Η
διαπίστωση είναι γνωστή και ευρέως διαδεδομένη, και από την πνευματική παράδοση
της Εκκλησίας μας και από τον χώρο της ψυχολογίας: όσο πιο αυστηρός είναι
κανείς με τους συνανθρώπους του, τόσο πιο επιεικής και χαλαρός είναι συνήθως με
τον ίδιο του τον εαυτό. Κι αντιστρόφως: όσο η αυστηρότητα αναφέρεται στον ίδιο
τον εαυτό, τόσο συνήθως η επιείκεια αγκαλιάζει τους άλλους ανθρώπους. Το
βλέπουμε σε όλους τους βίους των αγίων μας, όπως και σε όλα ανεξαιρέτως τα
κείμενά τους. Κι αν υπάρχει κάποιες φορές αυστηρότητα στους λόγους και στα
γραπτά τους, είναι όχι σε αναφορά με τους ίδιους τους ανθρώπους και την
προσωπικότητά τους, αλλά με την ύπαρξη της αμαρτίας - και τον κρυμμένο πίσω από
αυτήν βεβαίως Πονηρό διάβολο - η οποία
αλλοιώνει τον άνθρωπο, τον ψυχισμό αλλά και τη σωματικότητά του, καθιστώντας
τον τελικώς υπάνθρωπο και απάνθρωπο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Πέρα από όσα σοβαρά
και σοφά επισημαίνει η επιστήμη της ψυχολογίας, η οποία από την πλευρά της
φωτίζει όντως πολλά από όσα διαδραματίζονται στο εσωτερικό κόσμο μας, όταν
παλεύει κανείς με τον εαυτό του, στην πραγματικότητα με τον εγωισμό του και όλα
τα παρακλάδια του, κατανοεί σε βάθος την ανθρώπινη φύση· βλέπει και τις
διαστροφές της αλλά και τη χάρη του Θεού, συνεπώς λόγω της κατανόησης αυτής
συγκαταβαίνει προς τους άλλους, γινόμενος σαν τη μάνα που βλέπει τις αδυναμίες
και τις πληγές του παιδιού της και το μόνο που επιζητεί είναι να σπεύσει να το
αγκαλιάσει με στοργή και να το σκεπάσει. Οπότε, στην αντίθετη περίπτωση, η κάθε
προσέγγιση και σχέση λειτουργεί ως μαστίγωμα και πλήγωμα του άλλου: χαϊδεύοντας
τον εαυτό μας, τον κάθε άλλο τον
βλέπουμε κίνδυνο και επίβουλο της άνεσής μας και των «δικαιωμάτων» μας.