«Όταν έλθη ο Υιός
του ανθρώπου εν τη δόξη Αυτού…»
(Ματθ. 25, 31)
Την προηγουμένη Κυριακή η Εκκλησία μας
διά της παραβολής του ασώτου τόνισε την αγάπη και τη φιλανθρωπία του Θεού ως
βάση της μετανοίας του ανθρώπου. Στη σημερινή Κυριακή της παραβολής της κρίσεως
τονίζει την άλλη όψη της αγάπης Του, τη δικαιοσύνη Του, η οποία βεβαίως
κατανοούμενη πέρα από τις ανθρώπινες εκδοχές της θέτει όριο στις ανθρώπινες
αυθαιρεσίες – ένα σταμάτημα του αέναου της αμαρτίας του - γιατί προκαλεί τον
άνθρωπο να σκεφτεί ότι θα έλθει ώρα που θα δώσει λόγο για ό,τι έκανε, είπε,
σκέφτηκε ακόμη στη ζωή αυτή που του δώρισε ο Δημιουργός.
1. Η κρίση λοιπόν του Θεού είναι ό,τι πιο
σίγουρο και βέβαιο θα αντιμετωπίσουμε οι άνθρωποι. Και τούτο γιατί ο Κύριος
επανειλημμένως απεκάλυψε ότι και πάλι θα έλθει στον κόσμο τούτο, μετά την πρώτη
Του παρουσία, προκειμένου να κρίνει τον κόσμο. Και θα έλθει ένδοξα τη φορά
αυτή, «μετά δυνάμεως και δόξης πολλής».
Κι αυτήν τη βεβαιότητα εξέφραζαν συνεχώς και οι Απόστολοι, όπως ο απόστολος
Παύλος στους Αθηναίους στον Άρειο Πάγο: «Ο
Θεός έστησεν ημέραν, εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη εν ανδρί
ω ώρισε» (Πρ. Απ. 17, 31), και το ίδιο συνεχίζει να κηρύσσει αδιάκοπα η
Εκκλησία μας - ένα κήρυγμα που θέτει τον κόσμο υπό διαρκή κρίση και έλεγχο,
προκαλώντας τον σε εγρήγορση και αφύπνιση.
2. Η κρίση αυτή του Θεού κατά τη Δευτέρα Παρουσία του
Κυρίου θα είναι γενική. Υπάρχει και μία άλλη, η μερική, η οποία συμβαίνει με
τον θάνατο του ανθρώπου. «Απόκειται τοις
ανθρώποις άπαξ αποθανείν και μετά τούτο κρίσις», θα πει ο απόστολος Παύλος.
Καθένας δηλαδή που φεύγει από τον κόσμο τούτο κρίνεται από τον Θεό, αλλά η
οριστική αποτίμηση, ψυχή τε και σώματι, θα γίνει στη Δευτέρα Παρουσία. Και κριτήριο
της κρίσεως, μερικής και γενικής, όπως λέει το Ευαγγέλιο, θα είναι η έμπρακτη
αγάπη: πώς σταθήκαμε έναντι του κάθε συνανθρώπου μας, ο οποίος μάλιστα
φανερώνει τον ίδιο τον Χριστό. Από την άποψη αυτή η κρίση στην πραγματικότητα
θα κρίνει τη διαρκή ή όχι σχέση μας με τον Θεό. Ενώ θα κριθούμε για τη στάση
μας έναντι του άλλου συνανθρώπου, στην πραγματικότητα θα κριθούμε και για το πώς
σταθήκαμε έναντι του Χριστού – μία ταύτιση δηλαδή Χριστού και ανθρώπου ή αλλιώς
ο κάθε άνθρωπος συνιστά και μία θεοφάνεια! Δεν είναι τυχαίο ότι η Πατερική παράδοση
επιμένει ότι «ο δρόμος για τον Θεό περνάει πάντοτε μέσα από τον πλησίον μας».
3. Είναι αυτονόητο λοιπόν ότι με την αλήθεια αυτή
καταργείται κάθε είδος ατομισμού, αυτάρκειας και ελιτισμού. Διότι τονίζεται ο
κοινωνικός χαρακτήρας της χριστιανικής πίστεως, δηλαδή η ίδια η αγάπη. Πόση
πλάνη και ψέμα, αλήθεια, υπάρχει σ’ αυτό που λένε πολλοί, ότι δηλαδή ο
χριστιανισμός κάνει τον άνθρωπο αντικοινωνικό! Εκτός αν εννοούν ότι τον
απομακρύνει από την αμαρτία και τα διάφορα στέκια της. Η αλήθεια όμως ορθώνεται
περίτρανα: ο μόνος σωστά κοινωνικός
άνθρωπος είναι ο χριστιανός. Γιατί η ίδια η πίστη τον σπρώχνει «κατ’ ανάγκην»
σε άνοιγμα προς τον Θεό και προς τον άλλον. Ποια άλλη θρησκεία, θεοσοφία,
φιλοσοφία άραγε συνέδεσε με τέτοιον απόλυτο τρόπο τη σωτηρία του ανθρώπου από
τον συνάνθρωπό του; Απολύτως καμία.
4. Είπαμε όμως παραπάνω ότι η παραβολή αποτελεί και τη
μεγαλύτερη πρόκληση για μετάνοια του ανθρώπου. Διότι πράγματι ενόψει της
βεβαίας αυτής πραγματικότητας ο άνθρωπος και ιδίως ο βαθιά πιστός
κινητοποιείται σε εγρήγορση και μετάνοια. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να
επαναπαυθεί στον κόσμο τούτο. Η κάθε πράξη και σκέψη του θα ελεγχθεί από τον
Χριστό. Αληθινά, η παραβολή ειπώθηκε από τον Κύριο μέσα στην προοπτική της
εγρηγόρσεως: να είμαστε ανά πάσα στιγμή έτοιμοι, γιατί έρχεται ο Κύριος ως
κριτής την ώρα που δεν Τον περιμένουμε. Κι αυτό ήταν και το κυριότερο κίνητρο
της πρώτης Εκκλησίας, όπως φαίνεται από όλη την Καινή Διαθήκη, για να κρατούν
οι χριστιανοί ζωντανή τη σχέση τους με τον Χριστό, ο Οποίος «έρχεται ταχύ». «Μαράν αθά», δηλαδή ο Κύριος έρχεται ή έλα Κύριε, ήταν το σύνθημα θα
λέγαμε της ζωής τους. Οπότε η προσμονή της κρίσεως δεν ήταν γι’ αυτούς τόσο ένα
όριο φόβου, όσο μία λαχτάρα αγάπης: περίμεναν τον αγαπημένο τους Κύριο, τον
νυμφίο της ψυχής τους, γι’ αυτό και η τήρηση των εντολών του Χριστού ποτέ δεν
κατανοήθηκε ως πίεση και δέσμευση, αλλά ως χαρούμενη αυτοπροσφορά μπροστά στο
χάραμα της μεγάλης ημέρας: του και πάλι ερχομού Του! «Εγγίζει η απολύτρωσις υμών»!
Οι ηθικολόγοι της κάθε εποχής αποξηραμένοι οι ίδιοι με τους κανόνες τους μάς
προσφέρουν πολλά «πρέπει» καταπιέζοντάς μας. Η Εκκλησία μας κάθε φορά, κάθε
στιγμή, μας καλεί σε αγάπη προς τον Θεό ως αγάπη προς τον πλησίον ενόψει της
προοπτικής του ερχομού Του. Αν θέλουμε λοιπόν να είμαστε ζωντανοί και
ευλογημένοι άνθρωποι, ας αγαπούμε. Είναι το αιώνιο συμφέρον μας και η τωρινή
αλλά και παντοτινή χαρά μας.