«Ο άγιος Τιμόθεος ήταν από την πόλη Λύστρα, από
πατέρα ειδωλολάτρη και μητέρα Ιουδαία, που λεγόταν Ευνίκη. Μαθήτευσε στον
απόστολο Παύλο και έγινε συνεργός του και κήρυκας του θείου Ευαγγελίου, οπότε πήγε
με τον άγιο Ιωάννη τον ιδιαιτέρως αγαπημένο μαθητή του Κυρίου και κατέστη από τον
ίδιο τον απόστολο Παύλο επίσκοπος Εφέσου. Όταν λοιπόν εκβράστηκε ο άγιος Ιωάννης
από τη θάλασσα (όπως ιστορεί και στα συγγράμματά του ο Ειρηναίος ο επίσκοπος Λουγδούνων)
και πήγε πίσω στην Έφεσο, κι ύστερα οδηγήθηκε στη νήσο Πάτμο από τον βασιλιά Δομετιανό,
ως εξόριστος, αυτός ο μακάριος Τιμόθεος πήρε τη θέση του στην επισκοπή των Εφεσίων.
Κάποτε λοιπόν που οι ειδωλολάτρες, σε κάποια πατροπαράδοτη εορτή τους που ονομαζόταν
«Καταγώγιο», στην πόλη των Εφεσίων, κρατούσαν είδωλα στα χέρια τους και έβαζαν κάποια
από αυτά σαν προσωπεία πάνω τους και τραγουδούσαν με αυτά και επετίθεντο σε άνδρες
και γυναίκες με ληστρικό τρόπο και έκαναν φονικά, ο μακάριος Τιμόθεος δεν άντεξε
να βλέπει το άτοπο των ενεργειών τους, αλλά αντιθέτως έλεγχε τη μάταια αυτή πλάνη
τους, προτρέποντάς τους να αφήσουν τις αισχρές πράξεις, οπότε φονεύτηκε από
αυτούς, καθώς του επετέθησαν με ρόπαλα. Ύστερα δε το άγιο λείψανό του μετακομίστηκε
στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων, όπου τελείται
και η Σύναξή του».
Ο
άγιος απόστολος Τιμόθεος θεωρείται ο αγαπημένος μαθητής του αποστόλου Παύλου, τον
οποίον ακολουθούσε συχνά στις ιεραποστολικές περιοδείες του και από τον οποίο δέχτηκε
και τις δύο γνωστές ομώνυμές του επιστολές της Καινής Διαθήκης, την Α΄ και Β΄ προς
Τιμόθεον. Και ως μαθητής του Παύλου, η αναφορά του ήταν προς τον Χριστό. Διότι αυτό
είναι το γνώρισμα της ορθής μαθητείας στους αποστόλους: να ακολουθούν τα ίχνη του
Κυρίου. Θέλουμε να πούμε ότι οι απόστολοι, ως γνωστόν, δεν είχαν γύρω τους μαθητές-οπαδούς,
δεν δημιουργούσαν ένα είδος πνευματικού «γκέτο», αλλά αυτούς που τους ακολουθούσαν
τους προσανατόλιζαν αμέσως στον μόνον Σωτήρα των ανθρώπων, τον Ιησού Χριστό. Εκείνον
φανέρωναν οι ίδιοι, Εκείνον λοιπόν και «έβλεπαν» οι μαθητές τους. Η υμνολογία της
εορτής του αγίου Τιμοθέου απαρχής, ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού,
το ξεκαθαρίζει: «Θεόφρον Τιμόθεε, τρυφής τον
χειμάρρουν έπιες, και θεοφρόνως επότισας Θεού επίγνωσιν τους θερμώς ποθούντας, τον
Χριστόν μιμούμενος» (Θεόφρον Τιμόθεε, ήπιες τον χείμαρρο της ομορφιάς του Θεού
και φρονώντας σαν Εκείνον πότισες αυτούς που ποθούν θερμά τη γνώση Του, μιμούμενος
τον Χριστό). Ενώ ήταν μαθητής του Παύλου, τον Θεό «έπινε», Εκείνον δίδασκε, τον
Χριστό εμιμείτο. Ο απόστολος Παύλος υπήρξε «καταπέλτης» σ’ εκείνους που θέλησαν
να αλλοιώσουν την αλήθεια αυτή στην Κόρινθο. Όταν κάποιοι αποπειράθηκαν να ομαδοποιηθούν
με κέντρο κάποιους αποστόλους και όχι τον Χριστό, εκείνος αμέσως αντέδρασε με οξύτητα:
«Τι είναι ο Πέτρος ή ο Παύλος ή ο Απολλώς; Μήπως αυτοί σταυρώθηκαν για χάρη σας;
Του Χριστού είμαστε όλοι και σε Εκείνον ανήκουμε».
Η
κλήση του να γίνει χριστιανός και η συγκατάλεξή του μάλιστα στη χορεία των αποστόλων
δεν ήταν του Παύλου ή κάποιου άλλου αποστόλου. Μπορεί ο απόστολος Παύλος να ήταν
το μέσο της κλήσεώς του, όμως Εκείνος που γοήτευσε την καρδιά του και την έλκυσε
προς Αυτόν ήταν ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος «βλέποντας ως προγνώστης και παντογνώστης
την ομορφιά της διανοίας του τον αξίωσε να συλλειτουργεί με τους θείους αποστόλους,
Αυτός που με τη σοφή Του πρόνοια φροντίζει για εμάς» («Ιδών ο προγνώστης και Θεός σης διανοίας το κάλλος, Τιμόθεε, θείοις Αποστόλοις
σε συλλειτουργείν κατηξίωσεν, ένδοξε, ο σοφή προνοία των καθ’ ημάς προμηθούμενος»).
Η θέση αυτή του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους για τον άγιο Τιμόθεο συνιστά αποκάλυψη
στην ουσία του ίδιου του Χριστού για όλους τους ανθρώπους. «Ουδείς δύναται ελθείν προς με – είπε ο Κύριος
– εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν»,
κανείς δεν έρχεται προς τον Χριστό, χωρίς να ελκυστεί από τον Θεό Πατέρα. Κανείς
με άλλα λόγια δεν γίνεται χριστιανός από μόνος του, άρα κανείς άνθρωπος, όσο σπουδαίο
ευαγγελικό έργο και αν επιτελεί, δεν μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτό: ούτε για τη δύναμη
του κηρύγματός του ούτε για τη μεθοδικότητα και την οργανωτικότητά του. Αυτά είναι
απλά μέσα, συνιστούν ίσως το πλαίσιο, δεν είναι όμως ο πυρήνας. Η χάρη του Θεού
είναι η ουσία, γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος σε άλλο σημείο των λόγων του φτάνει
στο σημείο να λέει, εξαφορμής κάποιων που κήρυσσαν το όνομα του Χριστού από αντιπαλότητα
προς τον ίδιο: είτε από καλή διάθεση το κάνουν είτε αντιδραστικά, αυτό που με ενδιαφέρει
είναι ότι «Χριστός καταγγέλλεται».
Η
αλήθεια ότι ο Θεός κινεί τα νήματα της κλήσεως τελικώς του ανθρώπου με τη συνέργεια
απλώς των ανθρώπων, δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε μία υποβάθμιση όμως του ανθρώπινου
παράγοντα. Η ισορροπία είναι λεπτή. Αν ο ίδιος ο Κύριος επανέλαβε τον Γραφικό λόγο
ότι «δι’ υμάς βλασφημείται το όνομά μου εν
τοις έθνεσι», δηλαδή ότι το όνομα του Θεού βλασφημείται από τους απίστους εξαιτίας
των θεωρουμένων κακών εκπροσώπων Του, αυτό σημαίνει ότι και ο ανθρώπινος παράγων
δεν είναι αμελητέος ως προς το να κερδηθεί ή να χαθεί ο συνάνθρωπος. Γι’ αυτό και
έχει τεράστια σημασία να εκφράζεται η ορθή πίστη στον άνθρωπο ως ορθή πράξη. Ο άγιος
υμνογράφος στην τρίτη ωδή του κανόνα του για τον άγιο Τιμόθεο επισημαίνει και τη
διάσταση αυτή. «Με τη νέκρωση των μελών της σαρκός σου, δηλαδή του αμαρτωλού σου
φρονήματος, μακάριε Τιμόθεε, υπέταξες το χειρότερο στον φωτισμένο από τον
Θεό λόγο, δίνοντας την ηγεμονία στο ανώτερο. Και έτσι κυριάρχησες στα πάθη σου και
έκανες φαιδρά και λαμπρή την ψυχή σου, καθώς ρυθμιζόσουν από τα διδάγματα
του Παύλου» («Νεκρών σου τα μέλη της σαρκός,
τω λόγω καθυπέταξας την των χειρόνων, μάκαρ Τιμόθεε, ηγεμονίαν διδούς τω κρείττονι,
και παθών εκράτησας και ψυχήν εφαίδρυνας, ρυθμιζόμενος Παύλου διδάγμασι»).
Ο
απόστολος Παύλος ήταν ο Γέροντας, για να χρησιμοποιήσουμε μεταγενέστερο εκκλησιαστικό
όρο, του Τιμοθέου. Εκείνος τον ρύθμιζε, τον καθοδηγούσε για να υπερβεί ο Τιμόθεος
τα πάθη του, να καθαρίσει την καρδιά του, να φωτιστεί από τον Θεό, να βρει τον Θεό.
Κι αυτό το έκανε μ’ έναν διπλό τρόπο: πρώτα με την αγιασμένη του ζωή: «Ο Παύλου του θείου στερρός μαθητής, διδασκάλου
τοις ίχνεσιν έπεται» (Ο σταθερός μαθητής του θείου Παύλου, ακολουθεί τα ίχνη
του διδασκάλου)∙ έπειτα με τη διδασκαλία του, είτε την προφορική είτε τη γραπτή
μέσω των επιστολών του. Οι επιστολές μάλιστα που του έστελνε δεν είχαν χαρακτήρα
τυπικό ή απλώς συναισθηματικό, αλλά ήταν κατά κυριολεξία «ιερουργία του ευαγγελίου».
Ο απόστολος παντού και πάντοτε βρισκόταν «κατ’
ενώπιον του Θεού», «πάντα ενεργών εις δόξαν Θεού». «Ιερουργών Χριστού Ευαγγέλιον,
εξ αρετών περιωπής, θεογράφους επιστολάς, Παύλος ο θειότατος, χαίρων εξαπέστειλεν,
ως μαθητή σοι, Τιμόθεε» (Ιερουργούσε το ευαγγέλιο του Χριστού από το ύψος των
αρετών ο θειότατος Παύλος και με χαρά σου έστειλε ως μαθητή του, Τιμόθεε, θεόγραφες
επιστολές). Θα ήταν μεγάλη ευλογία να μελετούσαμε ή να ξαναμελετούσαμε τις
επιστολές αυτές του αποστόλου Παύλου. Θα ήταν και πάλι ένας ευαγγελισμός των ψυχών
μας.