Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ´ ΛΟΥΚΑ



Ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καί θερίσει, καί ὁ σπείρων ἐπ᾽ εὐλογίαις ἐπ᾽ εὐλογίαις καί θερίσει᾽(Β´ Κορ. 9, 6)

 Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν Β´ πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀποτελεῖ ἐπιλογή τῆς ᾽Εκκλησίας μας ἐνόψει τοῦ χειμώνα πού ἔρχεται. Μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἀνάγκη τῆς ἐλεημοσύνης ὡς ἔκφρασης τῆς ἀγάπης, ἰδιαιτέρως τόν χειμώνα πού τά προβλήματα καί οἱ ἀνάγκες τῶν πτωχοτέρων ἀδελφῶν μας εἶναι αὐξημένα. ῎Αλλωστε καί ὁ ἀπόστολος γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἔγραψε στούς πιστούς τῆς Κορίνθου τά σχετικά μέ τήν προσφορά καί τήν ἐλεημοσύνη: ἐκεῖνοι ὡς περισσότερο ἔχοντες ἔναντι ἄλλων ἀδελφῶν πτωχοτέρων ᾽Εκκλησιῶν πρέπει νά νιώθουν τήν ἀνάγκη τῆς προσφορᾶς σ᾽ αὐτούς ὡς καρπό τῆς ἀγάπης τους. Κατά τόν βαθμό μάλιστα πού ἡ προσφορά αὐτή γίνεται καρδιακά, ἀντιστοίχως ὁ προσφέρων εἰσπράττει ἀπό τόν Θεό καί τήν ἀνταπόδοση. ῞Οπως συμβαίνει καί μέ τή σπορά: ῾Αὐτός πού σπείρει μέ φειδώ, θά ἔχει λίγη σοδειά. Κι αὐτός πού σπείρει ἁπλόχερα, θά θερίσει πλουσιοπάροχα᾽.

 1. ῾Ο ἀπόστολος μέ τόν λόγο του αὐτό δέν λέει κάτι τό παράδοξο καί τό περίεργο. Οὔτε ἐκθέτει μία βαθειά θεολογική ἀλήθεια, ἡ ὁποία πιθανόν ἀπαιτεῖ αὐξημένες προϋποθέσεις πρός κατανόησή της. ᾽Επισημαίνει κάτι ἁπλό πού συνιστᾶ καί παροιμία: ῾῞Ο,τι σπείρεις θά θερίσεις᾽. ῎Αν σπείρεις πλούσια, πλούσια θά εἶναι καί ἡ σοδειά σου, ἄν ὄχι, φτωχικά καί θά θερίσεις. Καί πράγματι. Τό αὐτονόητο τῆς παροιμίας δέν χρειάζεται ἰδιαίτερη ἐπιχειρηματολογία πρός ἀποδοχή: ὅλοι ἔχουμε πεῖρα τοῦ γεγονότος ὅτι ῾ὅπως στρώσουμε θά κοιμηθοῦμε᾽. Αὐτό δηλαδή πού ἐπιλέγουμε, αὐτό πού κάνουμε, θά φέρει καί τά συγκεκριμένα ἀποτελέσματα. Π.χ.: ῎Αν ξοδεύω περισσότερα ἀπό ὅσα κερδίζω, θά βγῶ στή ζητανιά. ῎Αν ἐπεκτείνω τίς ἐπιχειρήσεις μου πέραν τῶν δυνατοτήτων μου, θά πέσω ἔξω. ῎Αν ὡς μαθητής σταματήσω νά διαβάζω καί νά μελετῶ, δέν θά ἔχω τή μεγάλη βαθμολογία πού ἴσως ὀνειρεύομαι.
Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά παροιμία, ἡ ὁποία κατά τρόπο ἄμεσο καί σαφή δείχνει τήν εὐθύνη τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς του. Εἴμαστε ὑπεύθυνοι γι᾽ αὐτό πού κάνουμε. Δέν ἔχει νόημα συνεπῶς νά κατηγοροῦμε τούς ἄλλους ἤ τήν κοινωνία, ὅταν ἐμεῖς δέν ἔχουμε κάνει τούς σωστούς ὑπολογισμούς. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, τονίζοντας τήν εὐθύνη αὐτή, μᾶς προτρέπει νά μήν ξεκινήσουμε νά κάνουμε κάτι, πρίν μετρήσουμε πρῶτα τίς δυνάμεις μας. ῾Τίς γάρ ἐξ ὑμῶν, θέλων πύργον οἰκοδομῆσαι, οὐχί πρῶτον καθίσας ψηφίζει τήν δαπάνην, εἰ ἔχει τά πρός ἀπαρτισμόν;... ἤ τίς βασιλεύς, πορευόμενος συμβαλεῖν ἑτέρῳ βασιλεῖ εἰς πόλεμον, οὐχί πρῶτον καθίσας βουλεύεται εἰ δυνατός ἐστιν ἐν δέκα χιλιάσιν ἀπαντῆσαι τῷ μετά εἴκοσι χιλιάδων ἐρχομένῳ ἐπ᾽ αὐτόν;᾽(Λουκ. 14, 28. 31).

2. Ἡ ἁπλή αὐτή ἀλήθεια - ἀπόρροια τῆς πείρας τῆς ζωῆς - ἰσχύει ἀπολύτως καί στά πνευματικά θέματα. ῾Υπάρχει ὁ λεγόμενος πνευματικός νόμος, κατά τόν ὁποῖο τό τί θά γευτοῦμε πνευματικά, τό τί εἴδους σχέση θά ἀναπτύξουμε μέ τόν Θεό, καθορίζεται καί πάλι ἀπό τίς δικές μας καθημερινές ἐπιλογές. ᾽Επιλέγουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Θά νιώσουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Εἴμαστε ἀμελεῖς καί ἁμαρτάνουμε; Θά εἰσπράξουμε τά ἀντίστοιχα, δηλαδή τήν ἄρση τῆς χάρης Του.
Δυστυχῶς, καί πάλι τήν ἁπλή αὐτή ἀλήθεια ἀδυνατοῦμε νά τήν καταλάβουμε. Ζοῦμε πολλές φορές ὡς ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ, ἔχοντας διαγράψει τόν Θεό ἀπό τήν καθημερινότητά μας,  κι ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νά θερίσουμε τούς καρπούς τῶν κακῶν ἐπιλογῶν μας – τό ἄγχος, τή στενοχώρια, τή μελαγχολία, τόν ψυχικό πνιγμό – ρίχνουμε τά βάρη στόν Θεό, σάν νά εἶναι ᾽Εκεῖνος ὁ ὑπεύθυνος. ᾽Αλλά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἤδη μᾶς προειδοποιεῖ: ῾Θλίψις καί στενοχωρία ἐπί πᾶσαν ψυχήν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τό κακόν᾽, ὅπως καί ἀντιστρόφως: ῾Δόξα καί τιμή παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό ἀγαθόν᾽ (Ρωμ. 2, 9-10).

3. ῎Ετσι τό καλό ἤ τό κακό πού ζοῦμε δέν εἶναι μία τιμωρία ἤ μία ἀνταμοιβή τοῦ Θεοῦ. Μία τέτοια κατανόηση τοῦ Θεοῦ θά σήμαινε διαστροφή τῆς ἀποκάλυψής Του, διότι θά πρόσφερε τήν εἰκόνα ἑνός ῎Οντος πού περιμένει νά βραβεύσει τό ῾καλό παιδί᾽ καί νά τιμωρήσει ῾τό θεωρούμενο κακό᾽. ῾Ο Θεός ὅμως πού μᾶς φανέρωσε ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Πατέρας πού ἀγαπᾶ ἐξίσου ὅλα τά παιδιά Του, εἴτε Τόν θέλουν αὐτά εἴτε ὄχι. Δέν διαβαθμίζεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀνάλογα πρός τά συναισθήματα τά δικά μας καί τίς συμπεριφορές μας. ᾽Εκεῖνος ῾ἀγάπη ἐστί᾽ μονίμως καί ἀδιάκοπα καί χωρίς ἀγάπη δέν θά ἦταν ὁ Θεός πού ξέρουμε. ᾽Επειδή ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ παραμένει πάντοτε ἡ ἴδια χωρίς ταλαντεύσεις, γι᾽αὐτό καί δέν καταστρατηγεῖ τήν ἐλευθερία μας καί δέν μᾶς ἐκβιάζει. Κι αὐτό σημαίνει: ἡ μία ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καθώς συναντᾶ τή δική μας ψυχική κατάσταση τήν ὁποία  διαμορφώνουμε ἐλεύθερα, μεταποιεῖ αὐτήν ἀνάλογα πρός τό περιεχόμενό της. Κι ἄν τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς μας εἶναι καλό, δηλαδή συντονισμένο πρός τό ἅγιο θέλημά Του, τότε ἡ ἀγάπη Του λειτουργεῖ ὡς εὐλογία. ῎Αν ὅμως τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς μας εἶναι πονηρό, δηλαδή δέν θέλει νά ὑπακούει τόν Θεό, τότε ἡ ἀγάπη Του λειτουργεῖ ὡς κατάρα καί τιμωρία. ᾽Εμεῖς εἴμαστε οἱ ἀποκλειστικά ὑπεύθυνοι γιά τό πῶς θά λειτουργήσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στήν ὅλη ὕπαρξή μας. ῞Ενα παράδειγμα ἐπ᾽ αὐτοῦ καθιστᾶ πιό σαφῆ τά πράγματα: ἄν ἔχω ὑγιεῖς ὀφθαλμούς, τότε τό φῶς τοῦ ἥλιου μοῦ προκαλεῖ χαρά· ἄν ἔχω πληγωμένους ὀφθαλμούς, τότε τό ἴδιο φῶς μοῦ προκαλεῖ πόνο. ῾Ο ἥλιος εἶναι ὁ ἴδιος καί στίς δύο περιπτώσεις. Ἡ κατάσταση ὅμως τῶν ὀφθαλμῶν τροποποιεῖ τήν ἐνέργειά του.
῎Ετσι ἐπί τοῦ θέματός μας: ὅ,τι κάνουμε ἀπό ἀγάπη καί μέ ἀγάπη μᾶς κάνει εὐτυχεῖς, γιατί μᾶς γεμίζει μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. ῞Ο,τι κάνουμε ὅμως ἀπό ἐγωϊσμό καί μέ γνώμονα μόνο τό συμφέρον μας μᾶς κάνει δυστυχεῖς, γιατί μᾶς φέρνει σέ σύγκρουση μέ τήν ἀγάπη ᾽Εκείνου. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή  κατανοοῦμε τήν τεράστια σημασία τῆς ἐλεημοσύνης ὡς ἔκφρασης τῆς ἀγάπης: ὅσο περισσότερο προσφέρουμε στόν συνάνθρωπό μας - ὄχι μόνον ὑλικά πράγματα ἀλλά καί πνευματικά: ἡ ἐλεημοσύνη ἐνεργοποιεῖται σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τοῦ ἀνθρωπίνου – τόσο καί θά θερίζουμε τά ἀντίστοιχα ἀγαθά τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας μιλώντας γιά τήν ἐλεημοσύνη τήν χαρακτηρίζουν ὡς βασίλισσα τῶν ἀρετῶν καί ὡς τόν δρόμο ἐκεῖνο πού ὁδηγεῖ κατευθεῖαν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

4. ῾Ο πνευματικός αὐτός νόμος ὅμως πρέπει νά κατανοηθεῖ ὄχι μόνον σ᾽ ἐπίπεδο προσωπικό, ἀλλά καί σέ κοινωνικό καί ἐθνικό. Κοινωνία καί ἔθνος δηλαδή πού ἐπιλέγει τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ θά ὑποστεῖ καταστροφές. ῾Η ἰουδαϊκή ἱστορία εἶναι κατεξοχήν παραδειγματική: ὅσες φορές οἱ ᾽Ιουδαῖοι ἀπέκλιναν ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός ἐπέτρεπε νά ὑποστοῦν τά ἐπίχειρα τῶν ἐπιλογῶν τους, δηλαδή καταστροφές. ᾽Ενῶ ἀπό τήν ἄλλη, ὅταν μετανοοῦσαν, ἔβλεπαν ἐμπειρικά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά λειτουργεῖ ὑπέρ αὐτῶν. Διότι ἀκριβῶς συντονίζονταν μέ ᾽Εκεῖνον. Κι αὐτό ἰσχύει διαχρονικά, διότι ὁ Θεός δέν ἀλλάζει. Μήπως δέν πρέπει νά λησμονοῦμε κι αὐτά πού ὁ ἁγιασμένος Γέρων Παΐσιος εἶχε πεῖ γιά τούς ἄσπονδους γείτονές μας, οἱ ὁποῖοι ἐπανειλημμένως ἀδίκησαν καί ἐμᾶς καί ἄλλους λαούς, ὅτι δηλαδή ῾τά κόλλυβα τά ἔχουν στό ζωνάρι τους, λόγω ἀκριβῶς τῶν ἀδικιῶν πού ἔχουν ἐπιτελέσει᾽; Μέ ἄλλα λόγια θά λειτουργήσει ὁ πνευματικός νόμος καί γι᾽ αὐτούς, ὅπως βεβαίως θά λειτουργήσει καί ἀντιστρόφως γιά τό καλό γιά ὅσους λαούς θελήσουν νά μετανοήσουν καί νά στραφοῦν πρός τόν Θεό, κάτι πού ἀποτελεῖ τό κήρυγμα καί τήν προσευχή τῆς ᾽Εκκλησίας καί γιά τόν δικό μας λαό.

 Τόν πνευματικό νόμο πρέπει νά τόν ἔχουμε πρό ὀφθαλμῶν ὅλοι μας: ὅ,τι κάνουμε, ὅπως εἴπαμε, αὐτό καί θά ὑποστοῦμε. Θά ἦταν μάλιστα μεγάλη εὐλογία νά μελετούσαμε ἀπό τή γνωστή Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν τό ῾περί πνευματικοῦ νόμου᾽ κείμενο τοῦ ὁσίου Μάρκου τοῦ ἀσκητοῦ. ᾽Εκεῖ θά βλέπαμε τά διάφορα μυστικά του καί τίς πολλαπλές ἐφαρμογές του. ᾽Ιδιαιτέρως στήν ἐποχή μας πού ἡ οἰκονομική κρίση ἔχει ὁδηγήσει πολλούς συνανθρώπους μας σέ ἀπελπισία καί σέ ἀπόγνωση ἡ ὑπενθύμισή του, ἰδιαιτέρως στό θέμα τῆς ἐλεημοσύνης, εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία. Πού σημαίνει: ὅσο θά προσφέρουμε στόν συνάνθρωπό μας, ὄχι πιά ἀπό τό μή ὑπάρχον περίσσευμα, ἀλλά ἀπό τό εὐλογημένο ὑστέρημά μας, τόσο καί θά βλέπουμε τόν πλοῦτο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ὑλικά καί πνευματικά, νά γεμίζει τή ζωή μας. Πρέπει ὅμως νά ἀποφασίσουμε τό ῾ρίσκο᾽ τῆς ἀληθινῆς πίστης. Νά πιστέψουμε δηλαδή ὅτι πράγματι ἡ δόση στόν ἄλλον τοῦ ὑστερήματος δέν συνιστᾶ ἔλλειψη, ἀλλά θαυματουργικό πλουτισμό.