«Ο άγιος
Γρηγόριος ήταν επί της βασιλείας του Αυρηλιανού, από Έλληνες γονείς. Επειδή
ζητούσε ό,τι καλύτερο για τον εαυτό του, γνώρισε την αληθινή κατά Χριστό πίστη.
Κι όσο μεγάλωνε, τόσο αύξανε σ’ αυτόν η ευσέβεια. Από το μέγεθος και το πλήθος
των θαυμάτων που έκανε, πήρε την επωνυμία του: θαυματουργός. Όταν λοιπόν
φοιτούσε ακόμη στη σχολή της Αλεξάνδρειας και σπούδαζε θεολογία, κάποια πόρνη,
παρακινημένη από συμφοιτητές του, με
σκοπό να τον συκοφαντήσουν, τον πλησίασε. Καταλήφθηκε όμως από δαιμόνιο, λόγω της
συκοφαντίας, και έπεσε στη γη σπαράσσοντας. Ο άγιος τότε προσευχήθηκε και την
έκανε καλά. Αυτός κάποτε είδε στον ύπνο του την Υπεραγία Θεοτόκο με τον Ιωάννη
τον Θεολόγο να τον μυούν στο μυστήριο της αγίας Τριάδος. Και μετά τη χειροτονία
του σε επίσκοπο από τον Φαίδιμο, τον Μητροπολίτη Αμασίας, και με το που πήγε
στην Εκκλησία που του έλαχε, και μετά την κοίμησή του, λέγεται ότι έκανε
θαύματα τέτοια, που και δεν είναι εύκολο
να τα ακούσει κανείς και είναι μεγαλύτερα και από το να τα πιστέψει.
Για παράδειγμα: Μετακίνησε σε άλλο μέρος
μία τεράστια πέτρα, ίση σχεδόν με βουνό, μόνο με την προσευχή του. Και κάποτε
περνώντας από ένα ναό ειδώλων, εισήλθε μέσα και έβγαλε από εκεί τα δαιμόνια.
Όταν έφυγε δε, δεν μπορούσαν τα δαιμόνια να ξαναμπούν στον ναό. Το έμαθε αυτό ο
νεωκόρος και οργίσθηκε κατά του αγίου. Τότε ο άγιος έγραψε σ’ ένα χαρτί: «ο
Γρηγόριος προς τον σατανά: Να μπεις μέσα». Ο νεωκόρος έβαλε μέσα στον ναό το
χαρτί, οπότε μπόρεσαν να μπουν και τα δαιμόνια. Μόλις είδε ο νεωκόρος το θαύμα
αυτό, έμεινε έκπληκτος, και αντί να λατρεύει πια τους δαίμονες, αναδείχθηκε
αμέσως μαθητής του Χριστού, προσερχόμενος στον μεγάλο Γρηγόριο. Άλλοτε, έμεινε
ξάγρυπνος μία νύκτα στην προσευχή, για να κάνει ήσυχη και χέρσα μία λίμνη, η
οποία είχε κύματα σαν της θάλασσας και την οποία διεκδικούσαν δύο αδέλφια. Ο
άγιος λοιπόν «αποξήρανε», μαζί με τη λίμνη,
και τη μεταξύ τους έχθρα. Ακόμη: σταμάτησε την προς τα εμπρός φορά ενός
ποταμού, επειδή τον παρεκάλεσαν οι κάτοικοι της περιοχής, βάζοντας τη ράβδο του
στη λασπωμένη και ανακατωμένη γη. Και πρόσθεσε θαύμα πάνω στο θαύμα. Γιατί τότε
το ρείθρο του ποταμού φάνηκε να αναχαιτίζεται, σαν να φοβόταν να αγγίξει τη
ράβδο, ενώ η ράβδος που ήταν ξερή και χωρίς φυσική υγρασία, έγινε ευθαλές
δέντρο. Κι ούτε ο χρόνος μπόρεσε να σβήσει το θαύμα, γιατί και τώρα, όπως λένε,
κηρύσσεται η δύναμη του Χριστού διά του μεγάλου Γρηγορίου, αφού ο ποταμός δεν
προχωρεί προς τα εμπρός και το δέντρο εξακολουθεί να είναι στη θέση του. Κι
εκτός από τα παραπάνω, ένας Εβραίος που υποκρίθηκε τον νεκρό, σε σχήμα ύπτιο
και απλωμένο, πράγματι έπαθε αυτό που υποκρινόταν, με την προσευχή του. Κάποτε,
οι διώκτες του τον νόμισαν ότι ήταν δέντρο, όταν αυτός στεκόταν στο όρος και
προσευχόταν. Άλλοτε, έφερε πείνα στους απίστους, τους οποίους έσωσε από τον
θάνατο, μόλις πίστεψαν στον Χριστό. Όταν δε ήλθε η ώρα να φύγει από τον κόσμο
αυτό και να εκδημήσει προς τον Κύριο,
έκανε ευχαριστήριες προσευχές, διότι την πόλη του που ήταν πολυάνθρωπη και
γεμάτη από μεγάλη ασέβεια και απιστία, την άφησε ακριβώς αντίθετα. Όσους πιστούς
δηλαδή βρήκε εκεί, όταν πήγε ως επίσκοπος, τόσους άπιστους και άφησε, που
επέμεναν στην απιστία».
Δεν είναι τυχαίο ότι τον βίο του αγίου Γρηγορίου
Νεοκαισαρείας τον έγραψε ο άγιος
Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος καταγράφει γι’ αυτόν
συγκεκριμένα περιστατικά της ζωής του, όπως και διδασκαλίες του, τα οποία
άκουσε, όταν ήταν ακόμη μικρό παιδάκι, από τη γιαγιά του αγία Μακρίνα, μαθήτρια
και πνευματικοπαίδι του ίδιου του αγίου Νεοκαισαρείας του θαυματουργού. Το ίδιο
κάνει σε λόγους του και ο άγιος Βασίλειος. Και αυτός μνημονεύει με μεγάλο
θαυμασμό τον σήμερα εορταζόμενο, καθώς και ο ίδιος υπήρξε αυτήκοος παρομοίων
περιστατικών από τη γιαγιά του. Και ας επιτραπεί, εν παρενθέσει, να τονίσουμε
την αξία των γιαγιάδων και των παππούδων, διαχρονικά, οι οποίοι μυούν στα
νάματα της αγιασμένης μας χριστιανικής παραδόσεως τα εγγόνια τους. Ας
φανταστούμε το σκηνικό: η γιαγιά Μακρίνα, αναπνέοντας την παράδοση του αγίου
Γρηγορίου του θαυματουργού, δηλαδή την παράδοση του Χριστού και της Εκκλησίας
μας, να έχει στην αγκαλιά της τα θαυμαστά, όπως θα αποδειχτεί αργότερα, εγγόνια
της, και να μεταγγίζει σ’ αυτά τη ζωντανή αυτή παράδοση. Πόσο συνήργησε
η αγιασμένη αυτή γιαγιά στο να αναδειχτούν τέτοια αναστήματα για την Εκκλησία
τα εγγόνια της, μόνον ο Θεός μπορεί να το ξέρει. Σίγουρα πάντως δεν ήταν άμοιρη
σ’ αυτό και εκείνη.