«Ο άγιος Αμβρόσιος αναπτύχθηκε στη μεγαλόδοξη πόλη Ρώμη, ήταν ένας από τη Σύγκλητο και τηρούσε πάντοτε την αλήθεια και στα λόγια και στα έργα. Κατά προσφυή τρόπο υπήρξε ένα είδος ζυγού και στάθμης του δικαίου, αποφασίζοντας σε όλες τις περιπτώσεις που του τύχαιναν όχι διφορούμενα αλλά σταθερά και ορθά. Γι’ αυτό και οι ευσεβείς βασιλείς Κωνσταντίνος και Κώνστας, υιοί του μεγάλου Κωνσταντίνου, του εμπιστεύθηκαν την ηγεμονία της Ιταλίας. Χωρίς ακόμη να έχει βαπτιστεί, ευρισκόμενος στην τάξη των κατηχουμένων, ζούσε την αρετή και την καθαρότητα του βίου όχι λιγότερο από εκείνους που ήδη ήταν μέλη της Εκκλησίας και μετείχαν στα Μυστήρια. Με απόφαση του βασιλιά Ουαλεντιανού ο άγιος Αμβρόσιος προχειρίζεται αρχιερέας της Εκκλησίας των Μεδιολάνων, γιατί εκείνον τον καιρό απέθανε ο προηγούμενος επίσκοπος, οπότε μαζί με το βάπτισμα που έλαβε, διήλθε κατά την τάξη της Εκκλησίας όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης, φτάνοντας στον τελευταίο. Έκτοτε δίδασκε την ορθόδοξη πίστη και ζωή καλώς και ορθώς, κρατώντας την Εκκλησία μακριά από κάθε αίρεση και υπερασπιζόμενος αυτούς που αγωνίζονταν κατά των αιρέσεων του Αρείου και του Σαβελλίου και του Ευνομίου. Συνέταξε διάφορα βιβλία υπέρ της ευσεβούς πίστεως, ενώ όταν ο βασιλιάς Θεοδόσιος ήλθε στην πόλη των Μεδιολάνων, μετά από διαταγή του να φονευτούν πολλοί στη Θεσσαλονίκη, τον εμπόδισε να εισέλθει στην Εκκλησία, θυμίζοντάς του αυτά που είχε αποτολμήσει να κάνει και διδάσκοντάς τον πόση διαφορά υπάρχει μεταξύ ιερωμένου, λαϊκού και βασιλιά. Κι αφού τον νουθέτησε να μη προσέρχεται στα θεία με αυθάδεια και αναίδεια, τελείωσε τη ζωή του με καλά γηρατειά».
Εκεί που αναδείχτηκε στον πιο μεγάλο βαθμό το ταλέντο του αγίου Αμβροσίου ήταν
στη διδασκαλία της πίστεως. Ο άγιος Αμβρόσιος υπήρξε μέγας δάσκαλος και για τη Δύση
που έδρασε, αλλά και για την Ανατολή. Και τούτο γιατί πέραν του φωτισμού που είχε
από τον Θεό, αξιοποίησε και όλες τις φυσικές δυνάμεις του στο να εκμάθει την ελληνική
γλώσσα, και συνεπώς να έλθει σε επαφή με τα θεόπνευστα κείμενα των μεγάλων Πατέρων
της Ανατολής, του αγίου Αθανασίου, του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του
Θεολόγου. Μέσω αυτού μάλιστα μεταγγίστηκε η πατερική αυτή γνώση και στη Δύση, μία
προσφορά κολοσσιαία όντως του αγίου Αμβροσίου. Ο άγιος Αμβρόσιος αφομοίωσε δημιουργικά
όλη αυτή τη θεολογία και προσπάθησε να τη μεταφέρει στους πιστούς του με τον πιο
άμεσο και καίριο τρόπο. Ο υμνογράφος του λοιπόν, γνώστης όλης αυτής της καταστάσεως,
εξαντλεί το μεγαλύτερο ποσοστό των ύμνων του προκειμένου να αναδείξει ακριβώς
αυτό το θεόσδοτο χάρισμά του. Πάνω σ’ αυτό το χάρισμα της διδασκαλίας του αγίου θα πρέπει να επισημάνουμε
δύο στοιχεία, που επισημαίνει και ο υμνογράφος: αφενός το γεγονός ότι ο Αμβρόσιος,
μέσα στην ποιμαντική του αγωνία, συνέθεσε και ύμνους λειτουργικούς, προκειμένου
πιο εύκολα να αφομοιωθούν οι διδασκαλίες του από τον πιστό λαό, κάτι που έχει μείνει
στην ιστορία ως το «Αμβροσιανό μέλος», αφετέρου ότι ο άγιος Αμβρόσιος τη διδασκαλία
του την συνδύαζε πάντοτε με την αγία ζωή του. Ο άγιος δηλαδή δεν δίδασκε κάτι που
ο ίδιος δεν το είχε φτάσει, σύμφωνα και με του Κυρίου την υπόδειξη: «ο ποιήσας
και διδάξας μέγας κληθήσεται», οπότε η διδασκαλία του συνδυασμένη με την αγία
βιωτή του έφθανε στους πιστούς ως κυριολεκτικά ευώδες θυμίαμα που κατευωδίαζε τις
αισθήσεις τους.