῾Αἱρετικόν ἄνθρωπον
μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ᾽
α. ῾Η ἑορτή τῶν Πατέρων τῆς
Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθορίζει καί τήν ἐπιλογή τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος
τῆς σημερινῆς Κυριακῆς: ἐπιλέχτηκε τό ἀνάγνωσμα στό ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος
μεταξύ ἄλλων μιλάει γιά τήν στάση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν ἀνθρώπων, δεδομένου ὅτι
οἱ εἰκονομάχοι, ἐκεῖνοι πού ἐπισήμως ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 8ο μ.Χ. αἰ. καί γιά πολλά χρόνια ἀργότερα
πολέμησαν τίς εἰκόνες καί τίς θεώρησαν ὡς ἐκτός πίστεως, ἀποδείχτηκαν ἐν τέλει ἀπό
τήν ᾽Εκκλησία μας, μέ τούς Πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), αἱρετικοί.
Κι αὐτό διότι οἱ ἅγιοι αὐτοί Πατέρες ἔδειξαν ἐν Πνεύματι ὅτι ἡ ἄρνηση ἐξεικονισμοῦ
τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί κατ᾽ ἐπέκταση τῶν ἁγίων - ὅ,τι πρέσβευαν οἱ εἰκονομάχοι
- σημαίνει στό βάθος εἴτε ἄρνηση ἀποδοχῆς
τῆς πραγματικότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς ἔκπτωση στόν
μονοφυσιτισμό, εἴτε διαγραφή τῆς θεϊκῆς φύσης Του, συνεπῶς ἔκπτωση στόν
νεστοριασμό. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἐπρόκειτο πάντως γιά χριστολογική αἵρεση, ἡ ὁποία διέστρεφε
τήν πίστη καί γι᾽ αὐτό ἔπρεπε νά καταπολεμηθεῖ. ῾Η ᾽Εκκλησία μας λοιπόν ἐξ ἀφορμῆς
τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων, ἀλλά καί τῶν αἱρετικῶν τῆς κάθε ἐποχῆς μέχρι σήμερα,
ὑπενθυμίζει τήν ὀρθή στάση ἔναντι αὐτῶν: ῾αἱρετικόν
ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ᾽.
β. 1. Ποιός θεωρεῖται αἱρετικός
ὅμως γιά τήν ᾽Εκκλησία;
(1) Αὐτός πού, ὅπως ἀναφέραμε, ἀλλοιώνει τήν ὀρθή
πίστη της, τήν πίστη δηλαδή πού ἔφερε ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός, καί γι᾽ αὐτό προσφέρει
ἕναν Χριστό ὄχι ἀληθινό, ὄχι τήν εἰκόνα πού ᾽Εκεῖνος ἀποκάλυψε, ἀλλά ἕνα
κατασκεύασμα τοῦ δικοῦ του μυαλοῦ, ἕνα εἴδωλο πού ἁπλῶς τό ντύνει μέ τό ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ λέξη αἵρεση προέρχεται ἀπό τό ρῆμα αἱροῦμαι
πού σημαίνει προτιμῶ, ἐκλέγω. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ αἱρετικός κάνει ἐπιλογή: ἀπό
τό ὅλο τῆς ἀλήθειας ἐπιλέγει ἕνα κομμάτι της, τό ὁποῖο κομμάτι τό ἀπολυτοποιεῖ
θεωρώντας το ὡς τό ὅλο. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι τελικῶς τήν ἀλήθεια τήν
διαστρεβλώνει. Γιά παράδειγμα, ἐνῶ ὁ Χριστός μας εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος, ὁ αἱρετικός
μπορεῖ νά τόν παρουσιάζει μόνον Θεό ἤ μόνον ἄνθρωπο. Τί ἀποτελεῖ κριτήριο συνεπῶς
γιά ἕναν αἱρετικό; ῎Οχι ἀσφαλῶς ἡ πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀλλά ἡ κρίση ἡ δική
του. Τήν δική του λογική ἔχει ὡς βάση ὁ αἱρετικός, αὐτήν πρωτίστως ἐμπιστεύεται
καί μέ βάση αὐτήν κρίνει καί τήν ἴδια τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό καί
τό βάθος πάντοτε μίας αἵρεσης εἶναι ἕνας ἀπύθμενος ἐγωισμός: ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ ἴδιος
ὡς μέλος ὑπέρκειται τοῦ σώματος καί πρέπει ὅλοι νά ὑποταχθοῦν σέ αὐτόν. Κατά
συνέπεια δέν παραξενευόμαστε ὅταν ἀκοῦμε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας ὅτι δέν ὑπάρχει
χειρότερο πράγμα ἀπό τήν αἵρεση.
(2) ᾽Αλλά αἱρετικός γιά
τήν ᾽Εκκλησία μας εἶναι καί κάποιος ἄλλος. ᾽Εκεῖνος πού ὄχι μόνον ἀλλοιώνει τό
δόγμα καί τήν πίστη της, ἀλλά καί τό ἦθος τῆς ζωῆς της. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἐκεῖνος
πού μένει μόνον στό ἐπίπεδο μίας θεωρητικῆς ἀποδοχῆς τῆς πίστεως χωρίς ἡ πίστη
αὐτή νά ἐπηρεάζει τήν ζωή του, ὥστε νά ῾περιπατῇ
ἐν Χριστῷ᾽, κι αὐτός ἐξίσου εἶναι αἱρετικός. Ποτέ ἡ χριστιανική μας πίστη
δέν διαχώρισε τήν πίστη ἀπό τήν ζωή. ᾽Αντιθέτως: ὅπου ἔβλεπε μία πίστη πού δέν ἐνεργοποιεῖτο
ὡς ζωή τήν χαρακτήριζε ῾δαιμονική᾽. Διότι ῾καί
τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι᾽. ῞Οπως θά τό πεῖ καί ὁ ἀπόστολος: ῾Δεῖξον μοι τήν πίστιν ἐκ τῶν ἔργων σου. ῾Η
πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι᾽. Καί ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽. ῎Αλλωστε εἶναι γνωστό ἀπό τόν λόγο
τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐμπειρία τῶν ἁγίων μας ὅτι μία ὀρθή πίστη πού δέν ἐμψυχώνεται ἀπό
τή ζωή ἔχει μικρή διάρκεια ζωῆς. Μέ ἄλλα λόγια τήν προτεραιότητα στήν πίστη ἔχει
ἡ ἴδια ἡ ζωή, συνεπῶς ὁ θεωρητικά πιστός σύντομα θά παύσει νά εἶναι πιστός, ἐνῶ
ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἀγωνιζόμενος στήν πράξη, ἔστω καί μέ κάποια ἀπόκλιση πίστεως - ὄχι
ἐννοεῖται ἐνσυνείδητη, γιατί ἔτσι μιλᾶμε γιά αἱρετικό – σύντομα θά δεῖ τήν
καθοδήγησή του ἀπό τόν Θεό, γιά νά βρεῖ τήν ὁλοκληρία τῆς ὀρθῆς πίστεως.
2. Ποιά ἡ στάση μας λοιπόν
ἀπέναντι στόν αἱρετικό; Μέ διάθεση νουθεσίας, μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος. ῾Μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν᾽. Δέν
πρέπει δηλαδή νά ἀδιαφορήσουμε ἀπέναντι σέ ἕναν πλανεμένο συνάνθρωπό μας, σέ ἕνα
μέλος τοῦ ἰδίου σώματος. Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι, κινούμενοι ἀπό σπλάχνα οἰκτιρμῶν
καί ἀγάπης, νά τόν βοηθήσουμε. Νά τοῦ ἐπισημάνουμε τήν ἀπόκλιση τῆς πίστεως καί
ἴσως τῆς ζωῆς του. Καί μάλιστα ὄχι μόνον μία φορά, ἀλλά καί δεύτερη. Τυχόν ἀδιαφορία
θά σημαίνει ἔλλειψη ἀγάπης ἐκ μέρους μας καί ἀπομειωμένη χριστιανική πίστη, ἀφοῦ
θά φανερώνουμε ὅτι δέν τόν βλέπουμε ὡς συνδεδεμένο ὀργανικά καί μέ ἐμᾶς. Πῶς τό
ἔλεγε ὁ ἁγιασμένος Γέρων Παΐσιος; ῾Νά τοῦ
βάζουμε τήν καλή ἀνησυχία᾽.
Τί προϋποθέτει ὅμως μία
τέτοια στάση; Πρῶτον, ὅτι ἐμεῖς ὑγιαίνουμε στήν πίστη. Γνωρίζουμε δηλαδή ἐπακριβῶς
τήν διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας, γνωρίζουμε τά ἱερά της κείμενα, βρισκόμαστε
μέσα στό ποτάμι τῆς Παραδόσεως τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Καί δεύτερον, ὅτι ὑγιαίνουμε
καί στή ζωή μας ἀπό πλευρᾶς ἤθους. Ζοῦμε δηλαδή, ὅσο εἶνα δυνατόν, σύμφωνα μέ
τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου μας, κατεξοχήν δέ τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Κι αὐτό
σημαίνει βεβαίως ὅτι ἡ ὅποια νουθεσία μας θά γίνεται μέ ταπείνωση καί μέ
σεβασμό στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Διδαχθήκαμε ἄλλωστε ἀπό τούς Πατέρες μας νά μισοῦμε
τήν πλάνη καί τήν αἵρεση κι ὄχι τόν αἱρετικό, ῾δι᾽ ὅν Χριστός ἀπέθανε᾽. ῎Αν δέν στεκόμαστε ἔτσι, ἄν ἡ νουθεσία μας
παίρνει τήν μορφή τῆς καταγγελίας μέ ῾τεντωμένο δάκτυλο᾽, τότε σημαίνει ὅτι
βρισκόμαστε στήν αἵρεση τῆς ζωῆς, λόγω τοῦ ὑπάρχοντος ἐγωϊσμοῦ καί τῆς ἀλαζονείας
μας, πού μᾶς κινεῖ σέ δασκαλίστικο τρόπο ἀπέναντι στόν συνάνθρωπό μας. Τό ἀποτέλεσμα
βεβαίως στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ἀφενός ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νά γινόμαστε θεομάχοι, ἀφετέρου
οἱ δεχόμενοι τήν ἐπίπληξή μας νά ὁδηγοῦνται σέ μεγαλύτερη ἀντίδραση.
3. ῾Η παραπάνω ἀλήθεια ἐπιβεβαιώνεται
ἀπό τόν ἴδιο λόγο τοῦ ἀποστόλου. ῾Μετά
μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ᾽ λέει.
῾Η διάθεσή μας δηλαδή νά βοηθήσουμε τόν ἄλλον μέ τόν λόγο μας πρέπει νά ἔχει ὅρια. Τό εἴπαμε μία φορά, τό εἴπαμε
δεύτερη, ἔπειτα σταματᾶμε. ῎Αν ἐπιμείνουμε, ἄν θελήσουμε ἀδιάκοπα νά τοῦ ὑπενθυμίζουμε
τήν ἀπόκλισή του, τότε τοῦτο θά σημαίνει τήν δική μας ἀπόκλιση: θά μᾶς κινεῖ, ὅπως
εἴπαμε, ὁ δικός μας ἐγωϊσμός, ὁ ὁποῖος προφανῶς δέν θά ἀνέχεται τήν διαφορετική
ἐπιλογή τοῦ ἄλλου. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής: ἡ ἐπιμονή στήν αἵρεση, παρ᾽ ὅλη
τήν νουθεσία, φανερώνει ὅτι ὁ αἱρετικός ἔχει
ἀποφασίσει τόν χαμό του. ῾᾽Εξέστραπται ὁ
τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος᾽. Καί πρέπει κι αὐτό ἀκόμα νά τό
σεβαστοῦμε. Σάν τόν Πατέρα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου, ὁ ὁποῖος σεβάστηκε τήν ἀπόφαση
τοῦ ἀσώτου υἱοῦ του νά φύγει ἀπό κοντά του, ἐνῶ ἤξερε ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσή του αὐτή
ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἀπώλειά του. Σάν τόν ἴδιο τόν Κύριο, ὁ ῾Οποῖος ποτέ δέν ἐκβίαζε
τούς ἄλλους νά Τόν ἀκολουθήσουν ἤ νά Τόν ἀποδεχθοῦν.
4. Προσοχή ὅμως! ῾Η σιωπή
μας μετά τό ἐνεργό ἐνδιαφέρον μας, ἡ ὑποχώρησή μας μπροστά στήν ἐπιμονή τῆς αἵρεσης
δέν θά σημαίνει καί ἀδιαφορία καί ἐχθρότητά μας. Ποτέ ὁ χριστιανός δέν παραιτεῖται
ἀπό τήν ἀγάπη, διότι ἔτσι εἶναι σάν νά παραιτεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Σταματᾶμε
νά μιλᾶμε καί νά νουθετοῦμε, γιατί μέ ἀγάπη παραδίδουμε τόν αἱρετικό ἀποκλειστικά
στόν Θεό, ἐλπίζοντας πιά στή δύναμη ἐλέους ᾽Εκείνου. Συνεπῶς ἡ ἀγάπη μας ἐξακολουθεῖ
καί ὑφίσταται, παίρνοντας ὅμως τήν μορφή τῆς ἔμπονης προσευχῆς καί τῆς
μεγαλύτερης ἄσκησης πού κάνουμε, πρός χάρη πιά καί τοῦ αἱρετικοῦ.
γ. Καί σήμερα, δυστυχῶς, ἐξακολουθοῦν
καί ὑπάρχουν αἱρετικοί. Πέραν τῶν γνωστῶν, ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι πού
παρασύρονται καθημερινῶς, γιατί ἴσως δέν βλέπουν καί τήν ὀρθή μαρτυρία πίστεως
καί ἀπό πλευρᾶς δικῆς μας. Τό ζητούμενο παρ᾽ ὅλα αὐτά εἶναι ἐμεῖς νά μή
σταματήσουμε τήν βίωση τῆς ἀλήθειας, δηλαδή νά μή σταματήσουμε τήν ὀρθή ἐκκλησιαστική
ζωή μας. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ νουθεσία πίστεως πρέπει νά στρέφεται πρωτίστως
πρός τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. ῎Αν ἐμεῖς ὑπερβαίνουμε τήν αἵρεση τῆς πίστεως καί
τῆς ζωῆς, τότε ἴσως ὑπάρξει ἐλπίδα νά κινητοποιηθοῦν καί οἱ ὄντως αἱρετικοί
πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἀλήθειας. Γιατί θά τούς κινητοποιεῖ ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ
Θεοῦ.