«Ο όσιος Αυξέντιος έζησε επί της βασιλείας Θεοδοσίου του
μικρού (5ος αι.), καταγόταν από την Ανατολή και υπήρξε άνθρωπος των
γραμμάτων. Ακολούθησε δε τον μοναχικό βίο. Ανήλθε και στο όρος που βρισκόταν
απέναντι από την περιοχή Οξεία και υπήρξε καρτερικότατος στην άσκηση και
ορθοδοξότατος στην πίστη. Αφού έλεγξε επί πολύ τη φαυλότητα και την πλάνη της
κακοδοξίας του Ευτυχούς και του Νεστορίου και αποδέχτηκε την τετάρτη στη Χαλκηδόνα
Οικουμενική Σύνοδο (451), έγινε αξιοσέβαστος στους βασιλείς και λαμπρός στο
πρόσωπό του από τη θεία χάρη για όλους που τον πλησίαζαν, ενώ ανέβρυζε κάθε
φορά πηγές θαυμάτων και ιάσεων σ’ αυτούς που προσέρχονταν κοντά του. Αναπαύτηκε
εν ειρήνη και το τίμιο σώμα του κατατέθηκε στον Ναό που ανοικοδομήθηκε από τον
ίδιο. Τελείται δε η σύναξή του στη Μονή του Καλλιστράτου».
Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πειρασμό της σύγκρισης
μεταξύ αυτού που προβάλλει η κοσμική νοοτροπία τη σημερινή ημέρα (14
Φεβρουαρίου): έναν αμφιβόλου υπάρξεως και ποιότητας «άγιο», τον Βαλεντίνο, ως
«άγιο» του έρωτα (διότι ο άγιος Βαλεντίνος μπορεί να υπάρχει ως μάρτυς, αλλά
δεν έχει καμία σχέση με αυτό που συνήθως προβάλλεται στο πρόσωπό του), και
αυτού που προβάλλει η Ορθόδοξη Εκκλησία: τον όσιο πατέρα Αυξέντιο τον εν τω
Βουνώ. Διότι και οι δύο γίνονται αφορμή να προβληθεί ο έρωτας, αλλά στην πρώτη
περίπτωση με την ανθρώπινη κοσμική διάστασή του, δηλαδή ως «παιδί της φτώχειας»
κατά τον Πλάτωνα: ο ερωτευμένος εκλιπαρεί και ζητιανεύει την ανταπόκριση του
άλλου, συνεπώς τις ανάγκες του εαυτού του ζητά να καλύψει – η αγάπη του είναι
έκφραση ενός εγωισμού∙ ενώ στη δεύτερη με τη μεγαλειώδη διάσταση του θεϊκού
έρωτα, που κάνει τον άνθρωπο να γίνει μεθεκτός του Θεού και να διαχέει έπειτα
τις ακτίνες της αγάπης του Θεού και σε όλον τον κόσμο, ανεξάρτητα από το ποιος
είναι ο άλλος που τις δέχεται και σε ποια κατάσταση βρίσκεται. Στην περίπτωση
αυτή έχουμε την αληθινή αρχοντιά της αγάπης, που προσφέρεται «ερήμην» του
άλλου, δηλαδή χωρίς να περιμένει οποιαδήποτε ανταπόκριση.
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, διά Θεοφάνους του υμνογράφου,
τονίζουν επαρκώς την ολοτελή μετάθεση της αγάπης του οσίου Αυξεντίου προς τον
Θεό, την πληγωμένη από στοργή καρδιά του προς Αυτόν, που τον έκανε βεβαίως να
γεμίσει από τις χάρες του αγίου Πνεύματος και να γίνει «κειμήλιον χωρητικόν
της Αγίας Τριάδος», με ιαματική παρουσία έπειτα στους ανθρώπους. Και
μπροστά σ’ αυτόν τον θεϊκό έρωτα, πράγματι η ανθρώπινη διάστασή του – χωρίς να
θέλουμε να υποβαθμίσουμε τη σημασία του: μη ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο Κύριος «ενέσπειρε
τους έρωτας εις την των ανθρώπων φύσιν» κατά τον ιερό Χρυσόστομο – ωχριά
και παρουσιάζεται ως βρέφος μπροστά στην ώριμη ηλικία. «Πληγωμένος από τη θεϊκή
στοργή του Δεσπότου Χριστού, πάτερ, στράφηκες ανυποχώρητα με όλη τη δύναμη της
καρδιάς σου προς Αυτόν» (ωδή ζ΄). «Μετέθεσες ολωσδιόλου τον εαυτό σου προς τον
Θεό, γι’ αυτό και έκανες πέρα την ευπάθεια της σαρκός και έλαβες την ενέργεια
των θαυμάτων» (ωδή η΄).
Η ολοκληρωτική αυτή στροφή του οσίου Αυξεντίου προς τον
Θεό δεν ήταν εξαρχής μία απηρτισμένη και τέλεια αγάπη. Μάλλον ήταν τέλεια στο
πνευματικό επίπεδο που κάθε φορά εκείνος βρισκόταν. Διότι η πνευματική ανάβαση,
όπως γνωρίζουμε, δεν έχει τέλος. Ο πιστός πορεύεται πάντοτε «εκ δυνάμεως εις δύναμιν» και «από δόξης εις δόξαν». Και δικαίως: δεν έχει
τέλος ο Θεός. Με άλλα λόγια, όσο ο άνθρωπος στρέφει τις δυνάμεις του προς τον
Θεό ως το ακρότατο των εφετών και επιθυμητών, τόσο και βλέπει να αυξάνει μέσα
του η χάρη του Θεού, δηλαδή η αγάπη Εκείνου. Ο άγιος Θεοφάνης το διευκρινίζει,
παίρνοντας αφορμή και από το ίδιο το όνομα του οσίου Αυξεντίου: «Αύξησες την
προς Θεό αγάπη σου, πάτερ Αυξέντιε, κι εγκατέλειψες κάθε στοργή προς τον κόσμο,
οπότε και αναδείχτηκες, θεοφόρε, χωρητικό κειμήλιο των χαρισμάτων του αγίου
Πνεύματος» (ωδή α΄ ). Κι αλλού: «Ο θεοφόρος Αυξέντιος αφού αύξησε την πίστη και
την αγάπη προς τον Θεό, υψώθηκε σε μεγάλο ύψος της θεϊκής αγκαλιάς» (ωδή δ΄).
Τι έκανε τον όσιο Αυξέντιο, ήδη «εκ βρέφους», να
αυξάνει εν Θεώ και να γεύεται κάθε φορά και πιο πλούσια τις χάρες Εκείνου; Που
σημαίνει: τι κάνει έναν άνθρωπο να κρατείται στην αγάπη του Θεού και να την
αυξάνει στην ύπαρξή του; Το ερώτημα στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με αυτό που
υπόσχεται κάθε πιστός που εντάσσεται στο σώμα του Χριστού και της Εκκλησίας,
γινόμενος μέλος Χριστού διά του αγίου βαπτίσματος: «συντάσσομαι τω Χριστώ».
Μπαίνω στην τάξη του Χριστού, ανήκω δηλαδή σ’ Εκείνον. Ο υμνογράφος μας και
πάλι μας καθοδηγεί: «Συντάχτηκες με όλη τη θεότητα με το βάπτισμά σου, πάτερ
Αυξέντιε. Κι αφού διατήρησες απόλυτα το αξίωμα της εικόνας του Θεού, μακάριε,
προσχώρησες στην τρισήλια λαμπρότητα, την αγία Τριάδα δηλαδή, με χαρά» (ωδή
θ΄).
Πώς λοιπόν κρατείται κανείς στο μέρος του Θεού; Διότι
πρέπει να συνεργήσει και ο ίδιος. Τι πρέπει να κάνει; Πρώτα από όλα να
καταλάβει, μας λέει ο άγιος Θεοφάνης βλέποντας τη ζωή του οσίου σήμερα, ότι η
ζωή είναι πρόσκαιρη και ότι τα αιώνια είναι στον Θεό. Να κάνει δηλαδή μελέτη
του βίου του τον θάνατο, που θα πει να γίνει κατά Θεόν σοφός. «Κάνοντας τη ζωή σου μελέτη του θανάτου, κατανόησες αυτό
που λένε σοφία με
διαφορετικό τρόπο, και μετατέθηκες προς την ενυπόστατη Σοφία, τον Χριστό» (ωδή
ς΄). Κι έπειτα, βλέποντας ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται στον Θεό, χρειάζεται
κανείς να περιορίσει τις άτακτες ορμές του σώματος και της ψυχής του λόγω της
ενεργούσας ακόμη αμαρτίας, με την εγκράτεια. Να δείξει δηλαδή κανείς έμπρακτα,
με τον περιορισμό των παθών του, ότι η ύπαρξή του έχει αγκυροβολήσει στον
Χριστό: το κέντρο βάρους του είναι σ’ Εκείνον. Αυτό, κατά τον άγιο υμνογράφο,
συνιστά ισορροπία του ανθρώπου και των φρενών του. «Πέρασες τη ζωή σου, πάτερ
Αυξέντιε, με ισορροπία των φρενών, γιατί έβαλες σε δεύτερη μοίρα τα πρόσκαιρα
και επεκτεινόσουν πάντοτε στα αιώνια» (ωδή ε΄).
Για τον άγιο Αυξέντιο λοιπόν, όπως και για κάθε άγιο, δηλαδή συνεπή πιστό της Εκκλησίας, η εγκράτεια αυτή, λόγω ακριβώς του νοήματός της, δεν ήταν μία άσκηση καταπίεσης του εαυτού, με την έννοια ότι κάνει κάτι που τον βγάζει από τον αληθινό εαυτό του, αλλά μία άσκηση εύρεσης του εαυτού, εκείνου που βγήκε, όπως είπαμε, από την αγία κολυμβήθρα. Γι’ αυτό και η εγκράτεια ήταν το πανηγύρι του και η τρυφή του. «Έκανες τέλειο εντρύφημά σου, θεόφρον, την εγκράτεια και χαλιναγώγησες τις αμαρτωλές ορέξεις της σάρκας, γι’ αυτό και φάνηκες να αυξάνεσαι στην πίστη σου και να ανθίζεις σαν φυτό στο μέσο του Παραδείσου, Αυξέντιε πάτερ ιερότατε» (κοντάκιο της εορτής). Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν που ο υμνογράφος μας αφενός παραλληλίζει τον όσιο με τον προφήτη Ηλία και τον δίκαιο Ιώβ («Το βουνό ήταν σαν το όρος Κάρμηλος για τον Αυξέντιο, που φάνηκε ίδιος Ηλίας κατά τα άλλα, πλην του τέλους του» (στίχοι κοντακίου)∙ «αναδείχτηκες νέος σε εμάς Ιώβ με τα παλαίσματά σου» (οίκος κοντακίου), αφετέρου παρουσιάζει στο όλο πνευματικό προτραίτο του οσίου Αυξεντίου το επίγραμμα που θα μπορούσε να έχει ο τάφος του: «Ο βίος σου λαμπρός και η πίστις ορθόδοξος, η άσκησις θαυμασία, ηρτυμένος ο λόγος τη χάριτι, Αυξέντιε» (ωδή ε΄).