«Η αγία αυτή και ένδοξη μεγαλομάρτυς Ευφημία, διέλαμψε κατά τους καιρούς του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και του Πρίσκου, ανθυπάτου της Ευρώπης. Υπήρξε γέννημα και θρέμμα της πόλης της Χαλκηδόνας, καταγόμενη από ευγενείς και θεοσεβείς γονείς. Κατηγορήθηκε όμως στον ηγεμόνα ως χριστιανή, και γι’ αυτό την έρριξαν πρώτα στη φωτιά, έπειτα στα θηρία, και στη συνέχεια μηχανεύτηκαν και άλλα βασανιστήρια, τα οποία τα υπέμεινε όλα η αγία με γενναιότητα και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου. Το ιερό λείψανό της διασωζόταν από τους ευσεβείς χριστιανούς στην πόλη της Χαλκηδόνας, όπου και είχε οικοδομηθεί εις τιμήν της περικαλλής ναός. Στα χρόνια των ευσεβεστάτων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας, συγκροτήθηκε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος των εξακοσίων δέκα πατέρων στη Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.), η οποία αναθεμάτισε τους αιρετικούς μονοφυσίτες Ευτυχή και Διόσκορο και διατύπωσε την αληθινή πίστη περί του Κυρίου μας Ιησού Χριστού – δύο τέλειες φύσεις, ανθρώπινη και θεϊκή, ενωμένες στη μία Του θεϊκή υπόσταση «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως». Επειδή όμως δεν πείθονταν οι αιρετικοί, γι’ αυτό και σκέφτηκαν οι θεοφώτιστοι Πατέρες το εξής: να γράψουν την ορθόδοξη πίστη σε τόμο και αντιστοίχως να κάνουν και οι αιρετικοί, τους δε δύο αυτούς τόμους να τους εναποθέσουν σφραγισμένους στο στήθος της αγίας, μέσα στη λάρνακά της, κάτι που έγινε. Αργότερα, όταν άνοιξαν τη λάρνακα, τον μεν τόμο των αιρετικών τον βρήκαν ριγμένο υπό τους πόδας της αγίας, τον δε των ορθοδόξων να κρατείται από τη μεγαλομάρτυρα στα τίμια χέρια της. Αυτό βλέποντας όλοι, οι μεν αιρετικοί γέμισαν από ντροπή, οι δε ορθόδοξοι από χαρά. Το χαριτόβρυτο αυτό λείψανό της, ακέραιο, μετακομίστηκε, πριν από την άλωση, από τη Χαλκηδόνα στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ανηγέρθη ναός εις τιμήν της αγίας, και μετά την άλωση (1453), μετά από διάφορες αναγκαίες μετακομίσεις, τοποθετήθηκε οριστικά στον ναό του αγίου Γεωργίου του τροπαιοφόρου στο Φανάρι, εκεί που μέχρι σήμερα ευρίσκεται, τιμώμενο και σεβόμενο έκτοτε όχι μόνο από τους ορθοδόξους χριστιανούς, αλλά και από τους ετεροδόξους. Τελείται δε η μνήμη και πανήγυρη της αγίας, κατά την 11η Ιουλίου, (όπως και κατά τη σημερινή ημέρα), κατά την οποία συρρέουν πλήθη πιστών, για ν’ ασπαστούν το ιερό λείψανό της και ν’ αξιωθούν πολλών ιαμάτων».
Την αγία μεγαλομάρτυρα Ευφημία την ξαναείδαμε στις 11 Ιουλίου. Και πάλι σήμερα η Εκκλησία την προβάλλει ενώπιόν μας προς παραδειγματισμό, και για τη μεγάλη της άθληση και για το ορθόδοξο φρόνημά της, τόσο που ο Θεός θέλησε στο ναό της και με τις ευλογίες της, ιδίως διά του τιμίου της λειψάνου, να δώσει απάντηση στον προβληματισμό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπως αναφέρει και το ιερό συναξάρι της. Η άθλησή της ήταν τέτοια που φανέρωσε ότι κάτω από το «χαύνον του θήλεος», όπως σημειώνει ο υμνογράφος, κρυβόταν μία ανδρεία και γενναία καρδιά, μπροστά στην οποία – για να δανειστούμε μία φράση του ιστορικού Ιωάννου Φιλήμονος, την οποία έγραψε για την ηρωίδα του 21 Μπουμπουλίνα – «οι μεν άνανδροι ντροπιάζονταν, οι δε γενναίοι υποχωρούσαν». Πράγματι, ακόμη και ο μεγάλος ασκητής Γέρων Παϊσιος, όταν εν οράματι του εμφανίστηκε η αγία στο Άγιον Όρος το 1987, όπως είχαμε την ευκαιρία να σημειώσουμε στις 11 Ιουλίου, θαύμασε πώς μία νεαρή κόρη άντεξε τόσο μεγάλα βασανιστήρια, και μάλιστα παρότρυνε και τους άλλους μάρτυρες, ως αρχηγός τους, να τα υπομείνουν και αυτοί.
Ο υμνογράφος μάλιστα προχωρεί ακόμη περισσότερο και μας υπενθυμίζει ότι η άθληση της αγίας ήταν τελικώς η «προίκα» της ενώπιον του Κυρίου Ιησού Χριστού. «Ανέδραμες, νοητούς προς θαλάμους ώσπερ προίκα, τω νυμφίω σου, Παρθένε, προσαγαγούσα την άθλησιν». Έτρεξες προς τους νοητούς θαλάμους (της Βασιλείας του Θεού), φέροντας σαν προίκα στον νυμφίο σου Χριστό, Παρθένε, την άθλησή σου. Κι είναι τούτο μία υπενθύμιση, η οποία πρέπει ιδιαιτέρως να μας ελέγχει, διότι αποδυόμαστε στον κόσμο τούτο, είτε κατορθώνοντάς το είτε όχι, να μαζέψουμε υλικά αγαθά, να αποκτήσουμε χρήματα, να έχουμε πράγματα για να περνάμε, και για τη νεότητά μας και για τα γηρατειά μας. Κάνουμε δηλαδή την προίκα μας, σαν να είναι αυτή ο μοναδικός θησαυρός μας, μεγάλη ή μικρή, η οποία όμως τελικώς θα παραμείνει στον κόσμο τούτο, χωρίς κάτι από αυτήν να μας συνοδεύσει στα μετέπειτα. Εκείνο που πράγματι θα μας συνοδεύσει, εκείνο που όντως συνιστά την αληθινή προίκα μας, θα είναι οι αγώνες που κάναμε για να αποκτήσουμε τις αρετές, για να αποκτήσουμε με άλλα λόγια το Πνεύμα του Θεού, καρπός του Οποίου είναι οι αρετές. Χωρίς αυτό το Πνεύμα και το αποτέλεσμα της παρουσίας Του στη ζωή μας θα είμαστε γυμνοί και ντροπιασμένοι ενώπιον του Θεού μας, και ιδίως την ώρα της κρίσεως. Η αγία λοιπόν μας υπενθυμίζει αυτό που ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης…Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ, όπου κλέπται ου διορύσσουσι ουδέ κλέπτουσι».
Η προτεραιότητα αυτή στη ζωή του Χριστιανού, όπως το βλέπουμε στην αγία Ευφημία, όχι μόνο κάνει τον άνθρωπο να κερδίσει τελικώς τον Παράδεισο, αλλά τον κάνει και στον κόσμο αυτόν να είναι ευλογία για όλους τους ανθρώπους. ´Αλλωστε το ένα αποτελεί ποιητικό αίτιο του άλλου: αν δεν είσαι ευλογία για τους άλλους, Παράδεισο δεν βλέπεις. Ο εκκλησιαστικός ποιητής επισημαίνει και αυτήν τη διάσταση με μία πολύ όμορφη εικόνα: «η διηνθισμένη ταις αρεταίς, και πεφωτισμένη τον λογισμόν, η μύρα προχέουσα εν ταις καρδίαις των πιστών» γράφει. Η αγία ήταν διανθισμένη με τις αρετές, είχε φωτισμένο (από το Πνεύμα του Θεού) λογισμό, ήταν αυτή που πρόσφερε στις καρδιές των πιστών μύρα. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα ο Χριστιανός να αποτελεί για τον κάθε συνάνθρωπό του άρωμα Χριστού. Να μας βλέπουν οι άλλοι και να μας «εισπράττουν» ως ευλογία δηλαδή στη ζωή τους. Διότι αυτό τελικώς είναι ο Χριστιανός: άρωμα, ευωδία Χριστού, όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος. Χωρίς όμως φωτισμένο λογισμό από την πίστη του Χριστού και ενάρετη ζωή από την τήρηση των εντολών Του, τούτο δεν είναι κατορθωτό. Η αγία Ευφημία, νεαρή κόρη αλλά με μεγάλη καρδιά το πέτυχε.