«Ο άγιος Ευσίγνιος γεννήθηκε στην Αντιόχεια και ήταν στρατιωτικός για
εξήντα ολόκληρα χρόνια. Στρατεύθηκε όταν βασίλευε ο Κωνστάντιος ο Χλωρός,
πατέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έζησε πολλά χρόνια και πρόφτασε μέχρι και τη βασιλεία
του Ιουλιανού του Παραβάτου. Όταν κάποτε ο βασιλιάς αυτός έφτασε στην
Αντιόχεια, ζήτησε να τον δει κάποιος γέροντας στρατιώτης 110 χρονών! Ο
Ιουλιανός από περιέργεια τον δέχτηκε και έμεινε έκπληκτος όταν είδε τον γέροντα
στρατιώτη τόσων χρόνων να διατηρεί αλύγιστο το σώμα του. Διέταξε και τον
περιποιήθηκαν όσο το δυνατόν καλύτερα. Αλλά ο Ευσίγνιος δεν ικανοποιήθηκε
απ’ αυτές τις περιποιήσεις του Ιουλιανού
και του δήλωσε ότι είναι χριστιανός και ότι μάταια προσπαθεί να ζωντανέψει ένα
πτώμα, όπως είναι η ειδωλολατρία. Και επί τέλους, να πάψει να διώκει τον
Χριστό. Όταν άκουσε αυτά ο Ιουλιανός, εξαγριώθηκε και διέταξε αμέσως να τον
αποκεφαλίσουν. Τότε ο Ευσίγνιος, γεμάτος από χαρά, είπε: «Ευχαριστώ, βασιλιά. Ο θάνατος με σεβάστηκε
στο πεδίο των μαχών, για να με εύρει τώρα και να μου δώσει το κτύπημα χάριν του
Χριστού. Τέτοιο τέλος είναι άξιο χριστιανού στρατιώτη, και δοξολογώ τον Ύψιστο
που ευδόκησε να με φυλάξει για ένα τέτοιο τέλος. Έτσι ο Ευσίγνιος έλαβε τον
τίμιο θάνατο του μαρτυρίου με αποκεφαλισμό το 362 μ. Χ.» (Από το ιστολόγιο
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).
Είναι συγκλονιστική η
περίπτωση του γέροντα Ευσιγνίου, του μεγαλομάρτυρα αυτού αγίου (εξαποστειλάριο),
αγνώστου στους περισσοτέρους χριστιανούς, γνωστότατου όμως στον Θεό και τους
αγίους Του. Έλαβε μέρος σε πολλούς πολέμους, κατά τη δήλωσή του, υπηρέτησε
πολλούς επίγειους βασιλείς με κίνδυνο της ζωής του, γέμισε το σώμα του πληγές
και αίματα από τις μάχες, όμως ο Θεός θέλησε να φύγει με τον ενδοξότερο τρόπο
για τα δεδομένα της πίστεώς μας: να δώσει τελικά το αίμα του για χάρη του
Χριστού, να φτάσει δηλαδή στο ανώτερο δυνατό σημείο που αποκαλύπτεται η πίστη
σ’ Εκείνον, κατά τον λόγο του αποστόλου
Παύλου: «σε μας χαρίστηκε όχι μόνο να πιστεύουμε στον Χριστό αλλά και να
πάσχουμε για Εκείνον». Ήδη ο άγιος υμνογράφος του, Ιωσήφ, επανειλημμένως το
επισημαίνει: «Ντύθηκες, ένδοξε, με τη θεία χάρη την πορφύρα που κοκκίνισε από
το αίμα της σάρκας σου... Και συμβασιλεύεις με τον Χριστό πάντοτε γεμάτος
ευφροσύνη» (στιχ. εσπ.).
Σε τέτοια προχωρημένη
ηλικία βεβαίως, εκατόν δέκα χρονών!, εκείνο που υφίσταται είναι η ραθυμία – το
ίδιο το σώμα έχει καμφθεί, δεν έχει δύναμη ούτε να βαδίσει! Κι όμως, στον άγιο
Ευσίγνιο βλέπουμε έναν ευσταλή γέροντα που προξένησε κατάπληξη και στον ίδιο
τον βασιλιά, που η καρδιά του χαρακτηριζόταν από νεανικό σφρίγος και δύναμη: το
σφρίγος της πίστεως του Χριστού. Διότι σ’
αυτό οδηγεί η αληθινή πίστη, που θα πει η αγάπη προς τον Χριστό: να
δυναμώνει και να νευρώνει την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. «Ιδού καινά ποιώ
πάντα» όπως δηλώνει ο ίδιος ο Κύριος, ή όπως αλλιώς το ομολογεί ο απόστολος:
«Γίνομαι πανίσχυρος με τον Χριστό που με δυναμώνει». «Θωρακίστηκες, Ευσίγνιε,
από την πανοπλία του Χριστού και νίκησες τις παρατάξεις των αθέων τυράννων κι
απέκτησες βραβεία νίκης, καθώς αθλήθηκε με ανδρείο φρόνημα» (εξαποστειλάριο). Κι
ακόμη πιο καίρια: «Σε εγρήγορση ευρισκόμενος, απώθησες τη νύστα της ραθυμίας,
μάρτυς Ευσίγνιε, κι έτρεξες εκούσια με αδίστακτη πίστη προς την άθληση» (ωδή
δ΄).
Τι είναι εκείνο που αποτελεί
την προϋπόθεση της πίστεως και της γνήσιας αγάπης προς Κύριο τον Θεό; Διότι
είναι ευνόητο ότι η πίστη και η αγάπη δεν αναπτύσσονται σε οποιοδήποτε έδαφος,
δηλαδή σε βρώμικη λόγω αμαρτίας καρδιά, παρά μόνον εκεί που υπάρχει καλή
διάθεση και βαθειά αναζήτηση της αλήθειας. Ο άγιος Ιωσήφ, ο σπουδαίος υμνογράφος
της Εκκλησίας μας, εξηγεί με τον δικό του τρόπο: «Η αγιασμένη σου διάνοια,
αθλοφόρε, αναδείχτηκε οίκος του Παρακλήτου Πνεύματος, γι’ αυτό και σε δοξολογούμε με πίστη» (ωδή α΄). Πρόκειται για τον μακαρισμό, και όχι μόνο, του
ίδιου του Κυρίου, που αποκαλύπτει ότι τον Θεό μπορεί να Τον δει μόνον αυτός που
έχει καθαρή καρδιά: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι ο άγιος Ευσίγνιος, σε όλη τη ζωή του, πολύ
περισσότερο στα τέλη του, αγωνιζόταν από
αγάπη προς τον Θεό για την καθαρότητα αυτή, ακολουθώντας με συνέπεια τις άγιες εντολές
Του. Η οδός των εντολών του Κυρίου συνιστά τον μονόδρομο της καθάρσεως της
καρδιάς και της διάνοιας του ανθρώπου, οπότε ανοίγεται χώρος για τη «σκήνωση»
του Πνεύματος του Θεού σ’ αυτήν – ο πιστός
άνθρωπος ζει με επίγνωση μέσα στην παρουσία του Κυρίου. Ο άγιος Ιωσήφ και πάλι
το επισημαίνει: «Επειδή ήσουν προσκολλημένος στον Δεσπότη Χριστό με γνησιότητα,
απομάκρυνες τον εαυτό σου από την πονηρία, Ευσίγνιε» (ωδή ε΄).