«Ο όσιος Γρηγόριος ήταν από τη Δεκάπολη της Ισαυρίας, υιός του Σεργίου και της Μακαρίας, κατά τους χρόνους των δυσσεβών εικονομάχων. Στα οκτώ του χρόνια αρχίζει την εκπαίδευση στα ιερά γράμματα. Κι όταν τελείωσε αυτές τις σπουδές, περνούσε όλον τον καιρό του στις Εκκλησίες. Στην κορύφωση της εφηβείας του οι γονείς του άρχισαν να τον ετοιμάζουν για γάμο. Αυτός όμως έφυγε κρυφά, και μάλιστα λόγω της επικρατούσας τότε αίρεσης των εικονομάχων, περιερχόταν από τόπου σε τόπο, κατασπαζόμενος τους μάρτυρες και θησαυρίζοντας για τον εαυτό του την ωφέλεια που προέκυπτε από τη συνάντησή του με αυτούς. Ζώντας με μεγάλη εγκράτεια και σκληραγωγία, πάλεψε με πολλές επιθέσεις και μάλιστα των δαιμόνων, γι’ αυτό και αναδείχτηκε σε μεγάλο θαυματουργό. Ο Γρηγόριος πήγε και στην Ασία και έφθασε και στο Βυζάντιο, έχοντας την επιθυμία να πετύχει τη μαρτυρική ομολογία του για τον Χριστό. Από εκεί απέπλευσε προς τη Ρώμη, κι αφού γύρισε όλη τη Δύση και κατέπληξε πολλούς με τα θαύματα και τα σημεία που επιτελούσε, ξαναγύρισε στο Βυζάντιο. Έπειτα προχώρησε προς το μέρος του Ολύμπου και ανέβηκε πάνω στο όρος. Και τόσο αποξηράθηκε το σώμα του εκεί από την άσκηση, ώστε αυτοί που τον γνώριζαν, τον αναγνώριζαν μόνον από τη φωνή. Πάλι λοιπόν κατέβηκε από το όρος και ήλθε στη Θεσσαλονίκη. Κι από εκεί πήγε στο Βυζάντιο, οπότε αφού βρήκε φυλακισμένο για χάρη των αγίων εικόνων τον Συμεών τον ομολογητή και θεοφόρο και τον ικέτεψε επί πολύ και τον προσκύνησε, εκοιμήθη εν ειρήνη, θεραπεύοντας προηγουμένως πολλά και διάφορα νοσήματα των ανθρώπων».
Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος είναι αυτή τη φορά ο συνθέτης του κανόνα του οσίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου. Χρησιμοποιεί πολλές εικόνες και ποιητικά σχήματα, προκειμένου να προβάλει την οσιότητα εκ παιδός του Γρηγορίου, σε σημείο που δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοδιαλέξει. Η κατά Χριστόν ζωή πάντως του οσίου μοιάζει, για τον υμνογράφο μας, με εκείνο το κατάκαρπο αμπέλι, από το οποίο βγαίνει ένα πολύ ωραίο κρασί, που όταν το πίνει ο πιστός, ευφραίνει την καρδιά του. «Άμπελος κατάκαρπος εδείχθης, όσιε, αρετών πεπείρους και μεγίστους προσφέρουσα βότρυας, σωτηρίας οίνον πνευματικόν βλύζοντας, Πάτερ, και πιστών τας καρδίας ευφραίνοντα». Αλλού ο άγιος Ιωσήφ επισημαίνει ότι ασκητής από νεαρό παλληκάρι ο όσιος Γρηγόριος, απέφυγε μεν να οδηγηθεί σε γάμο, όμως τελικώς συζεύχθηκε, έκανε τέκνα, κι αυτά τα τέκνα του τον ανέδειξαν σε τέκνο του Θεού. Τι εννοεί; Συζεύχθηκε, λέει, την αγνότητα κι έκανε τέκνα με αυτήν τις αρετές. «Σεαυτώ, μάκαρ, εμνηστεύσω σύζυγον αγνείαν, εξ ης τέκνα σοι εγεννήθησαν πάσαι αι αρεταί, παναοίδιμε, τέκνον σε Θεού εργασάμεναι». Πράγματι, οι Πατέρες της Εκκλησίας μας επισημαίνουν ότι η κατά Χριστόν αγνότητα είναι ο πιο εύκολος δρόμος που οδηγεί χωρίς παρεκκλίσεις τον πιστό στον Ουρανό.
Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής δανείζεται λόγια του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που με τη σειρά του κι αυτός χρησιμοποιεί το παράδειγμα του πατριάρχη της Παλαιάς Διαθήκης Μωυσή, για να παρουσιάσει τον όσιο ως ανελθόντα στο όρος των αρετών και συνεπώς εισελθόντα στο «φωτεινό σκοτάδι», «τον γνόφον της θεωρίας» του Θεού. Ο Μωυσής ανήλθε στο όρος Σινά και «είδε» τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος ανέβηκε κι αυτός στο πνευματικό Σινά και μυήθηκε στα του Πνεύματος του Θεού. Το ίδιο και ο όσιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης: με την άσκηση των αρετών έφθασε κι αυτός στη θεωρία του Θεού. «Αρετών εν τω όρει αναδραμών, όσιε, γνόφον θεωρίας υπήλθες, και κατενόησας, όσον εχώρησας, τον ακατάληπτον φύσει, φωτισμού ανάπλεως, Πάτερ, γενόμενος». (Ανέβηκες στο όρος των αρετών, όσιε, μπήκες στον γνόφο της θεωρίας, και κατανόησες, όσο μπόρεσες, τον ακατανόητο ως προς τη φύση Του Θεό. Έτσι, πάτερ, έγινες γεμάτος από φωτισμό).
Σε όλη αυτήν τη διαδικασία της διά των αρετών ανόδου του οσίου στη θέα του Θεού, ο υμνογράφος καταγράφει θεοπτικές εμπειρίες του οσίου ασκητή. Γνωρίζουμε από την ασκητική παράδοση των οσίων μας ότι όσο κανείς ασκείται «νομίμως», δηλαδή μέσα σε εκκλησιαστικά πλαίσια, με ταπείνωση και αγάπη, τόσο και ο Θεός αποκαλύπτεται και ενισχύει τον ασκούμενο. Έτσι και ο όσιος Γρηγόριος: δέχτηκε φως σαν τον απόστολο Παύλο, όσο ασκείτο μέσα σ’ ένα σπήλαιο («πάλαι σε σπηλαίω ενδιαιτώμενον, φέγγει κατήστραψεν επουρανίω ως Παύλον»)∙ στον ύπνο του κάποια φορά του εμφανίστηκε άγγελος, δίδοντάς του φλογίνη μάχαιρα, για να βγάλει τα πάθη από την καρδιά του («νυκτός γαρ καθεύδοντι, επιφανείς σοι άγγελος, μάχαιραν φλογίνην επιδίδωσι πάθη εκτέμνουσαν καρδίας»)∙ άκουσε αγγελική υμνωδία, ενώ ακόμη ήταν στο θνητό του σώμα («αγγελικής ακήκοας υμνωδίας, Γρηγόριε, έτι ενδημών εν τω θνητώ σου σώματι»)∙ δέχτηκε επίσκεψη της ίδιας της Υπεραγίας Θεοτόκου, που τον ενίσχυσε, όταν υφίστατο δαιμονικές προσβολές («η ουράνιος πύλη, η του Χριστού άχραντος Μήτηρ, προσβολαίς σε δαιμόνων περικυκλούμενον, πάτερ, επτέρωσε και δυνατόν εν ισχύι κατ’ αυτών ειργάσατο»).
Είπαμε όμως ότι ο όσιος Γρηγόριος αφιερώθηκε από νεαρή ηλικία στον Θεό. Στράφηκε ολοκληρωτικά σ’ Εκείνον και με αυτή τη στροφή του, με τον έρωτά του για τον Θεό, μπόρεσε με τη βοήθειά Του να ξεπεράσει τη νεανική πύρωση της σάρκας. «Έρωτι θείω της σαρκός τους έρωτας εναπεμάρανας». Γι’ αυτό και στην εποχή μας θεωρείται κατεξοχήν επίκαιρη η προβολή του. Σε μια εποχή δηλαδή σαν τη δική μας, που οι σαρκικοί έρωτες και οι προκλήσεις των επιγείων ηδονών είναι στην καθημερινή διάταξη, το παράδειγμα του οσίου Γρηγορίου είναι πολύ βοηθητικό. Κι αυτός υπήρξε νέος. Κι αυτός δέχτηκε ποικίλους πειρασμούς, πάνω μάλιστα στα θέματα των ηδονών του σώματος. Μπόρεσε όμως να αναδειχτεί νικητής, γιατί κατάλαβε αυτό που ως μέθοδος ήταν γνωστό ήδη από την αρχαιότητα: «ήλω ήλον εκκρούειν». Το καρφί το κτυπά κανείς με το καρφί. Δηλαδή, η σαρκική ηδονή αντιμετωπίζεται όταν στη θέση της βάλλει κανείς την πνευματική ηδονή. Ο μη έννομος, ο εκτός του θελήματος του Θεού σαρκικός έρωτας, αντιμετωπίζεται, όταν μπει στη θέση του ο θεϊκός έρωτας. Αυτό απαιτεί βεβαίως γενναιότητα ψυχής, αλλά είναι ο μόνος δρόμος που οδηγεί, ειδικά τον νέο, στη λήψη του αγίου Πνεύματος. «Κατακρατήσας ηδονών του σώματος, νου γενναιότητι, εκ νεαράς, πάτερ, ηλικίας, όργανον του Πνεύματος γεγένησαι, τας αυτού ενεργείας περιφανώς εισδεχόμενος και θεοειδής γνωριζόμενος». (Κυριάρχησες στις ηδονές του σώματος, με γενναιότητα νου, από νεαρή, πάτερ, ηλικία, κι έγινες όργανο του αγίου Πνεύματος, δεχόμενος στην καρδιά σου με λαμπρό τρόπο τις ενέργειές Του και γινόμενος γι’ αυτό θεοειδής).