Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ


«Ὤ τῆς Ἰούδα ἀθλιότητος! Ἐθεώρει τήν πόρνην φιλοῦσαν τά ἴχνη, καί ἐσκέπτετο δόλῳ τῆς προδοσίας τό φίλημα… Ὤ της Ἰούδα ἀθλιότητος! Ἀφ’ ἧς ρῦσαι ὁ Θεός τάς ψυχάς ἡμῶν».
(Ω, η αθλιότητα του Ιούδα! Έβλεπε την πόρνη να φιλάει τα πόδια του Χριστού και σκεπτόταν δόλια το φίλημα της προδοσίας… Ω, η αθλιότητα του Ιούδα! Απ’ αυτήν σώσε Θεέ μου τις ψυχές μας).
Δεν θέλουμε να στηλιτεύσουμε παρορμητικά τον Ιούδα. Διότι ενώ προβάλλεται ως κατεξοχήν αρνητικό παράδειγμα από την υμνολογία της Εκκλησίας  μας, παραπέμπει το σκεπτικό του σε μας τους ίδιους και στις ψυχές μας. Γιατί τι μας λέει το τροπάριο (παρμένο από τους αίνους του όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης, ημέρας που η Εκκλησία προβάλλει την πόρνη γυναίκα που άλειψε με μύρο τον Κύριο Ιησού λίγο προ του σωτηρίου Πάθους Του); Ότι ελλοχεύει σε όλους ο κίνδυνος να περιπέσουμε κι εμείς στη δική του αθλιότητα, δηλαδή στο δικό του σκεπτικό και στη δική του δράση, κάτι που θα είναι καταστροφικό για τη σωτηρία μας. Χρειάζεται λοιπόν προσοχή στην ετοιμότητα καταδίκης του: θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να δεχτούμε τα «πυρά» της κριτικής μας και για μας τους ίδιους.
Τι θέλουμε να πούμε; Τι συνιστά την αθλιότητα, κατά τον υμνογράφο, του Ιούδα; Όχι ασφαλώς η προσωπικότητά του, το «βάθος» του εαυτού του, που δεν παύει σε κάθε περίπτωση να εικονίζει τον Χριστό – γι’ αυτήν την εικόνα Του ήλθε ο Χριστός και θυσιάστηκε και σταυρώθηκε. Η αθλιότητά του έγκειτο στο γεγονός της υποκρισίας του: έβλεπε αντικειμενικά την πόρνη γυναίκα να περιχύνει το πανάκριβο μύρο πάνω στον Χριστό (φανερώνοντας έτσι την αγάπη της προς Αυτόν), εξεγειρόταν με τη μάσκα της «κοινωνικής δικαιοσύνης», μαζί και με τους άλλους μαθητές βέβαια, για την «απώλεια» του μύρου («τσάμπα» και άσκοπο χάσιμο χρημάτων: θα μπορούσαν τα «πεταμένα» χρήματα να προσφερθούν στους φτωχούς), ενώ άλλα τελικώς σχεδίαζε στο βάθος του μυαλού του: την προδοσία του Διδασκάλου του! Με άλλα λόγια, άλλα έβλεπε, άλλα έλεγε, άλλα σκεπτόταν – κυριολεκτικά ο ορισμός της υποκρισίας. Και γιατί χαρακτηρίζεται αθλιότητα η κατάσταση αυτή; Διότι κανείς και πουθενά σε ολόκληρο τον κόσμο δεν αποδέχεται την υποκρισία, η οποία εκφράζει την ψευτιά του ανθρώπου, την ανειλικρίνεια των προθέσεών του, έναν εαυτό κυριαρχημένο από τον ίδιο τον Πονηρό – ο Πονηρός είναι ο Πατέρας του ψεύδους!
Μα μήπως όμως κι εμείς οι θεωρούμενοι χριστιανοί δεν περιπίπτουμε συχνά σε μία παρόμοια αθλιότητα; Δεν συλλαμβάνουμε,  λίγες ή πολλές φορές δεν έχει σημασία, τον εαυτό μας να λειτουργεί υποκριτικά, που θα πει όπως σημειώσαμε παραπάνω άλλα να βλέπουμε, άλλα να λέμε και άλλα να σκεπτόμαστε; Η καρδιά μας δηλαδή βρίσκεται πάντοτε πάνω στην απλότητα και την αγνότητα που ζητεί ο αρχηγός της πίστης μας – πάνω στη θυσιαστική σταυρική αγάπη που θέτει Εκείνος ως όριο; «Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῆ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ». Πάντοτε αντιμετωπίζουμε τους συνανθρώπους μας με τον ίδιο (καρδιακό) τρόπο, είτε τους φιλικά σε μας προσκείμενους είτε και τους εχθρούς και αδικούντας ημάς; Εδώ φτάνει στο σημείο ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος να θεωρεί ότι υπάρχει και «καλή υποκρισία», με την έννοια ότι επειδή δεν είμαστε στο ύψος της αγάπης του Χριστού μπορεί να «υποκρινόμαστε» την αγάπη, κλαίγοντας όμως μέσα μας για το έλλειμμά μας αυτό! Δηλαδή και η καλή ακόμη υποκρισία δεν είναι καλή, αλλά απλώς ένα μέσο για να καταδικάζουμε τον εαυτό μας λόγω της αθλιότητας που παρουσιάζουμε!
Λοιπόν, επανερχόμαστε! Ίσως δεν πρέπει να σπεύδουμε εύκολα και άκριτα να καταδικάζουμε την αθλιότητα του Ιούδα! Γιατί στην άκριτη αυτή περίπτωση τον εαυτό μας τον βγάζουμε απέξω και τον εντάσσουμε αυτόματα στους καλούς χριστιανούς, οι οποίοι τηρούν και εφαρμόζουν τα δυσθεώρητα ύψη των εντολών του Χριστού. Συμβαίνει όμως πράγματι αυτό; Ο άγιος υμνογράφος έχει υπόψη του  τη δυσκολία αυτή και κινείται όντως ρεαλιστικά και ταπεινά.  Γιατί τι μας παροτρύνει; Να παρακαλούμε τον Θεό να μας σώζει από την τραγικότητα της υποκρισίας – πρόκειται για χάρη Θεού σ’ εκείνον που όντως αγωνίζεται νόμιμα την πνευματική ζωή.