῾῾Ως τέκνα φωτός περιπατεῖτε᾽ (᾽Εφεσ. 5,8)
α. Τό μεγαλύτερο
τμῆμα τοῦ
σημερινοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος στηρίζεται στή γνωστή βιβλική διάκριση ἤδη ἀπό
τήν Παλαιά Διαθήκη μεταξύ τοῦ φωτός καί τοῦ σκότους: φῶς ἡ ζωή μαζί μέ τόν Θεό,
σκότος ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό ᾽Εκεῖνον. Κατεξοχήν ὅμως ἡ διάκριση αὐτή τονίζεται ἀφότου
ἦλθε στόν κόσμο ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός, ὁ ῾Οποῖος ἀπεκάλυψε
ὅτι ῾φῶς εἰς τόν κόσμον ἐλήλυθεν᾽,
διότι Αὐτός εἶναι ῾τό φῶς, ἡ ἀλήθεια καί ἡ
ζωή᾽, συνεπῶς ἐκεῖνος πού θά Τόν ἀκολουθήσει ῾οὐ μή περιπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς᾽. ῾Η
προτροπή λοιπόν τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τούς ᾽Εφεσίους ἀποτελεῖ ἐπακριβή
συνέπεια τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου: ῾ὡς τέκνα
φωτός περιπατεῖτε᾽.
β. 1. ᾽Αξίζει νά σχολιάσει κανείς τό ρῆμα πού χρησιμοποιεῖ
καί ὁ Κύριος καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐν προκειμένῳ: ῾περιπατεῖτε᾽. ῞Ενα ρῆμα πού δηλώνει κίνηση καί ἐνέργεια, συνεπῶς
ζωή, πού σημαίνει ὅτι ὁ ζωντανός ἄνθρωπος κάνει μία πορεία στόν κόσμο τοῦτο πού
βρέθηκε, ἀπό τήν ὥρα τῆς γέννησής του μέχρι τήν ὥρα τῆς ἀναχώρησής του. Μία
πορεία καί ἀπό πλευρᾶς φυσικῆς σέ συντονισμό μέ κάθε τι πού ὑπάρχει στόν διαρκῶς
μεταβαλλόμενο καί φθειρόμενο μετά τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου κόσμο πού ζοῦμε, ὅσο
κυρίως καί ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς. Πορευόμαστε δηλαδή στόν κόσμο τοῦτο, ἐνεργοποιούμαστε
σέ πολλά ἐπίπεδα, ἀλλά προσοχή, λέει ὁ ἀπόστολος: ἡ κάθε στιγμή τῆς ἐπί γῆς
πορείας μας πρέπει νά χρωματίζεται ἀπό τήν ποιότητα τῆς ζωῆς μας: νά ζοῦμε σάν
φωτεινοί ἄνθρωποι. ῾῾Ως τέκνα φωτός
περιπατεῖτε᾽.
Τόν συγκεκριμένο χρωματισμό τόν ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ
Δημιουργός ἀπαρχῆς τῆς δημιουργίας μας. Μᾶς ἔπλασε ὄχι ἁπλῶς νά ὑπάρχουμε ὅπως
τά ἄλλα ἔμψυχα ἤ ἄψυχα ὄντα, συνεπῶς μόνο μέ μία φυσική κίνηση καί ἐνέργεια, ἀλλά
μέ συγκεκριμένη κατεύθυνση καί προορισμό, σύμφωνα μέ τοῦ ῎Ιδιου τή ζωή καί ἐνέργεια.
Κι αὐτό εἶναι τό ῾κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν
Θεοῦ᾽ στή ζωή μας. ῞Οπως ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι πλήρωμα ζωῆς καί ἐνέργεια, ἔτσι
καί ὁ κατ᾽ εἰκόνα Αὐτοῦ ἄνθρωπος βρίσκεται στόν κόσμο γιά νά πορεύεται καί νά ἐνεργεῖ
κατά τό πρότυπο ᾽Εκείνου: ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ νά γίνεται ζωή καί τοῦ ἴδιου. Τό φῶς
τοῦ Θεοῦ νά γίνεται φῶς καί τοῦ λογικοῦ αὐτοῦ δημιουργήματός Του.
2. ῎Ετσι τό ῾περιπατεῖτε᾽
δέν ἀποτελεῖ ἄσκοπη κίνηση. Δέν ζοῦμε ἁπλῶς γιά νά ὑπάρχουμε ἤ ἴσως καί γιά νά
δραστηριοποιούμαστε ῾κάνοντας πράγματα᾽ προκειμένου νά κυλᾶ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς
μας περιμένοντας τόν θάνατο. Αὐτό μπορεῖ νά ὑφίσταται στούς ἀπίστους ἀνθρώπους,
διότι δέν ἔχουν νόημα στή ζωή τους, ἀλλ᾽ ὄχι στούς πιστούς, καί μάλιστα τούς
χριστιανούς. Κι αὐτό γιατί μπορεῖ ἡ ἁμαρτία
νά σκοτείνιασε τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί νά λησμόνησε ἔτσι τό ῾κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ᾽, ἀπό
τή στιγμή ὅμως πού ἦλθε ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος στόν κόσμο καί ἐνέταξε τόν ἄνθρωπο
στόν ῾Εαυτό Του, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καθαρίστηκε κι ἀνοίχτηκε καί πάλι ἡ
προοπτική τῆς ὁμοίωσης τοῦ λογικοῦ δημιουργήματος πρός Αὐτόν. ῎Εκτοτε ῾περιπατεῖν ὡς τέκνον φωτός᾽ σημαίνει ῾ἀκολουθεῖν τόν Χριστόν᾽, δραστηριοποίηση
καί ἐνέργεια πάνω στά ἴχνη ᾽Εκείνου. Τό σημειώνει ἔξοχα ὁ ἀπόστολος Πέτρος,
παραλλάσσοντας στήν πραγματικότητα τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου: Ὁ Χριστός ἦλθε καί ἔπαθε γιά τόν κόσμο, ῾ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ᾽.
Ζωή λοιπόν σημαίνει νά ζῶ κατά Χριστόν, νά φανερώνω στά ὅρια τῆς ψυχοσωματικῆς
μου ὕπαρξης ᾽Εκείνου τήν παρουσία, συνεπῶς νά γίνομαι ἕνα δεύτερο φῶς κατ᾽ ἀντανάκλαση
τοῦ πρώτου φωτός τοῦ Θεοῦ.
3. Ἡ παραπάνω ἀλήθεια τήν ὁποία βλέπουμε νά ἐνσαρκώνεται
σέ ὅλους τούς ἁγίους μας, ἀπό τούς ἀποστόλους μέχρι καί σήμερα, ὅπως σ᾽ ἕνα
βαθμό καί στά πρόσωπα τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης – τό φωτοστέφανο τῶν ἁγίων
συνιστᾶ εἰκονιστική θεώρηση τῆς πραγματικότητας αὐτῆς - ρίχνει φῶς καί σ᾽ αὐτά
πού ὀνομάζουμε προβλήματα ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι κάθε
πρόβλημα: σωματικό, ψυχικό, πνευματικό, στήν οὐσία εἶναι ἔλλειμμα τοῦ φωτός τοῦ
Θεοῦ στή ζωή μας, δηλαδή ὕπαρξη σκότους ὡς ἐνέργεια ἁμαρτίας. ῾Η ἁμαρτία ἄλλωστε
ὡς ἐναντίωση πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν ἔφερε καί τόν ἴδιο τόν θάνατο; ῾Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος᾽. Καί: ῾τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος᾽. ῎Ετσι στόν βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος διαγράφει τόν
Θεό ἀπό τή ζωή του μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι ζεῖ, στήν πραγματικότητα ὅμως
βρίσκεται ἐν θανάτῳ, γευόμενος τούς καρπούς τῆς ἐπιλογῆς του: τήν ἀρρώστια, τή
θλίψη, τή μελαγχολία, τό ἄγχος, κάθε πνευματική φθορά. Τό γεγονός τῆς ὕπαρξης τῆς
ἀρρώστιας καί σέ ἁγίους ἀνθρώπους δέν ἀναιρεῖ τά παραπάνω: καί ὁ ἅγιος εἶναι ἄνθρωπος
πού ἔχει ἁμαρτίες, πού κάνει λάθη, πού παρεκκλίνει τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ σέ
κάποιες περιπτώσεις, πού ζεῖ σ᾽ ἕναν κόσμο πτώσεως καί φθορᾶς. ᾽Αλλά γιά ὅλα αὐτά
μετανοεῖ. ῾Οπότε καί οἱ ἀρρώστιες γι᾽ αὐτόν λειτουργοῦν εἴτε ὡς συμπτώματα τῆς ἁμαρτίας
του εἴτε ὡς θεραπευτικές ἐνέργειες τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ πρός αὔξηση τῆς ἁγιότητάς
του. Λοιπόν, τά προβλήματα τῆς ζωῆς μας ἔχουν πνευματική αἰτία: τήν ὑποχώρηση τῆς
πίστης μας στόν Χριστό, τίς παρεκκλίσεις μας ἀπό τήν ὀρθή ὁδό τοῦ Χριστοῦ.
4. ῾Ο πιστός χριστιανός λοιπόν, ὁ ἅγιος, παρ᾽ ὅλες ἴσως
τίς τυχόν παρεκκλίσεις πού μπορεῖ ὡς ἄνθρωπος νά ἔχει, περιπατεῖ πάντοτε ὡς
τέκνον φωτός. Φωτίζεται ἀπό τόν Χριστό, γι᾽ αὐτό καί ἡ διάκριση ἀποτελεῖ τό
κύριο γνώρισμά του: ξέρει κάθε φορά τί νά πεῖ καί τί νά κάνει. Διότι ἐπιλέγει
πάντοτε αὐτό πού σημειώνει ὁ ἀπόστολος λίγο παρακάτω μέσα στήν ἴδια
προβληματική: ῾τό εὐάρεστον τῷ Θεῷ᾽.
Καί εὐάρεστο γιά τόν Θεό εἶναι ὅ,τι συνιστᾶ
καρπό ἐμπιστοσύνης σ᾽ Αὐτόν καί ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. ῾Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή Αὐτοῦ, ἵνα πιστεύσωμεν τῷ
ὀνόματι τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ καί ἀγαπῶμεν ἀλλήλους᾽ (ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Θεολόγος).
Κι εἶναι εὐνόητο ἔτσι ὅτι τό φῶς τῆς διάκρισης αὐτῆς τόν ὁδηγεῖ
νά διακρίνει καί τά πνεύματα, ἄν εἶναι ἀπό τόν Θεό ἤ ὄχι. Διότι πέραν τοῦ
Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγαθῶν πνευμάτων, τῶν ἀγγέλων, ὑπάρχουν καί ἄλλα
πνεύματα, πονηρά, τά ὁποῖα βρίσκονται σέ ἑτοιμότητα διαρπαγῆς τοῦ ἀνθρώπου καί
πνευματικῆς ἐξόντωσής του. ῾῾Ο γάρ ἀντίδικος
ἡμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίει᾽. Καί δέν εἶναι
εὔκολο νά διακρίνει κανείς τόν Πονηρό χωρίς τό ἀληθινό φῶς τῆς ἐκ Θεοῦ
διάκρισης, διότι ὡς πονηρός αὐτός ῾μετασχηματίζεται καί εἰς ἄγγελον φωτός᾽,
προκειμένου νά πλανέψει τόν ἄνθρωπο καί μάλιστα τόν πιστό. Ἡ ἐμπειρία τῶν ἁγίων
μας ἰδίως πάνω στά θέματα τῶν ὀνείρων καί τῶν ὁραμάτων εἶναι κατεξοχήν ἐνδεικτική
καί ἀποκαλυπτική: μᾶς ἐφιστοῦν τήν προσοχή, προτείνοντάς μας νά ἀπορρίπτουμε ἀκόμη
καί τά ἐκ Θεοῦ ὄνειρα καί ὁράματα, ἀπό τόν φόβο τῆς συνήθους ἐνέργειας σ᾽ αὐτά
τῶν δαιμόνων.
γ. Νά περπατᾶμε ὡς φωτεινοί ἄνθρωποι. ῾Η ζωή μας νά εἶναι
μία ἀκτίνα θεϊκοῦ φωτός. Προϋπόθεση γι᾽ αὐτό: νά παραμένουμε πιστά μέλη τῆς ᾽Εκκλησίας,
ἀκολουθώντας τή διδασκαλία της καί τά πρότυπα τῶν ἁγίων της. Γιατί αὐτά μᾶς
κρατοῦν ἑνωμένους μέ τόν Χριστό.