«Κάνε τη καρδιά σου μοναστήρι. Χτύπα εκεί το σήμαντρο, κάλεσε εκεί για
αγρυπνία, θυμίασε και ψιθύρισε ακατάπαυτα προσευχές. Ο Θεός είναι δίπλα σου»
(Απόσπασμα από επιστολή του Αγίου Λουκά Κριμαίας προς πνευματικό του παιδί).
Συγκινεί και εκπλήσσει πάντοτε ο λόγος του αγίων της
Εκκλησίας μας, παλαιοτέρων και νεωτέρων, γιατί ό,τι λένε και διδάσκουν αφενός
έχει ακραιφνώς ευαγγελικό χαρακτήρα, αφετέρου το προσφέρουν μ’ έναν απλό και
ιδιαίτερα εποπτικό τρόπο, δείγμα ότι δεν ήσαν απλοί μεταπράτες, αλλά άνθρωποι
που βίωναν όσο είναι δυνατόν στα ανθρώπινα τον λόγο του Κυρίου και των
αποστόλων Του, ώστε να μη μας αφήνουν κενά στην κατανόησή του. Δεν είναι τυχαίο
ότι η φράση που χαρακτηρίζει τους αγίους μας είναι ότι αποτελούν αυτοί ακριβώς
«τα βιωμένα Ευαγγέλια», οπότε και ο δικός τους λόγος γίνεται αντιστοίχως προς
τον θεϊκό λόγο διεισδυτικός στις ανθρώπινες καρδιές, «τομώτερος υπέρ πάσαν
δίστομον μάχαιραν» κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου.
Αυτό βλέπουμε και στο μικρό απόσπασμα από επιστολή του
μεγάλου νεωτέρου αγίου της οικουμενικής ορθοδοξίας, Λουκά του ιατρού, επισκόπου
Συμφερουπόλεως της Κριμαίας. Δεν αναλώνεται σε θεωρίες και υψιπετείς θεολογίες
για να μιλήσει περί προσευχής – το έχει κάνει κι αυτό εκεί που χρειάστηκε: όταν
έπρεπε να δώσει το πλαίσιο της αληθινής προσευχής, η οποία κατά τον άλλον
μεγάλο άγιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη έχει ως περιεχόμενο όντως τη θεολογία που
απεκάλυψε ο Κύριος και οι Απόστολοί Του, όπως και η Πατερική Παράδοση μέσα στην
Εκκλησία. Τον ενδιαφέρει, καθώς απευθύνεται σε πνευματικό του παιδί που αναζητά
να ζήσει την αλήθεια του Χριστού, πώς πρακτικά θα μάθει αυτός, το τέκνο του, να
προσεύχεται με τον τρόπο που δίδαξε ο Κύριος, ο Οποίος εν Πνεύματι είναι και ο
μόνος που μπορεί να δώσει το πνεύμα της προσευχής στον άνθρωπο. «Ο Θεός δίνει
προσευχή στον προσευχόμενο». Και «το Πνεύμα του Θεού μέσα στην καρδιά του
ανθρώπου τον κάνει να κραυγάζει: Πατέρα, αββά ο Πατήρ» (απ. Παύλος).
Και τι του λέει; Το πρώτο και πιο σημαντικό: για να είναι
αληθινή και ορθή η προσευχή του ανθρώπου, του χριστιανού, πρέπει να έχει
«έδαφος» την καρδιά του, τον «έσω» άνθρωπο. Προσευχή δηλαδή που εξαντλείται
μόνο στα λόγια του στόματος, όσο πολλά κι αν είναι, χωρίς να πηγάζει από το
βάθος της καρδιάς δεν μπορεί να είναι προσευχή που γίνεται αποδεκτή από τον
Κύριο. Διότι ο Κύριος «εις καρδίαν βλέπει» - η καρδιά είναι ο τόπος συνάντησής
μας με Εκείνον. Ο Κύριος, οι Απόστολοι, όλοι οι άγιοι αδιάκοπα έκρουαν τον
κώδωνα του κινδύνου στις προσευχές που ακύρωναν την ενέργειά τους γιατί έκρουαν
απλώς τον αέρα χωρίς κανέναν τελικώς αποδέκτη! «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε,
Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών». Και μπορεί βεβαίως η
προσευχή και ενός μη χριστιανού να εισακούεται, όταν συνοδευόμενη από καλές και
ενάρετες πράξεις εκφράζει τη δίψα του ανθρώπου για τον Θεό, έστω και άγνωστο
ακόμη – ας θυμηθούμε την περίπτωση του αγίου Κορνηλίου του εκατοντάρχου: «οι
ελεημοσύνες και οι προσευχές του ανέβαιναν ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού» - αλλά
πρόκειται για αποδοχή προσευχής που κινητοποιεί τον Κύριο να ελεήσει δραστικά
τον εν νυκτί ευρισκόμενο άνθρωπο ώστε να βρει τον δρόμο της ένταξής του στην
Εκκλησία, συνεπώς και της δυνατότητάς του να προσευχηθεί βαθιά και αληθινά,
κυριολεκτικά εν καρδία.
Κι αυτό τι σημαίνει; Ότι η καρδιακή προσευχή είναι η
προσευχή όπου το ίδιο το Πνεύμα του Θεού, καθώς είπαμε, προσεύχεται μέσα στον
άνθρωπο, ο άνθρωπος γίνεται ενεργούμενο της Τριαδικής ενέργειας, ο πιστός
δηλαδή δεν λέει απλώς προσευχές, αλλά έχει γίνει και γίνεται αδιάκοπα ο ίδιος
προσευχή. «Κάνε την καρδιά σου μοναστήρι». Μοναστήρι, κατοικητήριο δηλαδή,
τίνος; Του ίδιου του Τριαδικού Θεού, ο Οποίος στον βαπτισμένο πιστό άνθρωπο και
ενσωματωμένο με επίγνωση, (τουτέστι με πραγματική μετάνοια και διάθεση για
τήρηση των αγίων εντολών του Θεού), στο σώμα του Χριστού, έχει βρει «τόπον
καταπαύσεως» Αυτού. Εκεί δεν οδηγεί το άγιο βάπτισμα; Εξορίζει τον Πονηρό από
το βάθος της καρδιάς του ανθρώπου και του εγκαθιστά εν Πνεύματι τον Χριστό. «Δεν
ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος που ζει μέσα σας και δεν
ανήκετε στον εαυτό σας;» (Απ. Παύλος). Οπότε, ναι, ο πιστός γίνεται, ως
συνεργός Θεού, «καταγώγιον Πνεύματος», πράγματι «μοναστήρι του Θεού»! Το
υποσχέθηκε ο Κύριος: «Εάν τις τον λόγον μου τηρήση, ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν
και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν»! Οι χριστιανοί είμαστε
μοναστήρια του Θεού, ο Θεός δρα μέσω ημών, αρκεί βεβαίως να υπάρχει η
προϋπόθεση που έθεσε ο Ίδιος: να τηρούμε με τη χάρη Του τις άγιες εντολές Του,
γιατί έχουμε πια αυτήν τη δυνατότητα.
Και προχωρεί τη σκέψη του ο άγιος Λουκάς: Κάνε τον εαυτό σου αυτό που σου δόθηκε. Έγινες μοναστήρι του Θεού, ενεργοποίησε τη δωρεά. «Χτύπα εκεί το σήμαντρο, κάλεσε εκεί για αγρυπνία, θυμίασε και ψιθύρισε ακατάπαυτα προσευχές. Ο Θεός είναι δίπλα σου». Και χρειάζεται να το υπενθυμίζουμε: Ό,τι έγινε ο χριστιανός με το άγιο βάπτισμα, να είναι δηλαδή ναός του Θεού, λειτούργησε και ως πρότυπο για την ύπαρξη των ναών και των αγίων μονών της Εκκλησίας. Από τα μέσα προς τα έξω υπήρξε η κίνηση, η οποία έκτοτε λειτούργησε και λειτουργεί χαρισματικά και αντίστροφα: ως διαρκής πρόκληση και υπενθύμιση για το τι είμαστε οι πιστοί στον Χριστό και πώς πρέπει εν παντί καιρώ και τόπω να διάγουμε. Τι γίνεται με άλλα λόγια σ’ ένα μοναστήρι; Δοξολογείται αδιάκοπα και αέναα ο Κύριος και ασκείται μέχρι θανάτου η υπακοή στο άγιο θέλημά Του. Αυτό πια έρχεται ως πρό(σ)κληση και για τον χριστιανό: να ζει με τον ίδιο τρόπο, γιατί γι’ αυτό ήλθε ο Κύριος και αυτήν τη δωρεά μας χάρισε! Ο Κύριος κυριολεκτικά εν μέσω ημών, κατά μόνας και εν Εκκλησία.