Δεν υπάρχει χριστιανός, και δη ορθόδοξος, που να μη χρησιμοποιεί το όνομα
του Κυρίου Ιησού Χριστού ως αέναη ή διαλειμματική έστω προσευχή του. Το όνομα
του Κυρίου αποτελεί για τους εν επιγνώσει χριστιανούς εκείνο που συνοδεύει την
αναπνοή τους, ίσως συνιστά την αναπνοή τους, κατά τον γνωστό λόγο του αγίου
Γρηγορίου του Θεολόγου «μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον» - να
μνημονεύουμε τον Θεό περισσότερο και από την αναπνοή μας. Ο ίδιος ο Κύριος
μιλώντας για την προσευχή ως αδιάλειπτη κοινωνία με τον Θεό έδωσε εντολή για τη
χρήση του ονόματός Του ως βασικής προϋποθέσεως προκειμένου να βιώνει ο πιστός
τη χάρη και τη χαρά της παρουσίας Του. «Έως άρτι ουκ ητήσασθε ουδέν εν τω
ονόματί μου. Αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη». Η επίκληση
του ονόματος Εκείνου δημιουργεί τις συνθήκες για να ζει ο άνθρωπος τη χαρά του
Θεού. Κι είναι η επίκληση αυτή συνδεδεμένη και με το συγκλονιστικό αποτέλεσμα
που επίσης φέρνει, το μαστίγωμα του ίδιου του πονηρού διαβόλου, ο οποίος δεν
παύει να αντιμάχεται το πλάσμα του Θεού αλλά και να δέχεται τα «πυρά» του με το
παντοδύναμο όπλο που του ’χει δώσει ο Θεός: το όνομα του Υιού του Θεού. «Ιησού
ονόματι μάστιζε πολεμίους» υπενθυμίζει ο άγιος της Κλίμακος, ο Σιναḯτης
Ιωάννης.
Επικαλούμαστε λοιπόν το όνομα του Κυρίου εν Εκκλησία και εν ατομική
προσευχή, αδιάκοπα και εξακολουθητικά. Και φτάνουμε κάποια στιγμή στο σημείο να
εγείρουμε τις «ενστάσεις» μας ως προς τα θετικά αποτελέσματα που σημειώνουν οι
άγιοί μας. «Δεν νιώθω χαρά μέσα μου». «Νιώθω ένα σφίξιμο που μου προκαλεί και
κάποιο άγχος». «Την ώρα που επικαλούμαι το όνομα του Χριστού βλέπω και την
έξαψη ταυτοχρόνως και των παθών μου». «Πού βρίσκεται το λάθος μου;»
Ένα είναι το λάθος μας και το επισημαίνουν όλα τα κείμενα της Εκκλησίας μας,
αγιογραφικά και πατερικά. Αν η επίκληση του ονόματος του Χριστού από έναν
χριστιανό δεν συνοδεύεται από την παράλληλη «εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας,
εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος» προσπάθεια τηρήσεως των αγίων εντολών
Εκείνου, ματαίως κοπιάζει. Όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος για τη χριστιανική
ζωή, ότι χωρίς την Ανάσταση του Χριστού και συνεπώς την υπέρβαση του θανάτου θα
ήταν μάταιη η πίστη μας, έτσι και η επίκληση του αγίου ονόματος του Κυρίου
χωρίς την ταυτόχρονη βίωση των αγίων Του εντολών θα οδηγούσε σε ένα μηδενικό
αποτέλεσμα.
Όταν ήδη από τον ψαλμωδό της Παλαιάς
Διαθήκης εξαγγέλλεται ότι «το έλεος Κυρίου επί τους φοβουμένους Αυτόν», δηλαδή
για να υπάρξει το έλεος του Θεού στον άνθρωπο απαιτείται να βρίσκεται αυτός στην
οδό της εφαρμογής του θελήματός Του – εκεί καταλήγει ο φόβος Κυρίου: στην
τήρηση του θεϊκού θελήματος -, όταν ο ίδιος ο Κύριος είπε με απόλυτο τρόπο ότι «ου
πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν
Ουρανοίς εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού», όταν εξίσου ο Ίδιος απαρχής της
δημόσιας δράσεώς Του τόνισε ότι «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται»,
τότε δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την ορθή χρήση του ονόματός Του παρά μόνο της
έστω και διά της βίας ωθήσεως της καρδιάς στο να αποδεχτεί τον όποιο συνάνθρωπό
του εν αγάπη, να τον συγχωρήσει, να αναδεχτεί το βάρος του, να τον θέσει μέσα
στην αγκαλιά του – μία συνέχεια στην πραγματικότητα αυτού που έκανε και κάνει
αδιάκοπα ο Κύριος για εμάς.
Κι είναι η στάση αυτή, η με επίγνωση προέκταση της στάσεως του Κυρίου
εφόσον συνιστούμε μέλη του σώματός Του, εκείνο που δίνει και την απάντηση στο «σκάνδαλο»
που «φρενάρει» την αγαθή διάθεσή μας: «μα, πώς να αγαπήσω τον άλλον που ζει
μέσα στην αμαρτία και με αδικεί και με εχθρεύεται;» Πώς μας αγάπησε και μας αγαπά
ο Κύριος; Μέσα στις αμαρτίες μας και τις όποιες βρομιές μας. «Όντων ημών
αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Η αγάπη του Κυρίου δεν σταμάτησε λόγω των
αμαρτιών μας. Το αντίθετο: μας αγάπησε και θυσιάστηκε για εμάς ακριβώς επειδή
ήμασταν βουτηγμένοι σε ό,τι αμαρτωλό και εχθρικό προς τον Θεό και τον
συνάνθρωπο. Λοιπόν, το ίδιο μας λένε συνεχώς και όλοι οι άγιοί μας:
Προεκτείνοντας την αγάπη του Χριστού αγαπάμε τους πάντες και τα πάντα. Όπως ακριβώς
έκανε κι Εκείνος. Και την ώρα που βρισκόμαστε στη χαρισματική αυτήν κατάσταση,
την ίδια αυτήν ώρα ενεργοποιείται στο ανώτερο δυνατό σημείο και το έλεος του
Θεού απέναντί μας. «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει
και ο Θεός εν αυτώ».
Οπότε, το «Κύριε ελέησον» που λέμε απαιτεί και την καρδιακή προσφορά του
ελέους μας και στους άλλους. Ελεώ και ελεούμαι. «Η κρίσις ανίλεως τοις μη
πράξασιν έλεος».