«Τάς αἰσθήσεις ἡμῶν καθαράς τῷ Χριστῷ παραστήσωμεν, καί ὡς φίλοι αὐτοῦ
τάς ψυχάς ἡμῶν θύσωμεν δι’ αὐτόν, καί μή ταῖς μερίμναις τοῦ βίου συμπνιγῶμεν ὡς
ὁ Ἰούδας, ἀλλ’ ἐν τοῖς ταμείοις ἡμῶν κράξωμεν∙ Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἀπό
τοῦ πονηροῦ ρῦσαι ἡμᾶς».
(Ας παρουσιάσουμε ενώπιον
του Χριστού καθαρές τις αισθήσεις μας και ως φίλοι Του ας προσφέρουμε θυσία για
χάρη Του τις ζωές μας και ας μη συμπνιγούμε όπως ο Ιούδας από τις αγωνιώδεις
μέριμνες του βίου, αλλά αντίθετα μέσα στα ταμεία των καρδιών μας ας φωνάξουμε
δυνατά: Πατέρα μας ουράνιε, σώσε μας από τον πονηρό).
Ο Ιούδας εξακολουθεί να
αποτελεί τραγική φιγούρα στο όλο πλαίσιο του θείου δράματος που προβάλλεται από
την υμνολογία της Μεγάλης Εβδομάδας. Κι όχι μόνο για τη φιλάργυρη διάθεσή του,
όχι μόνο για το γεγονός της προδοσίας του Διδασκάλου του, αλλά και για την
ελλειμματική μετάνοια που επέδειξε (να δει το σφάλμα του αλλά να μην πιστέψει
στην αγάπη του Δημιουργού και Θεού του), πράγματα που έγιναν όργανα στα χέρια
του Πονηρού προκειμένου να τον πνίξει τελικά μέσα στους λογισμούς του και μέσα
στις ενοχές του με τη συγκλονιστική κατάληξη της αυτοκτονίας του. Πάντοτε στους
αιώνες ο Ιούδας θα αποτελεί ορόσημο στην εκκλησιαστική υμνογραφία, ώστε οι
άνθρωποι κάθε εποχής, και όχι μόνο οι χριστιανοί, να βλέπουν τι σημαίνει
υποκρισία, τι σημαίνει να κινείται κανείς με κριτήριο τα πάθη του και όχι την
ειλικρινή διάθεσή του, τι σημαίνει να γίνεται προδότης του φίλου και Διδασκάλου
του. Κι έρχεται κι επανέρχεται η υμνολογία των μεγάλων ημερών στο πρόσωπό του
όχι μόνο γιατί συνοδεύει κατ’ ανάγκην ως
μαθητής του Χριστού τον Διδάσκαλο, ιδίως στις τελευταίες ώρες Του, αλλά και
γιατί (κι είναι το στοιχείο που προκαλεί φόβο στον κάθε χριστιανό) τον «Ιούδα»
ως τύπο τον κρύβουμε όλοι οι άνθρωποι μέσα μας - είναι ο κακέκτυπος εαυτός μας, ο αλλοιωμένος
λόγω του εγωισμού που δυστυχώς κυριαρχεί σ’
έναν πεσμένο στην αμαρτία κόσμο.
Αυτό το τελευταίο έρχεται να μας θυμίσει και
πάλι ο υμνογράφος σ’ ένα από τα σύντομα
τροπάρια του πρώτου αντιφώνου του πλαγίου δ΄ ήχου (από τον όρθρο της Μεγάλης
Παρασκευής), όταν μας τονίζει ότι η επιλογή του «Ιούδα» εαυτού μας στον ψυχικό
κόσμο μας δεν είναι ανώδυνη∙ φέρνει το τίμημα της αμαρτίας που αποτυπώνεται
στην ψυχή του ανθρώπου ως κυριολεκτικά πνιγμός, ως αγωνία και άγχος, ως
αδυναμία ο άνθρωπος να μπορεί ψυχικά να αναπνέει - ό,τι συνέβη στον προδότη μαθητή Ιούδα και
ό,τι σημειώνει και ο απόστολος Παύλος για τα επίχειρα της αμαρτίας: «θλίψις και στενοχωρία σε κάθε έναν που
εργάζεται το κακόν». Και τι προτείνει ο θεολόγος ποιητής που λειτουργεί ως
στόμα της Εκκλησίας για να μη φτάνουμε σ’
αυτήν την τραγική πραγματικότητα; 1. Να προσέχουμε τις αισθήσεις μας (τα
μάτια μας πρώτα από όλα, την ακοή μας, τη γεύση, την όσφρηση την αφή), ώστε να
μην προσκλίνουν στο πονηρό προκειμένου να διατηρούμε καθαρή την καρδιά - εκεί που βρίσκει χώρο ανάπαυσης το Πνεύμα του
Θεού. 2. Να βρισκόμαστε αδιάκοπα στην πορεία της τήρησης του θελήματος του
Θεού, δηλαδή στην έκταση της ψυχής μας να ζούμε την εντολή της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό μας,
χαρακτηριστικό της οποίας (αγάπης) είναι η θυσία του εαυτού προς χάριν του
άλλου (Θεός και συνάνθρωπος συνταυτίζονται εν προκειμένω). 3. Με τις
προϋποθέσεις της προσοχής των αισθήσεων και της θυσιαστικής αγάπης ως οδού
ζωής, να κραυγάσουμε την Κυριακή προσευχή, τό «Πάτερ ἡμῶν».
Κι αξίζει να σημειώσουμε
ότι η προσευχή αυτή, δοσμένη από τον ίδιο τον Κύριό μας (εξ ου και Κυριακή
προσευχή ονομάζεται), θεωρείται η σπουδαιότερη όλων των προσευχών. Διότι συνιστά
ρήμα Κυρίου που περικλείει την παντοδύναμη ενέργειά Του, η οποία όμως για να
λειτουργήσει θετικά και ευεργετικά στον άνθρωπο πρέπει αυτός να βρίσκεται
συντονισμένος με τον Χριστό, να θέλει δηλαδή να είναι μέλος Εκείνου και να
βρίσκεται στην τροχιά των αγίων Του εντολών. Τι θα πει αυτό; Ότι ορθά λέει
κανείς το «Πάτερ ἡμῶν» όταν είναι συνδεδεμένος με τους άλλους – δεν είναι
τυχαίο ότι κατεξοχήν αξιωνόμαστε να πούμε την προσευχή αυτή λίγο πριν τη Θεία
Κοινωνία – αλλά και όταν είναι στραμμένος στον «ταμεῖον» του, δηλαδή προς την
ίδια την καρδιά του. Κι είναι ευκαιρία τώρα που ζούμε κάτω από λίγο δύσκολες
συνθήκες λόγω του εγκλεισμού μας στα σπίτια να πούμε πως το «ταμεῖον» μας είναι
και το σπίτι μας. Στην ησυχία του σπιτιού μας, όταν βεβαίως υπάρχει αυτή,
μπορεί κανείς με προσοχή να αφουγκραστεί τον εσώτερο εαυτό του κι εκεί «γουλιά
γουλιά» να «πιει» τα λόγια της προσευχής του Χριστού, εναλλάσσοντας το «Πάτερ ἡμῶν»
με το «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Όπως διδάσκει η εμπειρία των πατέρων
μας, τότε θα αρχίσει να ανατέλλει και η παρουσία του φωτός της Βασιλείας του
Χριστού στην ύπαρξή μας και να γινόμαστε κι εμείς κατά την αναλογία της ορθής
έκφρασης της προσευχής «φῶς Χριστοῦ».