«Μη με
παρίδης τον άσωτον, ελπίς απηλπισμένων»
(ωδή δ΄ Μεγάλου Παρακλ. Κανόνος).
(Μη παραβλέψεις,
Παναγία, εμένα τον άσωτο, Συ που είσαι η ελπίδα των απελπισμένων).
Είναι γνωστό ότι η
αμαρτία, ως η άρνηση του ανθρώπου να βρίσκεται εν υπακοή προς τον
Θεό, είναι η χειρότερη δυνατή επιλογή στη ζωή του, αφού τον οδήγησε,
ήδη απαρχής σχεδόν της δημουργίας του, στη λεγόμενη πτώση του, με
αποτέλεσμα τον πνευματικό πρώτα, κι έπειτα τον σωματικό θάνατο: «διά της
αμαρτίας ο θάνατος» κατά τον λόγο της Γραφής, με την έννοια ότι τον
απομάκρυνε από τον Θεό, την πηγή της ζωής. Ο άνθρωπος έκτοτε βρέθηκε μέσα στη
σκοτεινιά των παθών του, γενόμενος έρμαιο αυτών, αλλά και του ανθρωποκτόνου
διαβόλου, του οποίου η χαρά είναι να προτρέπει τον άνθρωπο στην αμαρτία, ώστε
να βιώνει διαρκώς τη δυστυχία της αποκοπής του από τον Θεό. Κι αυτή η αποκοπή
από τον Θεό βεβαίως έχει ως άμεσο αποτέλεσμα και την αποκοπή από τον
συνάνθρωπο, αλλά κι από τον ίδιο τον εαυτό του, που σημαίνει ότι η αμαρτία
κάνει τον άνθρωπο να χάνει αυτό που λέμε την ταυτότητά του. Και ναι μεν ο Θεός
μας ενανθρώπησε στο πρόσωπο του Χριστού και σήκωσε τις αμαρτίες μας,
επαναφέροντάς μας και πάλι στην αρχική, κι ακόμη περισσότερο, κατάστασή μας,
όμως δυστυχώς συνεχίζουμε να αμαρτάνουμε και να ζούμε την τραγωδία της
διαστροφής μας αυτής.
Κι όμως! Υπάρχει
κατάσταση χειρότερη και από την ίδια την αμαρτία, όσο περίεργο και παράδοξο κι
αν ακούγεται τούτο. Κι αυτή η κατάσταση δεν είναι άλλη από την απελπισία. Η
πατερική μας παράδοση διαρκώς τονίζει ότι βεβαίως η αμαρτία έχει τις τραγικές
διαστάσεις που ακροθιγώς θίξαμε, όμως υπάρχει το αντίδοτο, που λέγεται
μετάνοια. Με τη μετάνοια, η οποία υποκινείται από τον ίδιο τον Θεό στον καλοπροαίρετο
άνθρωπο, αυτός φτάνει σε σημεία υπέρβασης της πτώσεώς του, και ζώντας τη
μετάνοια αυτή ως ανοδική πορεία μέσα στην Εκκλησία, αγιάζεται και θεώνεται. Ο
άσωτος της παραβολής είναι το διαρκές πρότυπο της αληθινής μετανοίας ως
επιστροφής στον Θεό. Η απελπισία όμως κάνει τον άνθρωπο να μη θέλει ούτε και τη
μετάνοια. Είναι μία παραίτηση από όλα, δείγμα της κυριαρχίας του πονηρού στην
ψυχή του ανθρώπου, και συνεπώς συνιστά την επιβεβαίωση της απιστίας του. Η
απελπισία ταυτίζεται εν προκειμένω με την αμετανοησία – ο απελπισμένος δεν
αφήνει χώρο στο Πνεύμα του Θεού – και συνεπώς συνιστά τη βλασφημία του αγίου
Πνεύματος. Ο διάβολος, λένε οι άγιοι, δεν χαίρεται τόσο, όταν αμαρτάνουμε, όσο
όταν απελπιζόμαστε.
Σ᾽ αυτήν την κατάσταση, ή καλύτερα στην τάση προς αυτήν την κατάσταση, η μόνη ελπίδα είναι, κατά τον υμνογράφο, η Παναγία. Μπορεί ο άνθρωπος να έχει διαγράψει τα πάντα, όμως εκείνη, λόγω του πλήθους της ευσπλαγχνίας της, ρίχνει ευμενές βλέμμα στον άνθρωπο αυτόν και πρεσβεύει υπέρ αυτού στον Υιό και Θεό της. Αν η αγάπη της συναντήσει κάποιο ῾υπόστρωμα᾽ καλό, τότε η χάρη του Θεού, υποκινημένη από τη δύναμη προσευχής της Παναγίας, λειτουργεί ως ανασήκωμα του ανθρώπου. Με την έννοια αυτή η Παναγία γίνεται «ελπίς απηλπισμένων». Είναι περιττό και πάλι να πούμε ότι ο Χριστός είναι Εκείνος που δίνει τη χάρη αυτή και στην Παναγία Μητέρα Του, διότι στην πραγματικότητα η πηγή του ελέους και όλων των ελπίδων είναι Εκείνος.