Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

ΑΠΟ ΤΗ ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ


Δεν πρόκειται να πούμε κάτι ξεχωριστό για τον Μεγάλο Κανόνα πέραν αυτού που βιώνει ο κάθε χριστιανός, ευθύς ως έλθει σε επαφή με το περιεχόμενό του: την ισχυρή πρόκληση για μετάνοια, τη νύξη της συνειδήσεώς του ώστε να θελήσει να βάλει νέα αρχή στη ζωή του ή να βαθύνει τον πνευματικό του αγώνα. Πράγματι, ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης, αρχιεπίσκοπος Κρήτης (δεύτερο ήμισυ 7ου-740), ο ποιητής του Μεγάλου Κανόνος, υπήρξε και είναι ένα εξαιρετικό δώρο του Θεού στην Εκκλησία μας, ιδίως δε στην παραπαίουσα πνευματικά εποχή μας, και λόγω της αγιασμένης του ζωής, αλλά εν προκειμένω και λόγω της καταγραφής των από το Πνεύμα του Θεού εμπνευσμένων βιωμάτων του. Άλλωστε μόνον ένας που ζει οσιακά μπορεί να γράψει εν Πνεύματι τέτοια κείμενα σαν το εκτενές αυτό ποιητικό έργο, γεγονός που φανερώνει εξ αντιθέτου το γνωστό λόγιο «οὐκ ἄν λάβοις παρά τοῦ μή ἔχοντος». Ο άγιος Ανδρέας «είχε», ήταν εμβαπτισμένος δηλαδή στο Πνεύμα του Θεού, γι’ αυτό και μπόρεσε και μπορεί μέχρι σήμερα και για πάντα να μεταδίδει τα σκιρτήματα της παλλόμενης, όπως είπαμε, από αίσθηση Θεού καρδιάς του. Κι αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία ο συγκεκριμένος Κανόνας, γιατί ο άγιος Ανδρέας δεν νεφελοβατεί: δεν κινείται αόριστα και όπου να ‘ναι στις καταγραφές των πνευματικών «πτήσεών» του (πόσο επικίνδυνος γίνεται ιδίως ο χριστιανός ποιμένας και δάσκαλος όταν εκφράζει απόψεις και ιδέες που δεν «πατάνε» σε έδαφος αγιογραφικό και πατερικό), αλλά ως έμπειρος γνώστης όλου του κήπου της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής, μας παίρνει από το χέρι και μας δείχνει σχεδόν κάθε τι από αυτήν, το οποίο  μπορεί να μας παραδειγματίσει: είτε θετικά με την προβολή των αγίων του Θεού είτε αρνητικά με την προτροπή να αποφύγουμε τους αρνητές του Θεού. Και μας συγκινεί ιδιαίτερα, γιατί δεν λειτουργεί ως ένας ξερός δάσκαλος κουνώντας μας αυστηρά το δάκτυλο· αυτό που λέει και προτείνει το λέει κυρίως για τον εαυτό του - την ψυχή του έχει «βάλει κάτω» και την παιδεύει εξαγιαστικά. Γι’ αυτό και μας πείθει και μας συγκινεί και μας τρέφει.
Από όλα τα τροπάρια του Κανόνος –  υπέρ τα 250 τον αριθμό – επιλέγουμε, θα λέγαμε και λίγο τυχαία αφού όλα οδηγούν στην ίδια σχεδόν αίσθηση, ένα από την τρίτη ωδή, που κάνει λόγο για τον πατριάρχη της Παλαιάς Διαθήκης Αβραάμ. «Τόν Ἀβραάμ ἤκουσας πάλαι, ψυχή μου, καταλιπόντα γῆν πατρώαν, καί γενόμενον μετανάστην· τούτου τήν προαίρεσιν μίμησαι» (Άκουσες, ψυχή μου, για τον Αβραάμ που εξαρχής εγκατέλειψε την πατρική του γη και έγινε μετανάστης. (Λοιπόν) να μιμηθείς τη διάθεση και την προαίρεσή του).
Τον Αβραάμ προβάλλει (όχι μόνον εδώ ο ποιητής, αλλά πολλές φορές) ως πρότυπο προκειμένου να τον μιμηθεί και να τον ακολουθήσει και στη δική του ζωή. Τον Αβραάμ που η ίδια η Αγία Γραφή συχνά (με αποκορύφωμα τον απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή: πρβλ. 4, 11εξ.) τον θεωρεί ως το κατεξοχήν υπόδειγμα αληθινής πίστεως στον Θεό. Γιατί; Διότι όλη η ζωή του υπήρξε ένα «ναι» στο θέλημα του Θεού, ο Οποίος μιλώντας μυστικά στην καρδιά του Αβραάμ τον καλούσε να κάνει πράγματα πέρα από κάθε λογική και φυσική αίσθηση. Ποια ήταν αυτά; Να αφήσει την πατρίδα και την πατρική του οικία και να πορευθεί στο άγνωστο με το όραμα μια άλλης μεγάλης χώρας που θα του δινόταν, να λειτουργεί ως πατήρ μεγάλου έθνους τη στιγμή που ήταν άτεκνη η γυναίκα του Σάρρα,  να θυσιάσει τέλος το μονάκριβο παιδί του όταν γεννήθηκε αυτό παρ’ ελπίδα, χάνοντας επομένως την όποια «λογική» για συνέχειά του και δημιουργία μεγάλου έθνους από αυτόν! Και σ’ όλα αυτά στάθηκε άξιος ο Αβραάμ: ποτέ δεν τον εγκατέλειψε η εμπιστοσύνη Του στον μεγάλο «Άγνωστο», έστω κι αν κάποιες φορές πήγε να κλονιστεί.
Στον υπόψη ύμνο ο Αβραάμ προβάλλεται ως πρότυπο για το πρώτο μεγάλο γεγονός αλλαγής της ζωής του: τον ξεριζωμό του· να φύγει και να γίνει μετανάστης. Και τονίζουμε και πάλι τη διαφορά: να γίνει μετανάστης όχι γιατί τον ανάγκασε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία – εχθρική επιδρομή κατά του τόπου του, αδυναμία εξεύρεσης πόρων για να ζήσει, μία μολυσματική νόσος – αλλά γιατί τον σπρώχνει μία εσωτερική φωνή, την οποία θεωρεί του Θεού φωνή και την εμπιστεύεται. Μέγας λοιπόν ο Αβραάμ για την πίστη του, που σημειωτέον επιβραβεύεται με την υλοποίηση όλων των υποσχέσεων του Θεού. Πώς όμως ο άγιος Ανδρέας καλεί την ψυχή του αλλά και τη δική μας ώστε να γίνουμε «μετανάστες» μιμούμενοι τον Αβραάμ; Τι σημαίνει να μεταναστεύει κανείς, προφανώς για να μπορεί να παραμένει πια χριστιανός; Με άλλα λόγια για τον άγιο ο χριστιανός είναι χριστιανός στον βαθμό που είναι και θέλει να είναι κι αυτός μετανάστης!
Νομίζουμε ότι η απάντηση είναι πολύ απλή αλλά και πολύ δύσκολη και βαθειά. Απλή, γιατί ο χριστιανός καλείται ανά πάσα στιγμή στη ζωή του να φεύγει από το δικό του θέλημα, το εγωιστικό και αμαρτωλό και θεμελιωμένο στα ψεκτά πάθη του, προκειμένου να βρίσκεται στο θέλημα του Θεού, πάνω στις εντολές του Χριστού, πάνω δηλαδή στον ίδιο τον Χριστό που είναι «ἡ Ὁδός»! Σ’ αυτήν την πορεία εσωτερικής και καρδιακής μετανάστευσης δεν (πρέπει να) βρίσκεται πάντοτε ο πιστός; Όταν η εντολή του Θεού, απαρχής μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος, είναι το «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», δεν είναι σαν να καλεί έτσι ο Θεός τον άνθρωπο που έχει «υποψιαστεί» την παρουσία Του στη ζωή του να μη μένει στα «δικά» του, αλλά αδιάκοπα να είναι «φευγάτος»; Δεν καλείται δηλαδή ο πιστός να αγωνίζεται να βλέπει τον Θεό αλλά και τον γνήσιο εαυτό του στο πρόσωπο του συνανθρώπου του, μα και σε όλη τη δημιουργία που διακρατείται από τις άκτιστες ενέργειες Εκείνου, και προς τα εκεί να τρέχει και να πορεύεται; (Ή το λιγότερο αυτό να είναι η διάθεση και η ευχή του;) Και ποια η υπόσχεση του Θεού για τη διαρκή αυτή μετανάστευση; «Θα σου δώσω χώρα, την κατεξοχήν χώρα που όμοιά της δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο»! «Τήν χώραν τῶν ζώντων», τον Ίδιο δηλαδή τον Πατέρα Θεό, ο Οποίος γίνεται κατοικία του ανθρώπου και τον κάνει να είναι ένας άλλος «Θεός» μέσα στον κόσμο – ό,τι είπαμε και παραπάνω: ο άνθρωπος πατάει πάνω στην «Ὁδόν» που είναι ο Χριστός.
Δύσκολη από την άλλη, γιατί η προσκόλληση του ανθρώπου στα ίδια τα πάθη του, στον εγωισμό του – ακόμη και για τον βαπτισμένο και χρισμένο άνθρωπο που έχει λάβει τη δύναμη και τη χάρη απεμπλοκής από τα πάθη – είναι τις περισσότερες φορές τόσο μεγάλη, που πρέπει όντως να καταβάλει κάθε προσπάθεια, ώστε να στραφεί προς τον Θεό και να ξεκινήσει τη σωτήρια και απαραίτητη «μετανάστευση». Κι εδώ έγκειται η πνευματική άσκηση και ο ασκητικός αγώνας κάθε χριστιανού.
Στον αγώνα αυτόν μας προσανατολίζει ο άγιος Ανδρέας και στο συγκεκριμένο τροπάριο, αλλά και σε όλα τα τροπάρια του ποιήματός του. Μας δείχνει τον δρόμο και μας ψιθυρίζει ότι μαζί μ’ εκείνον, αλλά και με όλους τους αγίους χάριτι Θεού «τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῶν ἀγῶνα». (Όπως και μας υπενθυμίζει κατ'  επέκταση ότι έτσι κι αλλιώς είμαστε "μετανάστες" στον κόσμο αυτόν που επέτρεψε ο Θεός να βρεθούμε για κάποιο διάστημα, αφού "οὐκ ἔχομεν μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν").  Από την άποψη αυτή τον ευγνωμονούμε και τον ευχαριστούμε. Γιατί λειτουργεί ως ο μεγάλος σεμνός και ταπεινός αδελφός και φίλος μας.