«Στα χρόνια του βασιλιά Αρκαδίου, όταν ο αγιότατος Θωμάς πατριάρχευε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, βρέθηκαν τα άγια λείψανα των μαρτύρων κάτω από τη γη, και αμέσως τα πήρε ο αρχιερέας με πολύ σεβασμό. Δόθηκε τότε και μεγάλη βοήθεια από τους αγίους, διότι θεραπεύτηκαν ακόμη και ανίατα νοσήματα. Μετά την παρέλευση πολλών χρόνων, από θεία φανέρωση, αποκαλύφθηκε σε κάποιο καλλιγράφο κληρικό, που λεγόταν Νικόλαος, ότι μερικά από τα πολλά λείψανα είναι του Ανδρονίκου και της Ιουνίας, για τους οποίους κάνει λόγο ο θείος απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή».
Δεν παύει η Εκκλησία μας να κηρύσσει αδιάκοπα την πίστη της περί της δυνάμεως των λειψάνων των αγίων της, δεδομένου ότι αυτά φέρουν τη χάρη του Θεού που είχαν οι άγιοι ενόσω ζούσαν. Διότι, όπως πολλές φορές έχουμε πει, ο άνθρωπος στέκεται ενιαία, ως ψυχοσωματική οντότητα, απέναντι στον Θεό, που σημαίνει ότι η δόξα του Θεού ζώντας στην αγιασμένη ψυχή του αγίου μεταγγίζεται και στο άγιο σώμα του. Γι’ αυτό και οι πιστοί θεωρούμε ότι τα άγια λείψανα αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της πίστεώς μας, που μας καθιστούν ζωντανό και παρόντα ανάμεσά μας τον άγιο, έστω κι αν έχει φύγει από τη ζωή αυτή. Την αλήθεια αυτή τονίζει και σήμερα η υμνολογία της Εκκλησίας μας, με την εύρεση των τιμίων λειψάνων των σήμερα εορταζομένων μαρτύρων. Σ’ ένα από τα στιχηρά για παράδειγμα του εσπερινού διαβάζουμε: «Οι για πολλούς χρόνους κρυμμένοι καλλίνικοι μάρτυρες τώρα φανερώθηκαν, σαν πολύτιμος θησαυρός, καταπλουτίζοντας τη βασιλίδα όλων των πόλεων» («Οι επί χρόνους μακρούς εγκεκρυμμένοι καλλίνικοι μάρτυρες νυν πεφανέρωνται, καθάπερ όλβος πολύτιμος, την Βασιλίδα καταπλουτίζοντες πασών πόλεων»). Στην τρίτη ωδή μάλιστα του κανόνα βλέπουμε όλο το σκεπτικό της Εκκλησίας μας για τα λείψανα: Οι άγιοι με πόθο για τον Χριστό ακολούθησαν το εκούσιο πάθος Του, ζώντας συσταυρωμένοι με Αυτόν. Έτσι άντλησαν τη χάρη από την πηγή Εκείνου, οπότε η χάρη αυτή ευρισκομένη και στα λείψανά τους απαστράπτει και προσφέρει το φως των ιαμάτων σε καθέναν που τα προσεγγίζει με πίστη. «Απαστράπτει Μαρτύρων τα φωταυγή λείψανα φέγγος ιαμάτων τοις πίστει τούτοις προστρέχουσι∙ χάριν γαρ ήντλησαν εκ των πηγών του Σωτήρος, τούτου το εκούσιον πάθος ζηλώσαντες». Τα θαύματα δηλαδή που επιτελούνται μέσω των αγίων λειψάνων αποτελούν την επιβεβαίωση περί της ενεργείας του Θεού σ’ αυτά. Ακόμη και το άγγιγμά τους ή λίγη από τη σκόνη τους εκλύει πηγές θαυμάτων για τους πιστούς. «Και λίγη σκόνη από το σώμα των αθλοφόρων, αναβρύει με τη χάρη του Θεού πηγές θαυμάτων» («κόνις βραχεία του σώματος των αθλοφόρων, πηγάς θαυμάτων βρύει εν χάριτι») (στιχηρό εσπερινού).
Στον οίκο του κοντακίου ο άγιος υμνογράφος προχωρεί ακόμη περισσότερο και μας προσφέρει μία εικόνα για τα τίμια λείψανα των αγίων, που παραπέμπει στη μεγαλοφυή εικόνα που συνέλαβε για την ελευθερία ο εθνικός ποιητής μας Διονύσιος Σολωμός και κατέγραψε στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, τμήμα του οποίου αποτέλεσε και τον εθνικό ύμνος της πατρίδας μας: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη (η ελευθερία) των Ελλήνων τα ιερά». Ο Διονύσιος Σολωμός μπορεί να επηρεάστηκε για να συλλάβει την πολύ όμορφη αυτή εικόνα και από τη γνωστή προφητεία περί της ζωογονήσεως των οστών του προφήτη Ιεζεκιήλ (κεφ. 37) – που τη διαβάζουμε στην Εκκλησία μας το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής μετά την επιστροφή του επιταφίου, ως προαναγγελία της πίστεως στην ανάσταση εκ νεκρών του Χριστού και των σωμάτων των ανθρώπων – όμως και ο υμνογράφος σήμερα κινείται στο ίδιο μήκος κύματος: βλέπει ότι η ορθοδοξία αναδύεται ως ρόδινη οσμή μέσα από τα λείψανα αυτά των αγίων. Με άλλα λόγια, όπως η ελευθερία για τον εθνικό μας ποιητή είναι καρπός θυσίας των Ελλήνων – έπεσαν στις μάχες οι Έλληνες και έμειναν μόνον τα κόκκαλά τους – κατά τον ίδιο τρόπο και η ορθόδοξη πίστη δεν είναι θέμα λόγων και μελετών, νοησιαρχιακών θεωριών, αλλά καρπός ολοκαυτωμάτων, εκεί δηλαδή που οι άγιοι δίνουν τη ζωή τους χάριν της πίστεως στον Χριστό. «Σαν ρόδα που ανθοφορούν ανάμεσα στ’ αγκάθια τα λείψανά σας, πηγάζετε στον κόσμο, ένδοξοι σεπτοί μάρτυρες, την οσμή της ορθοδοξίας» («Ως ρόδα μέσον ακανθών τα λείψανα ανθούντα, οσμήν ορθοδοξίας πηγάζετε εν κόσμω, μάρτυρες ένδοξοι σεπτοί»).
Σπάνια μία εικόνα έχει τόση δύναμη, που να φανερώνει διά μιας το τι είναι η ορθοδοξία. Σαν να μας λέει και πάλι ο υμνογράφος: η Ορθοδοξία, ως Ορθόδοξη Εκκλησία εννοείται, είναι ποτισμένη από το αίμα πρώτα του αρχηγού της Κυρίου Ιησού, έπειτα κι από το αίμα των ακολούθων Του αγίων μαρτύρων, είτε του φυσικού αίματός τους είτε του αίματος της συνειδήσεως. «Με τη λάμψη και την καθαρότητα των καλλονών των αρετών σας, στολίσατε το ένδυμά σας, που κοκκίνισε από τα μαρτυρικά αίματά σας» («Ταις καλλοναίς των αρετών φαιδρυνόμενοι, εξ αιμάτων χλαίναν εστολίσθητε, ηρυθρωμένην μαρτυρικών») (ωδή δ΄). Γι’ αυτό και πάντοτε παραμένει αήττητη, κατά τον αψευδή λόγο άλλωστε του Κυρίου μας, ότι «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Τη δύναμη της Εκκλησίας διά των αγίων μαρτύρων επισημαίνει μεταξύ πολλών άλλων ύμνων η ακολουθία και με τον εξής ύμνο: «Οι αθλητές της δόξας του Χριστού με τους οχετούς των αιμάτων τους αποξήραναν τους ποταμούς της ειδωλομανίας και αποτέφρωσαν τη φωτιά του αθέου προστάγματος. Από την άλλη, πότισαν πλούσια κάθε καρδιά που αναβοά με πίστη: Ιερείς ευλογείτε, λαός υπερυψούτε, εις τους αιώνας» («Τοις οχετοίς του αίματος ποταμούς απεξήραναν ειδωλομανίας και πυράν ετέφρωσαν αθέου προστάγματος, οι αθληταί της δόξης Χριστού∙ πάσαν δε πιστώς αναβοώσαν καρδίαν κατήρδευσαν πλουσίως∙ ιερείς ευλογείτε, λαός υπερυψούτε, Χριστόν εις τους αιώνας») (ωδή η΄).