Η μεσαίας ηλικίας κυρία που ερχόταν κατά καιρούς από το όμορφο
αιγαιοπελαγίτικο νησί της προς εξομολόγηση ήταν πράγματι μία θεοφοβούμενη
γυναίκα που τη θαύμαζα συχνά για την πηγαία πίστη της και την άδολη αγάπη της.
Είχε μία πολύ όμορφη οικογένεια, η οποία στηριζόταν και σε εκείνην αλλά και
στον πολύ ισορροπημένο σύζυγό της, κάτι που αντανακλούσε και στα τρία παιδιά τους,
δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Κάθε φορά που την έβλεπα, έβλεπα έναν άνθρωπο του
Θεού και γι’ αυτό έσπευδα να τη δεχθώ στο εξομολογητάρι και να την ακούσω να
ομολογεί τις αμαρτίες της με επίγνωση, με ταπείνωση, με διάθεση αλλαγής της.
Ένα ήταν το σημείο που λίγο… χώλαινε και κατά καιρούς «έπεφτε» και ένιωθε
ενοχές. Όπως και τούτη τη φορά.
«Πάτερ, και πάλι άφησα κάποιες
γιορτές που ενώ μπορούσα δεν πήγα στη Λειτουργία. Ή μάλλον πήγα, αλλά πολύ
καθυστερημένα, σχεδόν στο τέλος!» Έσκυψε το κεφάλι από ντροπή. «Δηλαδή…», κοντοστάθηκε, «να διευκρινίσω,
είχα τη διάθεση, αλλά λόγω της κούρασης από την καθημερινότητα και τις πολλές
δουλειές της οικογένειας δεν ξύπνησα όσο νωρίς έπρεπε. Και τώρα που το λέω,
βέβαια, καταλαβαίνω ότι και πάλι αμαρτάνω. Γιατί μου έχετε πει πως δεν πρέπει
να δικαιολογούμαι και το ’χω καταλάβει: οι δικαιολογίες ειδικά στην εξομολόγηση
κρύβουν εγωισμό και υπερηφάνεια». Σιώπησε.
«Χαίρομαι, κ. Μαρία, που έχετε καταλάβει την παγίδα του Πονηρού. Γιατί όταν
δεν μπορέσει ο Διάβολος να μας αποτρέψει από την εξομολόγηση που αποτελεί
σπουδαίο όπλο προς εκμηδένισή του,
προσπαθεί να μας την αλλοιώσει, υποβάλλοντάς μας λογισμούς «εξωραϊσμού»
της αμαρτίας, που θα πει ακριβώς δικαιολογίες, ώστε τελικώς η εξομολόγηση να
μην είναι ανάληψη της ευθύνης μας, αλλά μετάθεση ευθυνών σε άλλους. Δηλαδή
αμαρτήσαμε ναι, αλλά δεν φταίμε εμείς. Άλλος φταίει, ακόμη κι ο Πονηρός ή τα
όργανά του: άνθρωποι που χρησιμοποιεί για να μας απομακρύνει από την κανονική
οδό. Οπότε, η εξομολόγησή μας δεν είναι εξομολόγηση, γιατί στην ουσία δεν
υπάρχει αμαρτία. Η όποια αμαρτία είναι των άλλων κι εμείς είμαστε απλώς τα…
κακόμοιρα «θύματά» της. Μία συνέχεια ίσως του προπατορικού αμαρτήματος».
Η γυναίκα ανασήκωσε λίγο το κεφάλι της, καθώς φαινόταν να ακούει με μεγάλη
προσοχή τα λεγόμενά μου, με κοίταξε σχεδόν βουρκωμένη, και ξανάσκυψε με
σεβασμό.
«Από την άλλη – θα μου επιτρέψετε να συνεχίσω λίγο - δεν πρέπει να
αποθαρρύνεστε, γιατί έστω και καθυστερημένα, όμως τελικώς πηγαίνετε στον Ναό,
κι αυτό είναι δείγμα ότι κάτι θυσιάζετε, γεγονός που νομίζω ότι το λαμβάνει
σοβαρώς υπ’ όψιν Του ο Κύριος. Ο μεγάλος άγιος της εποχής μας, όσιος Πορφύριος,
δεν έλεγε ότι και το παραμικρό που κάνουμε στην πνευματική ζωή, ο Κύριος το
πολλαπλασιάζει κι ενώ φαίνεται μηδαμινό το κάνει να φαίνεται σχεδόν άπειρο;
Γιατί η αγάπη και το έλεός Του είναι εκείνο που τελικώς μετράει και μας σώζει.
Γι’ αυτό, είμαι βέβαιος, κ. Μαρία μου, ότι πολύ σύντομα θα αντιμετωπίσετε
θετικά κι αυτό το θεωρούμενο έλλειμμά σας, γιατί διαπνέεστε από το πιο
ουσιαστικό στοιχείο που φέρνει τη χάρη του Θεού: την αγάπη προς Εκείνον. Όσο η
αγάπη μας προς τον Θεό, που έχει πολλές διαβαθμίσεις, κινεί τα νήματα της ψυχής
μας, τότε δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτε, γιατί σημαίνει ότι έχουμε βρει το
μονοπάτι που εκβάλλει κυριολεκτικά στην αγκαλιά Του. Και δεν εννοώ την αγκαλιά
Του ως μελλοντική μόνο κατάσταση, αλλά και παροντική. Μη ξεχνάτε ότι ο Ίδιος
είπε πως την ώρα που θα θέσουμε σε ενέργεια την όποια εντολή Του, κι αυτό με τη
δύναμή Του, εκείνη την ώρα θα αρχίσει η χάρη και το φως Του να διαπερνούν με
αίσθηση την ύπαρξή μας».
Το καντηλάκι πάνω στο τραπεζάκι του εξομολογηταρίου τρεμόπαιξε, σαν να
συντονίστηκε κι αυτό με τους κραδασμούς της καρδιάς της Μαρίας. Πέρασαν κάποιες
στιγμές που πάλευαν να συγκρατήσουν τα λόγια του ιερέα, κάνοντάς τα πιότερα
εποπτικά και βιωματικά.
«Πάτερ», είπε η Μαρία με σιγανή φωνή. «Πώς θα γίνει να μη δικαιολογούμαι;
Γιατί είναι κάτι που βλέπω να το κάνω και στην υπόλοιπη ζωή μου, όχι μόνο εδώ».
«Δεν είναι εύκολο, κ. Μαρία. Είναι το αμαρτωλό εγωιστικό στοιχείο που
εξακολουθεί να λειτουργεί μέσα μας, έστω κι αν έχουμε λάβει από το άγιο
βάπτισμά μας και το άγιο χρίσμα τη δύναμη να το υπερβαίνουμε. Χρειάζεται
συνέπεια και συνέχεια στην πνευματική μας ζωή. Θα πρέπει να είμαστε αδιάκοπα σε
εγρήγορση, όπως το ζητά άλλωστε ο Κύριος. Λίγο να χαλαρώσουμε, αμέσως πήραμε
την κάτω βόλτα που λέμε. Γιατί χαλάρωση δεν σημαίνει στασιμότητα, αλλά
κατευθείαν υποχώρηση και πτώση. «Όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου»
βεβαίωσε το αψευδές στόμα του Θεού μας. Οπότε και στο συγκεκριμένο σημείο: να
δικαιολογούμαστε, έτσι πρέπει να το αντιμετωπίζουμε. Με ετοιμότητα στην αγάπη
και στην ταπείνωση».
«Ποτέ δεν χρειάζεται δικαιολογία; Μία εξήγηση ενδεχομένως για τα κίνητρά μας,
όταν φαίνεται ότι πάνε στραβά όσα κάνουμε και παρεξηγούνται οι ενέργειές μας;»
- ψιθυριστή σχεδόν ακούστηκε η φωνή της.
«Έχετε δίκιο. Υπάρχουν φορές που θα χρειαστεί και η δικαιολογία. Τότε
δηλαδή που βλέπουμε ότι μία εξήγηση θα σταματήσει πιθανόν διαφόρους αρνητικούς
λογισμούς του συνανθρώπου μας. Αλλά αυτό είναι θέμα διάκρισης από πλευράς μας.
Και η διάκριση αυτή θα μας κάνει να δίνουμε τη σωστή διάσταση των πραγμάτων
στον άλλον, αρκεί, όπως είπαμε, να μη θέλουμε να ρίχνουμε τα βάρη των δικών μας
αμαρτιών και αστοχιών στους άλλους.
Και να σας πω ένα περιστατικό, κ. Μαρία, στο θέμα της δικαιολογίας, για να
δείτε πόσο πονηρά δουλεύουν και τα πάθη μας αλλά και ο Πονηρός. Είχε έρθει πριν
από αρκετό καιρό μία άλλη κυρία, περίπου στην ηλικία σας, η οποία πότε πήγαινε
στην Εκκλησία και πότε όχι. Στην ερώτησή μου, εφόσον έβλεπα ότι ήταν πιστή,
γιατί δεν πηγαίνει τακτικά στη Θεία Λειτουργία, μου απάντησε με τρόπο
αφοπλιστικό: «Δεν φταίω εγώ, πάτερ! Εγώ θέλω να πηγαίνω, αλλά το θέμα αυτό το
αφήνω στον φύλακα άγγελό μου!»
«Δηλαδή;» τη ρώτησα έκπληκτος. «Συνομιλείτε με τον φύλακα άγγελό σας;»
«Όχι, πάτερ, όχι! Δεν έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο. Όμως, όταν πέφτω για
ύπνο, δεν θέλω να βάζω ξυπνητήρι. Σκέφτομαι ότι αν θέλει ο άγγελός μου να πάω,
θα με ξυπνήσει την…κατάλληλη ώρα! Κι είμαι ήσυχη! Αν δεν ξυπνήσω, σημαίνει ότι
δεν έχω εγώ την ευθύνη, αλλά εκείνος. Δίπλα μου δεν είναι πάντα;»
Τα έχασα. Τέτοιο «μηχανισμό» δράσεως του εγωισμού και των παθών δεν είχα
ξανακούσει. Η συγκεκριμένη κυρία τα είχε «φτιάξει» έτσι στο μυαλό της, ώστε και
την άνεση και τη βολή της να έχει, και την πνευματική ζωή της να «περιπατεί» με
μοναδικό τρόπο.
Της εξήγησα βέβαια πόσο πλανεμένος ήταν ο λογισμός της, γιατί ακύρωνε τη
συνέργεια του πιστού ανθρώπου με τη χάρη του Θεού, στην πραγματικότητα διέγραφε
τον ίδιο τον Χριστό μας που είναι Θεός και άνθρωπος – εκείνη δεν καταλάβαινε
ότι το ανθρώπινο συμπεριλαμβάνει και τη δική μας προσπάθεια – και της έδωσα όσο
είναι δυνατόν να καταλάβει ότι αν κάτι είναι μέσα στη δική μας ευθύνη και τις
δικές μας δυνατότητες ο Θεός δεν το «αναπληρώνει», δεν μας υποκαθιστά. Είναι
ακραίο το παράδειγμα, αλλά είναι πραγματικό, κι αυτό για να δείτε, κ. Μαρία,
πόσο οι δικαιολογίες στην πνευματική ζωή δεν είναι αποτελούν «παρονυχίδα» αλλά
κεντρικότατο στοιχείο της, που αν δεν προσεχτεί, μας βγάζει εκτός σχέσεώς μας
με τον Κύριο. Κι έξω από τον Κύριο τι ζωή μπορεί να έχουμε; Ένας θάνατος ήδη
από τώρα».