Συνάντησα
το δάσκαλο τον περιφρονημένο,
το
῾δασκαλάκο᾽ τον απλό, που λέγανε παλιά,
και
ήταν σα να έβλεπα, μνημείο τιμημένο,
της
ιστορίας γίγαντα, κι έχασα τη λαλιά.
Χοντρές
ρυτίδες χάραζαν πλατύ το μέτωπό του,
και
η φωνή του κύλισε αργά, τρεμουλιαστά,
μα
σαν τον κοίταξα βαθιά, ίσια στο πρόσωπό του,
είδα
δυο μάτια της βροχής, αγνά, λαμπυριστά.
´Ηταν
τα μάτια που ᾽φερναν μπροστά την ιστορία,
χιλιάδες
μάτια μαθητών φαίνονταν μές σ᾽ αυτά.
Πώς
γίνεται σε δυο σχισμές να γράφετ᾽ η πορεία
τόσων
πολλών νέων ψυχών που δέθηκαν με αυτά;
Πόνους
και κόπους διάβασα, μέσα σ᾽ αυτά τα μάτια,
μα
πιο πολλές τις θεϊκές είδα σ᾽ αυτά χαρές.
Αγγέλους
να χορεύουνε σε θεία μονοπάτια,
ο
δάσκαλός μας έβλεπε σ᾽ υπάρξεις νεαρές.
Μ᾽
αγάπη πάντα ήτανε, σιμά στους μαθητές του,
και
πιο πολύ σ᾽ όλους αυτούς που ᾽χαν μυαλό απλό.
Κι
όταν αυτοί τον πείραζαν, δεν ξέφευγε ποτές του,
το
δίκιο πάντα κρίνοντας, δείχνοντας το καλό.
Ουράνιο
χάδι το ᾽πανε το βλέμμα του δασκάλου,
ζεστή
ακτίνα του Θεού, που τρέφει τις καρδιές.
Μ᾽
ασπίδ᾽ ατσάλινη κρατά, ορμές του μισοκάλου,
αλείπτης
γίνεται ψυχών σε θείες αθλοπαιδιές.
Σα
σ᾽ ευεργέτη μου τρανό, γονάτισα μπροστά του,
τ᾽
άγια του χέρια φίλησα – φαίνονταν τα οστά –
κι
όταν τα δάκρυα ένιωσα να πέφτουνε καυτά του,
τα
᾽δα σα δώρα τ᾽ ουρανού, σα μύρα ευωδιαστά.