«᾽Αναστάς
πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου» (Λουκ. 15, 18)
Είναι
τρομερή η ενέργεια που περικλείει η παραβολή του ασώτου, το
ευαγγελικό ανάγνωσμα της ομώνυμης Κυριακής, η οποία αποτελεί το δεύτερο
σκαλοπάτι της εισόδου μας στο ευλογημένο Τριώδιο. Κι αυτό γιατί προεκτείνει τη
δυναμική της μετάνοιας, που τόνισε η προηγουμένη Κυριακή με την παραβολή του
Τελώνου και του Φαρισαίου, ως εκείνης της εσωτερικής αλλαγής του ανθρώπου, η
οποία δίνει την ώθηση για πραγματική σχέση με τον Θεό Πατέρα. Δεν είναι τυχαίο
που η παραβολή του ασώτου έχει χαρακτηριστεί ως «το μαργαριτάρι των παραβολών
του Κυρίου» και ως «το ευαγγέλιο των ευαγγελίων». Πουθενά αλλού δεν
παρουσιάζεται με τόση ένταση η κατάντια της αμαρτίας, αλλά και η αγάπη του
Θεού, το φιλεύσπλαχνο και το φιλάνθρωπο του μεγάλου Πατέρα.
1. Δεν θα
ασχοληθούμε με την περίπτωση του μεγάλου γιου: αυτός λειτουργεί με
τρόπο που ενώ εξωτερικά φαίνεται να είναι καλός και υποτακτικός, στην
πραγματικότητα είναι στην αντίπερα όχθη του Πατέρα του. Δεν μπορεί να
κατανοήσει την αγάπη του, δεν νιώθει καν ότι είναι γιος του. Ο Πατέρας του τον
αντιμετωπίζει διαρκώς ως γιο του - «όλα τα δικά μου είναι δικά
σου» - εκείνος επιμένει να έχει τη συνείδηση δούλου και
μισθωτού - «τόσα χρόνια σου δουλεύω». Πρόκειται για μία διαφορετικού
τύπου από ό,τι στον μικρό γιο κατάντια στην αμαρτία, για μία άλλη
ασωτία, όπως έχει ειπωθεί, στην οποία δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια λύση. Η
τελική στάση του μεγάλου γιου μένει μετέωρη. Ο Χριστός δεν κάνει αποτίμηση
αυτής. Στον μικρό γιο όμως τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα: λόγω της φυγής
του από το σπίτι του Πατέρα, έχει οδηγηθεί σε έσχατη πτώση: ζει στερημένα («ήρξατο
υστερείσθαι»), πεινάει και νιώθει ότι χάνεται («λιμώ απόλλυμαι»),
γίνεται δούλος άλλων («εκολλήθη ενί των πολιτών»), ενώ το αίσθημα της
ορφάνιας τον έχει καταβάλει («ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου»). Κι
είναι μία τραγική κατάσταση, που αξιολογικά επιβεβαιώνεται από ό,τι ο Πατέρας
του θα πει αργότερα: «Ούτος ο υιός μου νεκρός ην…και απολωλώς». Νεκρός
και χαμένος. Αυτό πράγματι είναι το τίμημα της αμαρτίας: νομίζει κανείς ότι
απελευθερώνεται, ότι βρίσκει τον εαυτό του, και τελικώς γίνεται δούλος, χάνει
τον εαυτό του, νεκρώνεται. Κι αυτό συμβαίνει διότι ακριβώς ο άνθρωπος φεύγει
από τη φυσιολογική του κατάσταση: να είναι με τον Πατέρα του, να ζει στο σπίτι
το δικό του. Είναι η τραγική ερμηνεία που δίνει ολόκληρη η Αγία Γραφή σχετικά
με το δράμα της πορείας του ανθρώπου: ο βασιλιάς άνθρωπος, ο «κατ’ εικόνα
και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργημένος ξεπέφτει λόγω της άρνησής του να
υπακούσει στον Θεό Πατέρα. Αμαρτάνει και με την αμαρτία του εισέρχεται ο
θάνατος στο ανθρώπινο είδος. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος».
2. Στον άσωτο γιο
παρακολουθούμε και την ανάστασή του από την πτώση του: «αναστάς» - ό,τι
κατανοείται ως μετάνοια. Έρχεται κάποια στιγμή που συναισθάνεται τι
είχε συμβεί, που νιώθει την εξαθλίωση της υπάρξεώς του – «εις εαυτόν ελθών»,
συναισθάνθηκε τι του είχε συμβεί – και αποφασίζει να αλλάξει. Κι αυτό θα πει
ότι η αμαρτία έχει ένα όριο, φτάνει δηλαδή κανείς σε ένα σημείο που βλέπει ότι
«δεν πάει άλλο». Κι αυτό το οριακό σημείο της έσχατης πτώσεως, του
«μπουχτίσματος» της αμαρτίας, μπορεί να λειτουργήσει ως νέα αρχή, ως νέα
αφετηρία. Πότε όμως; Όταν υπάρχει η στροφή προς το πατρικό σπίτι. Όταν η
ανάμνηση του Πατέρα παραμένει ζωντανή και η εικόνα του λειτουργεί θετικά στον
απομακρυσμένο από Αυτόν άνθρωπο. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου».
Ο άσωτος μπορεί να είχε χαθεί μέσα στις αμαρτίες, μπορεί να είχε νεκρωθεί
προσωρινά από ό,τι έκανε, όμως ακριβώς αυτό γίνεται η αφορμή να θυμηθεί το
πρόσωπο του Πατέρα, του γεμάτου αγάπη και στοργή απέναντί του. Θα
λέγαμε ότι βρίσκεται σε ένα είδος προνομιακής θέσεως: έχει σπίτι και έχει
Πατέρα, που τον αγαπά. Δεν θυμίζει τούτο αυτό που έλεγε ο όσιος
Παΐσιος, ότι τα παιδιά που απομακρύνονται από τον Θεό, ενώ σχετίζονταν μικρά με
την Εκκλησία, δεν πρέπει να τα φοβόμαστε, γιατί, όταν συνέλθουν, θα ξέρουν πού
θα γυρίσουν; Για να πει στη συνέχεια: εκείνα που δεν γνώρισαν καθόλου τον Θεό,
αυτά να λυπάσθε. Γιατί όταν θα έλθει η στιγμή να συνέλθουν, δεν θα ξέρουν πού
να πάνε.
Το «αναστάς
πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου» σημαίνει λοιπόν την ουσία της σώζουσας
μετάνοιας. Αναγνωρίζω την πτώση μου, την αμαρτωλότητά μου, την απομάκρυνσή μου
από το θέλημα του Θεού, όμως δεν μένω εκεί. Στρέφομαι με δύναμη προς τον Θεό,
σ’ Αυτόν που με αγαπά και με σέβεται. Η συναίσθηση της αμαρτίας δηλαδή και η
πίστη στην αγάπη του Θεού Πατέρα συνιστούν τα δομικά στοιχεία της μετάνοιας.
Ένα από τα δύο αν λείπει, δεν έχουμε γνησιότητα αυτής.
3. Η εικόνα του
φιλόστοργου και φιλεύσπλαχνου Πατέρα λοιπόν είναι και το κρισιμότερο
στοιχείο για να υπάρξει και να λειτουργήσει η μετάνοια στον μικρό γιο, τον
άσωτο, τον καθένα δηλαδή από εμάς άνθρωπο. Δεν φαίνεται να ήταν πρωτίστως οι
συνέπειες της αμαρτίας, αλλά η εικόνα του Πατέρα εκείνο που έδωσε την
αποφασιστική ώθηση στον άσωτο για να μετανοήσει. Αν ο άσωτος μέσα στην κατάντια
του και την απελπισία του είχε ως εικόνα Πατέρα έναν σκληρό και αυστηρό ελεγκτή
και δικαστή, ουδέποτε θα είχε πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Η κατάντια θα
ήταν μόνιμη. Και σίγουρα θα γινόταν χειρότερη. Ο Πατέρας του όμως – το πρότυπο
για κάθε αληθινό πατέρα – παρουσιάζεται με αληθινή αγάπη απέναντί του. Κι η
μεγαλύτερη απόδειξη: ο σεβασμός της ελευθερίας του. Δεν τον καταπιέζει για να
μείνει στο σπίτι, δεν του αρνείται την έξοδο, δεν τον απειλεί, δεν «του κρατάει
μούτρα». Ενώ γνωρίζει το τραγικό αποτέλεσμα της κακής επιλογής του παιδιού του,
το αφήνει να αποφασίσει ελεύθερα. Γιατί ακριβώς το αγαπάει. Και η συνέχεια της
παραβολής επιβεβαιώνει το αέναο της αγάπης αυτής: περιμένει πάντοτε την
επιστροφή του παιδιού του, χαίρεται με απόλυτο τρόπο όταν πραγματοποιείται
αυτή. Είναι η εικόνα του Θεού Πατέρα μας, που επειδή είναι τόσο καταλυτική,
έχουν πει ότι δεν πρέπει η παραβολή να λέγεται «του ασώτου», αλλά «του
φιλεύσπλαχνου ή σπλαχνικού πατέρα». Η πλήρης αγάπης στάση Του είναι και το πιο
καθοριστικό στοιχείο της παραβολής. Δεν είναι τυχαίο που είπαν ότι αν χάνονταν
όλες οι άγιες Γραφές, αλλά κάποιος προλάβαινε να κρατήσει τη συγκεκριμένη
σελίδα με την παραβολή του ασώτου, θα ήταν και μόνη αυτή αρκετή για να αναπληρωθεί
όλη η διδασκαλία του Κυρίου: εκεί παρουσιάζεται ποιος είναι ο Θεός και πόσο
αγαπά το πλάσμα Του, τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και η αγάπη του Θεού εν προσώπω
Ιησού Χριστού είναι το πλέον αδιαπραγμάτευτο γεγονός σε όλη τη διδασκαλία της
Εκκλησίας μας. Μπορεί κανείς τα πάντα να αμφισβητήσει, όχι όμως την αγάπη του
Θεού. Κι όμως, είναι αυτό στο οποίο χωλαίνουμε ακόμη και οι χριστιανοί. Αν
πολλές φορές δεν μετανοούμε όπως πρέπει, αν ταλαιπωρούμαστε στη ζωή αυτή, ενώ
μας έχει δοθεί το μεγαλύτερο δώρο του Θεού: να είμαστε δικοί Του και μέλη του
αγίου σώματός Του, είναι διότι αμφισβητούμε την αγάπη Του. Θέλουμε να
πιστεύουμε ότι οι αμαρτίες μας, η κατάντια μας είναι πολύ μεγάλα για τον Θεό
και υπερβαίνουν την αγάπη Του.
4. Και τι γίνεται πια
με τη μετάνοια του ασώτου; Αναγνωρίζοντας τις αμαρτίες του, παίρνοντας τον
δρόμο επιστροφής στον Πατέρα του, θέλει να εκφράσει τα συναισθήματά του με την
εν ταπεινώσει εξομολόγησή του. «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν
σου∙ ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου∙ ποίησόν με ως ένα των μισθίων
σου». Καταλαβαίνει ότι η ντροπή δεν είναι στη μετάνοια και την επιστροφή
του. Ήταν στην κατάσταση της αμαρτίας του. Κι η πορεία επιστροφής του παίρνει
γι’ αυτόν την πιο απρόσμενη εξέλιξη: ο Πατέρας είναι Αυτός που τρέχει προς
αυτόν. Για να τον αγκαλιάσει, να τον αποκαταστήσει στην πρώτη δοξασμένη θέση
του, να κάνει το μεγαλύτερο πανηγύρι που μπορούσε. Χωρίς μάλιστα όχι να τον
επιπλήξει, αλλ’ ούτε καν να τον ρωτήσει. Στον Πατέρα, τον Θεό μας, φθάνει η με
μετάνοια προσφορά της αμαρτίας μας. Σαν τη φωνή που άκουσε ο άγιος
Ιερώνυμος την ημέρα των Χριστουγέννων, όταν ζητούσε από τον Θεό να του πει τι
δώρο θα μπορούσε να του κάνει, ώστε να Τον ευχαριστήσει: τις αμαρτίες σου,
Ιερώνυμε.
Η παραβολή του ασώτου έρχεται ως συνέχεια της παραβολής, είπαμε, του Τελώνου και του Φαρισαίου. Μας αποκαλύπτει ότι για τον Θεό μας, συνεπώς και για την Εκκλησία, σημασία δεν έχει το αναμάρτητο – ανέφικτο άλλωστε για όλους – του ανθρώπου, αλλά η μετάνοιά του. Άγιος δεν είναι ο αναμάρτητος, αλλά ο μετανοημένος αμαρτωλός. Οπότε μέσα στην Εκκλησία ερχόμαστε με τις αμαρτίες μας, με τη συναίσθηση της τραγικότητάς μας, για να ριχτούμε όμως στην αγκαλιά του Πατέρα μας, μέσα από το μυστήριο της μετανοίας, που καταλήγει στην ευλογημένη εξομολόγηση. Εκεί αρχίζουμε να ντυνόμαστε και πάλι τη στολή την πρώτη, να τρώμε τον μόσχο τον σιτευτό, να γινόμαστε ένα με τον Κύριο. Σ’ αυτό μας προσανατολίζει για μία ακόμη φορά η Εκκλησία μας, με το Τριώδιο και τη Σαρακοστή που έρχεται.