Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ

«Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ αἰτωλός, ὁ νεώτερος αὐτός πατέρας καί δάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, γεννήθηκε τό 1714 στό Μέγα Δέντρο τῆς Αἰτωλίας καί μαρτύρησε ἀπό τούς Τούρκους τό 1779 στό Κολικόντασι τῆς Ἀλβανίας, οἱ ὁποῖοι τόν κρέμασαν σ’ ἕνα δέντρο, καί πέταξαν τό λείψανό του στόν παρακείμενο Ἄψο ποταμό. Αἰτία τῆς θανατικῆς του καταδίκης ὑπῆρξε τό μίσος τῶν Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι τόν πολεμοῦσαν, κυρίως γιά τό γεγονός ὅτι ἔχασαν ὡς ἡμέρα τοῦ παζαριοῦ τους τήν Κυριακή, πού μεταφέρθηκε τό Σάββατο, λόγω τοῦ κηρύγματος τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ. Γράμματα ἔμαθε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, τά ὁποῖα συνέχισε κι ἀργότερα, ἀλλά ἀκεῖ πού τά ὁλοκλήρωσε ἦταν στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου εὐτύχησε νά ἔχει σπουδαίους δασκάλους, σάν τόν Παναγιώτη Παλαμᾶ, τόν Νικόλαο Τζαρτζούλη ἐκ Μετσόβου, ἰδίως δέ τόν Εὐγένιο Βούλγαρη. Στό Ἅγιον Ὄρος, κι ἰδίως στή Μονή Φιλοθέου, ἔζησε ἐπί δεκαεπτά χρόνια, κατά τήν ὁμολογία τοῦ ἴδιου, μετά τά ὁποῖα δέχτηκε κλήση ἀπό τόν Θεό νά βγεῖ στό κήρυγμα πρός χάριν τῶν ὑποδούλων καί βουτηγμένων στήν ἀμάθεια συμπατριωτῶν του. Ἀφοῦ ἔλαβε τήν ἄδεια τῶν Γερόντων τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἔπειτα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Σεραφείμ τοῦ Β΄, ὥστε τό κήρυγμά του νά μήν εἶναι ἀδέσποτο, κάτι πού ἐπανέλαβε καί ἀργότερα ἐπί Πατριάρχου Σωφρονίου, ἄρχισε τίς περιοδεῖες του, τρεῖς ἤ τέσσερις τόν ἀριθμό, κατά τίς ὁποῖες διέτρεξε, ἀπό ὅ,τι σημειώνουν οἱ μελετητές τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου του, ὅλη τήν ἠπειρωτική Ἑλλάδα, ἴσως καί τό βόρειο μέρος τῆς Πελοποννήσου, καθώς καί ἀρκετά νησιά στό Αἰγαῖο καί τό Ἰόνιο. Δέν εἶναι εὔκολο νά προσδιορίσει κανείς ἀκριβῶς τοπικά καί χρονικά τίς περιοδεῖες αὐτές, ἐκεῖνο ὅμως πού ἔχει ἰδιαίτερη σημασία εἶναι τό γεγονός ὅτι ἀπό ὅπου πέρασε «σφράγισε» τόν τόπο, ὥστε ἀκόμη καί σήμερα νά ἔχει μείνει στή μνήμη τῶν ἀνθρώπων τό ἁγιασμένο καί μαρτυρικό πέρασμά του. Ὅπου πήγαινε, ἔμπηγε ἕναν ξύλινο σταυρό καί ἀνέβαινε πάνω σ’ ἕνα σκαμνάκι – σύμβολο τοῦ θανάτου του,  καθώς ἔλεγε – καί ἀπό ἐκεῖ κήρυσσε, πρωί καί βράδυ, στούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δέν ἦσαν μόνον Ἕλληνες, ἀλλά καί Τοῦρκοι καί ἄλλοι πολλοί. Πλήν τῶν Ἑβραίων, κάποιων Τούρκων καί Ἑνετῶν, πού τόν ἔβλεπαν καχύποπτα, ὁ καθένας γιά τούς δικούς του λόγους, ὁ κόσμος τόν λάτρευε. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ φράση του: «χίλιοι Τοῦρκοι μέ ἀγαπῶσι, καί ἕνας ὄχι τόσον». Κι εἶναι τοῦτο μία ἀλήθεια, τήν ὁποία ἐπιβεβαιώνουν πολλοί περιηγητές τῆς ἐποχῆς, πού ἔβλεπαν τήν ἀνταπόκριση τοῦ λαοῦ στό κήρυγμα τοῦ καλόγερου. Τό κήρυγμά του στήν πραγματικότητα ἦταν μία ἐξήγηση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, τοῦ γνωστοῦ Πιστεύω, κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἀναφερόταν στή Δημιουργία τοῦ κόσμου, τῶν ἀγγέλων καί τοῦ ἀνθρώπου, στήν πτώση στήν ἁμαρτία καί τίς συνέπειές της, ἀλλά καί στήν ἐπανένταξη τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν Θεό, τή ζωή, τή διδασκαλία καί τά θαύματα Ἐκείνου, τό Πάθος καί τήν Ἀνάστασή Του, ἀλλά καί τήν Ἀνάληψή του, τήν εἰς Οὐρανούς ἄνοδό Του, τήν Πεντηκοστή καί τή δημιουργία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί τή Δευτέρα Παρουσία Του. Μέσα στό πλαίσιο τοῦ φωτισμοῦ αὐτοῦ τῶν ὑποδούλων, ἦταν καί ἡ ἵδρυση πολλῶν σχολείων, τῶν ἁπλῶν καί τῶν μεγαλυτέρων, ἔργο πού ἔχει ἐπαινεθεῖ πολλαπλῶς καί στή σημερινή ἐποχή, γι’ αὐτό καί φωτιστής τοῦ Γένους μεταξύ τῶν ἄλλων χαρακτηρίστηκε. Τό τέλος του ὑπῆρξε, ὅπως εἴπαμε, μαρτυρικό, καί ἡ μνήμη του, ἀπό τό 1961, ὁπότε καί ἐντάχτηκε ἐπισήμως στίς δέλτους τῶν ἁγίων τιμᾶται στίς 24 Αὐγούστου».

Ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ δέν εἶναι τυχαία. Καταρχάς, προβληματίζει ἀπό τή ζωή του ἡ ἀπόφασή του νά ἐγκαταλείψει τό μοναστήρι του στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά κάνει περιοδεῖες. Εἶναι ὅμως συγκινητική ἡ ἐξήγηση πού δίνει γιά τήν ἀπόφασή του αὐτή: δέν βγῆκε ἀπό τό Ὄρος, γιατί βαρέθηκε τή ζωή ἐκεῖ, δέν ἔφυγε γιατί ἦταν χαμηλό τό ἐπίπεδο τοῦ μοναχισμοῦ τῆς ἐποχῆς, ἀλλά γιατί ὑπῆρξε «νύξη» στήν καρδιά του ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἄς ἀκούσουμε τόν ἴδιο νά μᾶς τό λέει: «Σιμά εἰς τά ἄλλα ηὕρηκα καί τοῦτον τόν λόγον, ὁπού λέγει ὁ Χριστός μας, πώς δέν πρέπει κανένας χριστιανός, ἄνδρας ἤ γυναίκα, νά φροντίζη διά τοῦ λόγου του μόνον πῶς νά σωθεῖ, ἀλλά νά φροντίζη διά διά τούς ἀδελφούς του. Καί ὅποιος φροντίζει μόνον διά τοῦ λόγου του καί δέν φροντίζει καί διά τούς ἀδελφούς του ἐκεῖνος θά κολαστῆ. Ἀκούοντας καί ἐγώ, ἀδελφοί μου, ἐτοῦτον τόν γλυκύτατον λόγον, ὁπού λέγει ὁ Χριστός μας, νά φροντίζωμεν καί διά τούς ἀδελφούς μας, μέ ἔτρωγε ἐκεῖνος ὁ λόγος μέσα εἰς τήν καρδίαν μου τόσους χρόνους ὡσάν τό σκουλήκι, ὁπού τρώγει τό ξύλον»[1].

Ἀκριβῶς γι’ αὐτό ὁ μακαριστός ἅγιος Γέροντας π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ὁ ὑμνογράφος τοῦ μεγάλου ἁγίου, σημειώνει: «Καταλάμφθηκες ἀπό τό φῶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γι’ αὐτό καί ἀπεστάλης ἀπό τόν Κύριο στούς μακράν καί τούς ἐγγύς νά κηρύξεις τό Εὐαγγέλιο, Πάτερ, τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Διότι σ’ ἐσένα δόθηκε μέ λαμπρό τρόπο, ὅπως λέει ὁ μέγας Παῦλος, ἡ παρόμοια χάρη, μακάριε, κατά τούς ὕστερους χρόνους»[2] (λιτή). Κι ἀλλοῦ: «Ποιός ἐπάξια θά ὑμνήσει τόν πλοῦτο τῆς ἀγάπης σου πού εἶχες γιά τόν πλησίον σου, ὅσιε πάτερ Κοσμᾶ; Ἤ ποιά γλώσσα θά διηγηθεῖ τούς ἀγῶνες καί τούς ἱδρῶτες σου, καί τούς κόπους καί τούς δρόμους πού ἀνέλαβες σάν ἄγγελος γιά χάρη τῆς σωτηρίας τῶν πολλῶν, ἀθλώντας τό στάδιο τῆς εὐσέβειας;»[3] (Δοξαστικό ἑσπερινοῦ). Γιά τόν ἅγιο ὑμνογράφο δηλαδή, καί ὄχι μόνον, ὁ πατρο-Κοσμᾶς ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ - ἕνας ἄλλος ἀπόστολος Παῦλος: «ζήλῳ τοῦ Παύλου καταφλεχθείς τήν ψυχήν» (ωδή ε΄) - προκειμένου νά στηρίξει τούς κλονισμένους ὑπόδουλους∙ ἕνα εἶδος πολικοῦ ἀστέρα γιά νά μποροῦν νά ξαναβροῦν τήν ὀρθή πορεία τους μέσα στό βαθύ σκότος τῆς ἄγνοιας πού βρίσκονταν. «Τόν καιρό τῆς δουλείας καί τῆς πικρῆς δυσκολίας σέ ἀπέστειλε ὁ Παντοκράτωρ Θεός, Πάτερ, προκειμένου νά στηρίξεις τή διάνοια αὐτῶν πού κλονίζοντας κι ἐκεῖ πού χάνονταν νά τούς σηκώσεις πάλι καί νά τούς σώσεις»[4].

 Παρ’ ὅλη τήν ἐκ Θεοῦ κλήση του δέν θεωροῦσε ὁ ἅγιος ὅμως τό δικό του παράδειγμα πρέπει νά τό ἀκολουθήσουν καί ἄλλοι καλόγεροι. Κάποια στιγμή πού ἐπεσήμανε ὅτι ἕνας καλόγερος παρευρισκόταν στό κήρυγμά του, τόν ἔλεγξε γιά τήν ἔξοδό του ἀπό τό μοναστήρι του, λέγοντας ὅτι ὁ ἴδιος βγῆκε μέ ἀπόφαση καταδίκης του γιά τήν ἐνέργειά του αὐτή. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἱεραποστολή πού ἀνέλαβε, ἔβλεπε ὅτι ἦταν ἔξω ἀπό τά δεδομένα τῆς ζωῆς πού εἶχε ἐπιλέξει, καί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ὡς ἕναν χαμένο, χάριν ὅμως τῶν ἀδελφῶν του. «Εἶναι κανένας καλόγερος ἐδῶ; Φύγε, καλόγερέ μου, πήγαινε εἰς τήν ἔρημον, ἄν θέλης νά σωθῆς. Μά θέλετε εἰπεῖ: Καί ἐσύ καλόγερος εἶσαι, διατί συναναστρέφεσαι εἰς τόν κόσμον; Καί ἐγώ, ἀδελφοί μου, κακά τό κάμνω, μά, ἐπειδή τό γένος μας ἔπεσε εἰς ἀμάθειαν, εἶπα: Ἄς χάση ὁ Χριστός μας ἐμένα, ἕνα πρόβατον, καί ἄς κερδίση τά ἄλλα. Ἴσως ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐχή σας σώση καί ἐμένα»[5].

Κλημένος ἀπό τόν Θεό ἀπόστολος λοιπόν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Μέ κύρια γνωρίσματα τῆς ζωῆς του 1) τόν ἔντονο ζῆλο του γιά τόν εὐαγγελισμό τῶν ἀνθρώπων, 2) τή μέχρι θυρίας ἀγάπη του γιά τούς συνανθρώπους του καί 3) τήν τεράστια ταπείνωσή του, ἡ ὁποία φανερωόταν καί ἀπό τήν ἔγνοια του νά βρίσκεται ἐν ὑπακοῆ πρός τήν ποιμαίνουσα Ἐκκλησία – δέν ἤθελε νά δρᾶς, ὅπως ἀναφέραμε, ἀδέσποτα - ἀλλά καί ἀπό τή στάση του ἔναντι τῶν ἀνθρώπων μέ τούς ὁποίους ἐρχόταν σέ ἐπαφή: ἔλεγε ὅτι δέν ἦταν ἄξιος οὔτε καί τά πόδια τους νά τούς φιλήσει[6].

 Ὁ ζῆλος του μάλιστα γιά τόν εὐαγγελισμό τῶν συμπατριωτῶν του, καί ὄχι μόνο, στηριζόταν στή βαθειά πίστη του στή δύναμη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Τό εἶχε ζήσει ὁ ἴδιος στόν ἑαυτό του: ἕνας λόγος τοῦ Εὐαγγελίου[7] λειτούργησε μέσα του σάν «ἀτομική βόμβα» καί τοῦ ἄλλαξε ὁλόκληρη τή ζωή. Πίστευε λοιπόν ὅτι ἄν οἱ συμπατριῶτες του ἀκούσουν κι αὐτοί τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀνάλογα μέ τή δεκτικότητά τους, μποροῦν πράγματι νά ἀλλάξουν. «Φωτίστηκε ἡ διάνοιά σου ἀπό τή σοφία τοῦ Πνεύματος καί ἔλαμψες σάν μέγιστος ἥλιος ἀπό τόν Ἄθω, ὁπότε καί ἔβαλες φωτιά μέ τίς ἀκτίνες τῶν διδαχῶν σου σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα, Κοσμᾶ ἰσαπόστολε»[8] (ωδή α΄).

Κάτι πού ἔγινε σέ μεγάλο βαθμό. Καί στήν πίστη του αὐτή στηριζόταν καί ὁ ἀγώνας του γιά τήν ἵδρυση σχολείων. Δέν ἦταν μόνον ἡ πολιτιστική ὤθηση πού ἤθελε νά δώσει στούς Ἕλληνες μέ τά σχολεῖα[9]. Αὐτό ἴσως ἐρχόταν δεύτερο. Τό πρῶτο καί κύριο, ὅπως καί πάλι ἐκεῖνος τό ὁμολογεῖ, ἦταν ὅτι μέ τά σχολεῖα ἀνοίγουν τά μάτια τῶν ἀνθρώπων, προκειμένου νά μάθουν γιά τήν Ἁγία Τριάδα, γιά τόν Χριστό ὡς Σωτήρα τοῦ κόσμου, γιά τούς ἀγγέλους, τούς δαίμονες ὡς ἐκπεσμένους ἀγγέλους, τήν Ἐκκλησία, τούς ἁγίους[10]. Μέ ἄλλα λόγια, τά γράμματα τά ἤθελε καί παθιαζόταν μέ αὐτά ὁ ἅγιος, γιά νά βοηθηθοῦν οἱ ἄνθρωποι στή σχέση τους μέ τόν Χριστό. Ἄν δέν βρίσκονταν σ’ αὐτήν τήν προοπτική, ἔβλεπε, ὡς διορατικός πού ἦταν, ὅτι αὐτά θά στρέφονταν τελικῶς κατά τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου – μία ἄλλη διατύπωση αὐτοῦ πού ἤδη ἀπό τήν ἀρχαιοελληνική ἐποχή εἶχε ἐπισημανθεῖ ἀπό τούς σοφούς: «πᾶσα ἐπιστήμη χωριζομένη ἀρετῆς πονηρία καί οὐ σοφία φαίνεται»[11]. Καί τό ἀνέφερε καί σέ μία προφητεία του: «τό κακό θά ἔλθει ἀπό τούς γραμματισμένους», ἐννοώντας ἐκείνους βεβαίως πού ἡ κοσμική μόρφωση τούς ὁδηγεῖ σέ διαγραφή τοῦ Θεοῦ ἀπό τή ζωή τους, ἐνῶ ἀποκαλύπτεται περίτρανα ἔτσι ἡ ἀλαζονεία καί ἡ ὑπερηφάνεια τῆς ψυχῆς τους, γεγονός πού σέ μεγάλο βαθμό τό ἐπιβεβαίωσε καί τό ἐπιβεβαιώνει ἡ ἴδια ἡ ἱστορία. Ὁ σύγχρονος μεγάλος Γέροντας τοῦ Ὄρους ὅσιος Παῒσιος, τό ἔλεγε μέ τή δική του ἁπλή γλώσσα: «Ὁ μορφωμένος χωρίς Θεός ἄνθρωπος γίνεται ἕνας ἔξυπνος διάβολος».  

Γι’ αὐτό δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ μεγάλος ὅσιος καί διδάχος τοῦ Γένους πατρο-Κοσμᾶς στό θέμα τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ κινεῖτο πάνω στήν ὁδό τῆς προγενέστερης παράδοσης τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας: τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τή διαρκή προσευχη μέ τή χρήση τοῦ ἁγίου ὀνόματος Αὐτοῦ. Πόσο χαρακτηριστική εἶναι πράγματι ἡ ἀντίδρασή του, ὅταν στήν προσπάθειά του νά κατηχήσει τούς ὑπόδουλους συμπατριῶτες του ὥστε νά γνωρίσουν τον Θεό καί τόν Χριστό ἀναλύοντας ὅπως εἴπαμε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἔφτανε σέ ἀδιέξοδο, γιατί οἱ ἄνθρωποι «δέν καταλάβαιναν». Καί ποῦ κατέφευγε ὁ ἅγιος ὡς τήν «ἀπόλυτη» λύση; «Ἐξομολογηθῆτε παστρικά», τόνιζε, «καθαρίστε τήν ψυχή σας ἀπό τίς ἁμαρτίες σας, συγχωρῆστε κάθε συνάνθρωπό σας ἀποφεύγοντας τήν ὅποια ἀδικία ἀπέναντί του, καί τότε θά καταλάβετε καί θά γνωρίσετε»[12]. Γιατί ὁ ἅγιος ἤξερε: ὁ Τριαδικός Θεός μας φανερώνεται μόνο στίς μετανοημένες καθαρές ψυχές ἤ τουλάχιστον σ’ ἐκεῖνες πού ἀγωνίζονται διά τῆς μετανοίας νά καθαριστοῦν – τό διαρκές κήρυγμα τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος τό ἐπισημαίνει μέ «πλάγιο» τρόπο: «Σάν ἔνθεος ἀπόστολος κηρύττεις σέ ὅλους τούς πιστούς τά δόγματα τῆς πίστεως, καί τούς καλεῖς σέ μετάνοια»[13] (απόστιχα εσπερινού). «Διέσπειρες σέ ὅλους τόν λόγο τῆς πίστεως, ἀλλά καί καθάρισες τά ἤθη καί τίς καταστάσεις τῶν ψυχῶν τους, ὅπως καί καθοδήγησες τούς ἀνθρώπους, Κοσμᾶ, πρός τή σωτήρια ὁδό τῆς ἀλήθειας»[14] (κάθισμα όρθρου).

Προκαλεῖ μεγάλη χαρά καί συγκίνηση τό γεγονός ὅτι τίς τελευταῖες δεκαετίες προβλήθηκε ἰδιαιτέρως ἡ φοβερά μεγάλη προσωπικότητά του, τό ἔργο του, οἱ διδαχές του. Κι ἄς εὐχηθοῦμε, ὡς μικρό ἀντίδωρο στή μνήμη του, νά ἐγκύψουμε, ἔστω καί λίγο, στίς ἅγιες διδαχές του. Ἐκεῖ θά δοῦμε τή γνήσια καί πάλλουσα ἀπό θέρμη καί ἀγάπη χριστιανική (καί ἑλληνική) ψυχή του, ἡ ὁποία φώναζε καί φωνάζει ἀδιάκοπα καί καθοδηγητικά: Παιδιά μου, Χριστός και ψυχή σᾶς χρειάζονται. Χριστός καί Ἑλλάδα μᾶς χρειάζονται. Μαζί μέ τόν ἅγιο ὑμνογράφο κραυγάζουμε κι ἐμεῖς: «Ὕψωσε, Κοσμᾶ ἰσαπόστολε, χέρια ἱκεσίας πρός τόν Θεό, ὥστε νά σώσει καί τώρα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό κάθε πλάνη καί νά δωρίσει τήν εἰρήνη σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα»[15] (ωδή θ΄).



[1] Ἰωάννου Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές (καί Βιογραφία), ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΗΝΟΣ, β΄ἔκδ., σελ. 117, Διδαχή Α1, 5.

[2] «Τῷ τοῦ Πνεύματος φωτὶ καταλαμφθείς, παρὰ Κυρίου ἀπεστάλης, τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγὺς κηρύξαι, τὸ Εὐαγγέλιον Πάτερ, τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· σοὶ γὰρ δέδοται λαμπρῶς, κατὰ Παῦλον τὸν μέγαν, ἡ τοιαύτη χάρις μακάριε, ἐν ὑστέροις ἔτεσι».

[3] «Τίς ἐπαξίως ὑμνήσει, τῆς σῆς ἀγάπης τὸν πλοῦτον, ἧς πρὸς τὸν πέλας ἐκέκτησο, Κοσμᾶ Πάτερ Ὅσιε; ἢ ποία γλῶσσα διηγήσεται, τοὺς σοὺς ἀγῶνας καὶ ἱδρῶτας, καὶ κόπους καὶ δρόμους, οὓς ὑπὲρ τῆς τῶν πολλῶν σωτηρίας, ὡς ἄσαρκος ἀνέτλης, τῆς εὐσεβείας διαθλῶν τὸ στάδιον;»

[4] «Ἐν καιρῷ τῷ τῆς δουλείας, καὶ πικρᾶς χαλεπότητος, ἀπεστάλης Πάτερ, παρὰ τοῦ Θεοῦ Παντοκράτορος, τῶν κλονουμένων στηρίξαι τὴν διάνοιαν, καὶ ἐκλείποντας, λόγῳ σοφῷ ἀνασώσασθαι».

[5] Ἰ. Μενούνου, ὅπ. π., Διδαχή, Β1, σελ. 200.

[6]  Ἰ. Μενούνου, ὅπ. π.,  Διδαχή, Α1, σελ. 116. «Καί ὄχι μόνον δέν εἶμαι ἄξιος νά σᾶς διδάξω, ἀλλά μήτε τά ποδάρια νά σᾶς φιλήσω, διατί ὁ καθένας ἀπό λόγου σας εἶναι τιμιώτερος ἀπό ὅλον τόν κόσμον».

[7] Κυρίως ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «μηδείς τό ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλά τά τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α΄ Κορ. 10,24).

[8] «Σοφίᾳ τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεὶς τὴν διάνοιαν, φωστὴρ ὥσπερ μέγιστος, ἐξ Ἄθω ἔλαμψας, καὶ ἐπύρσευσας, τῶν διδαχῶν ἀκτῖσι, Κοσμᾶ Ἰσαπόστολε, Ἑλλάδα ἅπασαν».

[9] Ὁ ἀγώνας του γιά τήν ἵδρυση Σχολείων ἦταν μοναδικός. Τά λόγια του λειτουργοῦν ἐν προκειμένῳ ὡς δίκοπο μαχαίρι: «Καλά, παιδιά μου, μοῦ ἐχαρίσετε τά παιδιά σας, ἀμή νά ἰδοῦμεν, ἔχετε καί σχολεῖον ὁπού νά διαβάζουν, νά μανθάνουν γράμματα τά παιδιά μας; - Δέν ἔχομε, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. – Τέτοια παιδιά ἀγράμματα μοῦ ἐχαρίσετε; Τί τά θέλω; Χάρισμά σας. Παιδιά ὡσάν τά γουρουνόπουλα νά ἔχω δέν τό καταδέχομαι, διατί εἶμαι ὑπερήφανος. Χάρισμά σας. Ὡσάν θέλετε χαρίσετέ μου καί ἕνα σχολεῖον ἐδῶ εἰς τήν χώραν σας νά μανθάνουν τά παιδιά μας γράμματα, νά ἠξεύρουν ποῦ περιπατοῦνε καί τότε νάν τά εὔχωμαι νά ζήσουν, νά προκόψουν» (Ἰ. Μενούνου, ὅπ. π., Διδ. Α1, σελ. 142).

[10] Ἰ. Μενούνου, αὐτόθι: «Διατί ἀπό τό σχολεῖον μανθάνομεν τό κατά δύναμιν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τί εἶναι δαίμονες, τί εἶναι Παράδεισος, τί εἶναι Κόλασις, τί εἶναι ἁμαρτία, ἀρετή. Ἀπό τό σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶναι ἁγία Κοινωνία, τί εἶναι Βάπτισμα, τί εἶναι τό ἅγιον Εὐχέλαιον, ὁ τίμιος Γάμος, τί εἶναι ψυχή, τί εἶναι κορμί, τά πάντα ἀπό τό σχολεῖον τά μανθάνομεν, διατί χωρίς τό σχολεῖον περιπατοῦμεν εἰς τό σκότος. Καλύτερα νά ἔχης εἰς τήν χώραν σου σχολεῖον ἑλληνικόν παρά νά ἔχης βρύσες καί ποταμούς, διατί ἡ βρύσις ποτίζει τό σῶμα, τό δέ σχολεῖον ποτίζει τήν ψυχήν, τό σχολεῖον ἀνοίγει τές ἐκκλησίες, τό σχολεῖον ἀνοίγει τά μοναστήρια. Ἀνίσως καί δέν ἤτανε σχολεῖα, ποῦ ἤθελα ἐγώ νά μάθω νά σᾶς διδάσκω

[11] Πλάτωνος, Μενέξενος: «πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται».

[12] Ἰ. Μενούνου, ὅπ.π., Διδ. Α1, σελ. 120:  «Εἶναι καί ἄλλος τρόπος νά καταλάβετε διά τήν παναγίαν Τριάδα. Πῶς; Νά ἐξομολογηθῆτε παστρικά καί καλά, νά μεταλάβετε τά Ἄχραντα Μυστήρια μέ φόβον, μέ τρόμον καί μέ εὐλάβειαν καί τότες νά σᾶς φωτίση ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος νά καταλάβετε, διατί μέ διδασκαλίαν δέν ἠμπορεῖτε νά καταλάβετε».

[13] «ὡς Ἀπόστολος ἔνθεος, πᾶσι κηρύττων, εὐσεβείας τὰ δόγματα, καὶ μετάνοιαν, τοῖς πιστοῖς ὑφηγούμενος».

[14] «πᾶσι γὰρ διέσπειρας, τὸν τῆς πίστεως λόγον, ἤθη δὲ ἐκάθηρας, καὶ ψυχῶν καταστάσεις, καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἴθυνας Κοσμᾶ, πρὸς ἀληθείας, ὁδὸν τὴν σωτήριον».

[15] «Ὕψωσον Θεῷ, Κοσμᾶ Ἰσαπόστολε, χεῖρας ἱκέτιδας, πάσης πλάνης ῥύσασθαι, τὴν Ἐκκλησίαν νῦν τὴν Ὀρθόδοξον, εἰρήνη τῇ Ἑλλάδι δὲ πάσῃ δωρήσασθαι».

(Από το βιβλίο μας "Νεομάρτυρες, το φαεινότατον νέφος της Εκκλησίας", εκδ. "ἀκολουθεῖν", 2021, σελ. 71-82)