Ο… «πολυσέλιδος»!
Με την
άκρη του ματιού του, καθώς συνομιλούσε με μία κυρία που του διεκτραγωδούσε τον
πόνο της για το άρρωστο εγγονάκι της, τον είδε να μπαίνει στον ναό κάνοντας τον
σταυρό του.
«Θεέ μου,
βόηθα με!», έστρεψε νοερά το βλέμμα του ο ιερέας στον Ουρανό.
Ο
μεσήλικας κύριος που επισκεπτόταν τον πνευματικό κάθε φορά που έφθανε στην
Αθήνα από τα βορεινά της Πατρίδας, του προκαλούσε πάντοτε διπλά συναισθήματα: μεγάλο
σεβασμό, γιατί επρόκειτο για αγωνιστή άνθρωπο, που πάλευε με την πίστη και
επιζητούσε να βρίσκεται, όσο μπορούσε, πάνω στο θέλημα του Κυρίου· βαθιά λύπη,
γιατί ενώ είχε τέτοια καλή διάθεση, ήταν μπλεγμένος μ’ έναν «ψυχαναγκασμό» και
μία αρρωστημένη, θα έλεγε κανείς, στάση στην πνευματική ζωή, ώστε είχε καταλήξει
στο συμπέρασμα ότι αυτόν θα πρότεινε ως παράδειγμα «φοβισμένης συνείδησης», αν
του ετίθετο υποθετικά ποτέ ένα τέτοιο ζήτημα.
Ο ιερέας
χαιρέτισε την κυρία, που απόσωσε τον πόνο της, την ευλόγησε και στράφηκε στον μεσήλικα.
«Καλώς τον
κ. Κώστα», είπε εγκάρδια, και τον αγκάλιασε για να τον ασπαστεί. «Καλό το
ταξίδι;»
«Καλό,
πάτερ, ευχαριστώ. Βρέθηκα για δουλειές στη μεγαλούπολη και πάλι, και είπα να σας
επισκεφτώ, αν έχετε χρόνο και δεν έχετε αντίρρηση».
«Ανάψτε το
κεράκι σας, κ. Κώστα, προσκυνήστε τις εικόνες και περάστε στο εξομολογητάρι. Έρχομαι αμέσως».
Την
τελευταία φορά που είχε έλθει ο άνθρωπος αυτός του Θεού, ο πνευματικός αφιέρωσε
αρκετή ώρα για να τον κάνει να καταλάβει ότι η εξομολόγηση, ως το μυστήριο της μετανοίας,
προϋποθέτει ακριβώς τη μετάνοια ως συναίσθηση των αμαρτιών του ανθρώπου, και
την με ανδρεία και αγάπη στροφή προς τον Χριστό, ο Οποίος ακριβώς ήρθε για να «άρει
την αμαρτία» του κόσμου.
«Δεν
χρειάζονται πολλά λόγια, κ. Κώστα, στην εξομολόγηση», του ‘χε πει. «Αναγνωρίζουμε
τα λάθη και τις αστοχίες μας σύντομα, διαπιστώνουμε την απόκλισή μας δηλαδή από
την αγάπη του Θεού, και Τον παρακαλούμε να μας δώσει τη δύναμη να είμαστε πάνω στις
άγιες εντολές Του. Τα πολλά λόγια περικλείουν έναν καλυμμένο εγωϊσμό, γιατί
κρύβουν από πίσω μία διάθεση δικαιολόγησης των πονηριών μας και των παθών που μας
ταλαιπωρούν. Δεν το θέλει αυτό ο Θεός, αδελφέ μου. Όπως έχει πει κάποιος
σπουδαίος και άγιος πνευματικός της εποχής μας, σε τρία λεπτά μπορεί να πει
κανείς τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Θέλει προσοχή, λοιπόν. Και μάλιστα, θέλει
προσοχή στις σαρκικές λεγόμενες αμαρτίες. Εκεί δεν χρειάζεται πολλή πολλή
ανάλυση, γιατί είναι σαν να μας παγιδεύει ο Πονηρός για να ασχολούμαστε και
πάλι με αυτές».
Του είχε
κάνει τις επισημάνσεις αυτές, γιατί κάθε φορά ο μεσήλικας άνθρωπος ερχόταν
αγχωμένος και θλιμμένος, κρατώντας ένα «πακέτο» από γραμμένα φύλλα - με έκθεση
κάθε λεπτομέρειας από τη ζωή του - που κάποια φορά επειδή τις έδωσε στον ιερέα
και για το σπίτι του, τις βρήκες εξήντα σελίδες τον αριθμό.
Έδειξε ότι
κατάλαβε ο κ. Κώστας. Υποσχέθηκε ότι θα είναι πιο σύντομος από την επόμενη
φορά.
«Κι όχι
μόνο ότι δεν είναι σωστό για τους λόγους που σας είπα, κ. Κώστα, αλλά και για
το ότι ταλαιπωρούνται και οι άλλοι χριστιανοί, που ιδιαιτέρως τις μεγάλες
εορτές περιμένουν πολλές ώρες για να έρθει η σειρά τους. Τους προκαλούμε, κι εσείς
κι εγώ, να αμαρτάνουν περισσότερο λόγω της αγανάκτησής τους».
Ο πνευματικός
έβαλε το πετραχήλι του, είπε μερικές προσευχές επικαλούμενος τη χάρη του Θεού
επί τον εξομολογούμενο, και περίμενε την
εξομολόγηση.
«Πάτερ, θα
μου επιτρέψετε, για να μην καθυστερήσω, να… σας διαβάσω αυτά που έχω να πω. Αν
δεν τα πω έτσι, δεν θα νιώθω ότι εξομολογήθηκα. Θα νιώθω ότι κάτι παρέλειψα».
«Τι
είπαμε, κ. Κώστα; Πάλι τα ίδια; Θυμηθείτε όμως, σας παρακαλώ, ότι δεν λέμε ό,τι ζήσαμε από την
καθημερινότητά μας, αλλά αυτά που αποτελούν τις αμαρτίες μας. Αυτά που
σχετίζονται δηλαδή με τον εγωϊσμό μας, τη φιληδονία μας, τη φιλαργυρία μας, την
υπερηφάνεια μας, ό,τι είναι έλλειμμα της αγάπης μας. Λοιπόν, κ. Κώστα;»
Ο
μεσήλικας κοντοστάθηκε. Με άγχος τράβηξε με προσοχή ένα διπλωμένο πακέτο από την
τσέπη του και το άνοιξε.
Ο παπάς
είδε και «τρόμαξε»! Ήταν ένα παρόμοιο
πακέτο, ίδιο μ’ εκείνο που του είχε δώσει τις προάλλες για το σπίτι! Περίπου και πάλι εξήντα σελίδες…