«Ο άγιος Ιωάννης της
Κροστάνδης γεννήθηκε σ' ένα χωριό της βόρειας Ρωσίας στις 19 Οκτωβρίου 1829. Οι
γονείς του ήταν άνθρωποι θεοσεβείς αλλά πολύ φτωχοί. Παρ' όλο που η υγεία του
ήταν πολύ εύθραυστη, από μικρός είχε την ψυχή και τη διάνοιά του επικεντρωμένη
στην ορθόδοξη πίστη και στην αγάπη προς την Εκκλησία. Το όνειρό του ήταν να
εισέλθει στον Κλήρο, να γίνει ποιμήν ψυχών. Επωφελούμενος μία κρατική
υποτροφία, πήγε να σπουδάσει στη Θεολογική Ακαδημία της Πετρούπολης. Τελείωσε
τις σπουδές του το 1855 και έγινε θεολόγος.
Ο μεγάλος του πόθος να
βοηθήσει τους ξεστρατισμένους χριστιανούς και να συνδράμει τους φτωχούς και
εξαθλιωμένους ανθρώπους της εποχής του, τον οδήγησε στην Κροστάνδη, όπου έγινε
εφημέριος στην εκκλησία του αγίου Ανδρέα. Αλλά δεν περιορίστηκε μόνο σ' αυτό το
έργο. Ανέπτυξε εξαιρετικά μεγάλο κοινωνικό και ανθρωπιστικό έργο που πολύ
γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη τη Ρωσία. Από παντού ζητούσαν να τον συναντήσουν, ν'
ακούσουν τα θεία λόγια του, ν' απολαύσουν τα χαρίσματά του, να δεχτούν τη
βοήθειά του και τα θαύματά του. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της χώρας.
Ανάμεσα στις
δραστηριότητές του ανήκει και το ογκώδες συγγραφικό έργο που άφησε πίσω του.
Ιδιαιτέρως "Η εν Χριστώ ζωή μου"
- μία σειρά από ιερούς λογισμούς και προσευχές που κατέγραψε στο
πνευματικό του Ημερολόγιο - αγαπήθηκε και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες (και
στην ελληνική), και μάλιστα η αγγλική μετάφραση του Γουλιάεφ, το 1987,
προκάλεσε ξεχωριστή αίσθηση, ώστε να γραφούν πολλές θετικές κρίσεις στον
αγγλικό, τον αμερικάνικο και τον αυστραλέζικο τύπο.
Την 8η
Ιουνίου 1990 (82 χρόνια μετά την οσιακή κοίμησή του την οποία προέβλεψε: 20
Δεκεμβρίου 1908), η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας διεκήρυξε επισήμως
την αγιότητά του, θεωρώντας τη ζωή του προφητική, λόγω της ενάρετης ζωής του με
την οποία ήταν τύπος των πιστών, λόγω της πλήρους ζήλου και θυσιών υπηρεσίας
του στον Θεό και στην Εκκλησία, λόγω της μεγάλης του αγάπης στον πλησίον με την
οποία σαν τον καλό Σαμαρείτη δίδασκε στο ποίμνιό του την ευσπλαχνία προς τους
πτωχούς και τους δυστυχισμένους, λόγω τέλος των θαυμάτων που έκανε, τόσο εν ζωή
όσο και μετά θάνατο μέχρι σήμερα» (Στοιχεία για τη ζωή του από: Ορθόδοξος
Συναξαριστής και από το βιβλίο «Η εν Χριστώ ζωή μου», εκδ. Παπαδημητρίου).
Είναι γνωστό ότι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, (όπως σημειώνει ο ίδιος στις Γραφές του μέσα στο γνωστό βιβλίο του οσίου Σωφρονίου του Έσσεξ γι’ αυτόν), αναφέρεται στον άγιο Ιωάννη και τονίζει την καταλυτική επίδραση που είχε στη νεανική ζωή του η προσευχή του αγίου, τόσο που ένιωθε για αρκετό καιρό «τις φλόγες της» να τον σκεπάζουν. Εξίσου ο όσιος Σωφρόνιος στις ομιλίες του στο μοναστήρι του Έσσεξ που είχε ιδρύσει, συχνά αναφερόταν στην αγιότητα βίου του στάρετς Ιωάννη, για να τονίσει μάλιστα το μέγεθος της ασκητικής του ζωής, της εγκράτειας και της νηστείας του, την ετοιμότητα της υπακοής του στα κελεύσματα της Εκκλησίας αλλά και της ίδιας της αγίας μητέρας του, καθώς και τη διαρκή κοινωνία διά της προσευχής που είχε με τον Θεό, έστω κι αν περιστοιχιζόταν από πλήθος ανθρώπων καθημερινά.
Μία από τις πάμπολλες
συμβουλές του αγίου Ιωάννη που λειτουργεί ως κατευθυντήρια γραμμή αγιασμού των
ανθρώπων είναι και το παρακάτω απόσπασμα.
«Να περνάς τη ζωή σου εδώ έτσι, ώστε κάθε στιγμή να είσαι έτοιμος να την
αφήσεις. Ποτέ σου να μην επιτρέψεις οι απολαύσεις να σε κάνουν να ξεχάσεις τον
εαυτό σου και τον Θεό. Να θυμάσαι πάντα ότι η ζωή σου και η ευτυχία είναι δώρα
του Θεού, δώρα που δεν σου αξίζουν. Αμαρτία είναι όταν δεν απολαμβάνουμε σωστά
αυτό το δώρο, όπως είναι και αμαρτία να ξεχνάμε ότι όλα όσα έχουμε στη ζωή μας
είναι δώρα του Θεού».
Η ετοιμότητα να αφήσει
κανείς οποιαδήποτε στιγμή τη ζωή αυτή δεν στηρίζεται προφανώς, κατά τον άγιο,
σε μία τυχοδιωκτική αντίληψη της ζωής, σύμφωνα με την οποία κινείται κανείς «στα
κουτουρού» εκμεταλλευόμενος οτιδήποτε προκύψει στη ζωή του – αντίληψη που
φανερώνει ότι έχει διαγράψει κανείς τον Θεό από τη συνείδησή του∙ αλλά και ούτε
σε μία καταθλιπτικού τύπου θεώρηση, όπου η μελαγχολία τείνει να ρουφήξει κάθε
ικμάδα ζωής μη αφήνοντας περιθώριο ελπίδας για οτιδήποτε θετικό – μολονότι ο
άγιος στη νεότητά του πέρασε και από αυτό το στάδιο, το οποίο όμως με τη χάρη
του Θεού και τη δική του προσπάθεια ξεπέρασε. Η ετοιμότητα «φυγής» για την
οποία μιλάει στηρίζεται στη βαθιά πίστη στον Ιησού Χριστό και τον Τριαδικό Θεό,
ο Οποίος προσδιορίζει τα πάντα, τα επίγεια και τα επουράνια ως Κύριος της ζωής
και του θανάτου, συνεπώς αποκαλύπτει (η
ετοιμότητα) ότι το κέντρο βάρους για τον εν επιγνώσει χριστιανό είναι ο Χριστός
και όχι ο κόσμος αυτός μέσα στον οποίο βρισκόμαστε. Διότι αφενός ο χριστιανός
του ύψους αυτού αισθάνεται ως μέλος Χριστού, ενταγμένος μέσα στο άγιο Σώμα Του
και ενδεδυμένος Εκείνον, αφετέρου «βλέπει» με τους οφθαλμούς της ψυχής ότι «παράγει
τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» και ο ίδιος «οὐκ ἔχει μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν
μέλλουσαν ἐπιζητεῖ». Αυτό μας έφερε η αποκάλυψη του Ιησού Χριστού: να μπορούμε
να βλέπουμε τα ουσιώδη της ζωής, τα οποία όμως δεν είναι τα βλεπόμενα υλικά
αλλά τα μη βλεπόμενα, κατά τον απόστολο Παύλο – τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα,
ενώ τα μη βλεπόμενα, δηλαδή η χάρη του Θεού, είναι αιώνια. Κατά πώς το λέει και
ο άγιος Ιωάννης: ζει διαρκώς τον Θεό και η έγνοια του είναι «μη ξεχάσει κανείς τον εαυτό του και τον Θεό»
- λήθη Θεού ίσον λήθη εαυτού∙ μια βαθιά θεολογική και ανθρωπολογική παρατήρησή
του.
Πρόκειται γι’ αυτό που
ο ίδιος ο Κύριος προέτρεψε: «γίνεσθε ἕτοιμοι ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Κύριος ἔρχεται»∙
γι’ αυτό που μας έκανε να δούμε μέσα από την παραβολή των δέκα παρθένων: «ὁ
νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός»∙ όπως επίσης ακριβώς γι’ αυτό που κάνει
τον απόστολο να λέει «ἔχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» -
τελικά δηλαδή άγιος είναι ο πιστός που φτάνει στο σημείο «να επιθυμεί κάθε ώρα
τον θάνατο» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος), γιατί ζει την αληθινή ζωή που είναι ο
Χριστός: «ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος». Οπότε κατανοεί κανείς
τον λόγο του αγίου Ιωάννη ως συνέχεια του ευαγγελικού και αποστολικού και
πατερικού λόγου, ο οποίος όμως εκφράζεται κι απ’ αυτόν μ’ έναν τέτοιο τρόπο που
καταλαβαίνεις ότι συνιστά και δικό του βίωμα. Κι είναι αλήθεια: ο άγιος της
Κροστάνδης αυτό που έλεγε και κήρυσσε το πρόσφερε ως «σάρκα και αίμα» του,
γιατί πρώτα το είχε ζήσει και αγωνιζόταν διαρκώς να το ζει, ώστε ο πιστός λαός
της εποχής του να το αφομοιώνει ως δική του τροφή, ως δύναμη άνωθεν προερχομένη
– «ἐκήρυσσε ὡς ἐξουσίαν ἔχων».
Μη νομίσει όμως κανείς
ότι ο άγιος έφτανε στο σημείο μηδενισμού των αγαθών της εδώ ζωής. Μπορεί όλος ο
προσανατολισμός του να ήταν στον Χριστό και στο «ἄνω φρονεῖν», μα ακριβώς γι’
αυτό είχε τον φωτισμό να βλέπει την παρουσία του Θεού σε κάθετι από τη
Δημιουργία, συνεπώς να το εκλαμβάνει και να το απολαμβάνει ως δωρεά Εκείνου. «Να θυμάσαι πάντα ότι η ζωή σου και η ευτυχία
είναι δώρα του Θεού». Κι αυτό τι σημαίνει; Ότι τα αγαθά της ζωής αυτής που
τα θεωρούσε δώρα Θεού τον οδηγούσαν αφενός να δοξολογεί τον Δωρεοδότη, αφετέρου
να θέλει να τα αντιπροσφέρει στον κάθε συνάνθρωπό του. Η ίδια η ζωή του, απαρχής
μέχρι τέλους, αποτελεί έναν υπομνηματισμό αυτής της πραγματικότητας: «άπειρα»
χρήματα και δωρεές ανθρώπων περνούσαν από τα χέρια του. Για να γίνουν όμως
καλύμματα αγάπης για κάθε πονεμένο και αναγκεμένο, όπως και δοξολογικές κραυγές
όχι μόνο από τον ίδιο, αλλά και από τους ανθρώπους που δέχονταν τις προσφορές.
Και το ακόμη σημαντικότερο: οι δωρεές αυτές του Θεού τον οδηγούσαν – και σ’αυτό
καλούσε και τους πιστούς – σε βάθος ταπείνωσης, γιατί έβλεπε ότι ο Θεός
προσφέρει χωρίς εμείς να είμαστε άξιοι της προσφοράς Του. «Δώρα που δεν σου αξίζουν». Κι ίσως, ακολουθώντας και την αίσθηση
του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος αλλά και άλλων Πατέρων, αυτό να είναι το όριο της
αληθινής ταπείνωσης: να γεύεται κανείς τις δωρεές του Θεού και όχι μόνο να μην
υπερηφανεύεται, αλλά να οδηγείται σε μεγαλύτερη αίσθηση αναξιότητας!
Ο λόγος όμως του αγίου,
ο φαινομενικά τόσο απλός, συνεχίζει να λειτουργεί ως έκπληξη. Γιατί τι λέει στη
συνέχεια; Ότι η μη αποδοχή των δώρων του Θεού – και τι δεν είναι δώρο Θεού σ’
αυτήν τη ζωή; Το μόνο δικό μας είναι... οι αμαρτίες μας και το μηδέν μας! –
ακριβώς με την έννοια του δώρου, συνεπώς ως κάτι που δεν το αξίζουμε και δεν το
απαιτούμε, ταυτίζεται με την ίδια την αμαρτία. Αυτό κι αν είναι ο ορισμός
πράγματι της θεολογικής ορθής σκέψης και του πνευματικού ανθρώπου: αμαρτία δεν
είναι να ξεφεύγω από κάποιους κανόνες ηθικής πνευματικής ζωής – η κατανόηση
μιας επιφανειακής αντίληψης της αμαρτίας – αλλά να μην μπορώ να δω ότι όλη η
ζωή και κάθετι που αυτή μου προσφέρει έχουν πηγή την αγάπη του Θεού: «είναι δώρα Του»∙ και περαιτέρω: να μην
μπορώ να απολαύσω τη ζωή ως δώρο του Πατέρα. Ο Θεός δηλαδή δεν επέτρεψε να
βρεθούμε στον κόσμο για να ταλαιπωρούμαστε – αυτό είναι δικό μας «κατόρθωμα»
λόγω της κακής χρήσεως της ελευθερίας μας που κάνει πέρα τον Θεό μας – αλλά για
να χαιρόμαστε και να απολαμβάνουμε τη ζωή μας. Σωστά όμως! Που θα πει με
ανοικτά τα μάτια για να την βλέπουμε σε σχέση με Εκείνον και εν υπακοή προς
Αυτόν, συνεπώς να λειτουργεί ως δοξολογία και ευχαριστία απέναντί Του. Για τον
άγιο Ιωάννη με άλλα λόγια το «Δόξα Σοι ὁ Θεός» αποτελεί την επωδό για κάθε
διάσταση της ζωής ενός πιστού. Και σε προχωρημένα στάδια∙ και γι’ αυτήν τη
διάσταση του Πάθους και των δοκιμασιών. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
Να ζούμε διαρκώς την
παρουσία του Χριστού σε κάθε βήμα της ζωής μας∙ να είμαστε ευγνώμονες απέναντί
Του για την ύπαρξή μας και για ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας∙ να είμαστε
προσανατολισμένοι στην αληθινή πατρίδα, συνεπώς με ετοιμότητα φυγής από το εδώ
προς το εκεί: η συνοπτική προτροπή του αγίου Ιωάννη, ο οποίος επειδή ζούσε,
καθώς είπαμε, αυτά που έλεγε παρουσιαζόταν εν χάριτι με το αληθινό του πρόσωπο:
ως ένας άλλος Χριστό στον κόσμο.
(Και παρενθετικά ας προσθέσουμε κι ένα άλλο απόσπασμά του που έρχεται να ρίξει περισσότερο φως στον σχολιασθέντα λόγο του: «Γιατί να κοιτάζουμε το μέλλον; «Ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ. 6:34). Ας παραδοθούμε σαν παιδιά στον Ουράνιο Πατέρα μας. «Ὁ Θεὸς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε» (Α´ Κορ. 10:13). Με τις υποψίες βασανίζεις μόνο τον εαυτό σου και δεν εξυπηρετείς τον σκοπό που έταξες. Βλάπτεις ακόμη και τον εαυτό σου με το να φαντάζεσαι εκ των προτέρων ότι υπάρχει κακό εκεί όπου πιθανόν δεν υπάρχει τίποτε. Εφόσον εμείς δεν κάνουμε κακό σε κανένα, ας μας κάνουν οι άλλοι, αν το επιτρέπει αυτό ο Θεός»).