Το έβλεπα και το μνημόνευα πολύ καιρό τώρα. Ήταν από τα χαρτάκια που μας
φέρνουν για να μνημονευθούν στην αγία πρόθεση κι είχε το συγκεκριμένο όνομα μέσα
που κινούσε την προσοχή: «Γκλάρρυ»! Με τη συγκεκριμένη ορθογραφία και πάντα από
τις πρώτες θέσεις στη σειρά. Και δεν ήταν από αυτά που όλοι οι ιερείς το συναντούν
κατά καιρούς: αντί ονόματα να έρχονται προς μνημόνευση… ζαρζαβατικά ή άλλα
αναλώσιμα. Τρία κιλά πατάτες, δύο κιλά ντομάτες, ένα κολοκυθάκια κ.ο.κ. – η
σύγχυση στις νοικοκυρές που μέσα στη βιασύνη τους να τα προλάβουν όλα
μπερδεύουν τα χαρτιά με τα οποία περιφέρονται. Ρώτησα τους συνεφημερίους από
πού μπορεί να βγαίνει το όνομα και όλοι δήλωσαν άγνοια.
«Μπορεί να είναι ξενικό ή να είναι παραλλαγή κάποιου γνωστού ονόματος που
Κύριος οίδε πώς κατέληξε έτσι», σκέφτηκα. Γιατί θυμήθηκα μία εκπομπή στο
ραδιόφωνο πριν από αρκετές δεκαετίες, που επιμελείτο και παρουσίαζε ο γνωστός
και διάσημος και συμπαθέστατος μέγας μουσικός Μίμης Πλέσσας και που είχε τον
τίτλο «Βρες το και πάρτο!» Λοιπόν, κάποια φορά είχε στο τηλέφωνο ο παρουσιαστής
μία κοπέλα που είπε πως την έλεγαν Σούλα. «Σούλα από το Αθανασία ή το
Αναστασία;» ρώτησε με τη γνωστή, μπάσα, κελαριστή και μελωδική φωνή του ο κ.
Πλέσσας. «Όχι, όχι» απάντησε η κοπέλα. «Από το Κυριακή βγαίνει». «Από το
Κυριακή, πώς;» έμεινε εμβρόντητος ο γνωστός συνθέτης. «Κοιτάξτε», είπε σχεδόν
συνωμοτικά η «Σούλα». «Το Κυριακή στα Γαλλικά είναι Ντιμάνς, οπότε Ντιμανσούλα,
Σούλα»!
Αυτό θυμόμουν λοιπόν συχνά κάθε φορά που ερχόμουνα αντιμέτωπος με το όνομα
που έπρεπε να μνημονεύσω. «Γκλάρρυ! Βρες τώρα από πού προέρχεται»! Σημασία είχε
πάντως ότι μνημονευόταν όσο γινόταν καρδιακά έστω και άγνωστη η… γνωστή Γκλάρρυ.
Μέχρις ότου σταμάτησε να έρχεται το συγκεκριμένο χαρτάκι. Σταμάτησε εννοείται
και η μνημόνευση της άγνωστης, η οποία όμως είχε δημιουργήσει γύρω από το όνομά
της ένα μυστήριο. «Τι να έγινε η Γκλάρρυ;» σκεφτόμουν κατά καιρούς. «Πώς
ξαφνικά εκεί που πάντοτε μας δινόταν το όνομα προς μνημόνευση τώρα χάθηκε;»
Η απορία μου δεν άργησε να βρει τη λύση της. Γιατί κάποια φορά ρώτησα τον
συνεφημέριο που είχα ζητήσει και από αυτόν πληροφορίες για τη συγκεκριμένη
κοπέλα.
«Τι έγινε με τη… Γκλάρρυ; Δεν την ξανάδα στο χαρτάκι».
«Ναι, δεν πρόκειται να την ξαναμνημονεύσουμε στα Υπέρ υγείας», είπε, «αλλά
ούτε και στα Υπέρ αναπαύσεως».
Χαμογέλασε περίεργα μ’ ένα μυστήριο τρόπο.
«Κι αυτό, γιατί;» Το ενδιαφέρον μου αυξήθηκε κατακόρυφα, καθώς ένιωσα την
άδηλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
«Η Γκλάρρυ πέθανε, καλύτερα ψόφησε» ψιθύρισε, λες και δεν ήθελε κάποιος να
τον ακούσει.
«Ψόφησε;» - τραβήχτηκα προς τα πίσω από την απροσδόκητη πληροφορία. «Τι ήταν δηλαδή η Γκλάρρυ;»
«Όπως το κατάλαβες. Ήταν μία σκυλίτσα, που η κάτοχός της την έβαζε πάντοτε
προς μνημόνευση στις Θείες Λειτουργίες. Και το έμαθα, όταν ήλθε συντετριμμένη η
αφεντικίνα της για να της κάνω…τρισάγιο!»
«Τρισάγιο; Κι εσύ τι έκανες;»
«Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι αυτό
δεν γίνεται, γιατί τρισάγια και μνημόνευση στη Θεία Λειτουργία κάνουμε για τους
βαπτισμένους ορθόδοξους χριστιανούς, για ανθρώπους δηλαδή και όχι για τα
συμπαθέστατα κατά τα άλλα… ζώα».
«Δεν ήταν… «βαπτισμένη» η Γκλάρρυ;», μου ήρθε αυθόρμητα να σχολιάσω
σκωπτικά αυτό που έμαθα.
Γέλασε συγκαταβατικά. «Το πιο κακό», συμπλήρωσε οδυνηρά αυτήν τη φορά, «δεν
ήταν βέβαια η άγνοια της συγκεκριμένης κυρίας – αυτό μπορεί κανείς να το
κατανοήσει – αλλά η επιμονή της να κάνω αυτό που μου έλεγε, θεωρώντας δεδομένο
ότι έχει απόλυτο δίκιο. Κι όταν με όμορφο τρόπο, είναι αλήθεια, προσπάθησα να
της δώσω να καταλάβει πώς έχουν τα
πράγματα στην πίστη μας, εκείνη γεμάτη οργή και επιθετικότητα μου είπε κάτι…
γαλλιστί κι έφυγε, απειλώντας ότι δεν πρόκειται να ξαναπατήσει σε μία τέτοια
ενορία!»
Έτσι λύθηκε το μυστήριο για τη «Γκλάρρυ», οπότε χάσαμε και αυτήν και το αφεντικό της.