Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη
μας, ἡ Παναγία ἐνῶ παραμένει ἕνας κοινός ἄνθρωπος ὅπως ὅλοι μας, εἶναι ἡ «κεχαριτωμένη»
καί ἡ «εὐλογημένη ἐν γυναιξί» (Πρβλ. Λουκ. 1,28). Καί δέν πρόκειται γιά ἀνθρώπινη
ἀξιολόγηση. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός μας μέσω τοῦ ἀπεσταλμένου Του ἀρχαγγέλου Γαβριήλ μᾶς
ἔμαθε νά τήν προσφωνοῦμε ἔτσι. Καί χαριτώθηκε ἡ Παναγία μας ἀπό τόν Θεό καί πρό
τῆς συλλήψεως τοῦ Κυρίου ̓Ιησοῦ, μά
κυρίως μετά, λόγω τοῦ βαπτίσματός της στό ῞Αγιον Πνεῦμα κατά τό γεγονός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ
καί ἔτι πλέον κατά τήν Πεντηκοστή.
̓Εκεῖνο πού ἔφερε στήν Παναγία τήν ἰδιαίτερη
γι ̓ αὐτήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς της. Ἡ νηστεία της, ἡ
διαρκής προσευχή της, ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ σιωπή της. Συνεργάστηκε ἡ ἄδολη
αὐτή παιδούλα ἀπό πολύ μικρή μέ τόν Θεό. Ἡ θέλησή της ἦταν διαρκῶς
κατατεθειμένη στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ. Κι ἐκεῖ πού φανέρωσε τήν ἀπόλυτη ὑπακοή της
σ ̓ ̓Εκεῖνον ἦταν ὅταν κλήθηκε νά γίνει ἡ
μητέρα τοῦ Υἱοῦ Του. Τό «ἰδού ἡ
δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου» (Λουκ. 1,38) συνιστᾶ τή
μαρτυρική ἐπιλογή της, προκειμένου νά μείνει πιστή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μήν
ξεχνᾶμε ὅτι τό τίμημα τῆς γέννας γιά μιά ἀνύπαντρη κοπέλα στά χρόνια ἐκεῖνα ἦταν
ὁ θάνατος!
Ἡ ὑπακοή της μέχρι θανάτου δείχνει καί τό
μέγεθος τῆς ἁγιότητάς της. Ὑπακοή σημαίνει ταπείνωση καί ἡ ταπείνωση εἶναι ὁ
δρόμος τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Κύριος ταπεινώθηκε -
«ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφήν δούλου
λαβών» (Φιλ. 2,7) - γιά νά ἔρθει στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος, ὅπως πορεύτηκε μέ
τήν ταπείνωση καί τή φανέρωσε μαζί μέ τήν ἀγάπη Του πάνω στόν Σταυρό, ἔτσι καί ἡ
Παναγία. Ἡ ταπείνωσή της φανερώνει τό πνευματικό ὕψος στό ὁποῖο βρίσκεται, ὕψος
τέτοιο πού εἶναι παραπάνω ἀπό τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ. Εἶναι «ἡ
τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἡ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».
̔Ως ἐκ τούτου ἡ Παναγία ἔχει μέσα της καί τή
μεγαλύτερη χάρη, ἄρα καί τή μεγαλύτερη ἀγάπη καί τή μεγαλύτερη παρρησία ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ. Εἶναι κοντά μας καί κοντά στόν Υἱό της περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἁγίους. «Γέφυρα
μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν».
Ὅ,τι λοιπόν ἐν πίστει τῆς ζητοῦμε μᾶς τό δίδει καί μάλιστα ἐκ περισσοῦ.
Μᾶς τό δίδει δηλαδή ὁ Υἱός της πρός χάρη τῆς Παναγίας Μητέρας πού παρακαλεῖ γιά
ἐμᾶς. «Πολύ ἰσχύει δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου». Γι ̓ αὐτό καί εἶναι
ἄπειρα τά θαύματά της πού τά βλέπει ἡ πιστεύουσα καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀποδοχή ὅμως τῆς Παναγίας μ’ ἕναν τέτοιο
τρόπο καί ἡ ἐπισήμανση τῆς χάρης πού ἔχει ἀπαιτεῖ καί τή δική μας συμμετοχή στή
χάρη τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὁ ἔχων χάρη Θεοῦ ἀποδέχεται τήν Παναγία. Βλέπει κανείς ὅ,τι
ὁ ἴδιος ἔχει. Κι εἶναι τοῦτο ἀπόδειξη τῆς ἔλλειψης τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ σέ ὅλους
τούς αἱρετικούς πού ἀμφισβητοῦν τήν ἐξαίρετη θέση της μέσα στήν ̓Εκκλησία. Πόσο τοῦτο φαίνεται ἄμεσα ἀπό τό
περιστατικό τῆς συνάντησης τῆς Παναγίας μέ τήν ἐξαδέλφη της ̓Ελισάβετ, μητέρα τοῦ ̓Ιωάννου τοῦ Προδρόμου! Μόλις ἄκουσε τό
χαιρετισμό τῆς Μαρίας ἡ ̓Ελισάβετ, «ἐπλήσθη
πνεύματος ἁγίου καί ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καί εἶπε: Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί»
(Λουκ. 1,41). Τήν προσφωνεῖ «εὐλογημένη», γιατί γέμισε ἀπό Πνεῦμα Θεοῦ. Εἶναι κάτι
παρόμοιο μέ ὅ,τι συμβαίνει καί μέ τόν Κύριο. Τόν ἀποδέχεται κανείς ὡς Θεό,
μόνον ὅταν ἔχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ̓Ιησοῦν, εἰ μή ἐν Πνεύματι ̔Αγίῳ» (Α´ Κορ. 12,3).
Δέν θά ἤμασταν λοιπόν ὑπερβολικοί
ἄν λέγαμε ὅτι βασικό κριτήριο τῆς ὀρθοδοξίας μας εἶναι ἡ στάση μας ἔναντι τῆς
Θεοτόκου. ̓Ορθή ἀποδοχή της σημαίνει ὀρθή
ἀποδοχή καί τοῦ Χριστοῦ. Καί ὀρθή ἀποδοχή τοῦ Χριστοῦ σημαίνει ταυτοχρόνως ὀρθή
ἀποδοχή καί τῆς Παναγίας. Χριστός καί Παναγία πηγαίνουν πάντοτε μαζί. Τυχόν
διάσπαση τῆς ἑνότητάς τους σημαίνει ἀλλοίωση καί τῆς ὀρθῆς πίστης. Γι ̓ αὐτό
καί ἡ Γ´ Οἰκουμενική Σύνοδος γιά νά ὁριοθετήσει τήν πίστη στόν Χριστό ὡς Θεό
καί ἄνθρωπο προσδιόρισε τήν πίστη καί στήν Παναγία: εἶναι ἡ Θεοτόκος.
Ἡ Παναγία εἶναι πολύ κοντά μας. Τό ὁμολογοῦμε διαρκῶς στό ἀπολυτίκιο τῆς κοιμήσεώς της: «ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε», ὅπως καί ἐπανειλημμένως στούς χαιρετισμούς: «χαῖρε ἡ τούς πιστούς ἀπαύστως ἐπισκιάζουσα». ῎Αν ὁ μεγάλος σύγχρονος ὅσιος Πορφύριος ἔλεγε ὅτι μετά τό θάνατό του θά εἶναι πιό κοντά στούς πιστούς, πόσο μᾶλλον ἰσχύει τοῦτο γιά τήν Παναγία, πού πιστεύουμε ὅτι μεταστάθηκε καί σωματικά καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή προτυπώνει καί τά μέλλοντα («ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα»). Ἡ εὐκαιρία πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία μας ἐπ’ εὐκαιρία τοῦ Δεκαπενταύγουστου μέ τίς Παρακλήσεις της γιά νά τήν ἐπικαλούμαστε εἶναι μοναδική.