«Κύριε, δῶσε μου τή δύναμη νά ὑποφέρω τον κόπο καί ὅλα τά γεγονότα τῆς ἡμέρας αὐτῆς, σέ ὅλη τή διάρκειά της. Καθοδήγησε τή θέλησή μου καί δίδαξέ με νά προσεύχομαι, νά πιστεύω, νά ὑπομένω, νά συγχωρῶ καί ν’ ἀγαπῶ. Ἀμήν.» (Από την Προσευχή των Πατέρων της Όπτινα).
Είναι μία από τις πιο γνωστές προσευχές στη σημερινή εποχή, η προσευχή των Πατέρων της Όπτινα, το τελευταίο τμήμα της οποίας αναφέρουμε παραπάνω, γιατί προβλήθηκε και καταγράφηκε και μοιράστηκε σε πολλούς και ερμηνεύτηκε από πολλούς. Κι ο πολύς κόσμος, ο χριστιανικός, και εδώ στην Ελλάδα, την αποδέχτηκε και την αγκάλιασε και την ενέταξε μέσα στον ρυθμό των δικών του προσευχών, και διότι την πήρε στα χέρια του στη γλώσσα που ο ίδιος εκφράζεται, τη δημοτική, συνεπώς κατανοεί τι λέει, και διότι, κυρίως, εκφράζει το ήθος πράγματι του γνησίου πατερικού φρονήματος που δεν είναι άλλο από το φρόνημα του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Η τελευταία επισήμανση είναι και η πιο σημαντική. Διότι οι Πατέρες της Όπτινα, Μονής και Σκήτης περιοχής κοντά σχετικά στη Μόσχα, απετέλεσαν σε μεγάλο βαθμό τους γνήσιους φορείς του ορθοδόξου πνεύματος, εκείνου που εκφράζει την απαρχής εκκλησιαστική παράδοση και τη φιλοκαλική λεγόμενη αναγέννηση με τη διαρκή προσευχή, το «Κύριε ἐλέησον», την εν μετανοία και εξομολογήσει συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία, την άσκηση και την εγκράτεια στην ψυχή και το σώμα. Το ησυχαστικό πνεύμα του Αγίου Όρους σαν να μεταγγίστηκε και στα εκεί χώματα της Ρωσικής γης, οπότε και η συγκεκριμένη γνωστή προσευχή αποτύπωσε εν σμικρώ τον χριστιανό άνθρωπο που εξαρτά τη ζωή του από την Πρόνοια του Θεού και αγωνίζεται να διακρατήσει τη χάρη Εκείνου σε όλη την καθημερινότητά του.
Τι επισημαίνει το μικρό τμήμα της προσευχής; Πρώτον, ότι ο άνθρωπος ευρισκόμενος μέσα στον κόσμο τούτο τον πεσμένο στην αμαρτία ταλαιπωρείται από τις θλίψεις και τις δοκιμασίες που τον συνέχουν. Κόπος, εντάσεις με συνανθρώπους, θεωρούμενες αναποδιές κατατρύχουν τον καθένα μας, με αποτέλεσμα να στενοχωρούμαστε και να θέλουμε ει δυνατόν διαμιάς να αποτινάξουμε το όποιο βάρος εναποτίθεται στους ώμους μας. Μα είναι το τίμημα της αμαρτίας του κόσμου: από την ώρα που ο άνθρωπος θέλησε να διαγράψει τον Δημιουργό του και να πορευτεί κατά το δικό του θέλημα, από εκείνη την ώρα εισήλθε στη στενωπό των παθών του και του πνιγμού από την έλλειψη του οξυγόνου της ελευθερίας του Θεού. «Θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το πονηρόν» (απ. Παύλος). Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε δεν το επεσήμανε; «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Και: «διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού». Ό,τι φάνταζε εύκολο και ευφρόσυνο ως πορεία ζωής στους προπάτορές μας Αδάμ και Εύα, έγινε μετά την ανυπακοή και την αμαρτία τους δύσκολο και στενάχωρο. Συμπέρασμα; Η κάθε ημέρα έρχεται φέρνοντας την «πραμάτεια» της, τον κόπο της δηλαδή και όλα τα θλιβερά της. Ακόμη και τα θεωρούμενα ευχάριστα, ενταγμένα μέσα στη φθαρτότητα του χωρίς Θεού κόσμου, έχουν στο βάθος τους την οσμή του θανάτου!
Δεύτερον, ότι ο πιστός όμως άνθρωπος, αυτός που έχει αποδεχτεί στη ζωή του τον Κύριο Ιησού Χριστό, την όποια θλίψη και τον όποιο κόπο της ημέρας μπορεί να τα αντιμετωπίσει κι ακόμη περισσότερο να τα αξιοποιήσει προς το πνευματικό του συμφέρον, τον αγιασμό του δηλαδή και την περαιτέρω σχέση του με τον Δημιουργό του. Δεν υποσχέθηκε ο Κύριος διαγραφή των κόπων και των θλίψεων, αλλά πορεία μέσα από αυτά, ώστε να ασκηθεί ο πιστός σ’ εκείνην την αρετή, την υπομονή, που οδηγεί στην τελειότητα, την ομοίωσή του με Εκείνον – «ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται». «Δι’ υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα» θα ομολογήσει και ο απόστολος Παύλος, ενώ ο απόστολος Ιάκωβος θα εξηγήσει ότι οι πειρασμοί της ζωής αυτής συνιστούν «το δοκίμιον της πίστεως που κατεργάζεται την υπομονή, η οποία οδηγεί στην τελειότητα και την ωριμότητα του πιστού». Πώς πορεύτηκε άλλωστε ο Ίδιος ο Χριστός στον κόσμο τούτο που ήλθε εκουσίως λόγω της αγάπης Του; Με πειρασμούς και πάθη που αποκορυφώθηκαν στο κατεξοχήν Πάθος Του, τον Σταυρό Του! Και στη συμμετοχή του Σταυρού Του καλεί και καθέναν που θέλει να είναι ακόλουθός Του: «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Οπότε, ο χριστιανός ζητάει στην προσευχή του όχι να μην έχει θλίψεις και δοκιμασίες, που έτσι κι αλλιώς είναι δεδομένες όπως είπαμε, αλλά δύναμη και υπομονή από τον Κύριο ώστε να τις αντέξει και να μπορέσει να δει το βάθος τους – τη χάρη που περικλείουν για την τελειοποίησή του.
Και τρίτον, ότι το πιο κρίσιμο στοιχείο στον πιστό άνθρωπο, και κάθε άνθρωπο, είναι ακριβώς η θέλησή του. Δεν είναι δηλαδή η γνώση του αγαθού και μόνη η ψιλή (γυμνή) πίστη στον Θεό που σώζει τον άνθρωπο, κι ούτε βεβαίως μία καλή διάθεση να είναι ο Θεός μαζί του. Απαιτείται η θέλησή του να καθοδηγείται από τον Κύριο ώστε αυτή να παραμένει προσκολλημένη αταλάντευτα σ’ Εκείνον μόνο, ό,τι κι αν στοιχίζει τούτο, έστω και την ίδια τη ζωή. Κι αυτό σημαίνει ότι αν ο πιστός δεν αποφασίζει την κάθε ημέρα και την κάθε στιγμή της ζωής του - που ο Θεός του παραχωρεί ως ευκαιρία παραμονής και σχέσεως μ’ Εκείνον – να πεθάνει για την πίστη του, που θα πει για την αγάπη του για τον Κύριο, δεν πρόκειται ποτέ να σταθεί στο όριο που η πίστη αυτή καθορίζει, την αγκαλιά του Πατέρα Θεού. «Γίνου πιστός άχρι θανάτου» προτρέπει το Πνεύμα του Θεού, για να δει τελικώς αυτός που θα ακολουθήσει την προτροπή ότι όχι μόνο δεν πεθαίνει αλλά τότε εισέρχεται θριαμβευτικά μέσα στην ίδια την πηγή της Ζωής - και δεν μιλάμε για την εξαιρετική χαρισματική στιγμή του μαρτυρίου του αίματος των αγίων μαρτύρων!
Πρόκειται στην πραγματικότητα για την πιο κεντρική εντολή που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο, «να Τον αγαπήσει με όλη την ψυχή του και την καρδιά του και τη διάνοιά του και τη δύναμή του, όπως και τον συνάνθρωπό του σαν τον εαυτό του», η οποία κινητοποιεί στο έπακρο τη θέληση του ανθρώπου για να είναι στραμμένος «εκατό τοις εκατό» στον κανονικό και ομαλό δρόμο της ζωής, στην οδό της ωριμότητας και της τελείωσης, εκεί που όπως είπαμε συναντά άμεσα και με τη μεγαλύτερη ένταση το πρόσωπο του Θεού του. «Μείνετε σταθεροί πάνω στην αγάπη μου. Εάν τηρήσετε τις εντολές μου θα μείνετε στην αγάπη μου αυτή». Κι έχει ο πιστός τη δυνατότητα να δέχεται την καθοδήγηση του Κυρίου, γιατί ως βαπτισμένος στο όνομα Εκείνου, συνεπώς ως μέλος δικό Του, Τον θέλει στη ζωή του. Και τι κάνει τότε ο Κύριος στον πιστό του αυτόν; Ενισχύοντας την αδύναμη θέλησή του, όπως κάνει ο γονιός στο μικρό παιδάκι του που του μαθαίνει να περπατά και να αντιμετωπίζει τα διάφορα προβλήματα, τον μαθαίνει «να προσεύχεται, να πιστεύει σωστά, να υπομένει, να συγχωρεί, να αγαπά».
(Κύριε, βοήθησέ με να αντιμετωπίσω με ψυχική γαλήνη όλα,
όσα θα μου φέρει η σημερινή ημέρα. Βοήθησέ με να παραδοθώ ολοκληρωτικά στο άγιο
θέλημα Σου. Στην κάθε ώρα αυτής της ημέρας φώτισέ με και δυνάμωνέ με για το
κάθε τι. Όποιες ειδήσεις κι αν λάβω στο διάστημα της σημερινής ημέρας, δίδαξέ
με, να τις δεχθώ με ηρεμία και με την πεποίθηση ότι προέρχονται από το άγιο
θέλημά Σου.
Καθοδήγησε τις σκέψεις και τα συναισθήματα μου σε όλα τα έργα μου και τα λόγια
μου. Σε όλες τις απρόοπτες περιστάσεις μη με αφήσεις να ξεχάσω, ότι τα πάντα
προέρχονται από Σένα. Δίδαξέ με να συμπεριφέρομαι σε κάθε μέλος της οικογένειάς
μου με ευθύτητα και σύνεση, ώστε να μην συγχύσω και στενοχωρήσω κανένα. Κύριε,
δώσε μου τη δύναμη να υποφέρω τον κόπο και όλα τα γεγονότα της ημέρας αυτής
καθ’ όλη τη διάρκειά της. Καθοδήγησε την θέλησή μου και δίδαξέ με να
προσεύχομαι, να πιστεύω, να υπομένω, να συγχωρώ και να αγαπώ. Αμήν).