Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ


«Τόν ζωοποιόν σου Σταυρόν, ἀπαύστως προσκυνοῦντες Χριστέ ὁ Θεός, τήν τριήμερόν σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν∙ δι’ αὐτῆς γάρ ἀνεκαίνισας, τήν καταφθαρεῖσαν τῶν ἀνθρώπων φύσιν παντοδύναμε, καί τήν εἰς οὐρανούς ἄνοδον καθυπέδειξας ἡμῖν, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος» (Στιχηρόν ἀναστάσιμον, ἦχος δ΄).
(Προσκυνώντας ἀδιάκοπα, Χριστέ Θεέ μας, τόν Σταυρό Σου πού ἔφερε τή ζωή, δοξάζουμε τήν τριήμερη Ἀνάστασή Σου. Διότι μέ αὐτήν, παντοδύναμε, ἀνακαίνισες τήν ἀνθρώπινη φύση πού εἶχε καταφθαρεῖ (ἀπό τήν ἁμαρτία) καί μᾶς ὑπέδειξες τήν ἄνοδο στούς οὐρανούς, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος).
Τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μᾶς καλεῖ ὁ ἄγιος ὑμνογράφος νά δοξολογήσουμε. Γιατί ἦταν αὐτή πού ἔδωσε καινούργια ζωή στήν ἀνθρώπινη φύση πού εἶχε τραυματιστεῖ καί διαφθαρεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν Πονηρό διάβολο. Ἡ ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας δυστυχῶς ἀπό τούς πρωτοπλάστους ἦταν ἐπιλογή θανάτου. Νομίζοντας ὅτι ἀποκτοῦν τήν αἰώνια ζωή, κατά τήν ἀπατηλή ὑπόδειξη τοῦ Διαβόλου ὄφεως, εἶδαν μέ τρόμο ὅτι στράφηκαν κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους, τραυματίστηκαν ἀνεπανόρθωτα, εἰσῆλθαν στό σκοτεινό τοῦνελ τῆς φθορᾶς καί τῆς κόλασης. Ἡ ζωή τους ἔκτοτε ὑπῆρξε πράγματι ὀδύνη καί στεναγμός, περιέπεσαν σέ κοιλάδα πένθους καί δακρύων. Ἡ μόνη ἐλπίδα τους ἦταν ἡ παρήγορη φωνή τοῦ Δημιουργοῦ ὅτι στό μέλλον κάποιος ἀπόγονος τῆς γυναίκας θά συνέτριβε τόν διάβολο καί θά τούς ἀποκαθιστοῦσε στήν πρωτινή τους κατάσταση κι ἀκόμη περισσότερο. Κι αὐτό βεβαίως ἔγινε μέ τήν ἐμφάνιση τῆς κόρης τῆς Ναζαρέτ, Μαριάμ, ἡ ὁποία γέννησε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί τῆς δικῆς της συνέργειας τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ ὡς ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός πιά, ὁ δεύτερος Ἀδάμ, προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἕνωσε μέ τή Θεότητά Του, ὁπότε ἐν Χριστῷ ὁ ἄνθρωπος λυτρώθηκε – εἶδε καί πάλι Θεοῦ πρόσωπο. Ὅποιος πιά εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό, μέσα στό ζωντανό σῶμα Του τήν Ἐκκλησία, αὐτός καί ζεῖ μία νέα ζωή, πέρα ἀπό τήν ἀναγκαστική ροπή τῆς ἁμαρτίας, ζεῖ ἀπό τώρα τήν αἰώνια ζωή, δηλαδή τή ζωή τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀγάπη πρός τόν Θεό, τόν συνάνθρωπο, ὅλη τή Δημιουργία. «Εἴ τις ἐν Χριστῷ καινή κτίσις» πού λέει καί ὁ ἀπόστολος. «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα», κατά τή βεβαίωση τοῦ Ἴδιου. Ὁ πιστός στόν Χριστό ἄνθρωπος πιά βρίσκεται στόν δρόμο πρός τόν Οὐρανό, καλύτερα ζεῖ ἀπό τώρα τόν Οὐρανό, γιατί βαδίζει πάνω στόν ἴδιο τόν Οὐρανό, τήν Ὁδό πού εἶναι ὁ Χριστός. 
Ἡ δοξολογία γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου πού ἄλλαξε τά δεδομένα τοῦ κόσμου ὅμως, μᾶς τονίζει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, λειτουργεῖ παράλληλα μέ τόν Σταυρό Του. Ἡ Ἀνάσταση δέν θά ἐρχόταν, ἄν δέν προηγεῖτο ὁ Σταυρός. Κι ὁ Σταυρός δέν θά ὑπῆρχε, ἄν δέν ἐρχόταν ἡ Ἀνάσταση. Σταυρός καί Ἀνάσταση πάντοτε συνθεωροῦνται καί προσφέρονται ὡς μία διπλή ἐν μονάδι πραγματικότητα. Οὔτε μόνον ὀδύνη, ἀλλ’ οὔτε μόνο χαρά. Ἡ ὀδύνη μέσα στή χαρά καί ἡ χαρά μέσα στήν ὀδύνη. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὅποιος θέλει νά τονίσει τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου ὑπέρ τό δέον, ὑποβαθμίζοντας δηλαδή τήν Ἀνάσταση, κινεῖται, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ, σέ ἐπίπεδο πολιτικῆς∙ ὅποιος θέλει νά τονίσει τήν Ἀνάσταση εἰς βάρος τοῦ Σταυροῦ, αὐτός στήν πραγματικότητα κινεῖται σέ ἐπίπεδο οὐτοπίας. Γι’ αὐτό καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἡ ὁποία προβάλλει τήν Ἀνάσταση τόσο ἔντονα, εἶναι αὐτή πού ἐξίσου τονίζει καί τόν Σταυρό. Ἄλλωστε ὅλη ἡ ἱστορία της εἶναι μία δοξολογική ἱστορία, μία ἱστορία θριάμβου, γιατί ἀκριβῶς εἶναι μία ἱστορία μαρτυρίου. Ὅπως ἡ δόξα τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ Σταυρός – «νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου», σημειώνει ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής ἀναφερόμενος στή Σταυρική του θυσία - ἔτσι καί ἡ δόξα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας εἶναι τό μαρτύριο τῶν ἁγίων της, μαρτύριο καί αἵματος μά καί συνειδήσεως ὡς ἀγώνα τηρήσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Εἶναι ὁ δρόμος πού πρόβαλε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος γιά ὅλους ἀνά τούς αἰῶνες πιστούς καί μαθητές Του: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Ἡ ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ ἐκβάλλει πάντοτε στήν Ἀνάσταση, ἀφοῦ προηγουμένως ὅμως ἔχει ὑπάρξει ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ ὡς ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ, δηλαδή ὡς βίωση τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης. Καί σ’ αὐτήν τήν πορεία δέν ὑπάρχουν διαλείμματα. «Ἀπαύστως προσκυνοῦντες τόν Σταυρόν» σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, δηλαδή παντοτινά, χωρίς σταματημό. Ἄρα χωρίς σταματημό εἶναι καί ἡ βίωση τῆς Ἀνάστασης. Ὁ σταυρός τοῦ πιστοῦ μέ ἄλλα λόγια κατανοεῖται ὡς μετοχή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, κι αὐτόν τόν σταυρό τόν δικό μας ἔτσι, τόν προσκυνᾶμε - ἀποδεχόμαστε ἐν πίστει καί ἀγάπῃ τά ὅποια «πάθια» μας - ὄχι γιατί εἴμαστε «μαζοχιστές», ἀλλά γιατί αὐτός φέρνει τή δυναμική τῆς ἀνάστασης ὡς χαρᾶς στή ζωή μας καί μᾶς κάνει νά ζοῦμε ἀπό τώρα τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.