«Οὐ δάκρυα, οὐδὲ μετάνοιαν ἔχω, οὐδὲ κατάνυξιν∙ αὐτὸς μοι ταῦτα Σωτήρ, ὡς
Θεὸς δώρησαι» (ωδή β΄ Μεγάλου Κανόνος).
(Ούτε δάκρυα ούτε
μετάνοια έχω, ούτε κατάνυξη. Ο Ίδιος, Σωτήρα Χριστέ ως Θεός δώρισέ μου τα).
Πιο δραματική διαπίστωση
για τον άνθρωπο δεν υπάρχει: να βλέπει ότι είναι γεμάτος από αμαρτίες, γεμάτος
δηλαδή από τις πληγές που προκαλούν οι αμαρτίες του – η κάθε αμαρτία αποτελεί
τραύμα για την ψυχοσωματική ύπαρξη του ανθρώπου – κι αυτός να μην μπορεί να
αντιδράσει και να κάνει κάτι για την ίασή του. Σαν τον μισοπεθαμένο άνθρωπο που
έχει κάποια αίσθηση της τραγικότητάς του, αλλά αδυνατεί να κουνηθεί – περιμένει
μόνο τον θάνατό του! Αυτή είναι η θλιβερή εικόνα που περιγράφει ο άγιος Ανδρέας
Κρήτης, ο μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας μας, έχοντας υπ’ όψιν του όχι
κάποιον γνωστό του ή κάποιους συνανθρώπους του, αλλά τον ίδιο τον εαυτό του,
την ίδια την ψυχή του. Περιγράφοντας όμως τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται,
έχει την απόλυτη επίγνωση ότι την ίδια στιγμή περιγράφει και την κατάσταση κάθε
άλλου ανθρώπου διαχρονικά και όπου γης. Διότι ο άνθρωπος δυστυχώς είναι ίδιος
σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο: να σέρνεται στον βόρβορο των παθών του,
αγόμενος και συρόμενος από την πολυποίκιλη αμαρτία του, υπόδουλος κυριολεκτικά
στην κακία και τον όφι τον παμπόνηρο που κρύβεται πίσω από αυτήν και την
υποδαυλίζει αδιάκοπα – ο προ και εκτός Χριστού άνθρωπος κατά τρόπο αναγκαστικό,
ο μετά Χριστόν βαπτισμένος άνθρωπος από την αμέλειά του.
Η τραγικότητα όμως της
καταστάσεως αυτής αυξάνει και αποκτά υπέρμετρες διαστάσεις, όταν κανείς λάβει
υπ’ όψιν ότι ο άνθρωπος που κείται ημιθανής από τα θανατηφόρα τραύματα της
αμαρτίας είναι το ον που ο Θεός δημιούργησε ως σύνοψη όλης της δημιουργίας, της
πνευματικής και της υλικής. «Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού» πλασμένος,
μία μοναδική «επανάληψη» του παντοδύναμου Δημιουργού, δυστυχώς δεν στάθηκε στο
ύψος του. Ξέπεσε, επαναστατώντας κατά του θελήματος του Πατέρα του, και
ομοιώθηκε με τα κτήνη και έγινε ίδιος με αυτά στον τρόπο της ζωής του. Και τα
μεν κτήνη δεν έχουν ευθύνη ως μη έχοντα νου και συνείδηση – θεωρούνται
αδικημένα μάλιστα, γιατί η αγριάδα τους οφείλεται στον άνθρωπο – ο άνθρωπος
όμως είναι απολύτως υπεύθυνος, γιατί ενώ μπορούσε, δεν έπραξε το σωστό. Και το
«μπορούσε» δεν αναφέρεται μόνο στην αρχέγονη κατάσταση όπου πράγματι ο άνθρωπος
ήταν άπειρος αμαρτίας – λογικά δεν μπορεί να εξηγηθεί η πτώση στην αμαρτία –,
αλλά και στη μετά Χριστόν πια εποχή, όπου ο ενσαρκωθείς Θεός μας ανέλαβε τον
άνθρωπο και τον αποκατέστησε, ώστε ο πιστός σ’ Εκείνον να λειτουργεί ως
συνέχεια του Χριστού, ως ένας άλλος Χριστός.
Κι είναι ευνόητο ότι ο
άγιος Ανδρέας, διεκτραγωδώντας την κατάσταση τη δική του και των λοιπών
συνανθρώπων του: να μην αντιδρά για την κατάντια του, μετά Χριστόν!, αποδίδει
με άλλον τρόπο την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Στο πρόσωπο του ανθρώπου που
δέχτηκε την επίθεση των ληστών και βρέθηκε ημιθανής, είναι ο ίδιος, είναι ο
κάθε άνθρωπος. Και οι ληστές δεν είναι κάποιοι ξένοι, αλλ’ οι δικοί του
λογισμοί, ο επαναστατημένος εαυτός του, τα πάθη του που θέριεψαν από την
επιμονή στην αμαρτία και τον κατέστησαν «πτώμα εξαίσιον!» «Εγώ είμαι αυτός που
περιέπεσε στους ληστές» θα σημειώσει αλλού (ωδή α΄), «και οι ληστές είναι οι
λογισμοί μου. Τραυματίστηκα ολοκληρωτικά από αυτούς κι είμαι γεμάτος τώρα από
μώλωπες».
Λοιπόν, ομολογεί ο άγιος Ανδρέας εξ ονόματος όλων μας: ενώ χειρότερα δεν μπορώ να πάω, όμως δεν μετανοώ, δεν χύνω δάκρυα, δεν κατανύσσομαι! Η μετάνοια θα ήταν η μόνη ενδεδειγμένη στάση για την κατάντια μου - τα δάκρυα θα έπρεπε να πηγάζουν από την καρδιά σαν από ποτάμι, το πλήγωμα της καρδιάς μου θα έδειχνε ότι έχω συναίσθηση της πτώσεώς μου. Αλλά δεν τα έχω! Τι με σώζει, τι μας σώζει, στη χαρισματική εποχή τη μετά Χριστόν; Η πίστη ότι ο Θεός μας είναι φιλάνθρωπος, γεμάτος στοργή και αγάπη προς τα πλάσματά Του, κι ιδίως τον πρώτο από αυτά, τον άνθρωπο. Η αγάπη Του που κάνει τον Θεό μας να μας προσφέρει την ίαση και τη θεραπεία χωρίς να τα αξίζουμε – ως καρπό του ελέους Του, ως δωρεά της μεγαλωσύνης Του που ξεχύθηκε ιδίως πάνω στον Σταυρό! Για τον Θεό μας, θα πει και πάλι αλλού θρηνητικά ο άγιος, αρκεί έστω και ένας στεναγμός της ψυχής, ένα δάκρυ που βγαίνει ως μικρή σταλαματιά. «Άκουσε τους στεναγμούς της ψυχής μου και δέξου τους σταλαγμούς των οφθαλμών μου, Σωτήρα, και σώσε με». Η μετάνοια τελικώς, τα δάκρυα που ξεπλένουν την ψυχή, αποτελούν δωρεά του Θεού. «Η μετάνοια δώρο είναι ουράνιο» (ιερός Χρυσόστομος). Αρκεί μόνο να στρέψουμε, μέσα στην αδυναμία μας, το βλέμμα μας προς Εκείνον, τον Οποίο ντυθήκαμε, και να δείξουμε ότι Τον θέλουμε στη ζωή μας. Από κει και πέρα αναλαμβάνει Αυτός! Γιατί είναι ο Καλός Σαμαρείτης. Χαρά Του είναι η περιποίησή μας και η αποκατάστασή μας. Και πανηγύρι Του να μας βάλει μαζί Του στον θρόνο Του! Οπότε, η μετάνοια που ανοίγει τον Ουρανό είναι ένα μυστήριο που δίνεται ως δωρεά σε όποιον βρει τον «κωδικό» της. Την «ΕΛΠΙΔΑ» στον Θεό!