Κύρια σημεία ομιλίας στον Κατανυκτικό Εσπερινό της Τυρινής (της Συγγνώμης),στον Ι. Ν. της Αγίας Παρασκευής Ηλιουπόλεως (17-3-2024)
Α. Στο κατώφλι της Μ.
Σαρακοστής, μετά το εισαγωγικό μέρος της – τις τρεις εβδομάδες προετοιμασίας:
Κυριακές Τελώνου και Φαρισαίου, Ασώτου, Απόκρεω και Τυρινής – η Εκκλησία μάς
κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Προσέξτε μην κρατήσετε καμία κακία μέσα σας˙ η
συγγνώμη ενώπιον Θεού και ανθρώπων είναι εκείνο που φωτίζει την αληθινή οδό -
Εσπερινός της Συγγνώμης δεν ονομάζεται αυτό που μόλις ζήσαμε με την παρουσία
μας στην προηγηθείσα ακολουθία; Που θα πει: ό,τι κι αν κάνουμε: νηστείες,
αγρυπνίες, χαμαικοιτίες ίσως, ελεημοσύνες ακόμη, αν δεν οδηγούν στην ανεξικακία
ή δεν προϋποθέτουν την ανεξικακία, συνεπώς την αγάπη, δεν κάνουμε τίποτε! Εδώ ο
απόστολος Παύλος θα πει στον ύμνο της αγάπης (Α΄ Κορ. 13 κεφ.): «Κι αν δώσω όλα
μου τα υπάρχοντα ελεημοσύνη, κι αν ακόμη παραδώσω το σώμα μου για να καεί χάριν
της πίστεώς μου, αν δεν έχω αγάπη δεν ωφελούμαι σε τίποτε». Και βεβαίως λέει
τον θεωρούμενο «ακραίο» αυτόν λόγο ο απόστολος, διότι ο ίδιος ο Κύριος το έθεσε
ακραία και απόλυτα: «εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών εκ των
καρδιών υμών, και ο Πατήρ υμών ο Ουράνιος αφήσει υμίν τα παραπτώματα υμών. Εάν
δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ υμών αφήσει τα
παραπτώματα υμών»! Κι ακόμη περισσότερο ο Ίδιος στην κατεξοχήν προσευχή που
μας άφησε, την πιο σπουδαία και καίρια, εξ ου και Κυριακή προσευχή ονομάζεται,
μας έμαθε να λέμε: «Πάτερ ημών,… άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς
αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών…». Συγχώρεσέ μας, όπως και εμείς συγχωρούμε
αυτούς που μας βλάπτουν και μας αδικούν – και δεν μνημονεύουμε το συγκλονιστικό
παράδειγμά Του πάνω στον Σταυρό, όπου «αίρων την αμαρτίαν» όλων των
ανθρώπων προσεύχεται στον Θεό Πατέρα να μας συγχωρήσει δικαιολογώντας μας λόγω
της άγνοιάς μας! «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Και μόνες
οι αναφορές αυτές θα έφταναν να τελειώσουμε εδώ την όποια ομιλία μας.
Όμως, θα συνεχίσουμε, για να
εξετάσουμε με οδηγό τον άγιο της Σαρακοστής Ιωάννη της Κλίμακος, (που έχει
ξεχωριστό λόγο για τη μνησικακία στο γνωστότατο βιβλίο του «Κλίμαξ», εξ ου και
ως Κλίμακος προσδιορίζεται), διάφορες διαστάσεις του πάθους αυτού, της
μνησικακίας, που συνιστά κατά τον ίδιο «δηλητήριο της ψυχής». Και ως
δηλητήριο ακυρώνει γι’ αυτό οποιαδήποτε πιθανή καλή ενέργειά μας, δηλαδή
ακυρώνει κάθε ενέργεια του Θεού που θέλει να βρει τόπο μέσα στην καρδιά μας και
εκεί να επαναπαυτεί. Κατά τον άγιο λοιπόν «μνησικακία είναι να
διατηρείς συνεχώς μέσα σου κάποιο μίσος, να ενθυμείσαι δηλαδή το κακό
που σου έγινε» (λόγ. 8ος). «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» είπε ο Κύριος, δεν γίνεται
ταυτοχρόνως να είσαι με τον Θεό και με τον Σατανά. Είναι δρόμοι εντελώς
αντίθετοι – δεν μπορείς αν είσαι μνησίκακος ούτε το «Πάτερ ημών» να
ψελλίσεις, όπως θα πει με πόνο ο άγιος Ιωάννης: «Η προσευχή που μας παρέδωσε
ο Ιησούς, (το «Πάτερ ημών»), δεν μπορούμε να την πούμε όπως αυτός, εάν
μνησικακούμε» (9).
Οπότε, το να θέλω να είμαι με τον Θεό, συνεπώς να μπω στο στάδιο των αρετών με τη Σαρακοστή, και να κρατάω μίσος και πικρίες μέσα μου, με κάνει να μοιάζω με τον (εθνικιστή) προφήτη Ιωνά: τον έστειλε ο Θεός στη Νινευί να κηρύξει μετάνοια λόγω του πλήθους των αμαρτιών των κατοίκων της – «αν δεν μετανοήσετε θα πεθάνετε» -, αλλά εκείνος πήρε καράβι να πάει ακριβώς στην αντίπερα όχθη, την περιοχή της Θαρσείς. Με μία ωραία εικόνα του αγίου Ιωάννη: συμβαίνει το ίδιο μ’ αυτόν που τρέχει στον… ύπνο του! Μόνον ονειρεύεται. «Εκείνος που διατηρεί την έχθρα και νομίζει ότι έχει μετάνοια, ομοιάζει μ’ αυτόν που του φαίνεται στον ύπνο του ότι τρέχει» (λόγ. 9, 15).
Β. 1. Δεν είναι από τα δύσκολα
θεολογικά θέματα. Το αντίθετο! Είναι όμως από τα δύσκολα, τα δυσκολότατα ίσως,
γιατί πρέπει κανείς όχι απλώς να τα συλλογιστεί, αλλά να τα κάνει πράξη.
Άλλωστε η χριστιανική πίστη δεν αποτελεί διαλογισμό, που είναι και της μόδας
στις ημέρες μας, αλλά συνιστά κίνηση και ενέργεια, κινητοποίηση στο έπακρο,
απαιτείται κανείς αν θέλει να είναι πιστός στον Χριστό να γίνει κυριολεκτικά
«μετανάστης», για να θυμηθούμε και τον άγιο Ανδρέα Κρήτης στον Μεγάλο κανόνα
που μας άφησε, το πρώτο τμήμα του οποίου θα το ακούσουμε στο αυριανό Μεγάλο
Απόδειπνο της Καθαράς Δευτέρας. Ο ίδιος ο Κύριος είπε στον νομοδιδάσκαλο που
τον ρώτησε για το πώς αποκτάται η αιώνια ζωή ότι χρειάζεται να γίνει κι εκείνος
σαν τον καλό Σαμαρείτη: «πορεύου και συ ποίει ομοίως». Πορεία και πράξη
ζωής είναι ο χριστιανισμός, ξεβόλεμα, ένταση στο απόλυτο. «Ου πας ο λέγων
μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών, αλλ’ ο ποιών το
θέλημα του Πατρός μου του εν Ουρανοίς». Κι ο απόστολος Ιάκωβος θα σημειώσει
επ’ αυτού: «Όχι οι ακροατές του λόγου του Θεού αλλά αυτοί που τον εφαρμόζουν θα
δικαιωθούν από τον Θεό» - ό,τι ακριβώς είδαμε και στην παραβολή του Τελώνου και
του Φαρισαίου στην έναρξη του Τριωδίου.
Και πρέπει να μας τρομάζει η
αλήθεια αυτή – «μετά φόβου και τρόμου κατεργάζεσθε την σωτηρίαν υμών»
(απ. Παύλος) -, ότι δηλαδή στην πράξη παρουσιαζόμαστε ή όχι χριστιανοί, γιατί
και πάλι ο Κύριος απεκάλυψε αυτό που όλοι γνωρίζουμε αλλά λίγοι ίσως το
κατανοούμε: «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι». Δεν είμαστε με τον
Χριστό, δηλαδή δεν τηρούμε τον λόγο Του; Γινόμαστε αυτομάτως αντίχριστοι! Μη
ψάχνουμε τον αντίχριστο ή τους αντιχρίστους έξω και μακριά – θα έλθει κι αυτών
η ώρα! Να τον βλέπουμε εκεί που μας υπέδειξε ο Χριστός: σ’ εμάς τους ίδιους,
όταν δεν πορευόμαστε κατά τις εντολές Του. «Σατανά» χαρακτήρισε, ας θυμηθούμε,
και τον μαθητή Του Πέτρο, όταν θέλησε εκείνος να Τον εμποδίσει από το έργο Του!
«Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!»
Κι είναι δύσκολο να
ξεπεράσουμε τη μνησικακία όχι γιατί δεν μπορούμε, αλλά γιατί δεν θέλουμε! «Δεν
υπάρχει δεν μπορώ, συνήθιζε να λέει ο άγιος Παΐσιος, υπάρχει δεν θέλω. Κι
υπάρχει δεν θέλω, γιατί δεν αγαπώ!» Μπορεί ο Πονηρός να φαίνεται ότι κυριαρχεί,
μπορεί ο κόσμος όλος να κείται δέσμιος σ’ αυτόν, μπορεί και τα πάθη μας να μας
δυναστεύουν, μα αν στραφούμε προς τον Κύριο «τα αδύνατα γίνονται δυνατά»!
Χρησιμοποιήσαμε προηγουμένως
τη λέξη «μετανάστης» από τον Μ. Κανόνα του αγίου Ανδρέα Κρήτης. Ανήκει σ’ ένα
από τα πιο δυνατά τροπάρια του μεγάλου αυτού ύμνου. «Τον Αβραάμ ήκουσας
πάλαι, ψυχή μου, καταλιπόντα γην πατρώαν και γενόμενον μετανάστην˙ τούτου την
προαίρεσιν μίμησαι» (ωδή γ΄). Δηλαδή: Ψυχή μου, άκουσες από την Παλαιά
Διαθήκη τον Αβραάμ που εγκατέλειψε την πατρική γη του και έγινε μετανάστης.
Λοιπόν, να μιμείσαι την προαίρεση και τη διάθεσή του. Γιατί μένουμε στον Αβραάμ
που έγινε μετανάστης; Γιατί λειτουργεί ως πρότυπο και αρχέτυπο για εμάς, μας διδάσκει
ο άγιος Ανδρέας. Σηκώθηκε και έφυγε από ό,τι τον έδενε με την πατρική γη, καθώς
υπάκουσε στη φωνή του Θεού. Το ίδιο πρέπει να γίνεται και με εμάς: Να γινόμαστε
αδιάκοπα, αέναα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή μετανάστες, με την έννοια ότι
αφήνουμε, όσο οδυνηρό κι αν είναι, αυτό που μας δένει με τα πάθη μας, τις
συνήθειές μας, τον βολικό εγωισμό μας, για να βρισκόμαστε εκεί που μας
υποδεικνύει κάθε φορά ο λόγος και η εντολή του Χριστού. Κι αυτό συνιστά μία
εσωτερική μετανάστευση, μία καρδιακή ανάβαση στο όρος του Κυρίου. «Αναβάσεις
εν τη καρδία αυτού διέθετο» όπως διαρκώς λέμε τα θεόπνευστα λόγια του
ψαλμωδού.
2. Να επανέλθουμε λοιπόν! Η
μνησικακία, να μην μπορούμε να ξεχάσουμε κάτι κακό που μας έκαναν ή που
νομίζουμε ότι μας έκαναν – γιατί κι αυτό συμβαίνει συχνά: μία παγίδα που στήνει
ο διάβολος σε καλές και ευαίσθητες ως επί το πλείστον ψυχές, που φαίνεται ότι
υπάρχει πρόβλημα χωρίς τελικώς να υπάρχει – η μνησικακία λοιπόν, κατά τον άγιο της
Κλίμακος, «σημαίνει κατάληξη του θυμού, φύλακας των αμαρτημάτων, μίσος της
δικαιοσύνης, απώλεια των αρετών, δηλητήριο της ψυχής, σαράκι του νου, ντροπή
της προσευχής, εκκοπή της δεήσεως, αποξένωση της αγάπης, καρφί μπηγμένο στην
ψυχή, αίσθηση δυσάρεστη που αγαπάται μέσα στη γλυκύτητα της πικρίας της,
συνεχής αμαρτία, ανύστακτη παρανομία, διαρκής κακία» (9, 2).
Και μας κάνει αμέσως εντύπωση η επισήμανση του
αγίου: η μνησικακία δημιουργεί «αίσθηση δυσάρεστη που αγαπάται όμως μέσα στη
γλυκύτητα της πικρίας της». Πρόκειται για σπουδαία ανθρωπολογική
διαπίστωση, την οποία μπορεί και κάνει ο ίδιος γιατί έχει παλέψει με τη
μνησικακία και μιλάει από την εμπειρία του – οι άγιοι δεν γεννήθηκαν άγιοι˙
«μάτωσαν» για να φθάσουν σε ψηλά επίπεδα της κατά Χριστόν ζωής! Και τι
επισημαίνει; Την τραγωδία που ζούμε οι άνθρωποι: αφενός, να μη νιώθουμε καλά
όταν αφήνουμε κακία ασυγχώρητη μέσα μας, είναι πικρία λέει, κάτι δυσάρεστο,
γιατί δεν γίνεται όταν αμαρτάνουμε να νιώθουμε καλά: «ψωνίζεις θάνατο με την
αμαρτία» κατά Παύλο. Αφετέρου όμως, την ίδια στιγμή υπάρχει και μία γλύκα στην
πικρία αυτή. Γιατί ικανοποιούμε και χαϊδεύουμε τον εγωισμό μας που ζητάει
εκδίκηση για το κακό, πραγματικό ή όχι, που μας έκαναν. (Πόση αλήθεια δεν
κρύβουν και πολλά λαϊκά τραγούδια που τονίζουν την ίδια πραγματικότητα: «είναι
γλυκό το πιοτό της αμαρτίας…»).
Όμως τελικά ζει ο μνησίκακος
την κόλαση από τη ζωή αυτή. Γιατί χωρίζεται από τον Θεό, την πηγή της Ζωής και
της Χαράς. Σαν τον άφρονα πλούσιο της παραβολής που «ευφραινόταν κάθε ημέρα
λαμπρώς». Μα ήλθε η ώρα, η ξαφνική, που του άνοιξε τα μάτια για να δει τον
γκρεμό που βρισκόταν: «Αυτήν την νύχτα οι δαίμονες απαιτούν να πάρουν την ψυχή
σου!»
3. Λέει και κάτι ακόμη
παράδοξο ο άγιος Ιωάννης στο παραπάνω κεφάλαιο (2): ενώ είναι δρόμος της
κόλασης η μνησικακία, είναι το σαράκι, είναι το δηλητήριο, όμως «δεν
σκοπεύει να μιλήσει πολύ περί αυτής». Γιατί; Διότι είναι τέκνο και όχι
πατέρας ή μάνα! Είναι γέννημα της οργής η μνησικακία, σημειώνει, γι’ αυτό και
στην οργή πρέπει να στρέψει κανείς και την προσοχή του. Και βεβαίως σ’ εκείνο
που καταργεί και την ίδια την οργή, την Αγάπη. Με τα ίδια τα λόγια του: «Όποιος
κατέπαυσε την οργή, αυτός φόνευσε και τη μνησικακία, διότι για να γεννηθούν
τέκνα πρέπει να ζει ο πατέρας» (3). Και: «Όποιος απέκτησε την αγάπη, έγινε
ξένος της οργής. Εκείνος όμως που διατηρεί την έχθρα, συσσωρεύει στον εαυτό του
άσκοπα ενοχλητικά βάρη» (4).
4. Δεν θα στραφούμε ακόμη, πιο αναλυτικά, στο αντίδοτο του δηλητηρίου.
Γιατί μας αποκαλύπτει ο άγιος, όπως είδαμε, και άλλα χαρακτηριστικά του.
- Λοιπόν, εκτός του ότι είναι
«τέκνο» η μνησικακία είναι και «φύλακας των αμαρτημάτων». Αντί δηλαδή να
σβήνουμε τα αμαρτήματα με τη μετάνοια, την εξομολόγηση, τη Θεία Κοινωνία, η
μνησικακία μάς τα κρατάει. Κατά κάποιο τρόπο γίνεται φράγμα στο να γευτούμε τις
δωρεές που απέρρευσαν από τον Σταυρό του Κυρίου. Ο Κύριος με τη Σταυρική θυσία
Του διέγραψε την αμαρτία ως «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», καταπάτησε
τον θάνατο, κατήργησε τον διάβολο. Κι όμως! Η μνησικακία κάνει πέρα για εμάς
όλες αυτές τις θεόσδοτες δωρεές και μας κρατάει σε προχριστιανική εποχή: ο
Χριστός είναι σαν να μην ήλθε για εμάς˙ συμπορευόμαστε με τους Εβραίους της
εποχής Του που μισούσαν τον Κύριο και τον οδήγησαν στον Σταυρό! Όταν με άλλα
λόγια μνησικακούμε βλασφημούμε στην ουσία τον Σταυρό και την Αγάπη Του. Κι αυτό
σημαίνει κατ’ επέκταση, άρνηση και του αγίου βαπτίσματός μας! Διότι με το
βάπτισμά μας μετείχαμε στον Σταυρό και την Ανάστασή Του – γινήκαμε Χριστός κι
εμείς. Στην πράξη όμως όλα τα ακυρώνουμε. Όπως είπαμε και προηγουμένως: μη
ψάχνουμε για αντιχρίστους, όταν αντίχριστοι γινόμαστε καθημερινά εμείς οι ίδιοι
με την διατηρημένη μέσα μας κακία.
- Οπότε, ναι! «Μισούμε τη
δικαιοσύνη» του Θεού, επιλέγοντας έτσι ως πορεία μας την αδικία. «Μα εγώ είμαι
ο αδικημένος, αφού με έβλαψαν» θα αντείπει ο εγωισμός μας. Για να φανερώσουμε
όμως με τον αντίλογό μας ότι δεν έχουμε πάρει καθόλου μυρωδιά το τι είναι η
χριστιανική πίστη, την οποία ίσως σπεύδουμε με ζήλο συχνά να την
υπερασπιστούμε. Δίκαιος χριστιανικά είναι ο άνθρωπος που πορεύεται σαν τον
Χριστό, με τη δύναμη του Χριστού. Άρα μονάχα αγαπά, παραθεωρώντας το
υποτιθέμενο δίκιο του για να είναι δικαιωμένος από τον Θεό. «Τα δικαιώματά μας
τα κρατάει ο Θεός» σημειώνει κάπου ο άγιος Παΐσιος. «Δικαιώματα στον κόσμο
αυτόν έχουν μόνο οι άθεοι»!
(Κι ίσως αξίζει εδώ
παρενθετικά να κάνουμε λίγο λόγο για τον «δικαιωματισμό» όπως χαρακτηρίζεται
της εποχής μας, όπου όλα βρίσκονται σε σύγχυση και σε ταραχή. Τι σημαίνει
«δικαιωματισμός»; Να θέλω να επιβάλω το δίκιο μου με όποιον τρόπο, να επιβάλω
τη γνώμη μου, γιατί τη θεωρώ ότι αυτή και μόνον είναι η σωστή. Κι έτσι
αποκαλύπτεται όλο το «μεγαλείο» του «δικαιωματισμού»: η δαιμονική υπερηφάνεια.
«Όποιος θέλει να επιβάλει τη γνώμη του – θα πει και πάλι σε άλλο σημείο
ο άγιος της Κλίμακος – έστω κι αν είναι ορθή, πάσχει από τη νόσο του
διαβόλου, την υπερηφάνεια»).
- Ποιο άλλο χαρακτηριστικό
έχει η μνησικακία κατά τον όσιο; Σου κλέβει τις αρετές, σημειώνει. «Η
απώλεια των αρετών». Δεν πρόκειται δηλαδή για μία απλή εκτροπή, για ένα
παράπτωμα. Έρχεται η μνησικακία σαν σύννεφο που όχι μόνο σκεπάζει τον ήλιο του
αγαθού και των αρετών, αλλά και τα εξαφανίζει. Η ψυχή επομένως κυριαρχείται από
το πονηρό σκοτεινό πνεύμα. Διότι κατ’ ανάγκην δεν υπάρχει Πνεύμα Θεού όπου
υπάρχει ο Διάβολος – μέση λύση και μέση κατάσταση δεν υφίσταται. Κι είναι καλό
εδώ να μνημονεύσουμε τον αρχικό λόγο του αγίου Ιωάννη: «οι κακίες έχουν τη
συνήθεια να γεννούν η μία την άλλη και να συσφίγγονται μεταξύ τους» (1).
Οπότε με την κυριαρχία της μνησικακίας χάνεται και η προσευχή και η όποια
αναφορά στον Θεό, ο άνθρωπος αποξενώνεται από τον Θεό, γίνεται ένας «σταυρωμένος»
αλλά με αρνητικό τρόπο, όπως το ακούσαμε: «έχει μπηγμένο μέσα του το καρφί της
κακίας»!
- Επιμένει ο άγιος να μας
ξαφνιάζει με τον διεισδυτικό λόγο του! Υπάρχει και άλλο χαρακτηριστικό της
μνησικακίας, σημειώνει. Ποιο; Η μνησικακία κάνει τον φορέα της… «θεολόγο»! Πώς;
Γιατί; Μας εξηγεί: «Η μνησικακία γίνεται και ερμηνευτής των Γραφών,
προσαρμόζοντας και εξηγώντας τα λόγια του Αγίου Πνεύματος κατά τις δικές της
διαθέσεις» (9). Δεν μας αποκαλύπτει έτσι ο άγιος και πώς κινούνται οι
αιρετικοί; Βασισμένοι στον λόγο της Γραφής τον διαστρεβλώνουν, γιατί κριτήριο
γι’ αυτούς είναι τα πάθη τους και όχι τι το Πνεύμα του Θεού φανερώνει. Και
ποιος είναι ο δάσκαλος των μνησικάκων και όλων των αιρετικών; Ο ίδιος ο
διάβολος βεβαίως, ο οποίος τόλμησε να… «θεολογήσει» και στον ίδιο τον Κύριό
μας, όταν Εκείνος βρέθηκε μετά το βάπτισμά Του στον Ιορδάνη στην έρημο. Λόγια
της Γραφής χρησιμοποίησε για να τον πειράξει στους γνωστούς τρεις πειρασμούς
Του! Η θεολογία των δαιμόνων, που λένε οι άγιοι Πατέρες μας!
5. Το τελικό αποτέλεσμα της
μνησικακίας το είπαμε: ο πνευματικός θάνατος, μία κόλαση από τη ζωή αυτή! Ο
μνησίκακος δηλαδή έρχεται στο σημείο να ζει ό,τι έζησαν και οι προπάτορές μας
μετά την πτώση τους στην αμαρτία με την παρακοή που επέδειξαν: την έξωσή τους
από τον Παράδεισο! Λένε πολλοί: παραμύθια αυτά για τον Αδάμ και την Εύα! Μα η
ίδια, η δική μας ζωή, έρχεται και επιβεβαιώνει την αλήθεια, γιατί γινόμαστε
πολύ συχνά Αδάμ και Εύα. Ο καθένας μας επαναλαμβάνει στη ζωή του τη ζωή των
προπατόρων, όταν αφήνει μέσα του την παραμικρή κακία, μη αγωνιζόμενος τον αγώνα
της ευλογημένης μετάνοιας.
6. Λοιπόν, θέλουμε να
απεμπλακούμε από την τραγική αυτήν κατάσταση; Η μοναδική λύση όπως σημειώσαμε
εξαρχής είναι η καταπολέμηση του πατέρα και της μάνας της μνησικακίας, της μανιώδους
οργής, διά της στροφής στην Αγάπη. Κι από δω πια βλέπουμε τον άγιο της Κλίμακος
να μας χειραγωγεί με τον πιο φιλάνθρωπο τρόπο. Γιατί αυτό είναι οι άγιοί μας:
οι ιατροί που μας χειρουργούν αλλά με τέτοιο στοργικό τρόπο που μας κάνουν να
κλαίμε.
Και κατά πρώτον: μπορείς και
να μνησικακείς, μας λέει συγκαταβατικά. Ξέρεις ότι η μνησικακία είναι ο θάνατός
σου, αλλά δες και τη… θετική πλευρά της! Ποια είναι αυτή; Να ξέρεις πού θα
στρέψεις την αρνητική φορά της ψυχής σου, να μάθεις ποιον θα μνησικακήσεις! «Να
μνησικακείς πολύ εναντίον των δαιμόνων και να εχθρεύεσαι πολύ και διαρκώς τη
σάρκα σου» (8). Τους δαίμονες λοιπόν και τη σάρκα. Όχι το σώμα, αλλά τη
σάρκα. Γιατί άλλο πράγμα είναι το σώμα, το από τον Θεό δημιουργημένο, ώστε μαζί
με την ψυχή ως ενιαία πραγματικότητα να ζει την παρουσία του Θεού – άλλωστε «ναός
του αγίου Πνεύματος» είναι κατά τον λόγο της Γραφής – κι άλλο η σάρκα που
σημαίνει την κυριαρχία της αμαρτίας πάνω της. «Αποστρέφω το πρόσωπό μου από
αυτούς, σημειώνει για παράδειγμα ο προφητικός λόγος για τον Θεό, “δια το είναι
αυτούς σάρκας”», γιατί είναι ολοκληρωτικά στραμμένοι στη σαρκολατρεία. Και
θυμίζει η αλήθεια της στροφής της βούλησης του ανθρώπου κατά των δαιμόνων και
της αμαρτίας αυτό που συνεχώς τονίζει η Πατερική παράδοση της Εκκλησίας: ο Θεός
δεν καταστρέφει ούτε ακυρώνει οποιαδήποτε δύναμη του ανθρώπου, έστω και την οργή.
Απλώς μας προσκαλεί να χρησιμοποιήσουμε τη δύναμη της ψυχής προς την ορθή
κατεύθυνσή της, δηλαδή το θέλημα του Θεού που είναι και το μόνο που εξισορροπεί
και ορθοφρονεί τον άνθρωπο.
Τι μας λέει επίσης με
ρεαλιστικό τρόπο ο άγιος; Δεν πας διαμιάς στο τέλειο. Υπάρχουν σκαλοπάτια στην
πνευματική σκάλα – από τα χαμηλά πας στα ψηλότερα. Αναγνωρίζει λοιπόν ότι
μπορεί να θέλουμε να υπερβούμε τη μνησικακία, να βγάλουμε το καρφί αυτό που μας
πονάει, να συγχωρέσουμε με την καρδιά μας, να πλησιάσουμε τον Θεό, όμως… δεν τα
καλοκαταφέρνουμε. Και τι προτείνει ο μέγας; Υποκρίσου τη συγγνώμη και τη
μετάνοια! Που θα πει ότι υπάρχει και καλή υποκρισία. Όπως ακούμε από την
Εκκλησία μας την Κυριακή του Θωμά ότι υπάρχει και καλή απιστία – «ω, καλή
απιστία του Θωμά». Διότι «απιστία βεβαίαν πίστιν εγέννησεν» – έτσι
υπάρχει και καλή υποκρισία! Με τα λόγια του: «Αν δεν μπορείς, μολονότι
πάλαιψες πολύ, να διαλύσεις εντελώς το σκάνδαλο της μνησικακίας, δείξε στον
εχθρό σου, έστω με λόγια, ότι μετανόησες. Έτσι θα συμβεί να ντραπείς την
παρατεινόμενη υποκρισία σου και να τον αγαπήσεις ολοκληρωτικά, κεντώμενος και
καιόμενος σαν με πυρ από τις τύψεις της συνειδήσεως» (10).
Κι αυτή η «υποκρισία», η καλή
και επαινουμένη και από τον Θεό, βλέπουμε ότι διαπερνά όλες τις σελίδες του
βιβλίου του αγίου, προκειμένου να βοηθηθεί ο αδύναμος και παραπαίων άνθρωπος.
Για παράδειγμα: για να νικήσουμε την οργή, συνεπώς και τη μνησικακία, μας λέει
ότι υπάρχουν σκαλοπάτια. Πρώτα, θα «βρίζεις» μέσα σου λόγω της ταραχής σου τον
όποιο θεωρούμενο «εχθρό» σου, αλλά χωρίς να βγαίνει καμία λέξη άσχημη από το
στόμα σου˙ έπειτα, θα είσαι ελαφρά ταραγμένος, αλλά θα ελέγχεις πια και τις
σκέψεις και τους λογισμούς σου απέναντί του˙ και τέλος, θα φτάσεις στο όριο της
αοργησίας, όπου και να σε βρίζουν εσύ θα ζεις σε μόνιμη ησυχία και γαλήνη! «Αρχή
αοργησίας, σιωπή χειλέων εν σφοδρά ταραχή ψυχής, μεσότης, σιωπή λογισμών εν
ψιλή ταραχή ψυχής, τέλος δε, πεπηγμένη γαλήνη εν πνοή ανέμων ακαθάρτων»! Κι
άλλο παράδειγμα ακριβώς επί του θέματός μας, της ανεξικακίας! Πρώτη βαθμίδα,
γράφει, για να φτάσει κανείς στην ανεξικακία, είναι να αποδέχεται κανείς τις
προσβολές και τις ατιμίες, έστω με οδύνη και πικρία ψυχής. Στη δεύτερη βαθμίδα
φθάνουν αυτοί που έχοντας πια περάσει από την πρώτη, δεν θλίβονται για τις προσβολές και τις αναποδιές που τους
συμβαίνουν, αλλά και δεν χαίρονται βεβαίως. Και η τρίτη βαθμίδα, το στάδιο των
τελείων, είναι γι’ αυτούς που όχι μόνον δεν πονούν και δεν πικραίνονται, αλλά
θεωρούν ως επαίνους τις ατιμίες. «Αρχή ανεξικακίας, εν πικρία και οδύνη ψυχής τας ατιμίας καταδέχεσθαι. Μεσότης, αλύπως εν
ταύταις διακείσθαι. Τέλος δε, ως ευφημίας ταύτας λογίζεσθαι».
7. Το να υποκρίνεσαι όμως την
αγάπη, ξαναλέει ο άγιος, είναι στάδιο χαμηλό όπως κι όταν χρησιμοποιείς κι άλλα
μέσα για να εξομαλύνεις την κατάσταση με εκείνον που έχεις πρόβλημα: την
προσευχή υπέρ αυτού για παράδειγμα ή ακόμη και την προσφορά σ’ αυτόν δώρων σου!
Η θεραπεία, η ολοκληρωτική και χαρισματική για τη μνησικακία, βρίσκεται στη
βίωση της αγάπης, που όριό της είναι ο σταυρός! Η αγάπη αυτή, όπως την
απεκάλυψε ο Κύριος και την κήρυξαν οι Απόστολοι, είναι το όραμα και η προοπτική
που θα σε κάνει όντως όχι μόνο να απεμπλακείς αλλά και να βρεθείς στα ύψη του
Παραδείσου. Και ποιο το σημάδι ότι πράγματι κανείς έφτασε στο ύψος αυτό ή
καλύτερα άγγιξε το… τέλειο; Αυτό που σημειώνει ο απόστολος Παύλος για τις
σχέσεις του χριστιανού με τους συνανθρώπους του: «κλαίειν μετά κλαιόντων και
χαίρειν μετά χαιρόντων». Όταν δηλαδή αρχίσει να ανατέλλει μέσα του η εν
Χριστώ ενότητα των ανθρώπων, κατά την οποία ο άλλος, ο όποιος συνάνθρωπος,
φίλος ή εχθρός, θεωρείται ότι συνιστά κομμάτι δικό του, γιατί και ο ίδιος
συνιστά κομμάτι και μέλος του Χριστού, του περικλείοντος τα πάντα. «Ίνα
πάντες εν ώσιν» είναι το όραμα του Κυρίου, οπότε το όριο αυτό αποτελεί την
πυξίδα που κατευθύνει και την πορεία του αληθινού χριστιανού. «Αγαπήσεις τον
πλησίον σου ως σεαυτόν». Ας ακούσουμε εν προκειμένω και πάλι τον άγιο
Ιωάννη: «Τότε θα καταλάβεις ότι απαλλάχτηκες από αυτήν τη «σαπίλα», τη
μνησικακία, όχι όταν προσεύχεσαι για εκείνον που σε λύπησε ούτε όταν του
προσφέρεις δώρα ούτε όταν του στρώσεις τραπέζι, αλλά όταν μάθεις πως του συνέβη
κάποια συμφορά, ψυχική ή σωματική, και πονέσεις και κλάψεις σαν να επρόκειτο
για τον εαυτό σου» (11).
Ξεπερνάμε λοιπόν τη
μνησικακία, ζούμε την ανεξικακία, όταν αποδυόμαστε στον αγώνα της αγάπης.
Κατανοούμε δηλαδή αυτό που μας κηρύσσει αδιάκοπα η Εκκλησία απαρχής μέχρι
σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: ένα κακό, ένα πάθος, μία αμαρτωλή κατάσταση
ξεπερνιέται όχι όταν κανείς αρχίζει να στρέφεται απλώς εναντίον του, αλλά όταν
στρέφεται σ’ εκείνο που καταργεί το κακό. Κι αυτό είναι η στροφή προς τον Θεό
ως στροφή προς την ταπείνωση και την αγάπη. Γιατί αυτά είναι ο Θεός μας. Κι η
στροφή αυτή συνιστά τον δρόμο της μετανοίας. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν».
8. Αν αυτό το κατανοήσουμε και
κυρίως το προσπαθήσουμε θα δούμε να επιλύονται κι όλα τα προβλήματα που μας
ταλανίζουν είτε προσωπικά είτε οικογενειακά είτε και εθνικά είναι. Το πρόβλημα
για παράδειγμα με την ψήφιση του νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια όπως το λένε,
είναι πράγματι πρόβλημα – αποτελεί κατά Παύλον «ανομία και ασχημοσύνη». Και η
Εκκλησία, συνοδικά και μεμονωμένα αντέδρασε και αντιδρά, γιατί το νομοσχέδιο στρέφεται
κατάφωρα κατά του νόμου του Θεού και του Ευαγγελικού λόγου. Από κει και πέρα
όμως η ευθύνη ανήκει σε όλους μας με τον τρόπο που μας υποδεικνύουν οι άγιοί
μας: με τη μετάνοιά μας. Γιατί όλοι είμαστε υπεύθυνοι! Μόλις προηγουμένως
τονίσαμε ότι ο καθένας εν Χριστώ περικλείει τους πάντες και τα πάντα. Ό,τι
συμβαίνει λοιπόν και στους άλλους αντανακλά και σε εμάς, οι οποίοι έχουμε τη
συναίσθηση και της ενότητάς μας αλλά και του πώς υπερβαίνεται η αμαρτία.
Ως χριστιανοί λοιπόν συμπάσχουμε με τους πάντες, όπως ο Κύριος συμπάσχοντας με εμάς σήκωσε τις αμαρτίες μας και «έπαθε υπέρ ημών, γενόμενος υπέρ ημών κατάρα». Την ώρα λοιπόν που λίγοι ή πολλοί αρχίζουν τον αγώνα της πιο έμπονης προσευχής ως τεταμένης στροφής προς τον Κύριο και το άγιο θέλημά Του, εκείνη την ώρα αρχίζει και η επενέργεια της χάρης του Θεού, που βρίσκει εξαιτίας μας τρόπους να διεισδύει στις χαραμάδες των καρδιών των ανθρώπων. Ό,τι δεν κάνουν οι άλλοι οι εκτός της εν επιγνώσει πίστεως ας προσπαθούμε όσο μπορούμε να το κάνουμε εμείς! Είναι το αυτονόητο(;) για έναν χριστιανό που λίγο αισθάνεται ότι ως μέλος Χριστού καλείται να φτάσει και μέχρι τον Άδη για χάρη της αγάπης. Η ελεήμων καρδία είναι η λύση των πάντων, γιατί είναι η λύση που έδωσε ο Χριστός. Και σ’ αυτήν τη λύση, την άρση του Σταυρού ως πορεία μετανοίας αλλά και αναστημένης ζωής μάς καλεί η Σαρακοστή. Είναι ο πυρήνας και το κέντρο της Εκκλησίας, που αποκαλύπτεται με ενάργεια όταν πιστέψουμε ότι ο καιρός που περνάμε είναι η δωρεά του Χριστού ακριβώς για να μετανοούμε. «Έδωσα χρόνο στον άνθρωπο για να μετανοήσει» (Αποκάλυψη Ιωάννη). Με τον λόγο και πάλι του αγίου της Κλίμακος τον οποίο μνημονεύσαμε και αρχικά: «Η αμνησικακία είναι απόδειξη της γνησίας μετανοίας. Εκείνος που διατηρεί την έχθρα και νομίζει ότι έχει μετάνοια, μοιάζει μ’ αυτόν που του φαίνεται στον ύπνο του ότι τρέχει».
Γ. Θα μου επιτρέψετε να
τελειώσουμε μ’ ένα συγκλονιστικό παράδειγμα από τον βίο του αγίου Νικηφόρου,
τον οποίο εορτάσαμε σχετικά λίγο καιρό από τώρα (9 Φεβρουαρίου): «Ο άγιος
Νικηφόρος είχε ένα χριστιανό φίλο, πρεσβύτερο της Εκκλησίας, που λεγόταν
Σαπρίκιος, ο οποίος από διαβολική ενέργεια μίσησε τον άγιο Νικηφόρο και
μνησικακούσε απέναντί του. Όταν συνελήφθη ο Σαπρίκιος από τους ειδωλολάτρες και
υφίστατο πολλά βασανιστήρια για την πίστη του Χριστού, ο άγιος Νικηφόρος
έστειλε μεσίτες προς αυτόν, ζητώντας συγχώρηση, αλλ’ ο Σαπρίκιος δεν τους
άκουσε. Είδε τότε ο άγιος Νικηφόρος ότι ο Σαπρίκιος οδηγείται εκεί που θα του
έκοβαν το κεφάλι, οπότε έτρεξε και έπεσε στα πόδια του ζητώντας συγχώρηση. Και
μολονότι του θύμιζε τους νόμους του Χριστού περί συμφιλιώσεως των ανθρώπων,
εκείνος δεν υπεχώρησε. Ο Σαπρίκιος πέρασε από πολλά βασανιστήρια και πλησίαζε η
ώρα να πάρει το στεφάνι και τα βραβεία από τον Χριστό. Κι ενώ λίγο έμελλε για
να του κόψουν το κεφάλι, δεν έδινε τη συγχώρηση. Γι’ αυτόν τον λόγο,
απογυμνώθηκε από τη βοήθεια του Θεού και είπε στους δημίους: Αφήστε με και θα
θυσιάσω στους θεούς. Μόλις το είδε αυτό ο άγιος Νικηφόρος, παρέδωσε τον εαυτό
του στους δήμιους και ομολόγησε τον Χριστό με παρρησία. Με την προσταγή του
τυράννου τότε, του έκοψαν το κεφάλι, κι έτσι έλαβε ο άγιος γρήγορα τα βραβεία
της αγάπης, την οποία και προσπαθούσε να κάνει πράξη, χάριν του Χριστού, του δοτήρα της αγάπης».