«Η οσία Ελισάβετ από
μικρή ακολούθησε την ασκητική ζωή και έλαβε από τον Χριστό τη χάρη των ιαμάτων.
Γι᾽αυτό και θεράπευσε όλων των ειδών τα νοσήματα. Η γέννησή της φανερώθηκε με θεία αποκάλυψη και
προαγγέλθηκε ότι θα γίνει σκεύος εκλογής του Θεού. Φορούσε ένα χιτώνα μόνον και
έγινε σκληρή στο κρύο και στον παγετό. Δεν έπλυνε το σώμα της ποτέ με νερό και
σαράντα ημέρες έζησε χωρίς καθόλου να φάει. Για τρία χρόνια είχε τον νου της
μόνον προς τον Θεό, ενώ με τους σωματικούς οφθαλμούς της δεν είδε καθόλου το
κάλλος ή το μέγεθος του ουρανού. Ένα τεράστιο φοβερό φίδι το θανάτωσε με την
προσευχή της και για πολλά χρόνια δεν γεύτηκε καθόλου λάδι. Υποδήματα στα πόδια
της δεν απέκτησε. Λάμποντας λοιπόν με όλα αυτά τα κατορθώματα, αναπαύτηκε εν
Κυρίω, συνεχίζοντας να παρέχει μέχρι σήμερα τη χάρη των πολλών θαυμάτων της σ᾽αυτούς
που προσέρχονται σ᾽αυτήν με πίστη. Διότι το χώμα που λαμβάνει κανείς από τη σορό
της θεραπεύει κάθε νόσο».
Αποκτά μεγάλη
επικαιρότητα η οσία Ελισάβετ η θαυματουργός κυρίως από το γεγονός ότι ολόκληρη
η ζωή της υπήρξε – και συνεχίζει εν χάριτι να είναι – μία εξαιρετική παρουσία
συμπαθείας προς τον κόσμο. Ιδιαιτέρως σήμερα που λόγω της πολλαπλής κρίσεως που
βιώνουμε ένα μεγάλο ποσοστό των συνανθρώπων μας ζει μέσα στη θλίψη και τη
στενοχώρια, έρχεται η οσία ως κατεξοχήν προστάτις των εν θλίψεσι ανθρώπων να
δώσει εκείνη τη χάρη που βοηθά στην υπέρβαση της θλίψης και την απόκτηση της
αληθινής χαράς. Ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας μας αυτό ακριβώς καταγράφει
ήδη από την αρχή των ύμνων που αφιερώνει στην οσία: «Δέχτηκες τη χάρη να
διώχνεις τις αρρώστιες των ψυχών και των σωμάτων, Μητέρα σεμνή, να απομακρύνεις
τα πονηρά πνεύματα με το Θείο Πνεύμα, να είσαι η προστάτις όλων αυτών που
βρίσκονται στις θλίψεις» (στιχηρό εσπερινού). Ολόκληρη η ζωή της ήταν μία
ενσυνείδητη προσπάθεια να μετέχει στο πάθος των συνανθρώπων της, δηλαδή να ζει
την πραγματική και αληθινή αγάπη που έφερε ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Κι αυτό
σημαίνει βεβαίως ότι αγωνιζόταν να βρίσκεται πάνω στην πέτρα της ορθόδοξης
πίστης, αφού η αληθινή αγάπη, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, είναι γνωστό ότι
αποτελεί το εκλεκτότερο λουλούδι της σωστής ορθόδοξης πίστης. Πίστη και αγάπη
είναι οι δύο όψεις του ενός νομίσματος κι όποιος νομίζει ότι μπορεί να έχει το
ένα εκ των δύο μόνο του πλανάται πλάνην οικτράν. «Άσκησες τη συμπάθεια, την
ορθόδοξη πίστη και την αγάπη, προς τον Κύριο και τον πλησίον, θεομακάριστη
σεμνή. Γι᾽αυτό και η θεία χάρη του Πνεύματος αναπαύθηκε σε σένα, Μητέρα
Ελισάβετ» (στιχηρό εσπερινού).
Έτσι η οσία Ελισάβετ
υπήρξε για όλους τους πιστούς είτε στο παρελθόν είτε κι έπειτα μέχρι σήμερα
«ένα απλωμένο χέρι συμπάθειας» (ωδή ζ´), που σημαίνει ότι στο πρόσωπό της
βλέπουμε πάντοτε έναν ένθεο φίλο μας, συνέχεια και προέκταση του φιλικού και
πολυπόθητου προσώπου του Κυρίου Ιησού Χριστού. Διότι στην πραγματικότητα αυτό
είναι η οσία: μία άλλη φανέρωση του Χριστού μας στον κόσμο, μία θέαση του
κάλλους του προσώπου Του, το οποίο διακαώς πάλευε να δει και να ζήσει η ίδια.
«Πόθησες να δεις με καθαρότητα το νοητό κάλλος του Νυμφίου Χριστού» (ωδή θ´).
Κι αυτό θα πει· άνθρωπος ο οποίος αγαπά τον Κύριο και έχει Αυτόν ως
προτεραιότητα της ψυχής του γίνεται τελικά ίδιος με Εκείνον. Ο άγιος Ιωσήφ ο
υμνογράφος πράγματι επανειλημμένως επισημαίνει τη θερμή αγάπη της οσίας, εκ
βρέφους μάλιστα, προς τον Κύριο, κάτι που φανερωνόταν με την αδιάκοπη ενατένισή
της προς Εκείνον. «Ολοκληρωτικά ανέθεσες όλη τη διάνοιά σου στον Κύριο, γι᾽αυτό
και ενατένιζες Αυτόν με τα μάτια του νου και της καρδιάς σου» (ωδή ε´). Η
απόλυτη αυτή προτεραιότητα της οσίας, η οποία αποτελεί απλώς υλοποίηση της
εντολής του Θεού να Τον αγαπούμε με όλη την καρδιά και την ψυχή και τη δύναμη
και τη διάνοιά μας, εξηγεί και αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο: για
τρία χρόνια να μη βλέπει καθόλου τις ομορφιές του ουρανού! Η οσία δεν ήθελε να
βλέπει τις ομορφιές αυτές όχι γιατί αρνείτο την ομορφιά της δημιουργίας – αυτό
θα ήταν αντίθετο προς τη χριστιανική πίστη – αλλά γιατί είχε απορροφηθεί από
την ομορφιά του Δημιουργού. Και θα έλεγε κανείς ότι μόνον εκείνος που θεάται
την ομορφιά του Δημιουργού ικανώνεται να δει και με τα σωστά μάτια την ομορφιά
των δημιουργημάτων Του. «Για τρία χρόνια δεν είδες τον ουρανό, αλλά έβλεπες
μόνο προς τα κάτω τη γη, αφού ήσουν από γη, θεομακάριστε» (ωδή´).
Ακριβώς, η ορθή
ιεράρχηση που είχε κάνει στη ζωή της: η αγάπη του Θεού και του πλησίον
πρωτίστως, και έπειτα όλα τα άλλα, ήταν αυτό που ερμηνεύει όλες τις θεωρούμενες
«ακρότητες» της ασκητικής της διαγωγής: τη σκληρή νηστεία της, το μάκρος αυτής,
τα πύρινα εν μετανοία δάκρυά της. Η οσία ήταν προσανατολισμένη στο πώς θα
στολίσει τον ναό της ψυχής της κι η ενέργεια της χάρης του Θεού την έκανε να μη
βλέπει τίποτε άλλο. Για παράδειγμα: «Ζήλεψες τον Ηλία και τον Μωυσή, πάνσεμνε,
στο μήκος των ημερών, γι᾽αυτό και έκανες νηστεία όπως εκείνοι, δεχόμενη έτσι με
τη χάρη του θείου Πνεύματος τον ουράνιο άρτο των σοφωτάτων θεωριών Του» (ωδή
γ´). «Κολλήθηκες, σεμνή, στον πόθο του Χριστού, γι᾽αυτό και έλιωσες το φρόνημα
της σάρκας με τη νηστεία» (ωδή α´). «Επειδή πόθησες, σεμνή, να αποκτήσεις το
έλεος του Θεού με ασκητικό τρόπο, γι᾽αυτό και δεν θέλησες τη μετάληψη του
λαδιού από τα βρεφικά σου χρόνια, ευφραινομένη από τις επιδόσεις των ασκητικών
σου κόπων» (ωδή ς´).
Μακάρι «τη φιλόθεη γνώμη
που απέκτησε η οσία, διά της οποίας ζει τώρα μαζί με τους αγγέλους» (ωδή ζ´) να
αποκτήσουμε έστω και λίγο και εμείς.