«Τάς χεῖρας ἐξέτεινας, ἐν αἷς τόν ἄρτον ἔλαβες τῆς ἀφθαρσίας,
λαβεῖν τά ἀργύρια, τό στόμα πρός φίλημα προσαγαγών δολίως, ἐν ᾧ τό Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ καί τό Αἷμα ὑπεδέξω˙ ἀλλ’ οὐαί σοι! ὡς φησίν ὁ Χριστός» (ωδή θ΄
Τριωδίου, Αγίου Ανδρέου Κρήτης).
(Με τα χέρια που άπλωσες για να λάβεις τον άρτο της
αφθαρσίας, πήρες και τα αργύρια, όπως και το στόμα με το οποίο
υποδέχτηκες το σώμα και το αίμα του Χριστού το έφερες κοντά Του με δόλιο τρόπο
για να Τον φιλήσεις. Αλλά αλλοίμονό σου! Όπως λέει ο Χριστός).
Την κατάσταση του προδότη μαθητή Ιούδα διεκτραγωδεί ο
μεγάλος άγιος Πατήρ Ανδρέας Κρήτης, επικεντρώνοντας στα χέρια και το στόμα του!
Είναι τα χέρια που κράτησαν τον Κύριο στην πρώτη Θεία Λειτουργία που τέλεσε
Εκείνος επί της γης στον Μυστικό Δείπνο, υπό τα είδη του Άρτου. Στο πρώτο
«λάβετε, φάγετε, τούτο μού εστι το Σώμα» που είπαν τα χείλη του Δημιουργού – τα
ιδρυτικά λόγια του μυστηρίου της Ευχαριστίας που έκτοτε και εις τους αιώνας
επαναλαμβάνει μέσω των ιερέων Του – ήταν παρών και εκείνος, Τον άκουσε να τον
καλεί με το όνομά του, να του προσφέρει το ίδιο το αγιασμένο σώμα Του, να τον
καθιστά μέτοχο του Ίδιου του Εαυτού Του – Ένα με εκείνον και τους άλλους μαθητές!
Κι ακόμη: τα εν συνεχεία παράδοξα λόγια Του που μιλούσαν για το Αίμα Του μέσα
από τον αγιασμένο Οίνο: «Πίετε εξ Αυτού πάντες. Τούτο γαρ εστι το Αίμα μου, το
υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών». Κι ήλθε η σειρά του να
φέρει το στόμα του σ’ αυτόν τον Οίνο που ήταν η κρυμμένη παρουσία του
Διδασκάλου – το στόμα του Τον γεύτηκε κι η ζεστασιά Του απλώθηκε σε όλο του το
σώμα.
Μα, τι περίεργο! Δεν ένιωσε τίποτε καλό. Το αντίθετο:
είδε να σκληραίνει η καρδιά του και σαν να τον καταλαμβάνει ένα κύμα οργής και
αγριότητας απέναντι σ’ Εκείνον που μέχρι τότε ακολουθούσε. Κάτι σκοτεινό ένιωσε
να πλημμυρίζει την ύπαρξή του που τον έκανε να μην αντέχει να παρακάθεται μαζί
Του και με τους άλλους – ένας πνιγμός που τον έσπρωχνε να φύγει για να «αναπνεύσει»!
«Ό,τι έχεις να κάνεις κάν’ το γρήγορα», άκουσε μακρινά μέσα στο βουητό του
κεφαλιού του. Βγήκε έξω και κοίταξε τα χέρια του που έτρεμαν. Τα χέρια που
μόλις είχαν πιάσει το «σώμα» του Δασκάλου – έτσι είχε πει. Τα ίδια χέρια,
θυμήθηκε, που λίγες ώρες πριν είχαν λάβει τα αργύρια από τους αρχιερείς και
τους Γραμματείς για την προδοσία του τάχα Μεσσία! Είναι αλήθεια ότι είχε
απογοητευθεί πολύ από τον Διδάσκαλο – αλλιώς Τον περίμενε και αλλιώς του
«βγήκε». Δεν έκανε τίποτε ο Ιησούς για τους εχθρούς Ρωμαίους. Εκείνοι συνέχιζαν
να είναι οι κατακτητές και ο Χριστός αντί να ηγηθεί επαναστατικού κινήματος
προσανατόλιζε τους ακολούθους Του σε άλλα Βασίλεια, έξω από τη γη που πατάμε,
στους Ουρανούς! Και οι αρχιερείς; Απογοητευμένοι και εκείνοι όπως και ο ίδιος.
Τον ήξεραν, τον πλησίασαν, τους πλησίασε – του έταξαν και χρήματα! Και δεν
μπορούσε να αρνηθεί σ’ αυτά που είχαν τέτοια δύναμη στον κόσμο – ήταν η
αδυναμία του, γιατί περιέκλειαν δύναμη˙ δύναμη επιβολής. Κάτι θα είχε καταλάβει
και ο Δάσκαλος που του ανέθεσε το ταμείο της ομάδας! «Το γλωσσόκομον εκράταγε».
Ένιωσε το στόμα του στεγνωμένο και γυρόφερε τη γλώσσα του
– ο Οίνος που μόλις είχε πιει ήλθε και πάλι με τη γεύση του. «Το αίμα Του»,
σκέφτηκε τα λόγια του Ιησού. Σαν να δαιμονίστηκε: «μας κορόϊδεψε»! Έτρεξε να
βρει τους νέους συντρόφους του, έστω κι αν τους απεχθανόταν. Ο Ιησούς έπρεπε να
παραδοθεί στους αρχιερείς και στις αρχές – ό,τι είχαν κανονίσει. Το σχέδιο που
του είπαν ήταν απλό: θα τους οδηγούσε εκεί που συνήθιζαν να πηγαίνουν ο Χριστός
με τους μαθητές Του. Και σημάδι, μέσα στη νύχτα, για το Ποιον έπρεπε να
συλλάβουν ήταν ένα φίλημα. Εκείνος, ο Ιούδας, με την απογοητευμένη και
συντριμμένη καρδιά από τα γκρεμισμένα όνειρά του, θα πήγαινε στον Αρχηγό και θα
του έδινε ένα φίλημα: κανείς δεν θα τον παρεξηγούσε. Μαθητής Του ήταν μέχρι
τώρα! Κάτι κρύο πήρε και πάλι να ανεβαίνει στην καρδιά του. Και πάλι συνδύασε
το στόμα του που γεύτηκε τον Οίνο του Δείπνου με τον Χριστό, με εκείνο το ίδιο
που θα φιλούσε τον Δάσκαλο. Δεν ένιωσε καλά, αλλά ο «σκοπός» και τα χρήματα τού
θέριεψαν και πάλι την καρδιά. «Με φίλημα, Ιούδα, προδίδεις τον Διδάσκαλο;» ήταν
τα τελευταία λόγια που άκουσε από Εκείνον και το θλιμμένο βλέμμα Του θα τον
κυνηγούσε για πάντα! Όλα σωριάστηκαν μέσα του και το μόνο που «ανέτειλε» ήταν
μια θηλιά και ένα δέντρο!
Τα χέρια και το στόμα του προδότη μαθητή. Αυτά που
λειτούργησαν σε διπλό επίπεδο: από τη μια με τον Χριστό, από την άλλη εναντίον
Του. Δεν κατάλαβε τίποτε από εκείνα που βεβαίωνε ο μέχρι τότε Δάσκαλός του:
«ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Και «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού
εστι». Και τελικώς ζούσε μέσα στο «ουαί», το «αλλοίμονό σου» που λέει ο Κύριος
και επαναλαμβάνει ο άγιος Ανδρέας. Γιατί τελικώς η ζωή του ήταν μέσα στην
υποκρισία: άλλα να σκέπτεται και να λογίζεται μέσα του και άλλα να ενεργεί
εξωτερικά με τα λόγια και τις πράξεις του. Η υποκρισία: αυτή που φέρνει τον
δαιμονισμό του ανθρώπου, από την οποία πρέπει να παρακαλούμε τον Θεό να μας
απαλλάξει, ώστε ο λόγος του Θεού να καταλαμβάνει όλη την ύπαρξή μας.