Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ Ο ΔΙΚΑΙΟΣ (31 ΙΟΥΛΙΟΥ)




"Αυτός ο μακάριος έζησε επί της βασιλείας του Θεοφίλου του μισόχριστου, τον ένατο μ.Χ. αι.Οι γονείς του ήταν πατρίκιοι, καταγόταν δηλαδή ο άγιος από αρχοντική οικογένεια, κι ήταν γνωστοί ορθόδοξοι, Βασίλειος και Ευδοκία στο όνομα και Καππαδόκες στο γένος. Γι’ αυτό και ο Ευδόκιμος ανατράφηκε με πολύ ενάρετο τρόπο, παίρνοντας το τιμητικό αξίωμα του κανδιδάτου από τον Θεόφιλο, γενόμενος στρατοπεδάρχης πρώτα της γης των Καππαδοκών, κι έπειτα ολόκληρης της γης των Ρωμαίων. Ήταν εξαιρετικά δίκαιος, διαφυλάττοντας την ισότητα απέναντι σε όλους και κάνοντας πολλές ελεημοσύνες καθημερινά. Ζούσε έντονα την εκκλησιαστική ζωή, φροντίζοντας τις χήρες και τα ορφανά και ενεργοποιώντας κάθε είδος αρετής. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο μακάριος πολιτεύτηκε κατά Θεόν, μέχρις ότου αρρώστησε βαριά και παρέθεσε έτσι το πνεύμα του σ’ Εκείνον. Μετά την τελευτή του, κατόπιν εντολής που είχε δώσει όσο ζούσε, έθαψαν το τίμιο σώμα του με τα ενδύματα και τα υποδήματά του, το οποίο σώμα του δοξάσθηκε από τον Θεό με θαύματα πολλά, τα οποία τώρα αδυνατούμε να τα διηγηθούμε λεπτομερώς. Η μετακομιδή του λειψάνου του προς το Βυζάντιο έγινε στις 6 Ιουνίου, η δε αγία κοίμησή του, στις 31 Ιουλίου».


      
     Το τέλος του μηνός Ιουλίου καταυγάζεται από τη φωτεινή μνήμη, όπως λάμπει ο ήλιος που ανατέλλει, του αγίου και δικαίου Ευδοκίμου. «Ως όρθρος, ως ήλιος ανέτειλε η μνήμη σου», διατρανώνει ο υμνογράφος της εορτής του. Ο ίδιος διαρκώς τονίζει το πόσο ο άγιος ευδοκίμησε πνευματικά στη ζωή του, τόσο που τον θεωρεί ως τύπο του ορθοδόξου πιστού. Στο πρόσωπο και τη ζωή δηλαδή του αγίου Ευδοκίμου κατανοούμε το τι σημαίνει να είναι κανείς αληθινά ορθόδοξος, κάτι που μας δίνει το δικαίωμα να κρίνουμε με ορθά κριτήρια τις διάφορες «εκδόσεις» ορθοδοξίας που προβάλλονται σήμερα, με την απαίτηση μάλιστα από ορισμένες να θεωρούνται και οι μοναδικά αυθεντικές. Τι τονίζει λοιπόν εν προκειμένω ο υμνογράφος; «Τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα, ορθόδοξον φρόνημα συ εκ νεότητος έσχηκας, βίον ακηλίδωτον και ευσυμπάθητον γνώμην, αξιάγαστε». Δηλαδή: Φύλαξες τα δόγματα (την πίστη) των Πατέρων καθαρά και ανόθευτα, αξιοθαύμαστε Ευδόκιμε, γι’ αυτό και απέκτησες από τη νεότητά σου ορθόδοξο φρόνημα, βίο αγνό και ακηλίδωτο και διάθεση γεμάτη αγάπη στους συνανθρώπους σου.


      
     Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν από τη νεότητά του είχε ορθόδοξο φρόνημα. Σπεύδει αμέσως όμως ο ποιητής να μας πει ότι η ορθοδοξία του δεν ήταν ένα είδος ιδεολογίας: μία αποδοχή προτάσεων πίστεως, έστω και αληθινών, αλλά εμψυχωνόταν από την ίδια τη ζωή του, την οποία ζούσε καθημερινώς με αγνότητα και αγάπη. Με άλλα λόγια, η ορθοδοξία του αγίου ναι μεν είχε όλα τα στοιχεία της ορθής στον Χριστό πίστεως – ό,τι τελικώς ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως – αλλά την πίστη αυτή τη ζούσε στο εκάστοτε παρόν με έλεγχο των επιθυμιών του, ώστε η εγκράτεια και η σωφροσύνη να τον καθοδηγούν, και με πλήρωση της καρδιάς του από αγάπη. Διότι μία πίστη που δεν ζωντανεύει με την αγάπη, μέσα στα πλαίσια της εγκρατείας, σταματάει να είναι χριστιανική και μπορεί μάλιστα να θεωρείται και δαιμονική: Διότι «και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι».

       
     Ο υμνογράφος όμως με τον λιτό κι επιγραμματικό του τρόπο, μας λέει το πώς ο άνθρωπος, όπως το βλέπουμε στον άγιο Ευδόκιμο, μπορεί να λειτουργεί έτσι ορθόδοξα: «τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα». Μόνον εκείνος που βρίσκεται στον ίδιο δρόμο με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, δηλαδή κρατάει καθαρή τη δική τους παράδοση, συνεπώς και τη δική τους αγιασμένη ζωή, μπορεί τελικώς να είναι ορθόδοξος. Εκείνος που θα πιστέψει ότι είναι ορθόδοξος, διαγράφοντας την Πατερική παράδοση και στήνοντας μία δική του κατανόηση της χριστιανικής πίστεως, πλανάται πλάνην οικτράν. Και τούτο γιατί η ακολουθία των Πατέρων συνιστά ακολουθία του ίδιου του Χριστού, δεδομένου ότι αυτοί έζησαν με τον πιο δυνατό και αυθεντικό τρόπο, και μάλιστα τις περισσότερες φορές δίνοντας και την ίδια τη ζωή τους, τη ζωή Εκείνου. Γι’ αυτό και τονίζεται ποικιλοτρόπως ότι η Εκκλησία μας είναι μεταξύ των άλλων Πατερική, άρα και ορθά αποστολική. Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν αναδείχθηκε άγιος και δίκαιος, γιατί έζησε σωστά ως ορθόδοξος: πατερικά και εκκλησιαστικά. Κι αυτό μας προτρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν επιθυμούμε τον αγιασμό μας.

Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ (27 ΙΟΥΛΙΟΥ)




«Ο άγιος Παντελεήμων έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού και καταγόταν από την πόλη Νικομήδεια. Ο πατέρας του Ευστόργιος ήταν ειδωλολάτρης κι ύστερα έγινε Χριστιανός με τις νουθεσίες του υιού του, ενώ η μητέρα του Ευβούλη προερχόταν από χριστιανική οικογένεια. Σπούδασε την ιατρική επιστήμη κοντά σ’  ένα σπουδαίο και δοξασμένο ιατρό, τον Ευφρόσυνο, αλλά την κατά Χριστόν ιατρική τέχνη και πίστη την έμαθε από τον πρεσβύτερο Ερμόλαο, με την οποία (πίστη), αφού επικαλέστηκε τον Χριστό, ανάστησε ένα παιδί, που πέθανε στο δρόμο από δάγκωμα μίας έχιδνας. Βαπτίζεται λοιπόν από τον πρεσβύτερο Ερμόλαο και χειραγωγείται από αυτόν προς τη χριστιανική πίστη. Το μαρτύριό του έγινε ως εξής: Κάποιος τυφλός, που προσήλθε σ’ αυτόν, ιατρεύτηκε από τον άγιο. Όταν ρωτήθηκε λοιπόν ο πρώην τυφλός από τον βασιλιά «Ποιος σε γιάτρεψε;», «ο Παντολέων», είπε (γιατί αυτό ήταν το προηγούμενο όνομά του), «καθώς επικαλέστηκε τον Χριστό, στον Οποίο και εγώ πιστεύω». Αμέσως ο βασιλιάς τού έκοψε το κεφάλι, ενώ ο Παντολέων προσήχθη σ’ αυτόν. Ο Μαξιμιανός, επειδή ο άγιος δεν κάμφθηκε καθόλου ούτε με τις υποσχέσεις ούτε με τις απειλές, για ν’  αρνηθεί την πίστη του Χριστού, διέταξε να κτυπηθεί φοβερά και να φλεχθεί με λαμπάδες. Του εμφανίστηκε όμως ο Χριστός, με το σχήμα του πρεσβυτέρου Ερμολάου, που του έδωσε θάρρος, και φάνηκε ότι ήταν μαζί του και στον βρασμένο μόλυβδο και στη θάλασσα που τον έριξαν. Αφού έμεινε αβλαβής από όλα, ρίχνεται στα θηρία, αλλά κι από αυτά, σαν άλλος Δανιήλ, παραμένει αλώβητος, οπότε τον δένουν σε τροχό γεμάτο μαχαίρια, που τον άφησαν να πέσει στο έδαφος από ψηλά. Τέλος, στην τελευταία απόφαση να τον θανατώσουν διά ξίφους, προσευχήθηκε κι ακούστηκε φωνή από τον ουρανό να τον καλεί Παντελεήμονα. Μόλις τελείωσε την προσευχή κι ενώ επρόκειτο να του κόψουν το κεφάλι, την ώρα που ο δήμιος άπλωσε το χέρι, γύρισε πίσω το σίδερο κι έλιωσε σαν κερί, θαύμα που έκανε τους στρατιώτες να πιστέψουν στον Χριστό. Τότε ο άγιος μάρτυρας πρότεινε μόνος του τον αυχένα και έτσι κόπηκε το κεφάλι του. Λέγεται δε ότι χύθηκε γάλα αντί αίμα, και η ελιά στην οποία είχε προσδεθεί, αμέσως διαμιάς καρποφόρησε».

Αν, κατά τον άγιο Ιάκωβο, «η κρίσις ανίλεώς εστιν τοις μη ποιήσασιν έλεος», δηλαδή η κρίση του Θεού θα είναι χωρίς έλεος γι’  αυτούς που δεν έδειξαν στη ζωή τους έλεος για τους άλλους, τι πρέπει αντιστρόφως να πούμε για τον άγιο Παντελεήμονα, ο οποίος όχι απλώς είχε και έδειξε έλεος και αγάπη στους συνανθρώπους του, αλλά είχε και έδειξε το μεγαλύτερο έλεος που μπορεί να βρεθεί σε άνθρωπο, και ενόσω ζούσε και μετά το μαρτυρικό του τέλος; Μία πραγματικότητα, που δεν την διαπιστώσαμε μόνοι μας οι άνθρωποι, αλλά την απεκάλυψε και ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος ακριβώς του έδωσε κι αυτήν την προσωνυμία. Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος έφτασε πράγματι σε επίπεδα θεϊκά, αφού μόνον ο Θεός μπορεί κατ’  ουσίαν να χαρακτηριστεί ως καθ’  υπερβολήν και υπερθετικά Παντελεήμων, γεγονός που μας δίνει το δικαίωμα να λέμε ότι ο άγιος έγινε δίοδος των χαρίτων του Θεού στον κόσμο, φανέρωση της βασιλείας της αγάπης Του σε αυτόν. Και βεβαίως εννοούμε ότι το έλεος του αγίου – προέκταση κατ’ αλήθεια του ελέους του Θεού – εκτεινόταν και συνεχίζεται βεβαίως να εκτείνεται μέχρι σήμερα και στα σώματα, αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων.

Δεν είναι τυχαίο που ο Κύριος τον χαρίτωσε μ’  αυτόν τον τρόπο. Ο Θεός, γνωρίζουμε, δίνει πλούσια το έλεός Του σ’ εκείνους που η καρδιά τους έχει και κάποια «φυσική» κλίση συμπαθείας προς τους συνανθρώπους τους. Ο άγιος από μικρός έδειξε την με αγάπη στροφή του προς τους άλλους, όταν θέλησε να σπουδάσει μία επιστήμη, που είναι ακριβώς κοντά στον άνθρωπο, μάλλον η πιο κοντινή σ’  αυτόν, διότι στέκεται δίπλα στον πόνο του: την ιατρική. Κανείς δεν σπουδάζει ιατρική – και μιλάμε με αληθινή έφεση ψυχής κι όχι επαγγελματικά – αν η καρδιά του δεν «κτυπάει», έστω και λίγο, συντονισμένα με τους κτύπους της καρδιάς των ανθρώπων. Πολλαπλασίως ο Θεός προσφέρει το έλεός Του σ’ εκείνους που επέλεξαν και αγωνίστηκαν στη ζωή τους να σταθούν στην κύρια εντολή Του, την αγάπη. Ο άγιος Παντελεήμων, λοιπόν, και από φυσικού του και με τη θέλησή του είδε να πολλαπλασιάζεται το έλεος του Θεού σ’ αυτόν, έλεος που τελικός αποδέκτης  του είμαστε εμείς οι άνθρωποι σ’  όλες τις εποχές.

Αυτήν τη φυσική, αλλά και χαρισματική ταυτόχρονα ανέλιξη του πνεύματός του μάς την προβάλλει με ωραιότατες εικόνες και χαρακτηρισμούς ο ποιητής της Εκκλησίας μας. Ο άγιος, εν πρώτοις, πέραν από πρώτο των αναργύρων αγίων της Εκκλησίας,   συνιστά, κατ’ αυτόν, έναν «παιδαριογέροντα», ένα γέροντα δηλαδή στη σύνεση, αλλά από την παιδική του ήδη ηλικία. «Ἀνατείλας οἷα περ ἀστήρ, φέρων ἐν νεότητι, πρεσβυτικὴν καὶ θεόφρονα σύνεσιν». Διότι από παιδάκι φανέρωσε τη στροφή του προς τον Θεό, όταν του δόθηκαν πολλές αφορμές ν’  ακολουθήσει άλλη πορεία από τη χριστιανική, με τις προτροπές του ειδωλολάτρη πατέρα του. Εκείνος όμως, σαν νέος Ηρακλής, στο κρίσιμο σταυροδρόμι της νεότητας, επιλέγει τον δρόμο που ακολουθεί η ευσεβέστατη μητέρα του και γίνεται χριστιανός. «Μεγαλέμπορον» τον χαρακτηρίζει εν προκειμένω ο υμνογράφος, διότι αντάλλαξε προσφυώς τα εύκολα πάθη της νεότητας και τον ολισθηρό δρόμο, στον οποίο αυτά οδηγούν, με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Από την άλλη, ο υμνογράφος επισημαίνει κι ένα βασικότατο στοιχείο της πνευματικής ζωής: τη χειραγωγία του από πνευματικό πατέρα. Ο άγιος Παντελεήμων ναι μεν «πειράστηκε» με ό,τι πρόβαλλε σ’  αυτόν ως πρότυπο ζωής ο πατέρας του, αλλά ευλογήθηκε από τον Θεό με τη χαρισματική μορφή πρώτα της μητέρας του, κυρίως όμως με την διακριτική καθοδήγηση του ιερέα Ερμολάου. Ο Ερμόλαος ήταν ο πνευματικός του, ο γέροντάς του, που διαρκώς τον ενίσχυε και τον προσανατόλιζε στον ουρανό. Και η επιβεβαίωση της χάρης αυτής του Θεού στον άγιο έρχεται με τον παραδοξότερο τρόπο, άνωθεν: ο ίδιος ο Χριστός τον ενισχύει στα μαρτύριά του, αλλά με τη μορφή του αγίου Ερμολάου. Αγαθή διάθεση ψυχής, γνωμικό θέλημα στραμμένο προς τον Θεό, πνευματική χειραγωγία από πνευματικό: τα στοιχεία που κινητοποιούν τη χάρη του Θεού, για να γίνει κανείς άγιος, έστω και σ’ ένα βαθμό, σαν τον άγιο Παντελεήμονα.  

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓ. ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ)



Μνημόνευε ᾽Ιησοῦν Χριστόν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ᾽ (Β´ Τιμ. 2, 8)

α. Τόν ῾καλόν στρατιώτην ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ᾽ μεγαλομάρτυρα ἅγιο Παντελεήμονα τόν ἰαματικό πού τιμᾶ ἐνδόξως σήμερα ἡ ᾽Εκκλησία μας φωτίζει τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς, παρμένο ἀπό τήν ποιμαντική λεγόμενη ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου τήν Β´ πρός Τιμόθεον. ῞Οσα προτρεπτικά λέει ὁ ἀπόστολος γιά τόν μαθητή καί συνεργάτη του ἅγιο Τιμόθεο τά βλέπουμε ἐφαρμοσμένα ἤδη στόν ἅγιο Παντελεήμονα: ἡ δύναμή του ἦταν ἡ χάρη τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, κακοπάθησε ὡς καλός στρατιώτης ᾽Εκείνου, ἀθλήθηκε νόμιμα, ἡ διαρκής μνήμη του ἦταν ὁ ἀναστημένος ᾽Ιησοῦς Χριστός. Κι ἡ ᾽Εκκλησία μας βεβαίως τά στοιχεῖα αὐτά πού μᾶς ὁδηγοῦν στή σωτηρία μας μᾶς τά προβάλλει ἔντονα, προκειμένου νά κρίνουμε τόν ἑαυτό μας πάνω σ᾽ αὐτά καί νά πορευόμαστε ἀντιστοίχως στή ζωή μας. Κατεξοχήν μάλιστα ἡ μνήμη μας πρέπει νά εἶναι διαρκῶς στόν ἀναστημένο ἀπό τούς νεκρούς ᾽Ιησοῦ Χριστό καί ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ. ῾Μνημόνευε ᾽Ιησοῦν Χριστόν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ᾽.

β. 1. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος δέν μᾶς καλεῖ μέσω τῆς προτροπῆς του στόν ἅγιο Τιμόθεο νά μνημονεύουμε τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό ὡς ἕνα πρόσωπο τῆς ἱστορίας γιά παιδαγωγικούς σκοπούς. ῾Η προτροπή του δηλαδή δέν ἔχει τήν ἔννοια μίας ἀνάμνησης πού ἀναπλάθει ἀπό τό παρελθόν ἕνα πρότυπο γιά παραδειγματισμό, ὅπως τό βλέπουμε νά συμβαίνει στίς διάφορες ἐπετείους σπουδαίων ἱστορικῶν γεγονότων ἤ ἀκόμη καί στή μνήμη τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας. Κι αὐτό γιατί μία τέτοια μνημόνευση σημαίνει ὅτι τό πρόσωπο ἤ τό γεγονός ἀνήκει στό παρελθόν κι ἐπειδή ἔχει κάποια ἰδιαίτερη ἀξία θέλουμε νά τό προβάλλουμε ὡς καθοδηγητικό στοιχεῖο καί γιά τή δική μας ζωή στό παρόν.
῾Η προτροπή τοῦ ἀποστόλου ἔχει πολύ μεγαλύτερο βάθος κι ἐκφράζει τήν πίστη τοῦ ἴδιου καί τῆς ᾽Εκκλησίας γιά τό ποιός εἶναι ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός καί ποιά εἶναι ἡ σχέση μας μέ ᾽Εκεῖνον. ῾Ο ᾽Ιησοῦς Χριστός πού πρέπει νά μνημονεύουμε εἶναι ὁ ῾ἐγηγερμένος ἐκ νεκρῶν᾽, δηλαδή εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού μέ τήν ἀνάστασή Του φανέρωσε τή θεότητά Του ὡς Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, καί ταυτοχρόνως εἶναι τέλειος ἄνθρωπος ὡς καταγόμενος ῾ἐκ σπέρματος Δαυΐδ᾽. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἀπόστολος καλεῖ νά μνημονεύουμε ᾽Εκεῖνον πού εἶναι ζωντανός καί διαρκῶς παρών στή ζωή μας καί τή ζωή σύμπαντος τοῦ κόσμου, συνεπῶς καλεῖ νά ἔχουμε ἀνοικτά τά μάτια τῆς πίστης, γιά νά βλέπουμε τήν πραγματικότητα πού ζοῦμε στήν ᾽Εκκλησία: τόν Χριστό ὡς Θεό καί ἄνθρωπο πού μᾶς προσέλαβε στόν ῾Εαυτό Του καί μᾶς ἕνωσε μέ τόν Θεό.

2.  Μέ ἄλλα λόγια ἡ μνημόνευση αὐτή τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ συνιστᾶ τήν αὐτονόητη ἐν πίστει κίνηση τοῦ μέλους τῆς ᾽Εκκλησίας, τοῦ βαπτισμένου καί χρισμένου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ζώντας τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν ὕπαρξή του ὡς ἐνδεδυμένος ᾽Εκεῖνον - ῾ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε᾽ - Τόν ἀναπνέει ὅπως ἀναπνέει κανείς τόν ἀέρα γιά νά ζήσει. ῞Οταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σημειώνει ὅτι πρέπει νά μνημονεύουμε περισσότερο τόν Θεό ἀπό τό νά ἀναπνέουμε - ῾μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον᾽ -, δηλαδή ἡ μνημόνευσή του εἶναι περισσότερο κι ἀπό θέμα ζωῆς καί θανάτου, αὐτό ἀκριβῶς σημειώνει: χωρίς Χριστό δέν ὑπάρχει ἀληθινή καί πραγματική ζωή. Χωρίς Χριστό ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ζωντανό πτῶμα. Τήν ἴδια ἔννοια ἔχει καί τό ῾ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε᾽ πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος σέ κάποια ἄλλη ἐπιστολή του.
Κι εἶναι περιττό βεβαίως νά τονίσουμε καί πάλι ὅτι μία τέτοια μνημόνευση ὡς ἀναγκαία γιά τήν ἴδια τήν πνευματική ζωή προϋποθέτει τήν ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ πιστός δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναφερθεῖ στόν Κύριο ὡς Θεό καί ἄνθρωπο, ἄν δέν τόν φωτίζει ἐν προκειμένῳ τό ἴδιο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τή χάρη ᾽Εκείνου φθάνει στό ὑπέρ φύσιν σημεῖο πίστης καί ἀποδοχῆς τῆς θεανθρωπότητάς Του, κάτι πού ἐξόχως σημειώνει ὁ ἀπόστολος: ῾Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ᾽Ιησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ᾽.  ῎Ετσι ἡ μνημόνευση τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, κατά τόν ἀπόστολο, εἶναι ἡ  ἐπιβεβαίωση τῆς ὕπαρξης στήν καρδιά τοῦ πιστοῦ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τόν καθοδηγεῖ νά βιώνει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ ὡς Πατέρα: τό ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ᾽ παραπέμπει εὐθέως στό ῾ἀββᾶ ὁ Πατήρ᾽.

3. Τά παραπάνω ἐξηγοῦν εὔκολα  γιατί ἡ ᾽Εκκλησία μας ἀπαρχῆς μέ τούς ἁγίους θεοπνεύστους Πατέρες της θεώρησε ὅτι ἡ κατεξοχήν προσευχή πού συμπυκνώνει κάθε προσευχή της καί συνιστᾶ μία συνοπτική ὁμολογία πίστης της εἶναι τό ῾Κύριε ἐλέησον᾽ ἤ μέ τήν πιό ἀνεπτυγμένη μορφή του τό ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, Υἱέ καί Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν᾽. Σ᾽ αὐτήν τή μονολόγιστη λεγόμενη προσευχή ἔχουμε τήν ἐπακριβή ἐπιβεβαίωση τῆς προτροπῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου: μνημονεύουμε καί ἐπικαλούμαστε τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό ὡς Θεό καί ἄνθρωπο, ὁ ῾Οποῖος ἦλθε στόν πεσμένο στήν ἁμαρτία κόσμο, προκειμένου νά μᾶς σώσει. Τό ἔλεός Του εἶναι ἡ ἀπάντηση στή διαστροφή τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μάλιστα συναίσθηση αὐτῆς καί τοποθεῖται ἐν ταπεινώσει ἀπέναντί Του. Γι᾽ αὐτό καί ὄχι μόνο στίς ἀκολουθίες τῆς ᾽Εκκλησίας ἀλλά καί σέ κάθε ἐπίπεδο τῆς ζωῆς τό ῾Κύριε ἐλέησον᾽ συνοδεύει ὄχι μόνο τόν μοναχό – ἡ ῾ἀποκλειστικότητα᾽ αὐτή δέν συνάδει πρός τήν ἐκκλησιαστική πίστη - ἀλλά καί τόν κάθε βαπτισμένο χριστιανό. Σέ διαφωνία πάνω στό θέμα αὐτό γιά παράδειγμα ἑνός μοναχοῦ μέ τόν  μεγάλο Πατέρα τῆς ᾽Εκκλησίας ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἐν ἀντιθέσει πρός τόν μοναχό ὑποστήριζε ὅτι ἡ μνημόνευση τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιά ὅλους τούς πιστούς μικρούς καί μεγάλους, ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίστηκε στόν μοναχό γιά νά τοῦ πεῖ ὅτι ἡ ἀλήθεια βρίσκεται στόν ἅγιο Γρηγόριο.

4. Τό μόνο πού ἀπαιτεῖται νά κατανοήσουμε οἱ πιστοί εἶναι ὅτι ἡ μνημόνευση τοῦ Χριστοῦ δέν γίνεται κατά τρόπο ἐξωτερικό καί τυπικό. Οἱ ῾τεχνικές᾽ τῆς εὐχῆς τοῦ Χριστοῦ ἤ ἡ ἐπανάληψη τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του σάν κάτι τό μαγικό πόρρω ἀπέχουν ἀπό αὐτό πού ζεῖ ἡ ᾽Εκκλησία μας καί λέει ὁ ἀπόστολος. ῾Η μνημόνευση τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, ὅπως εἴπαμε, καί μέ θερμότητα ἀγάπης πρός τό πανάγιο πρόσωπό Του. ῾Η ἀγάπη μας πρός τόν Χριστό, τόν ᾽ἐξ Οὗ καί δι᾽ Οὗ καί εἰς ῞Ον τά πάντα ἔκτισται᾽, θέτει σέ ἐνέργεια κατά τρόπο αὐξητικό τή χάρη τῆς μνήμης Του καί ἡ ἀγάπη αὐτή ἀποτελεῖ τό ῾κλειδί᾽ τῆς συνεχοῦς ἐπανάληψης τοῦ ὀνόματός Του. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ μνήμη Του καί ἡ ἀδιάκοπη ἐπίκλησή Του προϋποθέτει τήν τήρηση τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν. Πιστός πού ἐπικαλεῖται τόν Κύριο χωρίς νά ὁδεύει κατά τίς ἐντολές Του, κατεξοχήν τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπό του, μᾶλλον δουλεύει σέ ἀλλότριο δεσπότη καί ὄχι στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. ῾Ο λόγος τοῦ μεγάλου Πατέρα ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ ἐν προκειμένῳ εἶναι καταπέλτης: ῾᾽Εκεῖνος πού μπόρεσε νά ἀποκτήσει τήν τέλεια ἀγάπη καί νά ρυθμίσει σύμφωνα μέ αὐτήν ὄλην τή ζωή του, αὐτός ἐπικαλεῖται τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ᾽ (4η ἑκατ. Περί ἀγάπης).

γ. Δέν ὑπάρχει πιό ἰσχυρό ὅπλο στά χέρια μας ἀπό ῾τό ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα᾽ τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος ἐκφράζοντας καί τή δική του ζωή μᾶς παρακινεῖ σ᾽ αὐτό, ἡ ᾽Εκκλησία μας τό ἔχει ὡς τόν πιό μεγάλο καί ὑπερθαύμαστο θησαυρό της, τό θεμέλιο τῆς ὕπαρξής της. ῎Ας μάθουμε νά ἀναπνέουμε Αὐτόν πού συνιστᾶ τήν ἴδια τή ζωή μας καί ῾τήν ψυχή τῆς ψυχῆς μας᾽ (ὅσιος Μακάριος). Τότε θά μάθουμε ἐμπειρικά τό τί σημαίνει δύναμη πίστης καί φανέρωση τῆς Βασιλείας Του ἤδη ἀπό τόν κόσμο αὐτόν.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)




Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια᾽ (Ματθ. 9, 34)

Δύο θαύματα του Κυρίου προβάλλει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα: το θαύμα της θεραπείας δύο τυφλών και το θαύμα της θεραπείας ενός δαιμονισμένου. Τα θαύματα συνιστούν μία πρόκληση, είτε θετική είτε αρνητική, για όλες τις εποχές -  κάτι που το διαπιστώνουμε και  στο ανάγνωσμα - αλλά και στη σημερινή εποχή, ακόμη και σε θεωρούμενους χριστιανούς, γι’  αυτό και μία προσέγγισή τους ίσως βοηθήσει λίγο περισσότερο στην κατανόησή τους. Η αρνητική αντίδραση μάλιστα των Φαρισαίων «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» μας δίνει την ιδιαίτερη αφορμή.

1. Καταρχάς είναι αδιαμφισβήτητη η πραγματικότητα των θαυμάτων του Χριστού, δεδομένου ότι πλην ορισμένων περιπτώσεων  τα πραγματοποιούσε ενώπιον πλήθους ανθρώπων, μέσα στο οποίο βρίσκονταν και πολλοί ενάντιοι και εχθροί του, σαν τους Φαρισαίους του σημερινού αναγνώσματος. Ήταν μάλιστα τόσο ολοφάνερα τα θαύματα αυτά, ώστε κανείς δεν μπορούσε να τα αμφισβητήσει, ούτε κι αυτοί οι Φαρισαίοι, οι οποίοι όμως φρόντιζαν να τα ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο. Πράγματι, τα θαύματα του Χριστού ήταν μέσα στην καθημερινότητα της επί γης παρουσίας Του. Όπως το σημειώνει και το ευαγγέλιο: «εκήρυσσε το ευαγγέλιον της βασιλείας του Θεού και εθεράπευε πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ». Κήρυγμα και θαύματα πάνε πάντα μαζί, όταν μιλάμε για τον Κύριο. Γι’  αυτό και το θαύμα θεωρείται στην πραγματικότητα προέκταση και επιβεβαίωση του κηρύγματός Του, κάτι ανάλογο ίσως  με τη σφραγίδα ενός εγγράφου, που βεβαιώνει τη γνησιότητά του.
Έτσι φαίνεται πολύ καθαρά ότι όλες οι προσπάθειες που έγιναν παλαιότερα, από προτεστάντες μελετητές της Αγίας Γραφής, να απομυθοποιήσουν, καθώς έλεγαν, το Ευαγγέλιο, δηλαδή να διαγράψουν ως μύθο το θαύμα από το κήρυγμα του Χριστού, έπεσαν στο κενό: αλλοίωσαν δραματικά το ίδιο το ευαγγέλιο και διέστρεψαν το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αλλά από αιρετικούς που δεν πιστεύουν στη θεότητα του Κυρίου μας, δεν περιμένει κανείς περισσότερα πράγματα.  Ακόμη και σ’  αυτούς όμως τα πράγματα σήμερα έχουν αλλάξει.

2. Ενώ λοιπόν το θαύμα κατανοείται ως «παράθυρο που φανερώνει τη Βασιλεία του Θεού», όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί, όμως απαρχής αντιμετωπίστηκε μ’  ένα διπλό τρόπο, κάτι που μας το δείχνει και το υπ’ όψιν ευαγγελικό ανάγνωσμα: ο μεν απλός λαός «εθαύμασε» για το θαύμα του Χριστού, θεωρώντας μοναδική την παρουσία Του, οι δε Φαρισαίοι αντέδρασαν δίνοντας τη γεμάτη άρνηση και απιστία ερμηνεία τους: «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια». Τι σημαίνουν αυτά;

(1) Ο λαός θαυμάζει, γιατί με την απλότητά του πιστεύει ότι το θαύμα φανερώνει ακριβώς την παρουσία του Θεού: ό,τι μόλις παραπάνω επισημάναμε. Κι η στάση του απλού πιστού λαού είναι συνήθως η δοξολογία του ονόματος του Θεού. Αυτό συνιστά και το κριτήριο διάκρισης των αληθινών από τα ψεύτικα θαύματα, τα οποία βεβαίως υφίστανται, αλλά ως προερχόμενα από τις δαιμονικές δυνάμεις: το εκ Θεού θαύμα, το αληθινό, κινητοποιεί τον καλοπροαίρετο άνθρωπο στην αναφορά του προς τον Θεό, το εκ δαιμόνων «θαύμα», το ψεύτικο, πέραν του ότι έχει προσωρινό χαρακτήρα, δημιουργεί φόβο στον άνθρωπο και αποσκοπεί στην υποδούλωση του στον πονηρό. Το ένα φέρνει το «οξυγόνο» της ελευθερίας του Πνεύματος του Θεού, το άλλο φέρνει το «πνίξιμο» της δαιμονικής παρουσίας.

(2)  Οι Φαρισαίοι αντιδρούν και αμφισβητούν, μη αποδεχόμενοι την ενέργεια  του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αποκαλύπτονται λοιπόν τυφλοί πνευματικά, όπως άλλωστε πολλές φορές ο Κύριος τους είχε χαρακτηρίσει έτσι. Διότι η αδυναμία επισημάνσεως της χάριτος του Θεού στην παρουσία και την ενέργεια του Κυρίου, αδυναμία δηλαδή να δουν το φως του Θεού, σημαίνει τη σκοτεινιά της ψυχής τους, την οποία βεβαίως δημιουργούν οι πονηρές δυνάμεις. Ο διάβολος είναι αυτός που κρατάει κλειστά τα «μάτια» των ανθρώπων, λόγω βεβαίως των ενεργουμένων παθών τους, της υπερηφάνειας και του μίσους. Η κατάσταση αυτή συνιστά αυτό που ο Κύριος έχει χαρακτηρίσει  ως βλασφημία του αγίου Πνεύματος. Ποιος άλλος βλασφημεί το Πνεύμα του Θεού, ει μη ο αρνούμενος να αποδεχτεί την ενέργειά Του, συνεπώς ο αμετανόητος; Κι ο Κύριος είπε τα σκληρότερα και φοβερότερα λόγια για την κατάσταση αυτή: δεν πρόκειται ποτέ να λάβει κανείς τη συγχώρηση του Θεού, ούτε στον κόσμο τούτο ούτε στην αιωνιότητα.
Το γεγονός ότι με την ερμηνεία τους οι Φαρισαίοι αποκαλύπτονται οι ίδιοι δαιμονοκρατούμενοι, επιβεβαιώνεται πολλαπλώς σήμερα, ακόμη και εκτός της χριστιανικής πίστεως. Η ίδια η ψυχολογία, ήδη από της αρχής της εμφανίσεώς της ως επιστήμης, έχει μιλήσει για το ψυχολογικό φαινόμενο της «προβολής», δηλαδή το φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος ερμηνεύει αυτό που βλέπει με βάση το περιεχόμενο της καρδιάς του: ό,τι έχει μέσα του αυτό και «βλέπει» - το προβάλλει – στους άλλους. Οι Φαρισαίοι λοιπόν αυτό που είχαν – τα δαιμόνια – αυτό και έβλεπαν στον Χριστό.

3. Το θαύμα λοιπόν, για να επανέλθουμε, απαιτεί την πίστη του ανθρώπου, όταν αυτός έχει καλή προαίρεση και η πονηρία δεν έχει διαβρώσει την ψυχή του. Η πίστη που απαιτείται για την αποδοχή του λόγου του Θεού, η ίδια απαιτείται και για την «όραση» του θαύματος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριος, όπως φαίνεται και στη θεραπεία των δύο σήμερα τυφλών, ζητά πάντοτε την πίστη των ανθρώπων, ως εμπιστοσύνη στο πρόσωπό Του, προκειμένου να τους παράσχει τη θεραπευτική χάρη Του. Και μάλιστα ο Κύριος προχωράει και πιο πέρα: «κατά την πίστιν υμών, λέει, γενηθήτω υμίν». Θα βλέπετε δηλαδή ενεργούμενη τη δύναμή μου, κατά την αναλογία της πίστης σας. Μεγάλη πίστη, μεγάλο θαύμα και μεγάλη θεϊκή παρουσία. Μικρή πίστη, λειψό και το αποτέλεσμα. Εν προκειμένω, πρόσωπα καθοδηγητικά για τη μεγάλη πίστη και τα σημάδια της, γίνονται ο ρωμαίος εκατόνταρχος που ζητούσε τη θεραπεία του δούλου του, η Χαναναία γυναίκα που ζητούσε τη θεραπεία της κόρης της.

4. Κι είναι βεβαίως γνωστό σε όλους ότι η πίστη αυτή, που φέρνει τη δραστική παρουσία της χάριτος του Θεού και κινητοποιεί και βουνά, υπάρχει και αυξάνει, στο βαθμό που ο άνθρωπος μπαίνει στην τροχιά της αγάπης, του κεντρικού θελήματος του Θεού γι’ αυτόν. Όσο κανείς αγαπά και αγωνίζεται να εξαλείφει από την καρδιά του οποιαδήποτε πίκρα και κακία κατά των συνανθρώπων του, ακόμη και των εχθρών του, τόσο θα βλέπει να φουντώνει και η πίστη του, συνεπώς το θαύμα θα γίνεται ένα με την ύπαρξή του. Πράγματι, στη ζωή όλων των αγίων μας, λόγω ακριβώς της μεγάλης τους πίστης, ενεργουμένης ως αγάπης, το θαύμα ήταν στοιχείο της φυσικής τους ζωής, της καθημερινότητάς τους.

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ (26 ΙΟΥΛΙΟΥ)




«Η αγία Παρασκευή (2ος μ.Χ. αι.) έζησε επί της βασιλείας Αντωνίνου του Πίου, καταγόταν από τη Ρώμη και είχε χριστιανούς γονείς, τον Αγάθωνα και την Πολιτεία, οι οποίοι μετά από πολλή προσευχή γέννησαν την αγία, στην οποία έδωσαν το όνομα Παρασκευή, γιατί γεννήθηκε την ομώνυμη ημέρα της εβδομάδας. Από πολλή μικρή αφιερώθηκε στον Θεό, με τη βοήθεια ιδιαιτέρως της μητέρας της, έμαθε τα ιερά γράμματα, μελετούσε διαρκώς τις άγιες Γραφές και πάντοτε περνούσε τον καιρό της στην προσευχή και στην Εκκλησία. Μετά τον θάνατο των γονιών της, μοίρασε τα υπάρχοντά της στους πτωχούς, ντύθηκε το μοναχικό σχήμα κι άρχισε να κηρύσσει το όνομα του αληθινού Θεού και Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ελκύοντας στη θεογνωσία πολλούς από τους ειδωλολάτρες, γι’ αυτό και κάποιοι Ιουδαίοι την διέβαλαν στον βασιλιά, λέγοντας ότι κάποια γυναίκα, ονόματι Παρασκευή, κηρύσσει τον Ιησού τον υιό της Μαρίας, τον οποίο οι πατέρες μας  σταύρωσαν. Ο βασιλιάς διέταξε να την φέρουν ενώπιόν του για να την ανακρίνει, κι αφού της έταξε πολλά αγαθά αν θυσιάσει στους θεούς του, γεγονός το οποίο αμέσως αρνήθηκε η αγία, ομολογώντας την πίστη της στον αληθινό Θεό, εκείνος την έριξε σε διάφορα μαρτύρια, από τα οποία διαφυλάχθηκε απολύτως σώα με τη χάρη του Θεού, μεταστρέφοντας έτσι πολλούς από τους παρευρισκομένους. Διατάσσει έπειτα να την βάλουν σε χαλκό λέβητα, γεμάτο λάδι και πίσσα, πυρακτωμένο σφοδρά, στον οποίο η αγία φαινόταν σε όλους ότι δροσίζεται, κάτι που προκάλεσε την έκπληξη του βασιλιά, ο οποίος  της ζήτησε να του ρίξει επάνω του λίγο από το μείγμα, για να δει αν όντως είναι καυτό ή όχι. Μόλις η αγία έριξε με τις παλάμες της πάνω στο πρόσωπό του, αμέσως αυτός κάηκε και τυφλώθηκε. Άρχισε να ζητά δυνατά τη βοήθεια της αγίας, υποσχόμενος ότι θα πιστεύσει στον Θεό που εκείνη κήρυσσε. Η αγία προσευχήθηκε και ο βασιλιάς ανέβλεψε, οπότε και ο βασιλιάς και όλοι οι υπ’  αυτόν βαπτίστηκαν στο όνομα της αγίας Τριάδος. Η αγία συνέχισε να περιοδεύει σε διάφορα μέρη, να κηρύσσει και να κάνει διάφορα θαύματα με τη βοήθεια του Θεού, μεταστρέφοντας έτσι ακόμη περισσότερους στην πίστη, οπότε μετά από πολλά μαρτύρια που υπέστη για την πίστη της, της κόψανε το κεφάλι και το πνεύμα της μετέβη στις αιώνιες μονές».

Η αγία Παρασκευή αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση αγίας, διότι εκτός των πνευματικών και ασκητικών αγώνων της για τον διαρκή αγιασμό της, και μάλιστα εκ νεότητος -  τον οποίο αγιασμό επιβεβαίωσε και με το μαρτυρικό τέλος της -  διακρίθηκε και για το χάρισμα της ιεραποστολής: να περιοδεύει διδάσκοντας και καθοδηγώντας τους πιστούς. Δηλαδή, θα λέγαμε ότι εκτός από αγία και παρθένος και μάρτυς, ήταν και ισαπόστολος και γερόντισσα, αμμάς που λέμε,  κάτι ανάλογο με την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή, την αγία Θέκλα, την αγία Φιλοθέη στα νεώτερα χρόνια. Γι’  αυτό και είμαστε βέβαιοι ότι πραγματοποιείται και στην αγία Παρασκευή ο λόγος του Κυρίου που είπε ότι «ο ποιήσας και διδάξας μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των Ουρανών». Η σήμερον εορταζομένη αγία είναι πράγματι μεγάλη, που απολαμβάνει στους αιώνες των αιώνων πλούσια τη χάρη του Θεού, ευφραινομένη με τον νυμφίο της Χριστό.

Ο άγιος υμνογράφος της ακολουθίας της, μέσα ιδίως από το απολυτίκιό της, μας διευκρινίζει το περιεχόμενο του αγώνα της για αγιασμό: με ζήλο προσπαθούσε καθημερινά να ζει ό,τι το όνομά της φανέρωνε: το σταυρό του Χριστού που προβάλλει η ημέρα της Παρασκευής,  δηλαδή την αγάπη της προς Εκείνον και προς τους συνανθρώπους της. «Την σπουδήν σου τη κλήσει κατάλληλον εργασαμένη, φερώνυμε, την ομώνυμόν σου πίστιν εις κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευή, αθληφόρε». Κι όχι μόνον η σπουδή της, ο ζήλος της ήταν σύμφωνος με το όνομά της, δηλαδή ζήλος για αγάπη, κατά το πρότυπο του Χριστού που σταυρώθηκε για τους ανθρώπους, αλλά αδιάκοπα ζούσε αυτήν την εσταυρωμένη αγάπη, όπως ζει κανείς κατά φυσικό τρόπο μέσα στο σπίτι του: έκανε κατοικία της τον σταυρό του Χριστού. Νομίζουμε ότι δεν υπάρχει πιο όμορφη εικόνα από αυτήν που χρησιμοποιεί ο υμνογράφος, για να δηλώσει το περιεχόμενο του πνευματικού αγώνα της αγίας, αποδίδοντας στην πραγματικότητα με άλλες λέξεις αυτό που έλεγε ο απόστολος Παύλος για τον δικό του αγώνα: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».  Η αγία λοιπόν ζούσε την εσταυρωμένη αγάπη, τον ίδιο τον Χριστό δηλαδή,  κι όλη η ζωή της, με  τη θαυμαστή ιεροποστολική της διάσταση, ερμηνεύεται από τη δυναμική αυτή του σταυρού.

Η αγία Παρασκευή αποτελεί την απάντηση και για όλα τα είδη σπουδής και ζήλου που υφίστανται. Από ζήλο Θεού διακατεχόταν και η αγία. Όχι όμως από αυτόν που τον χαρακτηρίζει ο απόστολος ως «ου κατ’ επίγνωσιν». Διότι δεν σώζει το γεγονός ότι κάποιος έχει θερμότητα στην καρδιά για να επιτελέσει ένα έργο, έστω μεγάλο και σπουδαίο και για χάρη ακόμη του Θεού. Μπορεί να υφίσταται ο ζήλος και να λειτουργεί προς καταστροφή των ανθρώπων. Διότι απουσιάζει η αγάπη, άρα η παρουσία του Θεού. Κι όταν απουσιάζει ο Θεός, τότε τι απομένει; Ο εγωισμός του ανθρώπου και οι πονηρές δυνάμεις που τον διακατέχουν και τον καθοδηγούν. Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη, δυστυχώς, από τέτοιες περιπτώσεις «ζηλωτών», οι οποίοι δεν κατανόησαν το αυτονόητο: ότι αν κάτι σώζει τον άνθρωπο, αν μία προσφορά είναι πράγματι προσφορά, είναι όταν λειτουργεί μέσα στο θέλημα του Θεού, την αγάπη. Η αγία Παρασκευή μάς ανοίγει τά «μάτια» -  ως η αγία της θεραπείας των ματιών,  άλλωστε -  και σ’ αυτό. Της είμαστε ευγνώμονες και την παρακαλούμε να πρεσβεύει πάντοτε για όλους. Και μάλιστα για εμάς, που την έχουμε «Γερόντισσά» μας.

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ (25 ΙΟΥΛΙΟΥ)




«Η Αγία Άννα, η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ήταν από τη φυλή του Λευί, κόρη του ιερέα Ματθάν και της γυναίκας του Μαρίας. Ο Ματθάν ιεράτευε επί της βασιλείας Κλεοπάτρας και Σαπώρου ή Σαβωρίου, βασιλιά των Περσών, και της βασιλείας Ηρώδου του Αντιπάτρου. Ο Ματθάν είχε τρεις κόρες, τη Μαρία, τη Σοβή και την Άννα. Παντρεύτηκε η πρώτη στη Βηθλεέμ και γέννησε τη Σαλώμη, τη μαία. Παντρεύτηκε η δεύτερη, κι αυτή στη Βηθλεέμ, και γέννησε την Ελισάβετ (τη μητέρα του Ιωάννη του Προδρόμου). Παντρεύτηκε δε και η Τρίτη, η Άννα, στη γη της Γαλιλαίας, και γέννησε Μαρία τη Θεοτόκο, που σημαίνει ότι η Σαλώμη, η Ελισάβετ και η αγία Μαρία η Θεοτόκος, ήσαν κόρες τριών αδελφών και μεταξύ τους πρωτεξαδέλφες. Αυτή λοιπόν η Άννα, αφού γέννησε τη σωτηρία όλου του κόσμου, την Παναγία, και την απογαλάκτισε, την ανάθεσε στον Ναό, ως άμωμο δώρο στον παντοκράτορα Θεό, και έζησε το υπόλοιπο της ζωής της, μέχρις ότου εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο, με νηστείες και ευεργεσίες προς αυτούς που είχαν ανάγκη. Τελείται δε η αυτής Σύναξις εν τω Δευτέρω».

Όλη η ακολουθία της ημέρας, εσπερινού και όρθρου, υπέρλαμπρη και φωτοφόρος, είναι γεμάτη από ωραιότατα εγκώμια προς την Αγία Άννα, στα οποία καλείται να μετάσχει «εν κυμβάλοις ψαλμικοίς», κατά το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού, «πάσα η κτίσις». «Μετ’  εγκωμίων εκτελείται η ένδοξος μνήμη σου…Άννα θεόκλητε». Ο εγκωμιασμός όμως δεν είναι μόνον για την αγία Άννα. Μετέχει σ’ αυτόν και ο σύζυγός της, ο δίκαιος Ιωακείμ, γιατί αυτός είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο ήλιος, που ενώθηκε με τη σελήνη, την αγία Άννα, για να προέλθει η ακτίνα της Παρθενίας, η Παναγία Μαριάμ, η κόρη τους. «Ήλιος ώσπερ τη σελήνη τη Άννη ενούμενος, ο κλεινός Ιωακείμ, της παρθενίας ακτίνα γεννά». «Ω, μακαρία δυάς, υμείς πάντων γεννητόρων υπερήρθητε…» Μακάρια δυάδα, που ξεπεράσατε όλους τους γονείς. Αιτία βεβαίως για τον πλούτο των εγκωμίων  είναι αυτό που ο καθένας κατανοεί: από τον Ιωακείμ και την Άννα, γεννήθηκε η Παναγία, η οποία έφερε στον κόσμο, μέσα στο βάθος του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία αυτού, τον ίδιο τον Θεό εν σαρκί, τον Κύριο Ιησού Χριστό. «Δια της Παναγίας, της Θεότητος αυγή επέλαμψε». Με την Παναγία έλαμψε στον κόσμο το φως της Θεότητος. Και βεβαίως έτσι τιμώνται ο παππούς και η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας. «Μνήμην τελούντες Δικαίων, των Προπατόρων Χριστού…».

Η αιτιολόγηση αυτή της φωτοφόρου εορτής της Κοιμήσεως της αγίας Άννης δεν συνιστά μία απλή αναφορά της όλης εορτής. Αποτελεί το κέντρο, την αδιάκοπα ανακυκλούμενη έννοια, τόσο που θα έλεγε κανείς ότι όλη η ακολουθία δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να προβάλλει τον ερχομό του Χριστού διά της Παναγίας Μητέρας Του, και αυτό να το παρουσιάζει με διαφορετικές λέξεις και πολλαπλά λογοτεχνικά σχήματα, με εικόνες και  με προτυπώσεις ακόμη από την Παλαιά Διαθήκη. Σαν να έχουμε το πολυτιμότερο διαμάντι στον κόσμο, και να το προβάλλουμε με όλων των ειδών τα φώτα και τους χρωματισμούς. «Οι εξ ακάρπων λαγόνων, ράβδον αγίαν την Θεοτόκον βλαστήσαντες, εξ ης η σωτηρία τω κόσμω ανέτειλε, Χριστός ο Θεός». «Της μητρός του Δεσπότου και Ποιητού, μήτηρ γέγονας Άννα πανευκλεής…»  Έτσι η κοίμηση της αγίας Άννης, και μαζί με αυτήν του αγίου Ιωακείμ, λειτουργεί παραπεμπτικά και αναγωγικά: δι’  αυτών  τιμάται και εγκωμιάζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Μνήμην Δικαίων τελούντες, σε ανυμνούμεν, Χριστέ». Κι είναι φυσικό: αν ένας άνθρωπος έχει κάποια αξία είναι γιατί ο ίδιος ο Θεός τον έχει χαριτώσει και τον έχει υπερυψώσει. Κι αν αυτό ισχύει για όλους τους αγίους, πόσο μάλλον για τους κατά σάρκα προπάτορές Του, τον παππού Του και τη γιαγιά Του;

Η τιμή ασφαλώς για την αγία Άννα και τον άγιο Ιωακείμ δεν είναι μία εύνοια του Θεού χωρίς λόγο. Για να χαριτωθούν με αυτόν τον τρόπο – να γεννήσουν το καλύτερο άνθος της ανθρωπότητας, την Παναγία Θεοτόκο – συνήργησαν και οι ίδιοι, με την αγιασμένη ζωή τους, γεγονός που προβάλλει εξίσου πολλαπλώς η ακολουθία της ημέρας. «…Η νοητή χελιδών (η Αννα)…αμέμπτως εν σωφροσύνη βιωσαμένη καλώς». Με σωφροσύνη και με άμεμπτο τρόπο έζησε η αγία Άννα. «Τας νόμου εντολάς, θεαρέστως τηρούσα, μητέρας Ισραήλ, υπερήρας απάσας…αγιόλεκτε Άννα, προμήτορ Κυρίου». Τήρησες τις εντολές του νόμου του Θεού, με θεάρεστο τρόπο, αγιόλεκτε Άννα, και ξεπέρασες όλες τις μητέρες του Ισραήλ. Με την προϋπόθεση αυτή, να τηρεί δηλαδή πάντοτε το θέλημα του Θεού, αναδείχτηκε η Άννα σ’ αυτό το υψηλό σημείο, να γίνει Μητέρα της Μητέρας του Θεού, γι’  αυτό και οι ύμνοι στη συνέχεια δεν παύουν να μιλούν για το τελικό αποτέλεσμα: να μετατεθεί στους κόλπους του Θεού και να είναι συνόμιλος των αγγέλων. Ο Χριστός «σε  μεταθέμενος προς τα επουράνια, μετά δόξης, Άννα ένδοξε». «Σήμερον εκ της προσκαίρου μεταστάσα ζωής, εν τοις επουρανίοις μετά χαράς την πορείαν ποιουμένη αγάλλεται». Το ένδοξο τέλος της αγίας Άννης, τηρουμένων των αναλογιών, περιμένει βεβαίως και εμάς, εφόσον αγωνιζόμαστε στη ζωή αυτή να τηρούμε τις άγιες εντολές του Χριστού. Ο Θεός μας, μη ξεχνάμε, δεν είναι προσωπολήπτης.  

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ (24 ΙΟΥΛΙΟΥ)



«Η αγία Χριστίνα καταγόταν από την πόλη της Τύρου κι ήταν κόρη ενός στρατηλάτη ονόματι Ουρβανού. Αυτός έβαλε την κόρη του σε πύργο υψηλό, της έδωσε εντολή να ζει εκεί και να προσφέρει θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς που εκείνος λάτρευε, κατασκευασμένους από χρυσάφι, ασήμι και άλλα υλικά. Η Χριστίνα όμως τα έκανε κομμάτια και ό,τι πολύτιμο υπήρχε ως υλικό το έδωσε στους φτωχούς. Γι’ αυτόν τον λόγο ο πατέρας της άρχισε να την υποβάλλει σε πολλές τιμωρίες και την έβαλε σε φυλακή, χωρίς να της δίνει τροφή. Η αγία όμως τρεφόταν από αγγέλους, οι οποίοι την θεράπευσαν και από τις πληγές της. Έπειτα ρίχνεται στη θάλασσα, όπου δέχεται το θείο βάπτισμα από τον ίδιο τον Κύριο, και οδηγείται στην ξηρά από θείο άγγελο. Όταν μαθεύτηκε ότι ζει, κλείνεται πάλι στη φυλακή, κατ’ εντολή του πατέρα της, ο οποίος το ίδιο βράδυ πέθανε με άσχημο τρόπο. Στη θέση του πατέρα της έρχεται ο στρατηγός Δίων, ο οποίος αρχίζει να εξετάζει τη μάρτυρα, ο αλιτήριος. Αυτή δε, επειδή κήρυξε τον Χριστό, τιμωρείται σκληρότατα. Μέσα στα μαρτύρια ευρισκόμενη, τέλεσε διάφορα θαύματα, γεγονός που οδήγησε στην πίστη τρεις χιλιάδες από τους στρατιώτες. Μετά τον Δίωνα, ανέλαβε την εξουσία κάποιος Ιουλιανός, ο οποίος ρίχνει την αγία σε κάμινο του πυρός, κι αφού εκείνη έμεινε άφλεκτος, την καταδικάζει να ριχτεί σε δηλητηριώδη φίδια και διατάζει έπειτα να της κόψουν τους μαστούς, από τους οποίους χύθηκε αντί αίμα γάλα. Στη συνέχεια της κόψανε τη γλώσσα, και τελευταίο από όλα, αφού κτυπήθηκε από στρατιώτες με πέτρες, παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό».



Τρία σημεία από το συναξάρι της αγίας είναι εξόχως σημαντικά, προκειμένου να τα σχολιάσουμε:

(1) Λέγεται – και όχι άδικα – ότι ανώτερη αγάπη στον κόσμο τούτο από τη γονεϊκή δεν υπάρχει. Οι γονείς είναι εκείνοι, σχεδόν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, που είναι έτοιμοι και τη ζωή τους να δώσουν για χάρη των παιδιών τους. Διότι νιώθουν ότι τα παιδιά τους αποτελούν κομμάτι του εαυτού τους: η ζωή των παιδιών τους ήδη εκ κοιλίας μητρός ζυμώθηκε μ’ εκείνους. Κι όμως: στην περίπτωση της αγίας Χριστίνας – δυστυχώς όχι μόνον αυτής – τούτο καταλύεται. Ο ίδιος ο πατέρας της γίνεται ο δήμιός της, εκείνος που θέλει να την καταστρέψει. Αιτία: ο φανατισμός του, που τον κάνει να είναι δέσμιος των ειδώλων, δηλαδή των διαφόρων δαιμονίων, και που γι’ αυτό απαιτεί και η κόρη του να τον ακολουθεί στις δικές του δοξασίες. Εκ διαμέτρου αντίθετη τοποθέτηση από τη χριστιανική, η οποία κάνει τον άνθρωπο να αγαπά με απόλυτο τρόπο τον Θεό, για να μπορεί όμως αυτός στη συνέχεια να αγαπά με απόλυτο πάλι τρόπο και τον συνάνθρωπό του, που σημαίνει και να σέβεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ελευθερία του.

(2) Η αγία άρχισε να διώκεται για την πίστη της στον Χριστό, ενόσω ακόμη δεν είχε γίνει πλήρως χριστιανή, δηλαδή όταν ακόμη δεν είχε βαπτισθεί. Η χάρη του Θεού όμως ενεργούσε πλούσια σε αυτήν, έστω και με εξωτερικό τρόπο. Διότι το βάπτισμα προσφέρει ακριβώς αυτό: συνδέει τον καλοπροαίρετο και ενεργούμενο εξωτερικά από τη χάρη του Θεού άνθρωπο με τον Χριστό, τον κάνει μέλος Του και συνεπώς ο Χριστός δρα μέσα από το κέντρο της καρδιάς του, εκεί που πριν δρούσε το πονηρό. Σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο όμως, σαν την αγία Χριστίνα, ο Θεός βρίσκει τρόπους να συνδεθεί με αυτόν, πέραν των «κανονικών και νομίμων». Και τι γίνεται; Μέσα στη θάλασσα ευρισκόμενη η αγία, από την κακία των διωκτών της, έχει τον ίδιο τον Δημιουργό και Σωτήρα της Χριστό να τελεί το άγιο βάπτισμά της, προκειμένου να την κάνει μέλος Του. «Το Πνεύμα όπου θέλει πνει», ενώ θαυμάζει κανείς την «υπακοή» και του ίδιου του Χριστού μας σε ό,τι ο Ίδιος έχει νομοθετήσει. «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται».

(3) Στο μαρτύριο της εκτομής των μαστών της, διαπιστώνεται το παραδοξότατο: αντί αίματος εκχέεται γάλα. Πέραν από την παρατηρούμενη ενέργεια του Θεού, που κάνει ένα θαύμα – προφανώς για να ενισχύσει τους καλοπροαίρετους θεατές του μαρτυρίου της, ώστε να μεταστραφούν ή ν’ αυξηθούν στην πίστη – μπορούμε να επιχειρήσουμε και μίαν ακόμη εξήγηση: αφενός το γάλα αυτό, από μία παρθένο, μπορεί να θεωρηθεί ως σύμβολο της διδασκαλίας που ασκούσε η αγία στους ειδωλολάτρες, κατά το «γάλα υμάς επότισα» που έλεγε στους αρχαρίους στην πίστη ο απόστολος Παύλος, αφετέρου φανερώνει την κυοφορία, μέσα της, της χάριτος του Θεού, που την κάνει και αυτήν μία μικρή «Παναγία», κατά τους λόγους του Κυρίου, που είπε ότι αυτοί που τηρούν το άγιο θέλημά του Πατέρα Του «μήτηρ και αδελφός και αδελφή Του εισίν».

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Η ΑΓΙΑ ΜΥΡΟΦΟΡΟΣ ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ Η ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (22 ΙΟΥΛΙΟΥ)


«Η αγία καταγόταν από τα Μάγδαλα στα όρια της Συρίας. Προσήλθε στον Χριστό και θεραπεύτηκε με τη χάρη Του από επτά δαιμόνια που την ενοχλούσαν. Τον ακολούθησε έκτοτε μέχρι το Πάθος Του κι έγινε Μυροφόρος, ενώ αξιώθηκε να δει πρώτη την Ανάσταση του Κυρίου, μαζί με την Παναγία Μητέρα Του, καθώς άκουσε γι’ αυτήν από άγγελο Κυρίου, και πάλι το πρωί από δύο αγγέλους «εν λευκοίς καθεζομένους». Και πάλι είδε τον Κύριο, νομίζοντάς Τον για κηπουρό, και άκουσε από Αυτόν «μη μου άπτου», μη μ’ αγγίζεις. Μετά λοιπόν τη θεία και αγία Ανάληψη, πήγε στην Έφεσο προς τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και απόστολο, όπου εκεί οσίως κοιμήθηκε και ετάφη δίπλα στην είσοδο του σπηλαίου, στο οποίο οι άγιοι μακάριοι επτά παίδες είχαν κοιμηθεί. Ύστερα, επί Λέοντος του μακαριστού Βασιλιά, το λείψανό της ανακομίστηκε στη μονή του Αγίου Λαζάρου που ιδρύθηκε από τον Λέοντα, στην οποία ετησίως τελείται και η σύναξή της».



Προκαλεί συγκίνηση σε κάθε χριστιανό πιστό η μνήμη της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, η οποία αναδείχτηκε μυροφόρος και ισαπόστολος. Και τούτο γιατί εκτός του ότι έζησε την παρουσία του Κυρίου εν πνεύματι, όπως άλλωστε και όλοι οι άγιοι – παρουσία βεβαίως που είναι η ανώτερη δυνατή, αφού ζει κανείς τον Χριστό με τον τρόπο αυτό ως μέλος Του, δηλαδή στα όρια της ύπαρξής του – αυτή αξιώθηκε να Τον ζήσει και κατά την ιστορική Του παρουσία επί της γης, να Τον δει, να Τον ακούσει, να Τον παρατηρήσει, να Τον ψηλαφήσει και με τις σωματικές της αισθήσεις. Ό,τι συνέβη με άλλα λόγια με τους αποστόλους, οι οποίοι μάλιστα βαπτίστηκαν κατά την Πεντηκοστή με το άγιον Πνεύμα, το ίδιο συνέβη και με την αγία Μαγδαληνή, η οποία είχε πέραν αυτών και την εξαιρετική ευλογία να είναι φίλη και «αδελφή» με την ίδια την Παναγία μας. Αν η γνωριμία μας με έναν άγιο μάς κάνει να νιώθουμε ιδιαιτέρως ευλογημένοι και τιμημένοι, πόσο περισσότερο τούτο πρέπει να συμβαίνει και με την αγία Μαγδαληνή;

Γι’ αυτό και ο Κύριος, βλέποντας την ολοκάρδια ανταπόκρισή της στην προσφορά καταρχάς της χάρης Του, με την οποία την θεράπευσε από επτά ενοχλητικά δαιμόνια – ανταπόκριση που εκφράστηκε με την πιστή έκτοτε ακολουθία Του, ακόμη και μετά τον θάνατό Του – την τίμησε με το να γίνει η πρώτη, μαζί με την Παναγία Μητέρα Του, που δέχτηκε το μήνυμα της Ανάστασης, κι η πρώτη, στη συνέχεια, η οποία ευαγγελίστηκε το χαρμόσυνο τούτο γεγονός στους φοβισμένους και δυσπίστους μαθητές Του. Οι ύμνοι της Εκκλησίας τονίζουν πολλαπλώς αυτήν την τιμή της από τον Χριστό, όπως για παράδειγμα το δοξαστικό του εσπερινού της εορτής της, που λέει: «Πρώτη κατιδούσα την θείαν ανάστασιν, Μαρία η Μαγδαληνή,…πρώτη και ευαγγελίστρια εδείχθης…». Κι αλλού, στον όρθρο: «Γεγηθυία τον τάφον του Λυτρωτού έφθασας, πρώτη κατιδούσα την θείαν Κόρη Ανάστασιν. Ευαγγελίστρια, όθεν, εδείχθης βοώσα: ο Χριστός εγήγερται, χείρας κροτήσατε». Με χαρά έφτασες τον τάφο του Λυτρωτή, κι είδες πρώτη, Κόρη, τη θεία Ανάσταση. Γι’ αυτό αναδείχτηκες ευαγγελίστρια, φωνάζοντας δυνατά: ο Χριστός αναστήθηκε, κτυπήστε παλαμάκια.

Έτσι, η αγία Μαγδαληνή, έμεινε στην ιστορία και στη μνήμη της Εκκλησίας, μεταξύ των άλλων, και ως άγγελος των καλών ειδήσεων, ως εκείνη δηλαδή που μετέστρεψε την αθυμία των μαθητών σε ευθυμία – «την αθυμίαν αποθέμενοι, την ευθυμίαν αναλάβετε» - ως εκείνη που τα λόγια της υπήρξαν δροσιά κι αναψυχή στους μαθητές, που καίγονταν από τον καύσωνα της αθυμίας – «ρημάτων σου δροσισμώ, της αθυμίας τον καύσωνα εξήρας των μαθητών» - κάτι που βεβαίως συνέχισε με τη διδασκαλία και τη ζωή της, μέχρι την αγία τελευτή της. Και άφησε ισχυρό παράδειγμα και σε μας, να ξέρουμε ότι ο μόνος τρόπος για να φέρνουμε στους θλιμμένους συνανθρώπους μας την ευθυμία και να τους δροσίζουμε, ευρισκομένους μέσα στο οποιοδήποτε καμίνι των θλίψεων και των δοκιμασιών τους, είναι να ζούμε οι ίδιοι την ανάσταση του Χριστού με την καλή ζωή μας και αυτήν την αναστημένη ζωή μας να την καταθέτουμε ως μαρτυρία σ’ αυτούς.