«Ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι»
(Μάρκ. 9, 23)
α. Το Ευαγγελικό
ανάγνωσμα της ημέρας μάς μεταφέρει λίγο καιρό πρό του Πάθους του Κυρίου.
Κατέβηκε ο Κύριος από το Θαβώρ όπου είχε μεταμορφωθεί ενώπιον των τριών μαθητών
Του και αντιμετώπισε μία τραγική κατάσταση: την αγωνία ενός ανήμπορου
πατέρα που το παιδί του ήταν δαιμονισμένο, αλλά και την αδυναμία των μαθητών
Του να προσφέρουν κάτι θετικό για τη θεραπεία του παιδιού. Κι εκείνο που μας
προβληματίζει, πέραν των άλλων, είναι η απάντηση του Κυρίου στον πατέρα, όταν
εκείνος τον προκάλεσε αν μπορεί να κάνει καλά το παιδί του: «Ο δε Ιησούς
είπεν αυτώ το Ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι».
β. 1. Ο πατέρας του
δαιμονισμένου παιδιού διαπιστώνει την αδυναμία του μπροστά στην ασθένεια του
παιδιού του. Βλέπει ότι ανθρωπίνως δεν υπάρχει ίαση. Ασφαλώς είχε πάει το παιδί
του στους ιατρούς και στους ιερείς της εποχής. Μα το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό.
Και τότε καταφεύγει στον Χριστό, μετά μάλιστα την αδυναμία και των μαθητών
Εκείνου. Αισθάνεται ότι Εκείνος μόνο μπορεί να έχει τη δύναμη που ο ίδιος, οι
ιατροί, οι μαθητές δεν έχουν. Προφανώς η βαθειά του επιθυμία ήταν να μπορούσε
αυτός ως πατέρας μπροστά στην τραγωδία του παιδιού του να ήταν παντοδύναμος. Να
δώσει λύσει στο πρόβλημα του παιδιού του.
2. Η απάντηση του Κυρίου
ήταν απρόσμενη. Του δίνει ο Κύριος να καταλάβει ότι η παντοδυναμία ναι μεν
σχετίζεται με τον Θεό – ο Θεός είναι ο απόλυτα δυνατός – μα είναι και
δυνατότητα του ανθρώπου. «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» τον βεβαιώνει. Κι
ο λόγος είναι ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό όχι για να είναι ένα
απλό ον μέσα στη Δημιουργία του Θεού, αλλά να είναι η κορωνίδα και ο βασιλέας
αυτής. «Μικρός Θεός επί της γης». «Εν σαρκί περιπολών Θεός» κατά τους
εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Η αμαρτία όμως ως επανάσταση κατά του
Δημιουργού χάλασε τον άνθρωπο. Η δύναμή του μεταβλήθηκε σε αδυναμία. Κι αυτό
γιατί έχασε την επαφή με την πηγή της δυνάμεως, τον Θεό. Αποκομμένος ο άνθρωπος
της πτώσεως από τον Θεό έγινε μικρός, φοβισμένος και υπό συνεχή απειλή. Η δίψα
όμως για παντοδυναμία παρέμενε, παίρνοντας όμως λανθασμένους δρόμους. Κι οι
λανθασμένοι αυτοί δρόμοι ήταν δύο ειδών: (1) ο δρόμος της σχέσης με τα πονηρά
πνεύματα, τον διάβολο, (2) ο δρόμος της στήριξης σε επίγειες «δυνάμεις»: το
χρήμα, τη μόρφωση, την εξουσία.
Η πράξη όμως και η
εμπειρία απέδειξαν και αποδεικνύουν το ψευδές των δρόμων αυτών. Διότι η σχέση
πρώτον με τον διάβολο αποδεικνύεται διαχρονικά ότι αποτελεί υποδούλωση του
ανθρώπου σ’ αυτόν που είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του και που οδηγεί στη
μεγαλύτερη ανασφάλεια και στον μεγαλύτερο φόβο. Ο διάβολος ως γνωστόν με
δηλωμένο το μίσος του προς τον άνθρωπο και όλη τη δημιουργία μόνο φόβο του
δημιουργεί, ενώ ο ίδιος αποκαλύπτεται με τον ερχομό του Χριστού ότι είναι
παντελώς ανίσχυρος. Δεν έχει δύναμη ούτε τα γουρούνια να πειράξει, γι’ αυτό και
κατά την έκφραση του αγίου Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου «είναι σαν το φίδι
που δεν έχει δηλητήριο και σαν το σκυλί που του έχουν αφαιρέσει τα δόντια».
Δεύτερον, η στήριξη σε επίγειες δυνάμεις φαίνεται καθημερινά να αποτυγχάνει.
Μία αρρώστια, μία αποτυχία, μία απλή πολλές φορές εναλλαγή των καταστάσεων του
κόσμου τούτου, οδηγούν στο παταγώδες γκρέμισμα των ανθρωπίνων «παντοδυναμιών».
3. Ο Κύριος λοιπόν
προσανατολίζει στην αληθινή παντοδυναμία. Κτίζει και πάλι τον αληθινό και
δυνατό άνθρωπο που μπορεί τα πάντα. Με μία προϋπόθεση: ο άνθρωπος να ξαναβρεί
την πίστη του στον Θεό. Για τον Κύριο ο ένθεος άνθρωπος, ακριβώς λόγω της
απόλυτης δύναμης του Θεού, γίνεται και πάλι κι αυτός παντοδύναμος. «Ει
δύνασαι πιστεύσαι», λέει, «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Ο αληθινά
πιστός είναι παντοδύναμος. Η πίστη είναι η ξεχασμένη και παραθεωρημένη από τον
άνθρωπο δύναμη. «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (απ. Παύλος).
4. Και μιλάμε για την
πίστη ως σχετίζουσα τον άνθρωπο με τον παντοδύναμο Θεό, γιατί δεν υπάρχει στον
κόσμο αυτό άλλη όραση του Θεού πέρα από την πίστη. Μόνο διά της πίστεως
βλέπουμε και ζούμε τον Θεό στη ζωή αυτή, όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «Πίστις
εστίν ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Ο ίδιος ο
Κύριος άλλωστε μακάρισε όχι αυτούς που επιζητούν με τις αισθήσεις τους να Τον
δουν, αλλά τους πιστούς σ’ Αυτόν. «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες»
είπε. Μόνο μετά τη ζωή αυτή θα βλέπουμε τον Κύριο και θα Τον ζούμε «πρόσωπον
προς πρόσωπον». Μέχρι τότε όμως «διά πίστεως περιπατούμεν, οὐ δι’ είδους».
«Ο νυν ζω εν σαρκί εν πίστει ζω τη του Υιού του Θεού» (απόστολος
Παύλος).
5. Κι είναι περιττό
βεβαίως να υπενθυμίσουμε ότι δεν αναφερόμαστε σε μία πίστη θεωρητική, την οποία
άλλωστε έχουν και τα δαιμόνια. Αναφερόμαστε στην πίστη εκείνη που αποκτάται
μέσα στο ζωντανό σώμα του Κυρίου, την Εκκλησία, στον βαθμό που ο άνθρωπος σωστά
θα ενταχθεί σ’ αυτήν διά του εν μετανοία βαπτίσματος και χρίσματός του, ενώ
ενεργοποιείται και ζωντανεύει κάθε φορά διά της αγάπης, δηλαδή διά της τηρήσεως
της βασικής εντολής του Κυρίου. «Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη». Έτσι
όσο εφαρμόζει κανείς ως μέλος Χριστού την εντολή Αυτού και αγαπά: τον Θεό και
τον άνθρωπο, τόσο και γίνεται παντοδύναμος, τόσο δηλαδή γίνεται διαφανής και
μέσον προκειμένου να εκφραστεί δι’ αυτού η παντοδυναμία του Θεού.
γ. Ο πατέρας του
παραπάνω περιστατικού βρήκε το κουράγιο να πιστέψει και γι’ αυτό γεύτηκε τη
δύναμη του Χριστού πάνω σ’ αυτόν και πάνω στο παιδί του. Εμείς έχουμε το κουράγιο
αυτό; Όσο μένουμε πάντως κρυμμένοι στη μιζέρια και την υποτιθέμενη
αδυναμία μας, όσο δηλαδή απιστούμε στον Χριστό και στους λόγους Του, τόσο
πράγματι η αδυναμία με διαρκή αυξανόμενη ένταση θα γίνεται το γνώρισμα της ζωής
μας. Η παντοδυναμία όμως του Χριστού πρόκειται ενώπιόν μας για να γίνει και
δική μας. Η Μεγάλη Σαρακοστή μάλιστα με την όλη ζωή της αποτελεί τη
μεγαλύτερη πρόκληση και πρόσκληση για τη μεγαλειώδη αυτή προοπτική.