Δευτέρα 16 Αυγούστου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ο ΝΕΟΣ

«Ὁ ἅγιος Νεομάρτυς Ἀπόστολος ὁ Νέος γεννήθηκε στό χωριό Ἅγιος Λαυρέντιος. Ἀπορφανισθείς σέ νεαρή ἡλικία, μετανάστευσε 15ετής στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργαζόταν σέ κάποια ταβέρνα τῆς Πόλης καί ζοῦσε, παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας του, χριστιανικά καί μυαλωμένα. Ἐκεῖ στήν Πόλη ἔφτασαν καί συμπατριῶτες του ἀπό τόν Ἅγιο Λαυρέντιο, γιά νά διαμαρτυρηθοῦν γιά τήν ἄδικη φορολογία. Ὅμως τρεῖς ἀπ’ αὐτούς τούς ἔκλεισαν στή φυλακή. Ὑπερασπιζόμενος τό δίκιο τῶν συμπατριωτῶν του, πού ἔσπευσαν νά τόν συναντήσουν ἐκεῖ, καί συκοφαντούμενος ὡς ὑποκινητής τῆς διαμαρτυρίας τῶν συγχωριανῶν του, συλλαμβάνεται ἀπό τούς Τούρκους καί πιέζεται, ἀρχικά μέ ταξίματα καί ὑποσχέσεις καί στή συνέχεια βασανιζόμενος καί μέ ὕπουλο τρόπο, νά ἀλλαξοπιστήσει.

Ὁ Ἀπόστολος μένοντας σταθερός στήν πίστη του ὁμολογεῖ μέ θάρρος: «Ἐγώ Χριστιανός εἶμαι καί ἀπό τῆς ἁγίας μου πίστεως οὐδέποτε παραιτοῦμαι». Τόν μεταφέρουν ἀπό κριτή σέ κριτή καί κάθε φορά τοῦ τάζουν διάφορα δελεαστικά, μήπως γιά τό νεαρό τῆς ἡλικίας του κατορθώσουν νά τόν φέρουν μέ τό μέρος τους. Γιά τόν λόγο αὐτό μέχρι καί ἕνα ἄλογο χρυσοστόλισαν, μήπως τόν γλυκάνουν μέ ἀξιώματα καί τιμές. Ὁ ἅγιος ὅμως τούς ἀπαντᾶ: «Σᾶς διαβεβαιώνω ὡς τίμιος Χριστιανός, ὅτι μέ ὁποιονδήποτε θάνατο θέλετε νά με θανατώσετε, χάριν τοῦ Χριστοῦ μου θά τόν δεχτῶ προθυμότατα. Μήν ἀργοπορεῖτε λοιπόν». Ἀφοῦ λοιπόν τόν βασάνισαν σκληρά, ὁ δήμιος ἔκοψε τήν ἁγία του κεφαλή κι ἔτσι ἔλαβε τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου τήν 16η Αὐγούστου τοῦ 1686, ἡμέρα Δευτέρα, ἐμπρός στά σκαλιά τοῦ Γενί τζαμί, σέ ἡλικία 19 ἐτῶν.

Τό λείψανό του ρίχτηκε στόν Βόσπορο, ἐνῶ μόνο ἡ Τιμία Κάρα του διασώθηκε ἀπό μερικούς χριστιανούς καί παραδόθηκε στό Πατριαρχεῖο. Στά 1795 μεταφέρθηκε στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τήν κωμόπολη τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου, καί ἀπό τότε ἡ μνήμη του τιμᾶται στή γενέτειρα καί σέ ὁλόκληρη τή Μαγνησία μέ ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια στίς 16 Αὐγούστου, μέ ἐπίκεντρο τόν μεγαλοπρεπή ναό του (στό μέρος ὅπου βρισκόταν τό σπίτι του) καί μέ συμμετοχή χιλιάδων πιστῶν ἀπό πολλές περιοχές τῆς Ἑλλάδος»[1].

Ὁ χαρισματοῦχος μακαριστός Γέροντας π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης εἶναι ὁ ὑμνογράφος τοῦ νεομεγαλομάρτυρα ἁγίου Ἀποστόλου τοῦ Νέου, πού ἀποτελεῖ τῆς Θεσσαλομαγνησίας τό καύχημα καί τό ἀγλάϊσμα[2], ἀλλά καί ὁ κηδεμόνας καί φροντιστής[3] τῶν πιστῶν τῆς συγκεκριμένης περιοχῆς, ἀλλά καί ὅλων τῶν πιστῶν πού τόν τιμοῦν καί τόν γεραίρουν.

Τρία εἶναι τά κύρια σημεῖα στά ὁποῖα ἐπικεντρώνει τήν προσοχή μας ὁ σοφός Γέρων ὑμνογράφος: στήν ὁμολογία τῆς πίστεως τοῦ ἁγίου στόν Χριστό καί τό ἔνδοξο μαρτύριό του∙ στήν θερμή ἀγάπη του πρός Ἐκεῖνον καί τόν συνάνθρωπό του∙ στήν εὐλογία πού κέκτηται ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα του καί κατ’ ἐπέκταση ὅλη ἡ Ἑλλάδα ἀπό τήν τιμία κάρα του, δεδομένης τῆς ἀπώλειας τῶν ὑπολοίπων λειψάντων του ἀπό τή ρίψη τους στόν Βόσπορο ποταμό ἀπό τούς δημίους του Ἀγαρηνούς[4].

Καί ὡς πρός τό πρῶτο: ὁ ἅγιος ὁμολογεῖ ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως τό ὄνομα τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ. «Ὅταν ἄνοιξες τό στόμα σου, μάρτυς, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τότε ὁμολόγησες μέ ἀπόλυτη καθαρότητα ἐναντίον τῶν ἀσεβῶν τό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, κραυγάζοντας μέ δύναμη: Εἶμαι δοῦλος Χριστοῦ, τοῦ πάντων βασιλέα»[5] (στιχ. μ. ἑσπ.). Ἐκεῖνο πού προσδίδει ἰδιαίτερη ἀξία στήν ἐπισήμανση τοῦ ὑμνογράφου εἶναι οἱ φράσεις του «εὐσήμοις χείλεσι» καί «λόγῳ τῆς χάριτος». Διότι προφανῶς θέλει νά τονίσει ὅτι ὁ ἅγιος ἀφενός δέν «μάσαγε» τά λόγια του, σάν νά ἤθελε νά ἀποφύγει τό μαρτύριο, ἀλλά μέ μεγάλη καθαρότητα τά χείλη του ἐξέφραζαν ὅ,τι συνιστοῦσε περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς του: τήν πίστη καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ - μία εὐθύτητα πού ἀποτελεῖ καρπό τῆς δύναμης πού χαρίζει στόν ἄνθρωπο ἀκριβῶς ἡ πίστη αὐτή κάνοντάς τον σκληρό σάν διαμάντι[6]∙ ἀφετέρου ἡ ὁμολογία Χριστοῦ πού ὁδηγεῖ στό μαρτύριο τοῦ αἵματος ὀφείλεται ὄχι πρωτίστως στή θέληση τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά στή χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν βρίσκει ἡ χάρη τή θέληση νά τείνει πρός τήν ἐνέργειά Της. Πρόκειται γιά ἀλήθεια πού χρειάζεται συχνά-πυκνά νά τονίζεται, διότι ὑπάρχουν ἐκεῖνοι πού ἀφελῶς καί ἀδιακρίτως ἔχουν τήν αἴσθηση ὅτι μποροῦν νά εἶναι ὁμολογητές πίστεως καθισμένοι στήν πολυθρόνα τοῦ σπιτιοῦ τους. Ἡ ὁμολογία ὅμως εἶναι χάρη Θεοῦ, ἡ ὁποία γιά νά ἐνεργήσει πρέπει νά βρεῖ τό κατάλληλο ἔδαφος∙ καί κατάλληλο ἔδαφος εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς πού προϋποθέτει σκληρό πνευματικό ἀγώνα τηρήσεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. «Ἀφοῦ ἕλκυσες τή θεϊκή χάρη, ὁμολόγησες μέ ἔμφρονα τρόπο ἐνώπιον τῶν ἀπίστων, ἔνδοξε, Χριστόν τόν Παντοκράτορα»[7] (ὠδή δ΄ α΄καν.). Καί: «Κοσμούμενος ὅπως θέλει ὁ Θεός ἀπό τή νεότητά σου μέ τόν ἴσιο δρόμο τοῦ βίου σου καί μέ τή χρηστότητα τῶν τρόπων σου, φάνηκες ἀκατηγόρητος νέος καί ἔνδοξος μάρτυρας τοῦ Δημιουργοῦ»[8] (ὠδή α΄ καν. α΄). Κι ἀκόμη περισσότερο: «Ἀπέρριψες τήν ὀμορφιά τῆς νεότητας καί τή σχέση τῶν γηῒνων ὡς πράγματα πού εὔκολα μαραίνονται, μάρτυς, κι ἀφοῦ ζώστηκες λαμπρά τή ροπή πρός τόν Θεό, τότε ἀνέλαβες μέ γενναιότητα τά σκάμματα τοῦ μαρτυρίου»[9] (ὠδή γ΄, καν. β΄).

Μέ τά δεδομένα αὐτά ὁ Γέρων ὑμνογράφος δέν παραλείπει νά σημειώσει, καί ὄχι μία φορά, ὅτι ὁ νεαρός ἅγιος Ἀπόστολος ἔγινε ἰσοστάσιος τῶν παλαιῶν μεγάλων μαρτύρων τῆς πίστεως[10], ὅπως βεβαίως συμβαίνει σέ παρόμοιες περιπτώσεις τῶν περισσοτέρων νεομαρτύρων. «Ὁ σταυρωθείς Κύριος, ὅπως παλαιά ἔτσι καί τώρα μέ τρανό τρόπο μάζεψε νεόλεκτη χορεία ἀθλητῶν. Διότι νά, ὁ ἔνδοξος Ἀπόστολος διατράνωσε μέ τό μαρτύριό του τή δύναμη τοῦ Σταυροῦ καί φανέρωσε τή λάμψη τῆς πίστεως»[11] (στιχ. ἑσπ.). «Τήν πανένδοξη ἄθλησή σου χειροκρότησαν ἀπό τόν οὐρανό οἱ τάξεις τῶν ἀγγέλων, ἀλλά καί ἡ ἔνθεη φάλαγγα ὅλων τῶν μαρτύρων. Διότι φάνηκες ὁμότροπος καί κοινωνός τους μέ τή ἄθλησή σου, δοξάζοντας στήν ἐποχή μας τόν ἐν ἁγίοις πάντοτε δοξαζόμενο Κύριο»[12] (στιχ. ἑσπ.).  

Εἶναι ὑψίστης σημασίας τό γεγονός ὅτι ὁ Γέρων Γεράσιμος μιλώντας γιά τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου δέν παραλείπει τή βαθύτατη θεολογική παρατήρηση ὅτι ἀποτελεῖ αὐτό «μίμημα» τοῦ Πάθους καί τῆς Σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου. «Κήρυξες μέ τόλμη ἐνώπιον τῶν κριτῶν τῆς ἀδικίας τόν Χριστό, κι ἀφοῦ περιφρόνησες τή νεανική σου ἡλικία γιά χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Κτίστη σου, σφαγιάστηκες ὡς ἀμνός»[13] (στιχ. ἑσπ.). «Ἀφοῦ δόξασες μέ εὐπρέπεια λόγω τῆς ἀληθινῆς σου ὁμολογίας καί τῶν ἱερῶν σου ἀγώνων τόν πάντων Δημιουργό Χριστό, Τόν ἀκολούθησες μέ χαρά πρός τή σφαγή, σάν ἄκακο χρονιάρικο ἀρνί, καί προσφέρθηκες σ’ Αὐτόν πού σέ δόξασε λαμπρά, ὡς λογικό θύμα καί ὥριμος καρπός»[14] (δοξαστικό καθισμ. ὄρθρου) – τό μαρτύριο τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας κατανοεῖται πράγματι ὡς συμμετοχή στό Πάθος τοῦ Κυρίου, ὡς μία θά λέγαμε προέκτασή Του, λόγω τῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν μέ τόν Ἴδιο τόν Κύριο: ὁ Κύριος πάσχει μέσω τῶν μελῶν Του. Κι ἀκριβῶς γι’ αὐτό ἀναφέρεται συχνά, ὅπως κάνει καί γιά τόν ἅγιο Ἀπόστολο ὁ ποιητής, ὅτι κατά τό μαρτύριο ὁ μάρτυρας μετέχει σάν νά συμβαίνουν τά διαδραματιζόμενα σέ κάποιον ἄλλον. Ὁ λόγος; Εἶναι τέτοια ἡ μεταρσίωση τοῦ ἀθλοῦντος ἁγίου πρός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἡ ἀγάπη αὐτή τοῦ αἴρει τίς ὀδύνες! «Σύ, Ἀπόστολε, λογιζόσουνα τά πικρά καί πολυώδυνα βάσανα σάν ἀπολαύσεις, σάν νά ἔπασχε κάποιος ἄλλος. Κι αὐτό γιά χάρη τοῦ Σωτήρα σου Χριστοῦ»[15] (κάθισμα ὄρθρου).

Ὡς πρός τό δεύτερο σημεῖο: ὁ ἅγιος Γέρων ὑμνογράφος, μέ τά δεδομένα τῆς ἐν πίστει Χριστοῦ ὁμολογίας τοῦ νεομάρτυρα, μέ μεγάλο λυρισμό καί ἔνθεη μετοχή στήν προσέγγιση τοῦ ἁγίου ἀποκαλύπτει τόν ἐσωτερικό του κόσμο βάσει καί τῶν λόγων του ἀλλά πρωτίστως βάσει τῶν ἐνεργειῶν καί τῶν πράξεών του. Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος διακρινόταν σέ ὅλη τή ζωή του ὅπως εἴπαμε ἀπό θερμή ἀγάπη μέχρις ἔρωτος πρός τόν Κύριο, γεγονός πού κατ’ ἀνάγκην περιελάμβανε καί τήν θερμή ἀγάπη του πρός τούς συνανθρώπους του, ἰδίως δέ τούς ἀναγκεμένους καί ταλαιπωρημένους συμπατριῶτες του. Κι αὐτό γιατί κανείς δέν μπορεῖ χριστιανικά νά ἀγαπᾶ τόν Θεό χωρίς νά ἀγαπᾶ τόν συνάνθρωπό του[16], ἀφοῦ ὁ συνάνθρωπος ἀποτελεῖ ὄχι ἁπλῶς ἕνα δημιούργημα Θεοῦ ἀλλά  κατά τήν ἀποκάλυψή Του εἰκόνα Ἐκείνου. Ἄλλωστε μόλις προηγουμένως σημειώθηκε ὅτι ὁ ἅγιος Ἀπόστολος τόν Χριστό ζοῦσε καί Ἐκείνου τό Πάθος «συνέχιζε».

Ὁ ὑμνογράφος μας ἐπ’ αὐτοῦ δέν ἀφήνει καμία ἀμφιβολία. «Ὅταν εἶχες μέσα στήν καρδιά σου τό ζωντανό ὕδωρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τότε παρηγόρησες πλούσια  μέ πνευματικά νάματα  τή δύσκολη ζωή (λόγω τῆς δουλείας) τῶν συμπατριωτῶν σου»[17] (στιχ. μ. ἑσπ.). Κι ἀλλοῦ: «Ἐπειδή εἶχες κοινωνία ἀγάπης μέ τούς ἀδελφούς σου Ἕλληνες, γι’ αὐτό θεώρησες τρυφηλότητα γιά σένα τό ἔνδοξο μαρτύριο, ἀθλοφόρε Ἀπόστολε. Διότι θεωρώντας τό συμφέρον τοῦ πλησίον ὡς δικό σου ἔλαβες τό ἀντίδωρο τῆς ἀγάπης πού εἶναι νά τελειωθεῖ κανείς μέ τό αἶμα του. Γι’ αὐτό καί φώναζες στούς ἀσεβεῖς: τίποτε δέν θά μέ χωρίσει ἀπό τόν Χριστό... Ὁ Χριστός εἶναι γιά μένα ὁ πλοῦτος»[18] (λιτή).

Πραγματικά θαυμάζει κανείς πῶς ἕνα νεαρό δεκαεννιάχρονο παλληκάρι, ζώντας μέσα στήν ὑποδούλωση, μόνο χωρίς κανένα στήριγμα οἰκογενειακό, παρουσιάζει μία τέτοια θαυμαστή ζωή - ἕναν πύρινο ἐσωτερικό κόσμο. Σέ ταβέρνα δούλευε κι ὅμως ἡ καρδιά του λειτουργοῦσε ἐν Χριστῶ. Κι ἡ χάρη αὐτή πού τοῦ προσπόριζε ὁ Κύριος, τόν ἔκανε νά ἔχει τέτοιο φιλότιμο καί τέτοια ψυχική εὐαισθησία, ὥστε νά γίνει θυσία εὐάρεστη γιά Ἐκεῖνον. Δέν εἶναι τοῦτο μία διαπρύσια ἐξαγγελία σέ κάθε ἐποχή τῆς ζωντανῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου; Ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι ὁ ζωντανός Κύριος ὡς «χθές καί σήμερον ὁ Αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας[19] Καί σπεύδει νά τό σημειώσει ὁ μακαριστός ὑμνογράφος: «Γκρέμισε (ὁ ἅγιος) κάθε ὑποψία τῆς ἀπάτης, κι ἔδωσε τήν μέν δύναμη στούς Ὀρθοδόξους, τούς δέ ἀσεβεῖς τούς γέμισε ἀπό ντροπή. Διότι Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»[20] (Δόξα Λιτῆς).  

Τό τρίτο: ἡ εὐλογία πού πηγάζει ἀπό τήν τιμία κάρα του, γιά τήν ἰδιαίτερη πατρίδα του ἀλλά καί γιά ὅλη τήν Ἑλλάδα. Πράγματι καί στό σημεῖο αὐτό ὁ μακαριστός ὑμνογράφος π. Γεράσιμος, ἤδη ἐξαρχῆς τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου, μᾶς διδάσκει τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς χάριτος πού περικλείουν τά ἅγια λείψανα τῶν ἁγίων[21]. Ἐξηγήσαμε παραπάνω[22] ὅτι τό μόνο πού ἀπέμεινε ἀπό τόν ἅγιο, γιά λόγους πού μόνον ὁ Κύριος γνωρίζει, εἶναι ἡ τιμία κάρα του. Κι αὐτήν κατέχει ἡ περιοχή τῆς Μαγνησίας. Τί λέει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος; «Ὅταν ἔφεραν στήν πατρώα γῆ τή θεία κάρα σου ὡς πηγή ἁγιασμοῦ, τότε πλημμύρισαν ὡς ἐκ Θεοῦ οἱ ἰάσεις καί μοιράζει αὐτή κάθε φορά στούς ἀσθενεῖς χάρη καί ἔλεος Θεοῦ. Γι’ αὐτό κι ὅσους τήν ἀγγίζουν μέ πίστη καί ἔχουν ἐσένα βοηθό, λύτρωσέ τους ἀπό κάθε κάκωση»[23] (στιχ. μ. ἑσπ.).

Καί δέν προσφέρει ἰάσεις μόνο γιά τό σῶμα ἡ τιμία κάρα τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου. Κακώσεις ὑφίσταται καί ἡ ψυχή, κυρίως αὐτή, πού σημαίνει ὅτι ὁ ἅγιος θεραπεύει καί τά ψυχικά νοσήματα - ὁ ἄνθρωπος εἶναι διφυής ἀποτελούμενος ἀπό ψυχή καί σῶμα - πράγμα πού σημαίνει ὅτι κάθε ἄνθρωπος σέ ὁποιοδήποτε πρόβλημα εὑρισκόμενος βρίσκει καταφύγιο στόν νεομεγαλομάρτυρα αὐτόν τοῦ Κυρίου. «Χαίρει ἡ ἔνδοξη πατρίδα σου, γιατί ἔλαβε πίσω ἐκ Θεοῦ ὡς θεοπάροχο διαρκῶς προσφερόμενο θησαυρό τή σεπτή σου κεφαλή, πού ξεχειλίζει ἀπό ἰάματα καί καθαρίζει τά πάθη καί τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Κι αὐτό γιατί ὡς μυρίπνοος φιάλη ἀρωμάτων προσφέρει σέ ὅλους τίς δωρεές τοῦ Πνεύματος»[24] (ἀπόστ. ἑσπ.).

Ὡς τελική ἀναφορά γιά τόν μεγάλο αὐτόν ἅγιο, θά προσθέσουμε δύο ἀκόμη σημεῖα πού θίγει ὁ σπουδαῖος καί σοφός ὑμνογράφος. Τό πρῶτο σχετίζεται μέ τό ἀποτέλεσμα πού προκάλεσε ἡ ὁμολογία του καί τό μαρτύριό του: ἐνίσχυσε καί ἀνακούφισε τούς ὑπόδουλους συμπατριῶτες του. Συνέβη δηλαδή καί μέ αὐτόν ὅ,τι συνέβη καί μέ τούς λοιπούς νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι λειτούργησαν ὡς ἀνασχετική δύναμη στή σκοτεινιά τῆς φοβερῆς ἐποχῆς καί ξύπνησαν πολλές κοιμισμένες συνειδήσεις. Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, κι ὄχι μόνον, ἦταν ἐκεῖνος πού ἀπαρχῆς ἐπεσήμανε τή μεγάλη αὐτή ἀλήθεια[25].  Ὅπως τό λέει τώρα ὁ συγκεκριμένος ὕμνος τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου: «ἐμφύσησες κατά τόν καιρό τῆς δουλείας ἀνακούφιση καί γλυκειά καρδιακή χαρά σέ ὅσους Σέ μακαρίζουν»[26] (κάθισμα ὄρθρου).

Καί τό δεύτερο: ἡ παρήγορη ἐπισήμανση τοῦ ποιητῆ ὅτι μπορεῖ στή ζωή αὐτή νά ὑφιστάμεθα θλίψεις καί δοκιμασίες, σέ χαρισματικές δέ περιπτώσεις ἀκόμη καί τό μαρτύριο τοῦ αἵματος, ὅμως ὁ Πατέρας, φίλος, ἀδελφός, Μάνα, Νυμφίος καί τά πάντα γιά ἐμᾶς Χριστός, δέν μᾶς ἀφήνει ποτέ ἔρημους καί ὀρφανούς καί ἀπροστάτευτους. Μπορεῖ ἐξωτερικά καί ἐπιφανειακά νά φαινόμαστε μόνοι, ἀλλά πάντοτε λειτουργεῖ ἡ θερμή Πρόνοιά Του πού δέν μᾶς ἀφήνει. Εἶναι κάτι πού ἄλλωστε ὑποσχέθηκε[27] καί διαχρονικά ἐπιβεβαιώνεται στή ζωή τῶν ἁγίων μας. Καί λέμε στή ζωή τῶν ἁγίων, διότι αὐτοί ἔχουν ἀνοικτά τά μάτια τῆς ψυχῆς γιά νά βλέπουν τή ὁλοζώντανη παρουσία Του. Τί λέει ὁ μακαριστός Γέρων; Στή φυλακή εὑρισκόμενος ὁ μάρτυρας δέχτηκε τήν ἐπίσκεψη ἐνίσχυσης τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. Ὄχι κάποιου ἀγγέλου ἤ ἁγίου – φοβερότατο καί αὐτό! Ἀλλά τοῦ ἴδιου τοῦ Δημιουργοῦ. Καί πῶς τό κατάλαβε ὁ ἅγιος; «Ἀπό τῶν καρπῶν Αὐτοῦ[28]»: τήν ἄρρητη εὐωδία καί ὀσμή Του - ὁ Κύριος συνιστᾶ τόν ποταμό τοῦ μύρου πού τήν προχέει στόν κόσμο Του διά τῶν ἁγίων Του ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Γι’ αὐτό καί τή φυλακή πιά τή θεώρησε ὡς ὡραῖο θάλαμο καί πανεύοσμο λειβάδι. Νά ’σαι στή φυλακή καί νά νιώθεις σάν σέ Παράδεισο!  «Θεώρησες μέ ἀγαλλίαση ψυχῆς τή φυλακή σάν ὡραῖο θάλαμο καί πανεύοσμο λειβάδι, Ἀπόστολε, ὅπου δέχτηκες τήν εὐωδία τῆς ἐπίσκεψης τοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο καί ἔψαλλες: Δόξα, Χριστέ, στή δύναμή Σου»[29]. 



[1] Ἀπό τό ἱστολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος καί Ἀλμυροῦ (imd.gr).

[2] «Κλέος Σέ ἱερόν, Θετταλομαγνησία, Ἀπόστολε πλουτοῦσα, καυχᾶταί σου τοῖς ἄθλοις, καί γάνυται τῇ δόξῃ Σου» (ἀπόστ. μικρ. ἑσπ.). «Θεσσαλίας ἀγλάϊσμα, Μαγνησίας ἐντρύφημα, καί τῆς κωμοπόλεως, τῆς καλλίπαιδος, τοῦ Λαυρεντίου τοῦ μάκαρος, βλαστός εὐθαλέστατος, καί υἱός θεοειδής, καθωράθης Ἀπόστολε» (στιχ. ἑσπ.).

[3] «Ἰδοῦσά Σου τήν ἔνδοξον Κεφαλήν, ἡ τιμία πατρίς Σου, Ἀπόστολε... ταύτην μετά πόθου, ἀεί προσπτυσσομένη, Σέ κηδεμόνα ἐπιγράφεται» (ὠδή θ΄ καν. β΄).

[4] «Ἴθυνε τό Σόν πολύαθλον λείψανον, χάρις ἡ ἔνθεος∙ ὅθεν καί διέδραμε τά τῆς θαλάσσης εὐπλόως ὕδατα, καί τούτου οὐκ ἐγνώσθησαν τά ἴχνη, ἔνδοξε, καί αἱ τρίβοι, ἀφανεῖς διέμειναν, τῷ Σωτῆρι ἀεί γινωσκόμεναι» (ὠδή θ΄καν. α΄) (Δηλαδή: Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κατεύθυνε τό πολύαθλο λείψανό σου. Γι’ αὐτό καί ἔτρεξε  καλοτάξιδα τά νερά τῆς θάλασσας, καί δέν ἔγιναν γνωστά τά ἴχνη του, ἔνδοξε, καί παρέμειναν ἀφανεῖς οἱ δρόμοι του, γνωστοί πάντοτε στόν Σωτήρα Χριστό).  

[5] «Ὅτε ἐναντίον ἀσεβῶν, ἤνοιξας τό στόμα Σου, Μάρτυς, λόγῳ τῆς χάριτος, τότε ὡμολόγησας, εὐσήμοις χείλεσι, τοῦ Σωτῆρος τό ὄνομα, εὐτόνως κραυγάζων: Δοῦλος Χριστοῦ πέφυκα, τοῦ πάντων Ἄνακτος».

[6] «Ἀνενδότῳ παρρησίᾳ, καί γενναίῳ φρονήματι, οἷά περ ἀδάμας, ἔφερες μαστίγων τήν ἔφοδον, καί τῶν ἐχθρῶν κατεμάστιζες τήν ἄνοιαν, κράζων ἔνδοξε: Δόξα Χριστέ τῇ δυνάμει Σου».

[7] «Χάριν ἑλκύσας θεϊκήν, ἐμφρόνως ὡμολόγησας ἐπί ἀπίστων, ἔνδοξε, Χριστόν τόν Παντοκράτορα».

[8] «Εὐθύτητι βίου Σου καί τῇ τῶν τρόπων χρηστότητι, ἐνθέως κοσμούμενος ἀπό νεότητος, ἀνεπίληπτος ὡράθης νεανίας, καί Μάρτυς περίδοξος ὤφθης τοῦ Κτίσαντος».

[9] «Τό τῆς νεότητος τερπνόν καί τῶν γηῒνων τήν σχέσιν ἀπορρίψας ὡς εὐμάραντα, Μάρτυς, καί τήν ἄνωθεν ῥοπήν λαμπρῶς περιζωσάμενος, γενναίως ἀπεδύσω πρός μαρτυρίου τά σκάμματα».

[10] Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ὑμνογράφος καταγράφει τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος κατά τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου του εἶχε τό πρόσωπό του λαμπρό, κάτι πού παραπέμπει στόν ἅγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο. «Λαμπρός τῇ ὄψει ὁρώμενος, ὡς πλήρης οὐρανίου φαιδρότητος, Μάρτυς λαμπρότατος τῆς εὐσεβείας γεγένησαι» (ὠδή στ΄ καν. α΄).

[11] «Ὁ παγείς ἐν Σταυρῷ, Ἀθλητῶν νεόλεκτον, ὡς πάλαι καί νῦν τρανῶς, χορείαν ἤθροισεν∙ ἰδού γάρ μαρτυρικῶς, τήν τοῦ Σταυροῦ διετράνωσε δύναμιν, Ἀπόστολος ὁ κλεινός, τῆς εὐσεβείας ἐκφήνας τήν ἔλλαμψιν».

[12] «Τήν σήν παγγέραστον ἄθλησιν, Ἀσωμάτων τάξεις, ἄνωθεν ἐκρότησαν, καί πάντων τῶν ἀθλητῶν φάλαγξ ἡ ἔνθεος∙ ὁμότροπος γάρ αὐτῶν καί κοινωνός δι’ ἀθλήσεως πέφηνας, δοξάσας ἀρτιφανῶς, τόν ἐν Ἁγίοις ἀεί δοξαζόμενον».

[13] «...εὐτόλμως γάρ τόν Χριστόν, ἐπί κριτῶν ἀδικίας ἐκήρυξας, καί ὥραν νεανικήν ὑπεριδών δι’ ἀγάπην τοῦ Κτίστου σου, ὡς ἀμνός ἐσφαγιάσθης».

[14] «Μεγαλύνας εὐπρεπῶς ὁμολογίᾳ ἀληθεῖ καί ἀγῶσιν ἱεροῖς, Χριστόν τόν πάντων Ποιητήν πρός τήν σφαγήν ἠκολούθεις φαιδρῷ προσώπῳ, ὡς ἄκακος ἀμνός, καί ἐνιαύσιος, καί θύμα λογικόν καί ὁλοκάρπωμα, ἀποτμηθείς τόν αὐχένα προσήνεξαι, τῷ σέ λαμπρῶς θαυμαστώσαντι».

[15] «Σύ γάρ ἀκλινῶς ὡς ἄλλου πάσχοντος βάσανα πικρά καί πολυώδυνα, ὥσπερ τρυφάς ἐλογίζου, Ἀπόστολε, διά Χριστόν τόν Σωτῆρα σου».

[16] Α΄Ἰωάν. 4, 20: «ἵνα ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν ἀγαπᾷ καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ».

[17] «Ὅτε τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἔσχες τό ἀλλόμενον ὕδωρ ἐν τῇ καρδίᾳ σου, τότε τῆς χρηστότητος, ἀΰλοις νάμασι, δαψιλῶς παρεμύθησας, τῶν συμφυλετῶν σου, τό ἐκ τῆς δουλώσεως, λίαν ἐπίπονον».

[18] «Ἀδελφικῇ συμπαρασχών κοινωνίᾳ, μαρτυρικῆς ἐτρύφησας εὐκλείας, ἀθλοφόρε Ἀπόστολε, ὡς γάρ ἴδιον τό τοῦ πλησίον ἡγούμενος, τήν τῆς ἀγάπης εὗρες ἀντίδοσιν, τό τελειωθῆναι δι’ αἵματος∙ διό ἐβόας τοῖς ἀσεβέσιν: οὐδέν με χωρίσει τοῦ Χριστοῦ... Χριστός γάρ μοι πλοῦτος».

[19] Ἑβρ. 13, 8.

[20] «πᾶσαν γάρ ἐπίνοιαν καθελών τῆς ἀπάτης, τοῖς μέν Ὀρθοδόξοις τό κράτος δέδωκε, τούς δέ ἀσεβοῦντας αἰσχύνης ἐπλήρωσεν ὅτι Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας».

[21] Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς: «Δέν χωρίστηκε ἀπό τά λείψανα τῶν ἁγίων ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς δέν χωρίστηκε ἡ θεότητα ἀπό τό προσκυνητό σῶμα τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ὥρα τοῦ ζωοποιοῦ Του θανάτου» (Δεκάλογος).

[22] ὑποσημ. 4.

[23] «Ὅτε ὡς πηγήν ἁγιασμοῦ, ἤγαγον ἐν γῇ τῇ πατρώᾳ, τήν θείαν Κάραν σου, τότε τῶν ἰάσεων, τά πελαγίσμαα, θεοβρύτως ἐξέβλυσε, καί τοῖς ἀσθενοῦσι, χάριν τε καί ἔλεος, νέμει ἑκάστοτε∙ ὅθεν τούς πιστῶς ἁπτομένους καί Σέ βοηθόν κεκτημένους, πάσης ἀπολύτρωσαι κακώσεως».

[24] «Χαίρει ἡ εὐκλεής Σου Πατρίς, ὡς θησαυρόν πλουτοποιόν θεοπάροχον, θεόθεν ἀπολαβοῦσα, τήν σήν σεπτήν κεφαλήν, ἰαμάτων ρεῖθρα πελαγίζουσαν, καί πάθη καθαίρουσαν, ψυχῆς ἅμα καί σώματος∙ ὡς γάρ φιάλη, ἀρωμάτων πυρίπνοος, τάς τοῦ Πνεύματος δωρεάς νέμει ἅπασι».

[25] Στό Προοίμιο τοῦ Συναξαριστῆ Νεομαρτύρων, 17-36. (Τῶν ἁγίων Μακαρίου Κορίνθου, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νικηφόρου Χίου καί Διδασκάλου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, Συναξαριστής Νεομαρτύρων, β΄ἔκδ. ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 1989).   

[26] «...καί διέπνευσας, ἐν τῷ καιρῷ τῆς δουλείας, ἀνακούφισιν, γλυκεράν θυμηδίαν τοῖς σέ μακαρίζουσι».

 

[27] Ματθ. 28, 20: «καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».

[28] Ματθ. 7, 15.

[29] «Ὥσπερ θάλαμον ὡραῖον, καί λειμῶνα πανεύοσμον, ἐν ἀγαλλιάσει, τήν εἱρκτήν ἡγήσω, Ἀπόστολε, ἔνθα ὀσμῆς ἀντελάβου ἐπισκέψεως, ᾧ καί ἔψαλλες. Δόξα, Χριστέ, τῇ δυνάμει Σου».

(Από το βιλίο "Νεομάρτυρες", το φαεινότατον νέφος της Εκκλησίας, εκδ. "ακολουθεῖν"