Δεν αναφερόμαστε σε συγχρόνους αγίους της Κρήτης, έστω κι
αν δεν έχουν ενταχθεί στο αγιολόγιο της Εκκλησίας – υπάρχουν πράγματι πάρα
πολλοί. Και μόνο η ονομασία τους θα έπιανε αρκετές σελίδες! Γέροντας
Αναστάσιος, Γέροντας Νείλος, π. Γεώργιος Χιωτάκης, π. Ελευθέριος Καψωμένος,
Γερόντισσα Γαλακτία, Γερόντισσα Θεοσέμνη! Άνθρωποι που τα χαρίσματά τους έχουν
βεβαιωθεί από άλλους μεγάλους οσίους, σαν τον μέγιστο άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη.
Μιλάμε τώρα για δύο εν ζωή ακόμη ευρισκομένους ανθρώπους, κατάκοιτους και
θεωρούμενους παντελώς αδύναμους, των οποίων όμως η παρουσία λειτουργεί στο
πνευματικό εκκλησιαστικό στερέωμα, ιδίως της αγιοτόκου Κρήτης, ως φαεινό νέφος
ή ως άστρο ολόλαμπρο, που φωτίζει μέσα πια από τη σιωπή τους κάθε άνθρωπο που
έρχεται σ’ επαφή μαζί τους ή και απλώς ζει στον κόσμο τούτο. Γιατί πρόκειται
περί ανθρώπων που κινούνται σε άλλο μήκος κύματος πέραν των φυσικών και
οριζόντιων διαστάσεων και που η σιωπή τους θα λέγαμε ηχεί ως δυνατή κραυγή που
μυστικά κινητοποιεί και ξυπνάει τις συνειδήσεις πολλών ανθρώπων. Ο μοναχός
Σωφρόνιος της Ι. Μονής Γουβερνέτου και ο μεγάλος πρώην αρχιεπίσκοπος Κρήτης
Ειρηναίος. Και οι δύο αστέρες και του κόσμου τούτου, πριν η ασθένεια τους επισκεφτεί
και τους καταβάλει.
Ο ένας, ο μοναχός Σωφρόνιος, αμερικανός αλλά τρίτης
γενιάς Ηπειρώτης την καταγωγή, ο οποίος «στα
σαρανταδύο του ήλθε για διακοπές στην Ελλάδα. Καθηγητής ιστορίας, απόφοιτος του Κολούμπια, πρωταθλητής στο μπέιζμπολ
στη Νέα Υόρκη, δεινός ορειβάτης που είχε ανεβεί πολλές φορές στις Άλπεις,
αντιπρόεδρος μεγάλου Αμερικάνικου Ακαδημαϊκού Ιδρύματος στην Ελλάδα. O δρόμος τον έφερε στο Ακρωτήρι
Χανίων και προσκυνητή στη Μονή Γουβερνέτου, όπου του ήλθε η «φώτιση» για αλλαγή
πορείας - να γίνει εκεί μοναχός!» Προφανώς
όλα τα προηγούμενα χρόνια της ζωής του αναζητούσε εκείνο που θα γέμιζε την
καρδιά του, γιατί όλες οι θέσεις, τα αξιώματα και τα κατορθώματά του ήταν πολύ
λίγα γι’ αυτό που ένιωθε ως δίψα στο βάθος της ψυχής του. Και φάνηκε να το βρίσκει στο
Μοναστήρι, μετά μάλιστα τις συζητήσεις με τον Ηγούμενο και τους καλογέρους του.
«Κάποια στιγμή όμως
κάτι συνέβη στην υγεία του και έφυγε προκειμένου να αντιμετωπισθεί και
επέστρεψε στην Αμερική όπου διαγνώστηκε μια πάθηση, (τερματική νόσος κινητικού νευρώνος το είπανε), που θα τον ακινητοποιούσε. Γύρισε πίσω μετά
από ένα τρίμηνο με το μπαστουνάκι υποβοηθούμενος, και είπε στον γέροντα «πρέπει
να φύγω γιατί θα αρρωστήσω και ποιος θα με προσέχει» και ο γέροντας του είπε
«εδώ είναι το σπίτι του Θεού και το σπίτι σου, άμα θες να μείνεις». Κι
έμεινε και ακινητοποιήθηκε, χωρίς πια να μπορεί να τρώει μόνος, να μιλάει, να
γράφει, ακίνητος πάνω σ’ ένα νοσοκομειακό κρεβάτι. Και το μόνο που δεκαεπτά
ολόκληρα χρόνια πια μπορεί, είναι να κινεί τα βλέφαρα. «Με τα μάτια γράφει τη σκέψη του στην οθόνη. Δεν γράφει παράπονα για την
κατάσταση του, δεν ζητά βοήθεια, δεν γογγύζει. Στέλνει ευχαριστίες στον θεό
γιατί βλέπει, γιατί ακούει, γιατί αντιλαμβάνεται το άρωμα των λουλουδιών, γιατί
έχει ανθρώπους δίπλα του, γιατί μπορεί να ευχαριστεί. Εδώ διαφαίνεται η δύναμη
και το μεγαλείο της ψυχής, ο ηρωισμός που υπερβαίνει τα ανθρώπινα» (Μ.
Καστανάκης, Γεν. Χειρουργός, Μαν. Κογχυλάκης, Δάσκαλος).
Δύο φορές τον επισκεφτήκαμε, μία παλαιότερα, μία πολύ
πρόσφατα. Και στις δύο – γι’ αυτό και κάνουμε τη συγκεκριμένη αναφορά – είδαμε δύο
μάτια που λάμπανε από φως και χαρά. Ελάχιστες φορές στη ζωή μου έχω δει τέτοιο
λαμπερό πρόσωπο ν’ ακτινοβολεί απέραντη στοργή και σεβασμό μπροστά σε ιερέα,
και το είδα εκεί που θα «έπρεπε κανονικά» να υπάρχει η μαύρη κατάθλιψη και η
διάθεση ίσως φυγής από τον κόσμο. Εδώ, τίποτε από αυτά. Γιατί υπάρχει η πίστη
στον Χριστό, η ελπίδα σ’ Εκείνον που είναι η πηγή της ζωής και που επιτρέπει
την όλη αυτήν κατάσταση στον δούλο Του Σωφρόνιο, για να γίνεται αυτός μέσα από τις
ασθένειές του ισχυρότατο κήρυγμα της δύναμης του Θεού. «Η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» όπως είπε ο Ίδιος στον
απόστολό Του Παύλο. Κι έμαθα προ ολίγου ακριβώς καιρό ότι μία γιατρός
Αμερικανίδα είχε έλθει στην Κρήτη με σκοπό μοναδικό καθώς ομολόγησε, «να
γνωρίσει αυτόν τον μοναχό Σωφρόνιο, που επικοινωνεί μέσω υπολογιστή με
παρόμοιους μ’ εκείνον δικούς της ασθενείς και που τους δίνει τεράστια ψυχική
δύναμη να υπομείνουν και να αντέξουν το μαρτύριό τους».
Κι ο άλλος, ο μεγάλος όπως είπαμε πρώην αρχιεπίσκοπος
Κρήτης Ειρηναίος, ο θαυμαστός εν λόγοις και έργοις, ο ακούραστος εργάτης του
Ευαγγελίου, το εκλεκτό σκεύος του Κυρίου, ο οποίος μέχρι την ώρα της παραιτήσεώς
του λόγω ηλικίας και ασθενειών αποτελούσε το στήριγμα όλου του Κρητικού λαού,
και όσο ήταν Μητροπολίτης Χανίων και όσο βρέθηκε στη θέση του Αρχιεπισκόπου. Και
γιατί μνημονεύουμε ιδιαιτέρως και τον εκκλησιαστικό αυτόν άνδρα; Γιατί
κατάκοιτος πια τα τελευταία χρόνια στο Επισκοπείο, απέναντι από τον άγιο Μηνά
Ηρακλείου, με αδυναμία να μιλήσει και να επιτελέσει το οτιδήποτε, εξακτινώνει
την πλούσια χάρη του Θεού που έχει, μέσα από το βλέμμα του. Τα μάτια κι αυτού
του αγιασμένου ανθρώπου λειτουργούν κυριολεκτικά ως φάρος που φωτίζει με χαρά
και αγάπη καθένα που θα τον επισκεφτεί. Κι επισκεφτήκαμε και τον άγιο αυτό εξίσου
πρόσφατα και νιώσαμε τι σημαίνει «βαθιά καρδιά», να «μιλάει» δηλαδή η καρδιά
του μέσα από το πρόσωπό του, έστω κι αν ο εγκέφαλός του αδυνατεί να δώσει την
όποια φυσική εντολή.
Δύο κατάκοιτοι, δύο αδύναμοι άνθρωποι, που η φυσική τους αδυναμία όμως μοιάζει ν’ αποτελεί το περιτύλιγμα της δυνάμεως του Θεού. Το φως «δύο λαμπρών αστέρων της Κρήτης»!