«Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός· καί μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν
εὑρήσει γρηγοροῦντα· ἀνάξιος δέ πάλιν, ὅν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν, ψυχή
μου, μή τῷ ὕπνῳ κατενεχθῆς, ἵνα μή τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καί τῆς βασιλείας ἔξω
κλεισθῇς· ἀλλά ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν,
προστασίαις τῶν Ἀσωμάτων ἐλέησον ἡμᾶς».
(Ἰδού ὁ Νυμφίος Χριστός
θά ’ρθει ξαφνικά τά μεσάνυχτα. Κι εἶναι μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού θά τόν βρεῖ
ξύπνιο πνευματικά, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη εἶναι ἀνάξιος αὐτός πού θά τόν βρεῖ ράθυμο
καί ἀμελή. Πρόσεξε λοιπόν ψυχή μου, μή τυχόν νικηθεῖς ἀπό τόν ὕπνο, γιά νά μή
παραδοθεῖς στόν θάνατο τῆς ἁμαρτίας καί βρεθεῖς ἔξω ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά
σύνελθε φωνάζοντας δυνατά, ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶσαι Θεέ μας, ἐλέησέ μας μέ τήν
προστασία τῶν ἁγίων ἀγγέλων).
Πρόκειται γιά τό
γνωστότερο τροπάριο πού σφραγίζει ἰδίως τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος.
Στηριγμένο στήν παραβολή τῶν δέκα Παρθένων πού εἶπε ὁ Κύριος, μᾶς καλεῖ νά
σταθοῦμε μέ τόν τρόπο πού προτείνει ὁ Ἴδιος: τόν τρόπο τῆς ἐγρήγορσης, δηλαδή τῆς
πνευματικῆς ἀνά πᾶσα στιγμή ἑτοιμότητας, μέ σκοπό νά μποροῦμε νά Τόν ὑποδεχθοῦμε
τότε πού θά ἔλθει. Γιατί ἀφενός ἡ ζωή αὐτή στήν ὁποία βρισκόμαστε, ζωή πτώσεως
δυστυχῶς στήν ἁμαρτία, ἔχει τό χαρακτηριστικό τῆς ἕλξης καί τῆς γοητείας τῶν ἁμαρτωλῶν
παθῶν μας, γεγονός πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ κατάσταση πνευματικοῦ ὕπνου καί
σκοτασμοῦ τῆς ψυχῆς του· ἀφετέρου ὁ Κύριος εἶναι ὁ διαρκῶς ἐρχόμενος, μέ τήν ἔννοια
βεβαίως ὅτι μπορεῖ ἡ κάθε στιγμή τοῦ χρόνου νά εἶναι ἡ στιγμή τῆς Δευτέρας Του
Παρουσίας – κανείς δέν ξέρει τήν ὥρα καί τή στιγμή της πλήν τοῦ ἰδίου τοῦ
Κυρίου -, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια ὅτι μπορεῖ νά μᾶς σημάνει τήν ὥρα τῆς ἐξόδου
μας ἀπό τόν κόσμο τοῦτο - ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μας ἐξίσου εἶναι ἄδηλη καί ἀποτελεῖ
τό σημεῖο τῆς συνάντησής μας μέ Ἐκεῖνον. Κι ἡ ἀνάγκη τῆς ἐγρήγορσης ἐπιτείνεται
ἔτι πλέον, ὅταν κατανοεῖ κανείς, πέραν τῶν παραπάνω, ὅτι ἡ παρουσία Του
λειτουργεῖ καί ἐν κρυπτῷ, κυριολεκτικά «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός»: μᾶς
παρουσιάζεται ὁ Κύριος στό πρόσωπο τοῦ κάθε συνανθρώπου μας, μᾶς κτυπᾶ τή θύρα ἀκόμη
καί τήν ὥρα τῆς σκοτεινῆς ἁμαρτίας μας, πάντοτε δηλαδή ἐκεῖ πού δέν τό
περιμένουμε. Σ’ αὐτήν τήν ἑτοιμότητά μας ἔχουμε, μᾶς λέει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος,
δύο ὅπλα: τήν τελωνική προσευχή μας, ἀλλά καί τήν προστασία τῶν ἁγίων ἀγγέλων
τοῦ Κυρίου. Το πνευματικό αὐτό ἐγερτήριο μᾶς προσφέρεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας
στόν ζωηρό καί πολύ ὡραῖο ἦχο πλ. τοῦ τετάρτου.