«Τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ δυναμώσας μου τόν νοῦν, ἐξασθενοῦντα προσβολαῖς
πονηραῖς, πρός τό θέλημα τό σόν, ἴθυνον Κύριε.
Ραθυμίας
νυσταγμῷ, ἐπί κλίνης ἡδονῶν καθεύδοντά με, διανάστησον Χριστέ, καί τῶν σῶν
προσκυνητήν Παθῶν ἀνάδειξον.
Λαμπρυνθέντες
τάς ψυχάς, τῇ νηστείᾳ καθαροί, προσυπαντῆσαι, ἐπειχθῶμεν Χριστῷ, πρός τήν Ἱερουσαλήμ,
ἐπιδημοῦντι σαρκί» (ὠδή α΄, ἦχος β΄).
(Κύριε, ἀφοῦ μοῦ
δυναμώσεις τόν νοῦ πού χάνει τή δύναμή του ἀπό τίς πονηρές προσβολές, ὁδήγησέ
με πρός τό δικό Σου θέλημα.
Ξύπνα με, Χριστέ, γιατί
κοιμᾶμαι στήν κλίνη τῶν ἡδονῶν ἀπό τή νύστα τῆς ραθυμίας, κι ἀνάδειξέ με
προσκυνητή τῶν Παθῶν Σου.
Ἀφοῦ λαμπρύναμε τίς
ψυχές μέ τή νηστεία, ἄς σπεύσουμε, ὡς καθαροί ψυχικά, νά συναντήσουμε τόν
Χριστό πού φθάνει ὡς ἄνθρωπος στήν Ἱερουσαλήμ).
Τό δίπολο στό ὁποῖο
κινεῖται διαρκῶς ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία μας, ἐν προκειμένῳ στήν πρώτη ὠδή
τοῦ κανόνα τῆς ἡμέρας, τοῦ ἁγίου καί πάλι Ἰωσήφ τοῦ ὑμνογράφου, συνεχίζεται: ἀπό
τή μιά ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, ἡ ὁποία ὀφείλεται καί στόν Πονηρό
πού δέν παύει νά πολεμάει τόν πιστό, ἀλλά καί στή ραθυμία τῶν παθῶν πού δένει
τόν πιστό στίς ἡδονές· κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ στροφή «πρός τόν μόνον δυνάμενον σώζειν», τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος βλέποντας τήν
ἱκεσία τῶν δούλων Του τούς καθοδηγεῖ πρός τό ἅγιο θέλημά Του, τούς ἀνασηκώνει, ὥστε
νά εἶναι μαζί Του, συνοδοπόροι καί προσκυνητές τῶν Παθῶν Του. Δεδομένα γιά τή
σωτηριώδη αὐτή σχέση Χριστοῦ καί πιστῶν δύο «πράγματα»: Πρῶτον, ἡ ἀγάπη τοῦ Ἴδιου
πρός τά πλάσματά Του - ὁ Σταυρός καί τά Πάθη Του εἶναι ἡ διαρκής ἐπιβεβαίωση τῆς
ἀλήθειας αὐτῆς· δεύτερον, ἡ δική μας, τῶν ἀνθρώπων, ἐπιθυμία νά εἴμαστε μέ τόν
Κύριο - ἡ δέησή μας νά μᾶς βοηθήσει καί ὁ ἀγώνας τῆς νηστείας, σωματικῆς καί
πνευματικῆς, πού καθαρίζει τήν ψυχή, εἶναι ἀπό πλευρᾶς μας ἡ ἀπόδειξη ἐπίσης τῆς
ἀλήθειας αὐτῆς. Τό πιό κρίσιμο στοιχεῖο στή σχέση αὐτή μέ τόν Κύριο βεβαίως εἶναι
ἡ παράκλησή μας νά κατευθύνει τό δικό μας θέλημα πρός τό δικό Του: «ἴθυνον πρός τό Σόν θέλημα». Κι αὐτό
γιατί γνωρίζει καλά ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ὅτι τό μόνο πού τίθεται πάντοτε ὡς ἐμπόδιο
στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι τό δικό μας θέλημα. «Τό θέλημα», κατά
τούς ἀββάδες τοῦ Γεροντικοῦ, «εἶναι τό χάλκινο τεῖχος πού δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε
τόν Θεό». Εἶναι ὁ ἀγώνας μέ τόν ἐγωϊσμό μας, μέ τό «ἔτσι μ’ ἀρέσει» - ἡ
συνέχεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Τό νά ὑποτάξουμε τό θέλημά μας στό
θέλημα τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ πορεία τοῦ ἁγιασμοῦ μας. Ἅγιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἀποφάσισε
μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ προσωπικό δικό του
θέλημα. Ὅ,τι ἔκανε καί ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ’ ὡς Σύ, Πάτερ».
Ἡ ἐπιλογή αὐτή, ὀδυνηρή πράγματι γιατί περνάει ἀπό τίς συμπληγάδες τοῦ ἐγωϊσμοῦ
μας, φανερώνει ὅτι δέν λέμε ἀκόμη καί τό «Πάτερ ἡμῶν» ὑποκριτικά. Γιατί ὁ
Κύριος ἐξαρχῆς καί διηνεκῶς αὐτό μᾶς ζητάει κι ἐμεῖς ἀπό αὐτό κρινόμαστε: «Γενηθήτω τό θέλημά Σου» καί ὄχι τό
θέλημά μας.