Το τελευταίο βιβλίο του π. Γεωργίου Δορμπαράκη "Δι' ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ", με υπότιτλο "Ἱστορίες καινές και παλαιές με φόντο το πετραχήλι", το οποίο φαίνεται να μας ψυχαγωγεί με τις ιστορίες,
τελικώς αποτελεί μία οδυνηρή ίσως κραυγή του συγγραφέα, που μας καλεί να
προβληματιστούμε πάνω στο σημαντικότερο γεγονός της ζωής μας, την ίδια τη
μετάνοια. Αν σκεφτούμε ότι ο Κύριος ξεκινά τη δράση Του στον κόσμο με αυτήν την
κλήση: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των Ουρανών», αν σκεφτούμε ότι και ο
ίδιος ο χρόνος δίνεται από τον Δημιουργό μας προκειμένου να μετανοούμε, («έδωκα
χρόνον ίνα μετανοήση» λέει κάπου η Αποκάλυψη), τότε δεν μπορούμε παρά να
σταθούμε με δέος πάνω στο περιεχόμενο των ιστοριών του βιβλίου. Γιατί τη
μετάνοια ως αλλαγή εσωτερική του ανθρώπου μάς προβάλλει ο συγγραφέας με τις
περισσότερες ιστορίες, την οποία μάλιστα διακρίνει από την απλή εξομολόγηση.
Και τον ευχαριστούμε γι’ αυτό: άλλο η απλή εξομολόγηση, σημειώνει ο π.
Γεώργιος, και άλλο η κανονική εξομολόγηση που αποτελεί καρπό της συντριβής της
καρδιάς του ανθρώπου και της ευλαβούς στροφής του προς τον Κύριο. Είναι εξόχως
σημαντική η επισήμανσή του, επισήμανση των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας
βεβαίως, ότι πριν κανείς οδηγηθεί στο εξομολογητάρι, πρέπει να έχει οδηγήσει τα
βήματά του μόνος μόνω Θεώ στο εξομολογητάρι του ταμείου του σπιτιού και της
καρδιάς του. Εκεί πρέπει εν αληθινή μετανοία να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του,
εκεί να πάρει με τη χάρη του Κυρίου την απόφαση για αλλαγή της ζωής του, κι
έπειτα να προσέλθει στον ιερέα, όπου θα καταθέσει τις αμαρτίες του αλλά και τη
διάθεσή του για επιστροφή του στον Κύριο. Οπότε από την άποψη αυτή ο ιερέας θα
γίνει ο μάρτυρας του ανοίγματος της καρδιάς του πιστού στον Κύριο - Σ' Αυτόν άλλωστε απευθύνεται η εξομολόγηση - με
αποτέλεσμα και ο πιστός να λάβει διά της συγχωρητικής ευχής την άφεση των
αμαρτιών του, αλλά και ο ιερέας να μετάσχει κι αυτός της χάρης της μετανοίας
του εξομολογουμένου.
Και πρέπει
να επιμείνουμε στο σημείο αυτό: πολλοί ιερείς πνευματικοί θεωρούν ότι η
εξομολόγηση συνιστά ίσως τη δυσκολότερη διάσταση της ιερατικής διακονίας τους,
ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο: ότι οι άνθρωποι τελικώς που καταφεύγουν στην
εξομολόγηση, έρχονται σε ένα μεγάλο ποσοστό ανέτοιμοι, με την έννοια της
αμετανοησίας τους. Θέλουμε να πούμε ότι ενώ εξομολογούνται οι άνθρωποι, δεν
φαίνεται να έχουν συναίσθηση της αμαρτίας τους, δεν έχουν σταθεί έμπονα ενώπιον
του Κυρίου, δεν έχουν ζητήσει τη χάρη της εσωτερικής αλλαγής τους. Λοιπόν,
αντιμετωπίζουν την εξομολόγηση ως μία απλή συζήτηση με έναν καλό ίσως άνθρωπο,
- για να μην πούμε τη χειρότερη εκδοχή: την «καφενειακού» τύπου συζήτηση -,
συνεπώς κλείνουν οι ίδιοι τη θύρα της ψυχής τους για να λάβουν τη μεγάλη χάρη
που ο Κύριος υπόσχεται σε καθένα που όντως μετανοεί: «χαρά γίνεται εν ουρανώ
επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι».