Τρίτη 14 Απριλίου 2020

ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΙΤΗΣ


«Τί ραθυμεῖς, ἀθλία ψυχή μου; Τί φαντάζῃ ἀκαίρως μερίμνας ἀφελεῖς; Τί ἀσχολεῖ πρός τά ρέοντα;… ἕως καιρόν κεκτημένη, ἀνάνηψον κράζουσα. Ἡμάρτηκά σοι, Σωτήρ μου…» (Από τον οίκο του συναξαρίου).
(Γιατί ζεις ράθυμα, άθλια ψυχή μου; Γιατί φαντάζεσαι χωρίς λόγο  μάταιες φροντίδες; Γιατί ασχολείσαι (παθολογικά) με τα πρόσκαιρα πράγματα;… Όσο έχεις καιρό, ξύπνα και σήκω πάνω, κραυγάζοντας: αμάρτησα, Σωτήρα μου…).
Ο παραπάνω οίκος του συναξαρίου, τμήμα του οποίου καταγράφουμε, αφορμάται κυρίως από το τι προβάλλει η Εκκλησία μας τη συγκεκριμένη ημέρα: την παραβολή των δέκα παρθένων (αλλά επίσης  και την παραβολή των ταλάντων και την παραβολή της τελικής κρίσεως – ό,τι αναγινώσκεται επ’ εκκλησίαις ως ευαγγελικό ανάγνωσμα κατά τον εσπερινό). Όπως δέκα ήταν οι παρθένες που πρόσμεναν τον νυμφίο, αλλά οι πέντε μόνον χαρακτηρίστηκαν φρόνιμες, γιατί φρόντισαν να είναι έτοιμες σε περίπτωση αργοπορίας του (όπως και συνέβη), έτσι κι εμείς, κατά τον υμνογράφο: ενόψει της απώλειας της εισόδου μας στον νυμφώνα του Χριστού («μή μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ») θα πρέπει να βρισκόμαστε σε κατάσταση διαρκούς εγρήγορσης και επαγρύπνησης, ώστε την ώρα της παρουσίας Του (είτε κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του είτε κατά την ώρα της κλήσεώς Του για να φύγουμε από τον κόσμο τούτο είτε κατά την ώρα που μας καλεί με οποιοδήποτε τρόπο κυρίως μέσα από τη σχέση με τους συνανθρώπους μας) εμείς να είμαστε ε κ ε ί, με τα μάτια ανοιχτά για να δούμε το δικό Του πρόσωπο και να διαβάσουμε τη δική Του εμφάνεια.
Το ουσιαστικό πρόβλημα κατά τον υμνογράφο μας, που εμποδίζει την ετοιμότητα ανταπόκρισής μας στην όποια κλήση και εμφάνιση του Χριστού, είναι η ραθυμία. Γι’ αυτό και επανειλημμένως στην υπόλοιπη ακολουθία της ημέρας  επανέρχεται με έντονο τρόπο στο θέμα αυτό. «Ραθυμίαν ἄπωθεν ἡμῶν βαλώμεθα» (ας απομακρύνουμε μακριά μας τη ραθυμία) ακούμε για παράδειγμα στην ογδόη ωδή του κανόνα, όπως και λίγο παρακάτω στους αίνους: «Ὁ τῇ ψυχῆς ραθυμίᾳ νυστάξας, οὐ κέκτημαι, νυμφίε Χριστέ, καιομένην λαμπάδα τήν ἐξ ἀρετῶν, καί νεάνισιν ὡμοιώθην μωραῖς, ἐν καιρῷ τῆς ἐργασίας ρεμβόμενος» (Εγώ που νύσταξα από τη ραθυμία της ψυχής, νυμφίε Χριστέ, δεν έχω αναμμένη λαμπάδα από αρετές και έγινα όμοιος με τις μωρές νέες, καθώς κατά τον καιρό της εργασίας (δηλαδή τη ζωή μου σ’ αυτόν τον κόσμο) ρέμβαζα).
Τι είναι λοιπόν η ραθυμία που προκαλεί τόσο καταστροφικά για την ψυχή αποτελέσματα; Η κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος ασχολείται με οτιδήποτε άλλο στη ζωή του εκτός από το πιο σπουδαίο και σημαντικό: να πορεύεται κατά το θέλημα του Δημιουργού Του Θεού, να εργάζεται δηλαδή το κτίσιμο της ψυχής του διά της εργασίας των εντολών του Θεού, ώστε να υπάρχει χώρος στην καρδιά του να ζει το Πνεύμα του Θεού. Πρόκειται για την κατάσταση της αργίας, της ελλείψεως ενδιαφέροντος για την πρώτη προτεραιότητα του βίου στον χριστιανό, την άρνησή του δηλαδή να αποδεχτεί την προτροπή και εντολή του Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όλα δηλαδή τα ανθρώπινα) προστεθήσεται ὑμῖν». Διότι η προτεραιότητα πράγματι για έναν πιστό χριστιανό με επίγνωση της κλήσεώς του είναι το «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» - ό,τι προτρέπει και ο απόστολος Παύλος «μετά φόβου καί τρόμου τήν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε». Και γιατί υπάρχει αυτή η ραθυμία και η ανεμελιά και η αργία για τα πιο σημαντικά; Διότι ο άνθρωπος ρέπει επί τα πονηρά και αφήνεται στην εργασία της καλλιέργειας των παθών του, δηλαδή του εγωισμού του, με όλα τα παρακλάδια του, της φιληδονίας, της φιλαργυρίας και της φιλοδοξίας. Οπότε λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι: με ό,τι ασχολείται και με ό,τι κυριαρχεί μέσα του, αυτό και γίνεται. «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». «Ὅπου ὁ θησαυρός ὑμῶν ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται» (ὁ Κύριος).
Ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει όμως και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό, το οποίο νομίζουμε πως συνιστά εμπειρία των περισσοτέρων δυστυχώς από εμάς τους χριστιανούς. Μιλώντας για τη ραθυμία αποκαλύπτει και το συνοδευτικό αυτής που είναι η φαντασία για άκαιρες μάταιες φροντίδες και για μάταια πράγματα. Όταν δηλαδή κανείς ραθυμεί και δεν βρίσκεται στην πορεία της εργασίας των εντολών του Κυρίου, τότε αρχίζει και ονειροπολεί με μάταιους λογισμούς – η φαντασία του οργιάζει και οδηγεί σε πράγματα που δεν συνιστούν τον ρεαλισμό της πνευματικής ζωής: να ζει ο άνθρωπος τη ζωντανή παρουσία του Θεού. Παραπονιόμαστε συχνά οι άνθρωποι για την ταλαιπωρία των λογισμών μας, ότι μας φέρνουν πολλές φορές σε κατάσταση που δεν αντέχουμε, ότι μας δημιουργούν άγχη και στενοχώριες, ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε ελεύθερα. Κι είναι αυτοί οι μάταιοι λογισμοί της φαντασίας που κύριο γνώρισμα έχουν τον φόβο και τη δειλία, όπως το επισημαίνει και ο αγιογραφικός λόγος «λογισμοί ανθρώπων πάντες δειλοί και μάταιοι». Λοιπόν, ο εκκλησιαστικός ποιητής είναι σαφής: δεν πρόκειται ποτέ να ξεφύγουμε από αυτούς – είναι το τίμημα της μικρής ή μεγάλης διαγραφής του Θεού από τη ζωή μας -  αν δεν «ανανήψουμε» και δεν μετανοήσουμε: «Αμάρτησα, Σωτήρα μου». Και τι σημαίνει ανάνηψη και μετάνοια; Να πάρω στα σοβαρά στη ζωή μου τον ενσαρκωμένο Θεό τον Ιησού Χριστό. Να τον θέσω ως θεμέλιο της ζωής μου, δηλαδή ό,τι σκέπτομαι και λέω και κάνω να είναι στηριγμένο επάνω σ’ Εκείνον, με την έννοια της στήριξης της καρδιάς μου στις εντολές Του. Είναι μία πρόκληση για πείραμα και σε μας τους ίδιους. Ό,τι βλέπουμε στους αγίους μας που βίωναν το θέλημα του Θεού – δεν το άκουγαν μόνον ή δεν το διάβαζαν μόνον – αυτό να κάνουμε κι εμείς: να μπούμε σε πορεία του «απλώματός» μας στην ευρυχωρία του λόγου Του. Στη συναρπαστική αλλά και σκληρή αυτή διαδικασία («διά τούς λόγους τῶν χειλέων Σου ἐγώ ἐφύλαξα ὁδούς σκληράς») θα δούμε πράγματι το σωτήριο αποτέλεσμα: αφενός την απαλλαγή μας από κάθε πονηρό και δύσκολο λογισμό φαντασίας που μας ταλαιπωρεί· αφετέρου την πλημμύρα μέσα μας των καλών και ουράνιων λογισμών που καθιστούν μ’ έναν παράδοξο τρόπο παράδεισο την καρδιά μας – «η εντός ημών Βασιλεία» θα αρχίζει να ενεργοποιείται. Άλλωστε η πορεία μας ως χριστιανών, για να το θυμηθούμε και πάλι, είναι πορεία «διά πίστεως καί οὐ δι’ εἴδους». Πατάμε στη γη αλλά το κέντρο βάρους μας είναι ο Ουρανός.