«Ο άγιος Φίλιππος ήταν από την πόλη της Βηθσαϊδά, συμπολίτης του Ανδρέου και του Πέτρου. Διακρινόταν για τη σύνεσή του και τη βαθειά προσήλωσή του στα βιβλία των Προφητών, ενώ ήταν γνωστός σε όλη τη ζωή του για την παρθενικότητά του. Τον βρήκε ο Χριστός μετά το Βάπτισμά Του στη Γαλιλαία και τον κάλεσε να Τον ακολουθήσει. Αυτός δε, μετά από αυτό, συνάντησε τον Ναθαναήλ και του είπε: Ευρήκαμεν Ιησούν τον Υιόν Ιωσήφ, τον από Ναζαρέτ. Και άλλα πολλά είναι δυνατόν να βρει κανείς στη Θεόπνευστη Γραφή, γραμμένα γι’ αυτόν. Αυτός λοιπόν αφού του έλαχε ο κλήρος του ευαγγελισμού της Ασιατικής γης, είχε συνακόλουθο και συνεργάτη του στο κήρυγμα τον Βαρθολομαίο. Ακολουθούσε δε αυτούς και τους διακονούσε και η κατά σάρκα αδελφή του αγίου Φιλίππου, η Μαριάμνη. Αφού πέρασαν τις πόλεις της Μυσίας και της Λυδίας, κηρύσσοντας το ευαγγέλιο, και υπέμειναν πολλούς πειρασμούς και θλίψεις από τους απίστους, δηλαδή μαστιγώσεις, ραβδισμούς, εγκλεισμούς στη φυλακή, λιθοβολισμούς, έφτασαν εκεί που ήταν ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού και Θεολόγος Ιωάννης, που κήρυσσε στην Ασία τον Χριστό. Όταν και η γυναίκα του ανθυπάτου Νικάνορος πίστεψε, τότε ο ανθύπατος με τον ειδωλολατρικό λαό έβαλε φωτιά και κατέκαψε την οικία του αποστόλου Στάχυος. Ο Φίλιππος σύρθηκε στην πλατεία της Ιεραπόλεως, έπειτα τρυπήθηκε στους αστραγάλους και σταυρώθηκε πάνω σε ξύλο. Και έτσι, αφού προσευχήθηκε, παρέθεσε στον Θεό το πνεύμα του. Αμέσως τότε η γη, αφού άρχισε να τρέμει και να βγάζει ήχο, σχίστηκε στα δύο και κατάπιε πολλούς από τους απίστους. Οι υπόλοιποι, τρομοκρατημένοι από αυτά που συνέβαιναν, πρόσπεσαν στον Βαρθολομαίο και στη Μαριάμνη, που ήταν και αυτοί κρεμασμένοι. Τους έλυσαν και προσήλθαν στην αληθινή πίστη. Έπειτα, όλοι μαζί μάζεψαν το λείψανο του αποστόλου Φιλίππου, κατέστησαν τον Στάχυ επίσκοπο στην πόλη, και έφυγαν για τη Λυκαονία».
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας είναι φυσικό να τονίζουν, εφόσον πρόκειται για απόστολο του Χριστού, και μάλιστα από τους δώδεκα, «τους θεμελίους της Εκκλησίας», την εκλογή του από τον Κύριο – «τω χορώ των μαθητών σε Χριστός ενέταξε» - τη μετοχή του στη φλόγα του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής, ώστε «γεμάτος από τη φλόγα αυτή να δώσει ζωή με τη θέρμη της πίστεως σ’ αυτούς που είχαν παγώσει από την αθεΐα», την παρουσία του γενικώς στον κόσμο ως «θείον άλας, προκειμένου να αποξηράνει τη φοβερή σαπίλα της φθαρμένης από τα πάθη ανθρωπότητας», και βεβαίως τη δοξασμένη θέση του στη βασιλεία του Θεού, στην οποία «βλέπει όχι αινιγματικά, αλλά σαφώς πρόσωπον προς πρόσωπον τον ίδιο τον Χριστό».
Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος όμως, ο άγιος Θεοφάνης, πέραν των πολλών εγκωμίων που γράφει για τον άγιο απόστολο, επισημαίνει δύο σημεία που αξίζουν, νομίζουμε, ιδιαιτέρας προσοχής. Πρώτον, το γεγονός ότι ο Κύριος εκλέγει τον Φίλιππο ως μαθητή Του – μη ξεχνάμε ότι ο Κύριος είχε την απόλυτη πρωτοβουλία εκλογής των μαθητών: «ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς» είπε – σημαίνει ότι καλεί κάποιον του οποίου τις αρετές έχει προβλέψει, ως παντογνώστης Θεός, και συνεπώς έχει εκτιμήσει τις δυνατότητές του για την ανάληψη ενός τέτοιου τιτάνιου κυριολεκτικά έργου, δηλαδή της μαρτυρίας Του στον κόσμο ως του ενανθρωπήσαντος Θεού. «Φίλιππε, τω χορώ των μαθητών σε Χριστός ενέταξε, την σην προγινώσκων αρετήν, θεομακάριστε». Κι είναι τούτο ένα σημαντικό στοιχείο, που αποκαλύπτει ότι ο Χριστός καλεί τον άνθρωπο να αναλάβει κάποια διακονία, εφόσον αυτός έχει τα προαπαιτούμενα προσόντα για τη διακονία αυτή. Δηλαδή, δεν αρκεί μόνον η καλή διάθεση ενός ανθρώπου για να διακονήσει την Εκκλησία, αλλά απαιτείται να έχει και τις φυσικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Μεγάλο μάθημα τούτο και για εμάς, οι οποίοι πολλές φορές αναθέτουμε διακονήματα σε καλούς μεν ανθρώπους, αλλά μη δυναμένους λόγω αδυναμίας φυσικών προτερημάτων τους να ανταποκριθούν.
Εκεί όμως που επιμένει καθ’ υπερβολήν, θα έλεγε κανείς, ο άγιος υμνογράφος, προϋποθέτοντας τη γνώση του περιστατικού από το ευαγγέλιο, κατά το οποίο ο Φίλιππος εξέφρασε το παράπονό του κάποια φορά στον Κύριο: «Κύριε, μας μιλάς διαρκώς για τον Θεόν Πατέρα. Δείξον ημίν τον Πατέρα, και αρκεί ημίν», είναι ακριβώς η ερμηνεία του λόγου αυτού του Φιλίππου. Θεωρεί ότι ο λόγος – παράπονο αυτός έδωσε στον Κύριο την αφορμή να μιλήσει στους μαθητές Του για την ισοτιμία Του με τον Θεό Πατέρα. «Τον Πατέρα των φώτων εν Υιώ ζητήσας εύρες∙ εν τω φωτί το φως γαρ ευρίσκεται∙ και γαρ ούτος σφραγίς ισότυπος, δηλών το αρχέτυπον». (Ζήτησες και βρήκες στον Υιό, δηλαδή τον Χριστό, τον Πατέρα των φώτων. Διότι το φως, ο Θεός Πατέρας, βρίσκεται στο φως, τον Χριστό. Κι αυτό γιατί ο Χριστός είναι η ισότυπη σφραγίδα, που φανερώνει το αρχέτυπο, τον Θεό Πατέρα). Ο άγιος Φίλιππος λοιπόν με την ερώτησή του έγινε η αφορμή να έχουμε μία από τις πιο άμεσες αποκαλύψεις του Κυρίου περί της Θεότητάς Του.
Το ίδιο γεγονός όμως, την ερώτηση του Φιλίππου, το βλέπει ο άγιος Θεοφάνης και από άλλη οπτική γωνία: ως αποκαλυπτική των ίδιων των διαθέσεων του αποστόλου. Ο άγιος Φίλιππος, δηλαδή, κατά τον υμνογράφο, αναζητώντας τον Θεό Πατέρα διά του Χριστού, δείχνει τον ένθεο πόθο του για τον Θεό, την επιθυμία του να διαβεί πέρα από την πράξη στη θεωρία, γενόμενος ένας δεύτερος Μωυσής. Όπως ο Μωυσής δίψασε να δει τον Θεό, και αφού ανέβηκε στο όρος Σινά, καλεσμένος από τον Ίδιο για να λάβει τις πλάκες του Νόμου, είδε «τα οπίσθια του Θεού», δηλαδή την ενέργεια και τη δόξα Του, κατά τον ίδιο τρόπο, σύμφωνα με τον υμνογράφο, ο Φίλιππος: κι αυτός πόθησε να δει τον Θεό, του Οποίου την εικόνα είδε με τρόπο γνωστό στο πρόσωπο του Χριστού. Διότι ο Υιός αποτελεί τη σύντομη γνώση και την απόδειξη του Πατέρα. «Θείας αναβάσεσι, διαπαντός κεχρημένος, ως Μωσής το πρότερον, τον Θεόν θεάσασθαι επεπόθησας∙ και γνωστώς είδες δε, την αυτού εικόνα, δεδεγμένος προς εμφέρειαν∙ Πατρός γαρ σύντομος γνώσις ο Υιός και απόδειξις».
Από την άποψη αυτή, ο θείος υμνογράφος κατανοεί τον άγιο Φίλιππο και ως πρότυπο του θεωρητικού χριστιανού, θεωρητικού όχι με την έννοια του ασχολουμένου με θεωρίες του μυαλού, αλλά με την έννοια του θεατή του Θεού, του μετέχοντος στο φως και τη δόξα Εκείνου. Και προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η πράξη των αρετών. Ο άγιος Φίλιππος ευρισκόμενος σε μία διαρκή ανάβαση λόγω της εξασκήσεων των αρετών, της πράξεως, θέλησε να ανεβεί και στη θεωρία. Το πατερικό λόγιο «πράξίς εστιν θεωρίας επίβασις», η πράξη, η άσκηση των αρετών, είναι το σκαλοπάτι για την ανάβαση στη θεωρία, στη θέα του Θεού, το εφαρμόζει με απόλυτο τρόπο ο υμνογράφος στον άγιο απόστολο. Είναι μία διάσταση που διαφεύγει της προσοχής των περισσοτέρων χριστιανών. Ο άγιος Φίλιππος είναι, μαζί με τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, μαζί με τον απόστολο Παύλο, η βάση των νηπτικών αργότερα Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι κατέγραψαν τις θεοπτικές εμπειρίες τους, κινούμενοι σ’ έναν χώρο πιο εσωτερικό, πιο ένδον στην καρδιά του ανθρώπου. «Πράξιν μεν επίβασιν ειλικρινούς θεωρίας, θεωρίαν τέλος δε φιλοθέου πράξεως, μάκαρ, θέμενος, τον Χριστόν ηξίωσας του Πατρός την δόξαν υποδείξαί σοι την άφραστον». (Βάζοντας, μακάριε, την πράξη ως σκαλοπάτι της αληθινής θεωρίας, και τη θεωρία ως τέλος της φιλόθεης πράξης, αξίωσες από τον Χριστό να σου υποδείξει την μη δυναμένη να εκφραστεί με λόγια δόξα του Θεού Πατέρα).