συχνά ἐπανελάμβαναν αὐτό πού ὁ Κύριος μέ ἀπόλυτο τρόπο εἶχε ἀποκαλύψει:  «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Καί: «ὅταν ποιήσητε πάντα τά διατεταγμένα ὑμῖν, λέγετε ὅτι  ἀχρεῖοι δοῦλοί ἐσμεν· ὅτι ὅ ὀφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν». Ἡ αἴσθηση τῆς μηδαμινότητάς τους συνεῖχε τή ζωή τους, κρατώντας τους ἑπομένως στήν ἰσορροπία τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη εἶχαν πλήρη ἐπίγνωση τῶν χαρισμάτων τους, τά ὁποῖα ὅμως ἀπέδιδαν στόν ἴδιο τόν Χριστό. «Ἐκεῖνος, (ὁ γέρων Πορφύριος), - ἔλεγε ὁ ὅσιος Παΐσιος – εἶναι ἔγχρωμη τηλεόραση. Ἐγώ εἶμαι ἀσπρόμαυρη». Καί ἀντιστρόφως ὁ ὅσιος Πορφύριος γιά τόν ὅσιο Παϊσιο: «Ὁ π. Παΐσιος εἶναι κατά πολύ ἀνώτερός μου, γιατί αὐτός ἀγωνίστηκε καί κουράστηκε πολύ γιά νά ἀποκτήσει τά χαρίσματά του, ἐνῶ ἐμένα μοῦ δόθηκαν ἀπό νεαρή ἡλικία». Εἶναι πολύ συγκινητικά τά λόγια τοῦ ὁσίου Παϊσίου ἐπίσης, τά ὁποῖα ἄφησε ὡς πνευματική του διαθήκη: «Τοῦ λόγου μου ὁ Μοναχός Παΐσιος, ὅπως ἐξέτασα τόν ἑαυτό μου, εἶδα ὅτι ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου τίς παρέβην, ὅλες τίς ἁμαρτίες τίς ἔχω κάνει. Δέν ἔχει σημασία ἐάν ὁρισμένες ἔχουν γίνει σέ μικρότερο βαθμό, διότι δέν ἔχω καθόλου ἐλαφρυντικά, ἐπειδή μέ ἔχει εὐεργετήσει πολύ ὁ Κύριος. Εὔχεσθε νά μέ ἐλεήσει ὁ Κύριος…». Ὁ ἴδιος, ἀκόμη, δέν ἔλεγε ὅτι «ὁ κόσμος τόν πῆρε μέ καλό μάτι καί νομίζει ὅτι εἶναι χρυσάφι, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνας τενεκές»; Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ἀπό τήν ἄλλη ὁμολογοῦσε διαρκῶς ὅτι εἶναι «μουρλόπραμα» καί ὅτι «βρωμίζει καί τόν ἀέρα πού ἀναπνέει». «Ποιός εἶμαι ἐγώ – συνήθιζε νά λέει – πού ἔρχονται σέ μένα τόν ἀγράμματο, ἄνθρωποι σπουδαῖοι καί μορφωμένοι, καθηγητές Πανεπιστημίου, δικαστικοί, Ἐπίσκοποι; Δέν ἀξίζω τίποτε».
(4) Τά παραπάνω κύρια χαρακτηριστικά τῆς ζωῆς τους ἔφερναν βεβαίως, ὅπως ὅλοι μποροῦμε νά γνωρίζουμε, πληθώρα ἄλλων χαρισμάτων καί θαυμαστῶν καταστάσεων στήν ὕπαρξή τους. Διότι ἡ ἀληθινή πίστη, ἡ γνήσια ἀγάπη, ἡ διακριτική ταπείνωση ἀποτελοῦν γιά τόν μυημένο, ἔστω καί ἐπ’ ἐλάχιστον, στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας γεννητικές ἀρετές, μέ τήν ἔννοια ὅτι δημιουργοῦν τό κατάλληλο κλίμα γιά νά σκηνώσει πλούσια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, νά γίνει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἕνας «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ Χριστός», ἕνας «ἐν σαρκί περιπολῶν Θεός». Δέν πρόκειται νά ἀσχοληθοῦμε μέ τίς προεκτάσεις αὐτές τῶν χαρισμάτων τους καί τίς θυγατέρες τῶν κεντρικῶν ἀρετῶν τους. Σέ ἕνα μόνο θά κάνουμε μία μικρή στάση, τό ὁποῖο φαίνεται ὅτι συνιστᾶ παραδοξότητα γιά κάποιους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι προφανῶς εἶναι ἀμύητοι στά τῆς πίστεως. Ποιό εἶναι αὐτό τό χάρισμά τους; Τό πηγαῖο χιοῦμορ τους. Εἶναι πράγματι συγκλονιστικό νά σκέφτεται κανείς ὅτι μιλᾶμε γιά ὁσίους ἀνθρώπους, ἀφιερωμένους σέ σκληρή ἄσκηση τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, οἱ ὁποῖοι ὅμως χαρακτηρίζονταν ἀπό μία διάθεση τόσο νεανική καί εὐχάριστη πού ἔκανε κάποιους νά… προβληματίζονται κι ἴσως νά τούς παρεξηγοῦν. Θυμίζουν οἱ «αὐστηροί» αὐτοί  ἀδελφοί μέ τήν ἑτοιμότητα τῆς κατακεραύνωσης τῶν πάντων, ἀκόμη καί τῶν ἁγίων, θυμίζουν λοιπόν ἐκεῖνον τόν κυνηγό πού εἶχε σκανδαλιστεῖ ἀπό τόν μέγα ὅσιο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν μέγα Ἀντώνιο, ὅταν τόν εἶχε δεῖ κάποια φορά νά χαριεντίζεται μέ κάποιους ὑποτακτικούς του καλογέρους. Κι ὁ μέγας διορατικός αὐτός Πατέρας βλέποντας τή σκοτεινιά τῆς ψυχῆς του τοῦ ἀνέπαυσε τόν λογισμό, φέρνοντας ὡς παράδειγμα τό ἴδιο τό τόξο τοῦ κυνηγοῦ: ἄν παρατεντώσεις τή χορδή, ἡ χορδή θά σπάσει. Τό ἴδιο καί μέ τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων: ἡ ὑπερβολική αὐστηρότητα, καρπός μᾶλλον ψυχοπαθολογίας καί ὄχι ὀρθῆς πνευματικότητας, χωρίς κάποια χαλάρωση πού ὑπεδείκνυε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στούς μαθητές Του, θά προκαλέσει τό «σπάσιμο» τῆς ψυχῆς καί τή διαστροφή της.
Λοιπόν, καί οἱ τρεῖς αὐτοί ὅσιοι, μέ τίς διαβαθμίσεις ἀσφαλῶς καί τοῦ χαρακτήρα τους, διέπονταν καί ἀπό τό χάρισμα αὐτό τοῦ χιοῦμορ. Καί μιλώντας γιά χιοῦμορ βεβαίως ἐννοοῦμε ὄχι μία εὐτράπελη κατάσταση ἡ ὁποία διακρίνεται γιά τή διάχυση τοῦ νοός καί ἐκφράζεται μέ ἀστειότητες καί σαχλότητες ἤ καί μέ περιπαικτική διάθεση ἀπέναντι στόν συνάνθρωπο, ἀλλά τό εὐχάριστο τοῦ χαρακτήρα καί τῶν λόγων, τό ἄνοιγμα τῆς ψυχῆς πρός τόν προσερχόμενο πλησίον, μία ἀνατολή ἀνοιξιάτικου πρωϊνοῦ πού κινεῖται μέ ὁρμητική διάθεση γιά νά προσφέρει τίς ἀκτίνες του σέ ὅλη τήν πλάση καί κυρίως στόν κάθε ἄνθρωπο. Πρόκειται στήν πραγματικότητα γι’ αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος «καί εὐχάριστοι γίνεσθε» ἤ τό ἄλλο «ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος». Γιατί; Διότι «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε», καθώς ὁ Κύριος μεταξύ τῶν ἄλλων ἔδωσε κι αὐτήν τήν ἐντολή, ἀπότοκο τῆς ἀναστάσιμης παρουσίας Του καί τῆς  ἀληθινῆς ἀγάπης: «Χαίρετε».
Περιττό βεβαίως ἔτσι νά σημειώσουμε πόσο μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι πού ταυτίζουν τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέ τή μελαγχολική διάθεση, μέ τή σκληρότητα καί τήν αὐστηρότητα, μέ τή «μιζέρια» πού λέμε, πράγματα πού τό μόνο ἀσφαλῶς πού προκαλοῦν εἶναι ἡ ἀποστροφή καί ἡ ἀντιπάθεια γιά τόν χριστιανισμό. «Δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται τό ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσιν» εἶπε ὁ Κύριος, κι ὄχι μόνο γιά τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί γιά ὅλους ἐμᾶς, τούς κατ’ ὄνομα πολύ συχνά χριστιανούς.
«Ὁ Χριστός δέν θέλει κοντά του χοντροκομμένους ἀνθρώπους, ἀλλά λεπτούς…», συνήθιζε νά λέει ὁ ὅσιος Πορφύριος. «Ἦταν ἀπό φύσεως ἀνοικτός καί εὐχάριστος, φιλόξενος καί ἐλεήμων, γνήσιος Ἀνατολίτης», σημειώνει γιά τόν ὅσιο Παΐσιο ὁ μακαριστός ἱερομόναχος Ἰσαάκ πού ἔγραψε ὀγκῶδες βιβλίο γι’ αὐτόν. «Ἀγαποῦσε νά διηγεῖται χαριτωμένες ἱστορίες μέ πνευματικό περιεχόμενο καί νά γελᾶ ἀπό τήν καρδιά του: “Δυστυχῶς σήμερα”, ἔλεγε, “χάθηκε ἀπό τούς πολλούς τό φυσικό γέλιο”».
«Γέροντα, θέλουμε νά μᾶς κάνεις ἐδῶ μπροστά μας ἕνα θαῦμα γιά νά πιστέψουμε», εἶπε μία ὁμάδα φοιτητῶν στόν ὅσιο Παΐσιο στό Ἅγιον Ὄρος. «Εὐχαρίστως», ἀπάντησε ὁ χαρισματοῦχος καί εὐφυής ὅσιος Γέροντας. «Θά σᾶς κόψω τά κεφάλια καί μετά θά σᾶς τά κολλήσω. Μόνον νά σταθεῖτε στή σειρά μήπως κάνω κανένα σφάλμα καί κολλήσω ἄλλο κεφάλι σέ θέση ἄλλου». Στήν ἄρνηση τῶν ἔντρομων φοιτητῶν βρῆκε τήν εὐκαιρία ὁ Γέροντας νά τούς διδάξει τά σχετικά μέ τήν πίστη.
«Γέροντα, βρῆκα μία καλή κοπέλα γιά νά παντρευτῶ», εἶπε πάλι στόν ὅσιο Παΐσιο ἕνας νεαρός γνωστός του ἄνδρας. «Κρίμα», ἀπάντησε ὁ ὅσιος. «Κρίμα;» ρώτησε ἀπορημένος ὁ νεαρός. «Ναί, κρίμα, γιατί καλός ἐσύ, καλή ἡ κοπέλα, θά κοιμόσαστε ὄρθιοι. Καί τί θά γίνουν τότε οἱ ἄλλες κοπέλες, οἱ λιγότερο καλές;» Λόγος πάντοτε εὐχάριστος, πνευματώδης, ἀλλά μέ βάθος σοφίας πού ὁ καλοπροαίρετος ἄνθρωπος μποροῦσε λίγο νά καταλάβει καί νά διεισδύσει.
Τελειώνοντας: Μιλώντας γιά τούς ὁσίους Πορφύριο, Παΐσιο, Ἰάκωβο, μένουμε ἔκθαμβοι μπροστά στά πολλά καί σπουδαῖα χαρίσματά τους· τό προορατικό, τό διορατικό, τό θαυματουργικό τους χάρισμα. Μά αὐτά, γιά ἐκείνους, ἦταν δεύτερα. Δέν εἶναι τά χαρίσματα, δηλαδή οἱ δωρεές τοῦ Θεοῦ, αὐτά πού βάζουν στόν Παράδεισο: αὐτά μπορεῖ νά τά δίνει καί τά παίρνει ὁ Θεός ὅποτε κρίνει ὅτι συμφέρει τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἀγάπη στόν Θεό καί στόν ἄνθρωπο, καί ἡ αἴσθηση τῆς μικρότητάς μας εἶναι τά πρῶτα καί οὐσιώδη. Στήν κρίση τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, δέν θά κριθοῦμε γιά τό ἄν δέν θαυματουργήσαμε κλπ., ἀλλά ἄν δέν πενθήσαμε γιά τίς ἁμαρτίες μας. «Δέν θά κατηγορηθοῦμε, ἀγαπητοί μου, δέν θά κατηγορηθοῦμε τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, διότι δέν θαυματουργήσαμε ἤ διότι δέν θεολογήσαμε ἤ διότι δέν γίναμε θεωρητικοί. Ὁπωσδήποτε ὅμως θά δώσουμε λόγο στόν Θεό, διότι δέν πενθήσαμε συνεχῶς».
Μακάρι, οἱ εὐχές καί οἱ πρεσβεῖες τῶν ὁσίων αὐτῶν τῆς ἐποχῆς μας νά σκέπουν καί νά φωτίζουν τή ζωή ὅλων μας, ἔτσι ὥστε νά πορευόμαστε πάντοτε ἐν μετανοίᾳ, δηλαδή σέ πορεία ἁγιασμοῦ, χωρίς τόν ὁποῖο «οὐδείς ὄψεται τόν Κύριον».

 

 

ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ΑΒΕΡΚΙΟΣ


       Είναι γνωστό ότι για τη θεωρία του Θεού απαιτείται σκληρότατος πνευματικός αγώνας, ώστε να καθαρθεί η καρδιά του ανθρώπου και να λάμψει εκεί έπειτα το φως του Θεού. Θεωρία σημαίνει ακριβώς τη θέα του φωτός του Θεού. Τέτοιος άγιος ήταν  ο άγιος Αβέρκιος. Τι «τύχη» είχε βεβαίως ο λαός της Ιεραπόλεως, για να έχει ως ποιμενάρχη έναν τέτοιο άγιο; Πώς συνέβη και απέκτησε τέτοιο ηγέτη; Ο υμνογράφος δίνει την απάντηση: δεν υπήρξε τυχαία η τοποθέτηση του αγίου στην επισκοπή εκείνη. Ο Θεός θέλησε να διαποιμανθεί, να καθοδηγεί από έναν μεγάλο άγιο, γιατί ο λαός αυτός ήταν ταπεινός.Λαού ταπεινού προηγήσω υψηλός εν θεωρίαις και ενεργείαις και δυνάμεσιν αποδειχθείς, ιερώτατε». Αφού αποδείχθηκες, ιερώτατε Αβέρκιε, υψηλός στις θεωρίες του Θεού και στις θαυμαστές ενέργειες και στις δυνάμεις, καθοδήγησες λαό ταπεινό»).  Με άλλα λόγια, η ταπείνωση του λαού ήταν εκείνη που «μαγνήτισε» τη χάρη του Θεού, φανερούμενη εν προκειμένω με την τοποθέτηση σ’ αυτόν ως επισκόπου του αγίου Αβερκίου. Διότι «ο Θεός ταπεινοίς δίδωσι χάριν». Κι είναι πράγματι μεγάλη αλήθεια το γεγονός ότι ο Θεός, όπως διδάσκει ο λόγος του Θεού, δίνει ως ηγέτες του λαού εκείνους που αντιστοιχούν στην καρδία του λαού. Αν δηλαδή έχουμε ηγέτες, εκκλησιαστικούς ή και πολιτικούς – ισχύει για κάθε ηγεσία – που είναι σπουδαίοι, είναι διότι ο λαός έχει τις προϋποθέσεις για να τους έχει. Αντιστοίχως ισχύει και από πλευράς αρνητικής: αν υπάρχουν ηγέτες που πάσχουν και είναι «λειψοί», είναι διότι ο λαός πάσχει και είναι «λειψός». Ο άγιος Αβέρκιος μας δίνει πολλές ευκαιρίες πράγματι προβληματισμού και παραδειγματισμού.

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (σχόλιο)


"ἐξελθόντι τῶ Ἰησοῦ... ὑπήντησεν αὐτῶ ἀνήρ τις... ὅς εἶχε δαιμόνια..." (Λουκ. 8, 27)

           Η παντοδυναμία του Κυρίου απελευθερώνει τον δαιμονισμένο και αυτός πια γίνεται πραγματικός άνθρωπος, με καταπλήσσουσα ψυχοσωματική ισορροπία. Δηλαδή, αποκτά συνείδηση του εαυτού του και αυτοσεβασμό: «ιματισμένος και σωφρονών». Σταματά να είναι επιθετικός προς τους άλλους, έχοντας υγιή κοινωνικότητα: κάθεται «παρά τους πόδας του Ιησού». Κι όχι μόνον αυτό: αισθάνεται ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο, την οποία εκφράζει με τη διάθεση να παραμείνει κοντά Του και να Τον ακολουθεί. Και μπορεί ο Κύριος να μην αποδέχτηκε το αίτημά του – άλλους είχε καλέσει για να είναι οι μαθητές Του – του αναθέτει όμως άλλη αποστολή: «υπόστρεφε εις τον οίκον σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός. Και απήλθε καθ’  όλην την πόλιν, κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς». Θυμίζει σ’  ένα βαθμό η περίπτωσή του τον απόστολο Παύλο. Και εκείνον θεράπευσε ο Κύριος από την επήρεια των δαιμόνων, καλώντας τον σε ιεραποστολή των ανθρώπων. Το σημειώνει ο ίδιος ήδη στην αρχή της προς Ρωμαίους επιστολής: «Διά του Χριστού ελάβομεν χάριν και αποστολήν». Η χάρη του Θεού ταυτοχρόνως σημαίνει και ανάθεση από Αυτόν αποστολής. Ποτέ δεν δίνεται η χάρη του Θεού, απλώς για να επαναπαυτεί ο άνθρωπος. Η χάρη δίνεται, για να κινητοποιηθεί στο απόλυτο δυνατό: να γίνεται ιεραπόστολος. Πρώτα στον εαυτό του και έπειτα, αν χρειαστεί, και στους άλλους. Αυτοσεβασμός, κοινωνικότητα, ιεραποστολική διάθεση, θετική παρουσία στον κόσμο: το αποτέλεσμα της αληθινής σχέσεως του ανθρώπου με τον Χριστό.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ




«Αυτός ο μακάριος Αρτέμιος, αφού έγινε Δούκας και Αυγουστάλιος της Αλεξάνδρειας, τιμήθηκε και με το αξίωμα του Πατρικίου από τον μεγάλο Βασιλέα Κωνσταντίνο. Όταν ο αποστάτης Ιουλιανός άρπαξε την βασιλεία και άρχισε να τιμωρεί τους Χριστιανούς στην Αντιόχεια, ο μακάριος Αρτέμιος έρχεται από μόνος του εκεί στον αγώνα. Κι αφού έλεγξε την παρανομία του βασιλιά, άρχισαν τα μαρτύριά του: μαστιγώνεται, ξέονται τα νώτα του με αγκάθια και τρυπιώνται οι πλευρές του και τα βλέφαρά του με σιδερένιες ακίδες. Στη συνέχεια, αφού κόψανε στη μέση μία τεράστια πέτρα κάποιοι λιθοξόοι, τον βάλανε  ανάμεσά της. Κι αφού τον άφησαν εκεί, τυφλώθηκε και τα εντός του χύθηκαν στη γη. Στο τέλος, δέχεται τον θάνατο διά ξίφους. Τα θαύματα που έκτοτε γίνονται με την επίκληση του ονόματός του και μάλιστα σ’ εκείνους που προστρέχουν  στο άγιο λείψανό του είναι πάμπολλα και τεράστια».

Η Εκκλησία μας, κάθε φορά που εορτάζει ένας άγιος και μάλιστα μεγάλος, σαν τον σήμερα εορταζόμενο μεγαλομάρτυρα Αρτέμιο, είναι σαν να παραθέτει ενώπιόν μας ένα πλούσιο τραπέζι - με εστιάτορα τον ίδιο τον άγιο -   με κάθε είδους αγαθά, που σημαίνει ότι ζει ένα πανηγύρι, στο οποίο καλεί κάθε μέλος της Εκκλησίας να το απολαύσει πλουσιοπάροχα. Και τα αγαθά  βεβαίως αυτά, είναι ευνόητο, δεν είναι υλικά, αλλά πνευματικά, τέτοια που προκαλούν τον μετέχοντα σε δοξολογία του Θεού και του ίδιου του αγίου. «Η φαιδρά σου, μάρτυς, εορτή, πάντας συνεκάλεσε χαρμονικώς εις πανδαισίαν σήμερον, προθείσα τους άθλους σου, τα παλαίσματα, και την άνδρείαν ένστασιν∙ ων κατατρυφώντες, πίστει σε και πόθω μακαρίζομεν». Αυτό σημαίνει ότι ένας πιστός, που έχει ως προτεραιότητα της ζωής του την Βασιλεία του Θεού, κατά τον λόγο του Κυρίου, μπορεί και χαίρεται, έστω κι αν βρίσκεται μέσα σε θλίψεις και δοκιμασίες της παρούσης ζωής. Και δεν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τον χριστιανό «αιθεροβάμονα», μη ρεαλιστή, «εκτός τόπου και χρόνου», διότι ο χριστιανός ξεκινά με την πιο αληθινή πραγματικότητα, με τον πιο βαθύ ρεαλισμό: ότι «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου», ότι όλα είναι παρερχόμενα και φθαρτά, πλην βεβαίως του Θεού και των σχετιζομένων με Αυτόν.

Ένα από τα πιο ωραία αγαθά, από τις πιο ωραίες πνευματικές τροφές που μας προσφέρει η πανδαισία του αγίου σήμερα, είναι η ακλόνητη σαν στέρεος πύργος καρδιά του. Ο υμνογράφος θέλοντας να μας ζωγραφίσει ζωντανά τη σταθερή πίστη του μεγαλομάρτυρα, το ηρωϊκό φρόνημά του, τον σαφή προσανατολισμό του προς μόνη την  αγάπη του Θεού, τέτοια που κανένα βασανιστήριο δεν μπορούσε να αλλάξει, αυτήν την εικόνα παρουσιάζει: «Ουκ έσεισε τον πύργον σου της καρδίας, πάνσοφε, η σφοδροτάτη πρόσρηξις των βασάνων». (Η σφοδρότατη επίθεση των βασάνων πάνω σου, πάνσοφε, καθόλου δεν έσεισε τον πύργο της καρδιάς σου). Κι αυτό γιατί; Διότι ο άγιος είχε στεριώσει την καρδιά του αυτή πάνω στην απόλυτα στέρεη νοητή πέτρα, που είναι ο Χριστός. «Και γαρ εστήρικτο νοητήν επί πέτραν την ασάλευτον». Η αναφορά του υμνογράφου στο στέρεο σαν πέτρα φρόνημά του επηρεάζεται και από το είδος του μαρτυρίου του: την σύνθλιψή του μεταξύ δύο πετρών. Όπως έμεινε ακλόνητος δηλαδή, καθώς σφιγγόταν από τις τεράστιες πέτρες, έτσι στερέωσε τα βήματα της ψυχής του πάνω στην πέτρα της ζωής, τον Ιησού Χριστό. «Ο πέτρα ζωής της ψυχής τα βήματα πηξάμενος, ταις πέτραις σφιγγόμενος και τοις αλγεινοίς περικυκλούμενος, αληθής αθλοφόρος, ακλόνητος διέμεινας». Εκεί μας οδηγεί η στέρεα χωρίς ταλαντεύσεις πίστη και αγάπη προς τον Χριστό: να είμαστε «πέτρινοι» στο φρόνημα, σταθεροί στη ζωή αυτή, με βηματισμό ψυχής τέτοιο, που έστω κι αν όλα γύρω και δίπλα μας «πέφτουν», εμείς συνεχίζουμε με επίγνωση και συναίσθηση την πορεία μας. Σ’  έναν κόσμο μάλιστα «δίψυχο», άρα ακατάστατο σε όλα, καταλαβαίνουμε ότι ο λίγο συνεπής χριστιανός αποτελεί την πυξίδα και το φως του κόσμου. Όπως το λέει ο ίδιος ο Κύριος: «υμείς εστε το φως του κόσμου∙ ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη».

Αφήνοντας σοβαρές θεολογικές επισημάνσεις της ακολουθίας του αγίου -  όπως για παράδειγμα του ύμνου από τα στιχηρά του εσπερινού «επιπνοία του Πνεύματος μυηθείς γνώσιν ένθεον, των των όλων Κτίστην έγνως, Αρτέμιε», δηλαδή ότι ο άγιος γνώρισε τον Δημιουργό Κύριο των όλων, αφού οδηγήθηκε στην ένθεο αυτή γνώση από τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, κάτι που σημαίνει ότι κανείς δεν γνωρίζει τον Χριστό πραγματικά, παρά μόνον με τον φωτισμό του ίδιου του Θεού – δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε, έστω δι’  ολίγων, τα πάμπολλα θαύματα που τελούνται από την ώρα του μαρτυρίου του αγίου  και μετέπειτα. Είναι αληθές: ο άγιος Αρτέμιος είναι ένας από τους πιο θαυματουργούς αγίους (και μάλιστα για ανδρολογικές, θα λέγαμε, παθήσεις), συνεπώς όποιος με πίστη στον Θεό τον επικαλείται, βλέπει τη θαυμαστή ενέργειά του πάνω του, και στην ψυχή και στο σώμα του. Όπως το σημειώνει και ο υμνογράφος: «ιατρείον αναδέδεικται σώμα το πολύαθλον, πάσαν νόσον, πάσαν κάκωσιν, πάσαν δαιμόνων πάντοτε βλάβην αποδιώκον εκ των πιστώς προσφευγόντων σοι». (Το πολύαθλο σώμα σου αναδείχτηκε ιατρείο, που διώχνει από τους με πίστη προσερχομένους σε σένα, κάθε νόσο, κάθε τραύμα και πληγή, κάθε βλάβη των δαιμόνων). Υποψία θαυμαστών επεμβάσεών του καταγράφουμε στη συνέχεια: (1) Κάποιος άνδρας που είχε έντονο πρόβλημα στους διδύμους του, δηλαδή στους όρχεις του, ήλθε προς τον άγιο κλαίγοντας και ζητώντας την υγεία του. Έπεσε λοιπόν σε στρωμνή στο μέσον του ναού του, και μετά από λίγο που τον είχε πάρει ο ύπνος, του  λέγει ο άγιος: «υπόδειξέ μου το πάθος σου». Αυτός λοιπόν το υπέδειξε στον άγιο, οπότε εκείνος αφού άγγιξε το πονεμένο μέρος του ασθενούς και τον έσφιξε στο σημείο αυτό με δύναμη, τον έκανε να κραυγάσει από τον πόνο και να  ξυπνήσει. Καθώς λοιπόν ξύπνησε, βρήκε τον εαυτό του υγιή κι άρχισε να δοξολογεί και να ευλογεί τον Θεό. (2) Άλλος πάλι έχοντας υδροκήλη μεγάλη προσήλθε στον άγιο. Και  σ’ αυτόν ο άγιος «έσχισε» το σημείο πάθους του με ξίφος, την ώρα που κοιμόταν, με αποτέλεσμα να προέλθει μία τεράστια δυσωδία από το υγρό που βγήκε. Ξύπνησε αμέσως ο ασθενής και βρήκε κι αυτός τον μεν εαυτό του υγιή, τους δε χιτώνες του και το έδαφος γεμάτα από δυσωδία, σήψη και υγρότητα. «Ταις αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».